Μια μεγάλη μορφή του ρεμπέτικου τραγουδιού, ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης που μας έχει αφήσει αθάνατα δημιουργήματα, ένας ατόφιος μάγκας που συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους τραγουδοποιούς της εποχής του – Βαμβακάρη, Παγιουμτζή. Τσιτσάνη, Δελιά κ.α- πεθαίνει σαν σήμερα το 2005.
Ηταν ο θάνατος του «τελευταίου ρεμπέτη», όπως ανέφεραν δημοσιεύματα της εποχής.
Αναφερόμαστε στον Μιχάλη Γενίτσαρη.
Αυτός ο ρεμπέτης είχε μια τρικυμιώδη ζωή και ίσως κάποια στιγμή παραθέσουμε κεφάλαια από την αυτοβιογραφία του που έχει τίτλο: «Μάγκας από μικράκι».
Θα αναφερθούμε αναλυτικά στην ζωή και την καλλιτεχνική παρουσία του Μιχάλη Γενίτσαρη παρακάτω.
Εισαγωγικά να σημειώσουμε ότι το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε εξορία στη Νιο χαρακτηρίζοντας τον "δημόσιο κίνδυνο" γιατί, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες.
Αν και ο ίδιος δεν έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση στα τραγούδια του μιλάει με απέχθεια για τους μαυραγορίτες και τους συνεργάτες των Γερμανών, βλέπει με θαυμασμό τους σαλταδόρους, ενώ υμνεί τα παλικάρια της Αντίστασης.
Αυτό φαίνεται καθαρά απ' το ότι ο ίδιος έχει συνθέσει και ερμηνεύσει το τραγούδι «Ένας λεβέντης έσβησε», που έχει γράψει ο Νίκος Μάθεσης για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Επίσης ένα άσμα αφιερωμένο στα τομάρια τους «Μαυραγορίτες», καθώς και το θρυλικό «Ο Σαλταδόρος».
Ηταν ο θάνατος του «τελευταίου ρεμπέτη», όπως ανέφεραν δημοσιεύματα της εποχής.
Αναφερόμαστε στον Μιχάλη Γενίτσαρη.
Αυτός ο ρεμπέτης είχε μια τρικυμιώδη ζωή και ίσως κάποια στιγμή παραθέσουμε κεφάλαια από την αυτοβιογραφία του που έχει τίτλο: «Μάγκας από μικράκι».
Θα αναφερθούμε αναλυτικά στην ζωή και την καλλιτεχνική παρουσία του Μιχάλη Γενίτσαρη παρακάτω.
Εισαγωγικά να σημειώσουμε ότι το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε εξορία στη Νιο χαρακτηρίζοντας τον "δημόσιο κίνδυνο" γιατί, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες.
Αν και ο ίδιος δεν έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση στα τραγούδια του μιλάει με απέχθεια για τους μαυραγορίτες και τους συνεργάτες των Γερμανών, βλέπει με θαυμασμό τους σαλταδόρους, ενώ υμνεί τα παλικάρια της Αντίστασης.
Αυτό φαίνεται καθαρά απ' το ότι ο ίδιος έχει συνθέσει και ερμηνεύσει το τραγούδι «Ένας λεβέντης έσβησε», που έχει γράψει ο Νίκος Μάθεσης για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Επίσης ένα άσμα αφιερωμένο στα τομάρια τους «Μαυραγορίτες», καθώς και το θρυλικό «Ο Σαλταδόρος».
Εδώ αξίζει να διαβάσουμε ποιος ήταν ο Στέλιος Καρδάρας απ' τις πράξεις και το τέλος που επιφύλαξαν οι ταγματασφαλίτες σ' αυτό τον ήρωα της τάξης μας, εμπνεύστηκε αυτό το δημιουργήματα του, τον "Σαλταδόρο", ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης.
Εκτιμώντας ότι απ' τις καλύτερες βιογραφίες για τον Μιχάλη Γενίτσαρη που υπάρχουν στο διαδίκτυο είναι αυτή του Γιώργου Παναγιωτακόπουλου - δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η Κλίκα"- την παραθέτουμε:
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γεννήθηκε στις 15 Ιούνη του 1917 στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά, σε ένα σπίτι της οδού Αίμου. Ο πατέρας του διατηρούσε εκείνη την εποχή μπιραρία στην οδό Ανδριανουπόλεως και Παλαμηδίου στον Πειραιά που την ημέρα λειτουργούσε ως μαγειρείο και το βράδυ σερβίριζε μπίρα «μετά μουσικής».
Τα γράμματα δεν τα 'παιρνε ο Γενίτσαρης. Η εποχή του σχολείου ήτανε σύντομη και οδυνηρή γι' αυτόν. Έβγαλε τη δευτέρα δημοτικού και στη συνέχεια μπήκε στη δουλειά ως παραγιός με πολλές κοπάνες. Μικρό παιδί ήτανε ακόμη και η βιοπάλη είχε αρχίσει για το Γενίτσαρη.
Η επαφή του με το μπουζούκι είχε γίνει πριν από αρκετό καιρό, προτού ακόμη πάει στο σχολείο. Πήγαινε στο καφενείο του Μπάτη και εκεί με το φίλο του Θανάση, το γιο του Μπάτη, ακούγανε μπουζούκι και μπαγλαμά, ενώ το απόγευμα παίζανε τη ρομβία. Κάπου-κάπου έπιανε και το μπουζούκι τα απογεύματα, όταν δεν υπήρχαν θαμώνες στο καφενείο.
Η ανακάλυψη ενός παλιού μπαγλαμά στην κασέλα του σπιτιού του τον έφερε ακόμα πιο κοντά στο όργανο που από τότε είχε γίνει το μεράκι του. Ο πρώτος του δάσκαλος στο μπουζούκι ήτανε ο μάστρο-Κώστας ο Καταγάς, το αφεντικό του σε ένα χυτήριο όπου δούλευε.
Όσο μεγάλωνε και γινόταν ανεξάρτητος στη σκέψη τόσο το μπουζούκι τον συνέπαιρνε. Σαν έγινε δεκαπέντε χρονών αγόρασε το πρώτο του όργανο από τον Κυριάκο Λαζαρίδη και από τότε συνεχώς έπαιζε.
«Τα βράδια συναντιόμουνα με τους φίλους μου. Είχαμε γίνει δεκαπεντάρηδες. Παίζαμε στις γειτονιές, εγώ μπουζούκι και ένας φίλος μου, Τάκης Δημητρίου, κιθάρα. Εν τω μεταξύ, μετά γνώρισα και στου Μπάτη το καφενείο το Δελιά, το Μάρκο, που δεν είχανε ακόμα γραμμοφωνήσει, δεν είχανε ακουστεί. Ερχόντουσαν στου Μπάτη. Ο Μάρκος δούλευε τότε στα σφαγεία . Εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι καλούτσικο».
Το 1934, δεκαεπτά χρονών, δούλευε καζαντζής (έφτιαχνε καζάνια), μία δουλειά που του άρεσε διότι όλοι οι καζαντζήδες ήτανε μάγκες, όπως έλεγε. Εκείνη την εποχή ένας αστυνομικός του έσπασε το πρώτο του μπουζούκι με μια κλωτσιά. Ο Γενίτσαρης του όρμηξε και αυτό του στοίχισε έξι μήνες στη «στενή» (στις φυλακές Αβέρωφ). Σαν βγήκε από τη φυλακή άρχισε ξανά να δουλεύει καζαντζής στα καράβια, όπου το 1935 έγραψε και το τραγούδι: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», το οποίο ήταν και το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε (1937 - Κολούμπια).
«...Τέλος πάντων έρχεται η Πέμπτη, πάω στην εταιρία και η δουλειά χαλάει. Αντί να γραμμοφωνήσω «Της φυλακής τον πλάτανο» και το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», να γίνει ένας δίσκος, με ρωτάει ο Τούντας εάν ήξερα τη «Φαληργιώτισσα» που είχε βγει αυτές τις ημέρες. Και του λέω ναι. Την παίζω, την ακούει και μου λέει: Άκου παιδί μου, θα τραγουδήσει ο Στράτος τη «Φαληργιώτισσα» και εσύ από την άλλη μεριά το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα». Εγώ στενοχωρήθηκα που δεν θα τραγούδαγα δύο τραγούδια δικά μου, αλλά και από την άλλη φχαριστήθηκα που θα τραγούδαγα σε ένα δίσκο με το Στράτο τον Παγιουμτζή, γιατί ο Στράτος ήτανε ο καλύτερος στα ρεμπέτικα».
Μετά την έκδοση του πρώτου τραγουδιού, ο πατέρας του του άνοιξε ένα καφενείο στην οδό Αίμου και Βάσου στην Αγιά Σοφιά. Από το μαγαζί αυτό πέρασαν όλοι οι παλιοί μπουζουξήδες: Καρυδάκιας, Ανέστης Δελιάς, Μάρκος, Στράτος, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης κ.ά. Στη συνέχεια έκλεισε το μαγαζί αυτό και άνοιξε ένα άλλο στην γωνία Ψαρών και Ολύνθου στα Βούρλα, το οποίο έκλεισε και αυτό από την αστυνομία. Η γνωριμία του Γενίτσαρη με τον Γιάννη Παπαϊωάννου έγινε εκείνη την περίοδο και από τότε ήτανε οι δυο τους στενοί και αχώριστοι φίλοι, όπως έλεγε ο Γενίτσαρης.
Με τον Παπαϊωάννου έπαιξαν στην Αίγινα και στη συνέχεια άνοιξαν οι δυο τους ένα μαγαζί στην οδό Χίου, στα Καμίνια. Μετά το κλείσιμο του μαγαζιού αυτού χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο Γενίτσαρης έπιασε δουλειά στο «Δάσος» του Αντώνη του Βλάχου, μαζί με το Μάρκο, τον Μπάτη, το Χιώτη, το Στράτο κ.ά. «Εκεί πια έγινα μπουζουξής. Κάθε βράδυ σ' αυτό το κέντρο γινότανε το σώσε μέσα 'κει...».
Στο μαγαζί του Βλάχου είδαν πολλά τα μάτια του Γενίτσαρη. Μπλέχτηκε σε δύο σοβαρές ποινικές υποθέσεις εκείνη την περίοδο που η μία του στοίχισε πάλι την εισαγωγή του στη «στενή» για μερικούς μήνες. Βγήκε και συνέχισε την εργασία του στο «Δάσος», ώσπου το μπλέξιμό του σε έναν καυγά με πυροβολισμούς και τραυματισμούς τον οδήγησαν στην εξορία. Το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε στη Νιο ως δημόσιο κίνδυνο διότι, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες.
«...Τι να κάνω; Ντύθηκα, βγαίνω έξω. Είχανε την κλούβα, με βάζουνε μέσα, και με πάνε στον προϊστάμενό τους, και αυτός μου παρουσιάζει ένα χαρτί να το υπογράψω. Του λέω: Τι είναι αυτό; Και αυτός μου λέει: Αυτό το χαρτί, μια που είναι καλοκαίρι, στο στείλαμε να πας να παραθερίσεις. Σε στέρνουμε ένα χρόνο εξορία για Δημόσιο επικίνδυνο. Του λέω: Πού; Μου λέει: Στη Νιο...».
Η εξορία του Γενίτσαρη κράτησε για ένα χρόνο. Στο νησί συνάντησε τον Ανέστο Δελιά που τον είχαν στείλει και αυτόν εξορία, αλλά για τοξικομανία και όχι για δημόσιο επικίνδυνο, όπως είχαν χαρακτηρίσει το Γενίτσαρη. Οι ιστορίες από κείνη την περίοδο της δύσκολης ζωής του Γενίτσαρη αμέτρητες. «Μια ημέρα είχε αρπάξει ένανε εξόριστο η χωροφυλακή και τον είχε σπάσει στο ξύλο, γιατί είχε μπει μέσα σ' ένα κοτέτσι να κλέψει αβγά, αλλά αβγά δεν βρήκε και από την πείνα έφαγε τα πουλάκια ωμά ... Εκεί θυμάμαι το νησί, η Νιο ήταν ξερότοπος και αγριάνθρωποι οι κάτοικοι ... Το χωργιό τους είχε τρακόσα σπίτια και 366 εκκλησίες και αμέτρητοι αρεόμυλοι και ψύλλους κοπάδια».
Όταν γύρισε από την εξορία ξανάρχισε να παίζει το μπουζούκι. Η κλάση του για να υπηρετήσει στο στρατό ήταν το 1938. Όμως αυτός δεν είχε πάει και ήτανε από τότε λιποτάκτης. Με τη βοήθεια ενός θείου του συνταγματάρχη πήγε στο στρατό με την κλάση του 1940 χωρίς κυρώσεις, αλλά αμέσως έμπλεξε σε φασαρίες με γυναικοδουλειά που του στοίχισε άλλα δύο χρόνια στη «στενή» και εν καιρώ πολέμου που στο μεταξύ είχε κηρυχτεί.
«Στη φυλακή πέρασα πολλά. Τότε είχε αρχίσει η πείνα. Θυμάμαι, ένας ναύτης ήτανε στη φυλακή για κλοπή και τη νύχτα στο αποχωρητήριο είχε ανάψει φωτιά με ένα ντενεκέ και έβραζε μια γάτα να φάει. Και τον αρπάξανε και τον ρίξανε στο πειθαρχείο...».
Μόλις βγήκε από τη φυλακή έπιασε δουλειά στο κέντρο «Περοκέ» με το Χιώτη και το Λαύκα και μετά στο κέντρο «Καρέ του Άσσου» με τον Καπλάνη και το Χατζηχρήστο, ενώ στη συνέχεια πήγε στο μαγαζί που είχε ανοίξει ο Αντώνης ο Βλάχος στη γωνία Ζήνωνος και Δεληγιώργη στην Αθήνα.
Η εμπλοκή του σε μία κομπίνα τον έστειλε στη για άλλους δεκαοκτώ μήνες στη φυλακή. Μετά την έξοδό του από τη φυλακή έπαιξε σε διάφορα μαγαζιά, ώσπου ήρθε η απελευθέρωση. Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα.
Μαζί του ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης, ώσπου μία φασαρία με έναν Εγγλέζο στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία. Συνέχισε να παίζει μπουζούκι στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές παρέα με τον Παπαϊωάννου. Στην περίοδο αυτή έγραψε αρκετά τραγούδια που τα τραγούδησαν μεγάλοι καλλιτέχνες και πέρασε από πολλά μαγαζιά. Το 1952 αηδιασμένος από το κυνηγητό που είχε εξαπολυθεί ενάντια στο ρεμπέτικο σταμάτησε να παίζει στα πάλκα και έγινε χονδρέμπορος φρούτων στη λαχαναγορά του Πειραιά.
«Εγώ μετά είδα την κατάντια του ρεμπέτικου: λογοκρισία, κυνήγησαν το ρεμπέτικο. Πέσαν στη μέση μουσικοί καινούργιοι, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και άλλοι. Αυτοί κυνήγησαν το ρεμπέτικο και αρχινήσανε με διάφορα μέσα να το ρίξουν. Έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα και αρχινήσαν και αυτοί και ονόμαζαν τα τραγούδια τους αρχοντορεμπέτικα. Του δώσανε μία μορφή ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο ευρωπαϊκό που το κλόνισε όμως για ένα διάστημα, με τα βιομηχανοποιημένα αρχοντορεμπέτικα».
Το 1971 τον βρήκε ο Ηλίας Πετρόπουλος και τον έπεισε να φτιάξει συγκρότημα για να παίζει κάθε Τρίτη στο «Κύτταρο» μία μπουάτ Αχαρνών και Ηπείρου. Με το Στέλιο Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, το Γιάννη Σταμούλη, το Σκαρπέλη και το Μουφλουζέλη έπαιξαν για αρκετό καιρό στην μπουάτ. Συνέχισε να βρίσκεται στο πάλκο για λίγο καιρό γιατί το ρεμπέτικο είχε έρθει και πάλι στην επιφάνεια και όλοι ζητούσαν να ακούσουν τους παλιούς. Η εκμετάλλευση όμως των αγνών αυτών μουσικών από τα γεράκια της αναβίωσης του ρεμπέτικου έκαναν το Γενίτσαρη να ξανακρεμάσει το μπουζούκι του. Άνοιξε κάβα ποτών στην Αγιά Σοφιά και από κει και πέρα συμμετείχε μόνο σε συναυλίες, ενώ είχε και δισκογραφική παρουσία.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί στο σπίτι του, στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά, εκεί όπου πέρασε όλη του τη ζωή. «Έφυγε» την Τετάρτη 11 Μάη 2005 σε ηλικία 88 χρόνων, από οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού. Ήταν ο τελευταίος της μεγάλης πειραιώτικης παρέας του ρεμπέτικου.
Δισκογραφία
Βλέποντας συνολικά τη δισκογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη, μπαίνουμε αυτόματα σε μια διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως και αναπάντεχα.
Πρώτα-πρώτα το δισκογραφικό έργο του Γενίτσαρη δεν είναι τόσο μικρό όσο φανταζόμασταν μέχρι τώρα. Αρκετά τραγούδια που ηχογράφησε δεν είναι γνωστά, με αποκορύφωμα το προπολεμικό «Μικρούλα Πειραιώτισσα».
Δεύτερο χαρακτηριστικό -που «σηκώνει» μελλοντική συζήτηση- είναι οι τραγουδιστές που αναφέρονται δίπλα απ' τους τίτλους των τραγουδιών: Στράτος, Στελλάκης, Καζαντζίδης, Γαβαλάς, Νίνου, Γκρέυ, Διονυσίου κ.ά.
Η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών του Γενίτσαρη τραγουδήθηκε από την «αφρόκρεμα» των λαϊκών τραγουδιστών! Δύσκολα θα βρούμε άλλον λαϊκό δημιουργό με τέτοιο ποσοστό «βαριών» ονομάτων στους ερμηνευτές των τραγουδιών του. Τρίτο, η συμμετοχή του στη λαϊκή δημιουργία την περίοδο της Κατοχής (τα ρεμπέτικα της Κατοχής όπως ονομάστηκαν) είναι μεγάλη, ποιοτικά και ποσοτικά. Μια λοιπόν επιπλέον ματιά στη δισκογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη πιστεύουμε ότι θα βάλει σε σκέψεις κάποιους -ιδιαίτερα από το χώρο της μουσικής- που τον έχουν υποτιμήσει ως δημιουργό.
Τα γράμματα δεν τα 'παιρνε ο Γενίτσαρης. Η εποχή του σχολείου ήτανε σύντομη και οδυνηρή γι' αυτόν. Έβγαλε τη δευτέρα δημοτικού και στη συνέχεια μπήκε στη δουλειά ως παραγιός με πολλές κοπάνες. Μικρό παιδί ήτανε ακόμη και η βιοπάλη είχε αρχίσει για το Γενίτσαρη.
Η επαφή του με το μπουζούκι είχε γίνει πριν από αρκετό καιρό, προτού ακόμη πάει στο σχολείο. Πήγαινε στο καφενείο του Μπάτη και εκεί με το φίλο του Θανάση, το γιο του Μπάτη, ακούγανε μπουζούκι και μπαγλαμά, ενώ το απόγευμα παίζανε τη ρομβία. Κάπου-κάπου έπιανε και το μπουζούκι τα απογεύματα, όταν δεν υπήρχαν θαμώνες στο καφενείο.
Η ανακάλυψη ενός παλιού μπαγλαμά στην κασέλα του σπιτιού του τον έφερε ακόμα πιο κοντά στο όργανο που από τότε είχε γίνει το μεράκι του. Ο πρώτος του δάσκαλος στο μπουζούκι ήτανε ο μάστρο-Κώστας ο Καταγάς, το αφεντικό του σε ένα χυτήριο όπου δούλευε.
Όσο μεγάλωνε και γινόταν ανεξάρτητος στη σκέψη τόσο το μπουζούκι τον συνέπαιρνε. Σαν έγινε δεκαπέντε χρονών αγόρασε το πρώτο του όργανο από τον Κυριάκο Λαζαρίδη και από τότε συνεχώς έπαιζε.
«Τα βράδια συναντιόμουνα με τους φίλους μου. Είχαμε γίνει δεκαπεντάρηδες. Παίζαμε στις γειτονιές, εγώ μπουζούκι και ένας φίλος μου, Τάκης Δημητρίου, κιθάρα. Εν τω μεταξύ, μετά γνώρισα και στου Μπάτη το καφενείο το Δελιά, το Μάρκο, που δεν είχανε ακόμα γραμμοφωνήσει, δεν είχανε ακουστεί. Ερχόντουσαν στου Μπάτη. Ο Μάρκος δούλευε τότε στα σφαγεία . Εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι καλούτσικο».
Το 1934, δεκαεπτά χρονών, δούλευε καζαντζής (έφτιαχνε καζάνια), μία δουλειά που του άρεσε διότι όλοι οι καζαντζήδες ήτανε μάγκες, όπως έλεγε. Εκείνη την εποχή ένας αστυνομικός του έσπασε το πρώτο του μπουζούκι με μια κλωτσιά. Ο Γενίτσαρης του όρμηξε και αυτό του στοίχισε έξι μήνες στη «στενή» (στις φυλακές Αβέρωφ). Σαν βγήκε από τη φυλακή άρχισε ξανά να δουλεύει καζαντζής στα καράβια, όπου το 1935 έγραψε και το τραγούδι: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», το οποίο ήταν και το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε (1937 - Κολούμπια).
«...Τέλος πάντων έρχεται η Πέμπτη, πάω στην εταιρία και η δουλειά χαλάει. Αντί να γραμμοφωνήσω «Της φυλακής τον πλάτανο» και το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», να γίνει ένας δίσκος, με ρωτάει ο Τούντας εάν ήξερα τη «Φαληργιώτισσα» που είχε βγει αυτές τις ημέρες. Και του λέω ναι. Την παίζω, την ακούει και μου λέει: Άκου παιδί μου, θα τραγουδήσει ο Στράτος τη «Φαληργιώτισσα» και εσύ από την άλλη μεριά το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα». Εγώ στενοχωρήθηκα που δεν θα τραγούδαγα δύο τραγούδια δικά μου, αλλά και από την άλλη φχαριστήθηκα που θα τραγούδαγα σε ένα δίσκο με το Στράτο τον Παγιουμτζή, γιατί ο Στράτος ήτανε ο καλύτερος στα ρεμπέτικα».
Μετά την έκδοση του πρώτου τραγουδιού, ο πατέρας του του άνοιξε ένα καφενείο στην οδό Αίμου και Βάσου στην Αγιά Σοφιά. Από το μαγαζί αυτό πέρασαν όλοι οι παλιοί μπουζουξήδες: Καρυδάκιας, Ανέστης Δελιάς, Μάρκος, Στράτος, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης κ.ά. Στη συνέχεια έκλεισε το μαγαζί αυτό και άνοιξε ένα άλλο στην γωνία Ψαρών και Ολύνθου στα Βούρλα, το οποίο έκλεισε και αυτό από την αστυνομία. Η γνωριμία του Γενίτσαρη με τον Γιάννη Παπαϊωάννου έγινε εκείνη την περίοδο και από τότε ήτανε οι δυο τους στενοί και αχώριστοι φίλοι, όπως έλεγε ο Γενίτσαρης.
Με τον Παπαϊωάννου έπαιξαν στην Αίγινα και στη συνέχεια άνοιξαν οι δυο τους ένα μαγαζί στην οδό Χίου, στα Καμίνια. Μετά το κλείσιμο του μαγαζιού αυτού χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο Γενίτσαρης έπιασε δουλειά στο «Δάσος» του Αντώνη του Βλάχου, μαζί με το Μάρκο, τον Μπάτη, το Χιώτη, το Στράτο κ.ά. «Εκεί πια έγινα μπουζουξής. Κάθε βράδυ σ' αυτό το κέντρο γινότανε το σώσε μέσα 'κει...».
Στο μαγαζί του Βλάχου είδαν πολλά τα μάτια του Γενίτσαρη. Μπλέχτηκε σε δύο σοβαρές ποινικές υποθέσεις εκείνη την περίοδο που η μία του στοίχισε πάλι την εισαγωγή του στη «στενή» για μερικούς μήνες. Βγήκε και συνέχισε την εργασία του στο «Δάσος», ώσπου το μπλέξιμό του σε έναν καυγά με πυροβολισμούς και τραυματισμούς τον οδήγησαν στην εξορία. Το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε στη Νιο ως δημόσιο κίνδυνο διότι, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες.
«...Τι να κάνω; Ντύθηκα, βγαίνω έξω. Είχανε την κλούβα, με βάζουνε μέσα, και με πάνε στον προϊστάμενό τους, και αυτός μου παρουσιάζει ένα χαρτί να το υπογράψω. Του λέω: Τι είναι αυτό; Και αυτός μου λέει: Αυτό το χαρτί, μια που είναι καλοκαίρι, στο στείλαμε να πας να παραθερίσεις. Σε στέρνουμε ένα χρόνο εξορία για Δημόσιο επικίνδυνο. Του λέω: Πού; Μου λέει: Στη Νιο...».
Η εξορία του Γενίτσαρη κράτησε για ένα χρόνο. Στο νησί συνάντησε τον Ανέστο Δελιά που τον είχαν στείλει και αυτόν εξορία, αλλά για τοξικομανία και όχι για δημόσιο επικίνδυνο, όπως είχαν χαρακτηρίσει το Γενίτσαρη. Οι ιστορίες από κείνη την περίοδο της δύσκολης ζωής του Γενίτσαρη αμέτρητες. «Μια ημέρα είχε αρπάξει ένανε εξόριστο η χωροφυλακή και τον είχε σπάσει στο ξύλο, γιατί είχε μπει μέσα σ' ένα κοτέτσι να κλέψει αβγά, αλλά αβγά δεν βρήκε και από την πείνα έφαγε τα πουλάκια ωμά ... Εκεί θυμάμαι το νησί, η Νιο ήταν ξερότοπος και αγριάνθρωποι οι κάτοικοι ... Το χωργιό τους είχε τρακόσα σπίτια και 366 εκκλησίες και αμέτρητοι αρεόμυλοι και ψύλλους κοπάδια».
Όταν γύρισε από την εξορία ξανάρχισε να παίζει το μπουζούκι. Η κλάση του για να υπηρετήσει στο στρατό ήταν το 1938. Όμως αυτός δεν είχε πάει και ήτανε από τότε λιποτάκτης. Με τη βοήθεια ενός θείου του συνταγματάρχη πήγε στο στρατό με την κλάση του 1940 χωρίς κυρώσεις, αλλά αμέσως έμπλεξε σε φασαρίες με γυναικοδουλειά που του στοίχισε άλλα δύο χρόνια στη «στενή» και εν καιρώ πολέμου που στο μεταξύ είχε κηρυχτεί.
«Στη φυλακή πέρασα πολλά. Τότε είχε αρχίσει η πείνα. Θυμάμαι, ένας ναύτης ήτανε στη φυλακή για κλοπή και τη νύχτα στο αποχωρητήριο είχε ανάψει φωτιά με ένα ντενεκέ και έβραζε μια γάτα να φάει. Και τον αρπάξανε και τον ρίξανε στο πειθαρχείο...».
Μόλις βγήκε από τη φυλακή έπιασε δουλειά στο κέντρο «Περοκέ» με το Χιώτη και το Λαύκα και μετά στο κέντρο «Καρέ του Άσσου» με τον Καπλάνη και το Χατζηχρήστο, ενώ στη συνέχεια πήγε στο μαγαζί που είχε ανοίξει ο Αντώνης ο Βλάχος στη γωνία Ζήνωνος και Δεληγιώργη στην Αθήνα.
Η εμπλοκή του σε μία κομπίνα τον έστειλε στη για άλλους δεκαοκτώ μήνες στη φυλακή. Μετά την έξοδό του από τη φυλακή έπαιξε σε διάφορα μαγαζιά, ώσπου ήρθε η απελευθέρωση. Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα.
Μαζί του ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης, ώσπου μία φασαρία με έναν Εγγλέζο στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία. Συνέχισε να παίζει μπουζούκι στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές παρέα με τον Παπαϊωάννου. Στην περίοδο αυτή έγραψε αρκετά τραγούδια που τα τραγούδησαν μεγάλοι καλλιτέχνες και πέρασε από πολλά μαγαζιά. Το 1952 αηδιασμένος από το κυνηγητό που είχε εξαπολυθεί ενάντια στο ρεμπέτικο σταμάτησε να παίζει στα πάλκα και έγινε χονδρέμπορος φρούτων στη λαχαναγορά του Πειραιά.
«Εγώ μετά είδα την κατάντια του ρεμπέτικου: λογοκρισία, κυνήγησαν το ρεμπέτικο. Πέσαν στη μέση μουσικοί καινούργιοι, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και άλλοι. Αυτοί κυνήγησαν το ρεμπέτικο και αρχινήσανε με διάφορα μέσα να το ρίξουν. Έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα και αρχινήσαν και αυτοί και ονόμαζαν τα τραγούδια τους αρχοντορεμπέτικα. Του δώσανε μία μορφή ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο ευρωπαϊκό που το κλόνισε όμως για ένα διάστημα, με τα βιομηχανοποιημένα αρχοντορεμπέτικα».
Μπάμπης Γκολές, Ιορδάνης Τσομίδης, Μιχάλης Γενίτσαρης
Το 1971 τον βρήκε ο Ηλίας Πετρόπουλος και τον έπεισε να φτιάξει συγκρότημα για να παίζει κάθε Τρίτη στο «Κύτταρο» μία μπουάτ Αχαρνών και Ηπείρου. Με το Στέλιο Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, το Γιάννη Σταμούλη, το Σκαρπέλη και το Μουφλουζέλη έπαιξαν για αρκετό καιρό στην μπουάτ. Συνέχισε να βρίσκεται στο πάλκο για λίγο καιρό γιατί το ρεμπέτικο είχε έρθει και πάλι στην επιφάνεια και όλοι ζητούσαν να ακούσουν τους παλιούς. Η εκμετάλλευση όμως των αγνών αυτών μουσικών από τα γεράκια της αναβίωσης του ρεμπέτικου έκαναν το Γενίτσαρη να ξανακρεμάσει το μπουζούκι του. Άνοιξε κάβα ποτών στην Αγιά Σοφιά και από κει και πέρα συμμετείχε μόνο σε συναυλίες, ενώ είχε και δισκογραφική παρουσία.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί στο σπίτι του, στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά, εκεί όπου πέρασε όλη του τη ζωή. «Έφυγε» την Τετάρτη 11 Μάη 2005 σε ηλικία 88 χρόνων, από οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού. Ήταν ο τελευταίος της μεγάλης πειραιώτικης παρέας του ρεμπέτικου.
Δισκογραφία
Βλέποντας συνολικά τη δισκογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη, μπαίνουμε αυτόματα σε μια διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως και αναπάντεχα.
Πρώτα-πρώτα το δισκογραφικό έργο του Γενίτσαρη δεν είναι τόσο μικρό όσο φανταζόμασταν μέχρι τώρα. Αρκετά τραγούδια που ηχογράφησε δεν είναι γνωστά, με αποκορύφωμα το προπολεμικό «Μικρούλα Πειραιώτισσα».
Δεύτερο χαρακτηριστικό -που «σηκώνει» μελλοντική συζήτηση- είναι οι τραγουδιστές που αναφέρονται δίπλα απ' τους τίτλους των τραγουδιών: Στράτος, Στελλάκης, Καζαντζίδης, Γαβαλάς, Νίνου, Γκρέυ, Διονυσίου κ.ά.
Η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών του Γενίτσαρη τραγουδήθηκε από την «αφρόκρεμα» των λαϊκών τραγουδιστών! Δύσκολα θα βρούμε άλλον λαϊκό δημιουργό με τέτοιο ποσοστό «βαριών» ονομάτων στους ερμηνευτές των τραγουδιών του. Τρίτο, η συμμετοχή του στη λαϊκή δημιουργία την περίοδο της Κατοχής (τα ρεμπέτικα της Κατοχής όπως ονομάστηκαν) είναι μεγάλη, ποιοτικά και ποσοτικά. Μια λοιπόν επιπλέον ματιά στη δισκογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη πιστεύουμε ότι θα βάλει σε σκέψεις κάποιους -ιδιαίτερα από το χώρο της μουσικής- που τον έχουν υποτιμήσει ως δημιουργό.
Δημοσίευση σχολίου