Της Π. Μ.
Με αυτή της την επιστολή, η Ουλρίκε Μάινχοφ πρόλαβε να δηλώσει ότι θα δολοφονηθεί και δεν θα αυτοκτονήσει, όπως αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής.
"Κρεμάστηκε" 42 χρονών στο κελί 719 των φυλακών Στάινχαμ της Στουτγάρδης. Η Μάϊνχοφ κλείστηκε στις φυλακές Όσεντορφ Κολωνίας, κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες, σε απόλυτη απομόνωση, στην τρομακτική "νεκρή πτέρυγα".
Μία μεγάλη απεργία πείνας που πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 1973 απέδωσε μόνον αλλαγή πτέρυγας, με συνεχιζόμενη όμως την απομόνωση και το ίδιο άκαρπες ήταν και όσες άλλες απεργίες πείνας έκανε στην συνέχεια.
Με κάποιον τρόπο πάντως, κατόρθωσε να φυγαδεύσει το συγκλονιστικό κείμενό της "Επιστολή από την νεκρή πτέρυγα", του οποίου η δημοσίευση δημιούργησε ένα αρκετά μεγάλο (για μια κοινωνία που βρισκόταν ακόμα σε αντι-τρομοκρατική υστερία) ρεύμα συμπαράστασης.
Στα τέλη του 1974, και αφού προηγουμένως (στις 29 Νοεμβρίου) είχε καταδικαστεί σε 8 χρόνια φυλάκιση για την βομβιστική επίθεση στο συγκρότημα "Axel Springer", μεταφέρθηκε στις φυλακές Στάμχαϊμ της Στουτγάρδης, σε ειδική για τους αντάρτες πόλης πτέρυγα με τα περιβόητα "λευκά κελιά", η ειδική κατασκευή των οποίων αποσκοπούσε στην σταδιακή αισθητηριακή διαταραχή των κρατουμένων. Εκεί φυλακίστηκαν άλλα 9 στελέχη της οργάνωσης.
Η δίκη των επιζώντων ηγετών της οργάνωσης (Μπάαντερ, Ένσλιν, Ράσπε και Μάϊνχοφ – ο Μάϊνς είχε πεθάνει από απεργία πείνας), που ανάμεσα σε άλλα κατηγορούνται και για 4 ανθρωποκτονίες Αμερικανών στρατιωτικών, 54 απόπειρες ανθρωποκτονίας και σύσταση συμμορίας, ξεκίνησε στις 21 Μαϊου 1975.
Τον Σεπτέμβριο οι ιατροί έκριναν τους κατηγορούμενους ανίκανους να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, λόγω του μακροχρόνιου βασανισμού τους με την αισθητηριακή απομόνωση των "λευκών κελιών", όμως η δίκη συνεχίστηκε κανονικά, ερήμην τους.
Οι κατηγορούμενοι επέστρεψαν στο δικαστήριο στα τέλη του Απριλίου 1976, έχοντας αποφασίσει μία κοινή στάση. Η Μάϊνχοφ θα γκρέμιζε όλο το τμήμα του κατηγορητηρίου που βασιζόταν στην στημένη κατάθεση του, συνεργάτη πια των διωκτικών αρχών, Γκέρχαρντ Μύλλερ.
Στις 9 Μαΐου 1976 βρέθηκε απαγχονισμένη με μια πετσέτα δεμένη στα κάγκελα του κιγκλιδώματος, και η επίσημη νεκροψία (από ιατροδικαστή που στα νιάτα του ήταν μέλος των Ες - Ες) αποφάνθηκε πως επρόκειτο για αυτοκτονία, ενώ δεν επετράπη ούτε στους δικηγόρους της, ούτε στην αδελφή της να δουν το πτώμα ή το κελί.
"Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας.
Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι.
Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι.
Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου.
Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: Τούρκοι, Ισπανοί, Έλληνες, Άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση.
Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα.
Για σας, την εξουσία, υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές.
Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό.
Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός. Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή.
Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο.
Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε.
Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση, ένα κράτος δολοφόνων."
Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι.
Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι.
Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου.
Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: Τούρκοι, Ισπανοί, Έλληνες, Άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση.
Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα.
Για σας, την εξουσία, υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές.
Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό.
Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός. Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή.
Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο.
Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε.
Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση, ένα κράτος δολοφόνων."
Με αυτή της την επιστολή, η Ουλρίκε Μάινχοφ πρόλαβε να δηλώσει ότι θα δολοφονηθεί και δεν θα αυτοκτονήσει, όπως αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής.
"Κρεμάστηκε" 42 χρονών στο κελί 719 των φυλακών Στάινχαμ της Στουτγάρδης. Η Μάϊνχοφ κλείστηκε στις φυλακές Όσεντορφ Κολωνίας, κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες, σε απόλυτη απομόνωση, στην τρομακτική "νεκρή πτέρυγα".
Μία μεγάλη απεργία πείνας που πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 1973 απέδωσε μόνον αλλαγή πτέρυγας, με συνεχιζόμενη όμως την απομόνωση και το ίδιο άκαρπες ήταν και όσες άλλες απεργίες πείνας έκανε στην συνέχεια.
Με κάποιον τρόπο πάντως, κατόρθωσε να φυγαδεύσει το συγκλονιστικό κείμενό της "Επιστολή από την νεκρή πτέρυγα", του οποίου η δημοσίευση δημιούργησε ένα αρκετά μεγάλο (για μια κοινωνία που βρισκόταν ακόμα σε αντι-τρομοκρατική υστερία) ρεύμα συμπαράστασης.
Στα τέλη του 1974, και αφού προηγουμένως (στις 29 Νοεμβρίου) είχε καταδικαστεί σε 8 χρόνια φυλάκιση για την βομβιστική επίθεση στο συγκρότημα "Axel Springer", μεταφέρθηκε στις φυλακές Στάμχαϊμ της Στουτγάρδης, σε ειδική για τους αντάρτες πόλης πτέρυγα με τα περιβόητα "λευκά κελιά", η ειδική κατασκευή των οποίων αποσκοπούσε στην σταδιακή αισθητηριακή διαταραχή των κρατουμένων. Εκεί φυλακίστηκαν άλλα 9 στελέχη της οργάνωσης.
Η δίκη των επιζώντων ηγετών της οργάνωσης (Μπάαντερ, Ένσλιν, Ράσπε και Μάϊνχοφ – ο Μάϊνς είχε πεθάνει από απεργία πείνας), που ανάμεσα σε άλλα κατηγορούνται και για 4 ανθρωποκτονίες Αμερικανών στρατιωτικών, 54 απόπειρες ανθρωποκτονίας και σύσταση συμμορίας, ξεκίνησε στις 21 Μαϊου 1975.
Τον Σεπτέμβριο οι ιατροί έκριναν τους κατηγορούμενους ανίκανους να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, λόγω του μακροχρόνιου βασανισμού τους με την αισθητηριακή απομόνωση των "λευκών κελιών", όμως η δίκη συνεχίστηκε κανονικά, ερήμην τους.
Οι κατηγορούμενοι επέστρεψαν στο δικαστήριο στα τέλη του Απριλίου 1976, έχοντας αποφασίσει μία κοινή στάση. Η Μάϊνχοφ θα γκρέμιζε όλο το τμήμα του κατηγορητηρίου που βασιζόταν στην στημένη κατάθεση του, συνεργάτη πια των διωκτικών αρχών, Γκέρχαρντ Μύλλερ.
Στις 9 Μαΐου 1976 βρέθηκε απαγχονισμένη με μια πετσέτα δεμένη στα κάγκελα του κιγκλιδώματος, και η επίσημη νεκροψία (από ιατροδικαστή που στα νιάτα του ήταν μέλος των Ες - Ες) αποφάνθηκε πως επρόκειτο για αυτοκτονία, ενώ δεν επετράπη ούτε στους δικηγόρους της, ούτε στην αδελφή της να δουν το πτώμα ή το κελί.
Δημοσίευση σχολίου