Μας ήρθε στην μνήμη διαβάζοντας το πολύ εύστοχο κείμενο που έγραψε στον λογαριασμό του στο f/b διδάκτορας Νομικής ΑΠΘ, Χαράλαμπος Κουρουνδής, σχολιάζοντας ένα βασικό σημείο σημείο από την χθεσινή ομιλία του Μητσοτάκη στην βουλή. Εχει σχέση με την προσπάθεια του πρωθυπουργού να αποποιηθεί στις προσωπικές του ευθύνες για τον τρόπο που λειτουργούσε η ΕΥΠ στο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών που αποκαλύφθηκε,
Ο επιστήμονας, βαθύς γνώστης του θέματος, επικαλούμενος άρθρα του Συνάγματος, αποδομεί το κυβερνητικό αφήγημα χαρακτηρίζοντας "πρόδηλο ψέμα του πρωθυπουργού ότι «δεν γνώριζε»", ενώ συμφωνούμε απόλυτα στο "διά ταύτα" που διατυπώνει: "Από πολιτική άποψη, μόνο τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας μπορούν να βάλουν τέλος σ’ αυτόν τον κατήφορο. Διότι, ας μην έχουμε αυταπάτες: αν η αντίληψη περί «στεγανών» νομιμοποιηθεί σήμερα, οι πρώτοι που θα πληγούν είναι οι απλοί πολίτες, και ιδίως οι πιο επικίνδυνοι για την εξουσία.¨
Επίσης και και ιστορικά αναδρομή που κάνει ο κ. Κουρουνδής στο πρόσφατο πολιτικό παρελθόν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
Αντιγράφουμε:
Η ΕΥΠ δεν είναι κράτος εν κράτει
"Κανείς πρωθυπουργός δεν έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να γνωρίζει ποιούς παρακολουθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών... Εγώ δεν το γνωρίζω και δεν θα έπρεπε να το γνωρίζω, διότι περιοριστικά τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζει ο Διοικητής, οι υπηρεσίες, η ΑΔΑΕ και ο αρμόδιος εισαγγελέας".Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στη δευτερολογία του στη Βουλή υπεραμύνθηκε της λειτουργίας της ΕΥΠ ως μιας απολύτως «στεγανής» υπηρεσίας, εξαιρούμενης από κάθε είδους δημοκρατικό ή θεσμικό έλεγχο.
Τι συμβαίνει όμως εάν οι υπηρεσίες της ΕΥΠ καταχρώνται την εξουσία τους; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται στην επικαιρότητα με την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη. Και σ’ αυτό η απάντηση δεν μπορεί να είναι η σιωπή και το «δεν γνώριζα» του Κ. Μητσοτάκη. Διότι ως πρωθυπουργός οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 2 του Συντάγματος να κατευθύνει τις ενέργειες των δημόσιων υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στο πλαίσιο των νόμων (και πρωτίστως του ίδιου του Συντάγματος, που καθιερώνει στο άρθρο 19 το απόλυτα απαραβίαστο των επικοινωνιών ακριβώς για μην υπάρξει μετατροπή του κανόνα σε εξαίρεση όπως αυτή που συμβαίνει σήμερα).
Πόσο μάλλον όταν έχει φροντίσει να την υπαγάγει από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησής του υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο. Αν, λοιπόν, μια δημόσια υπηρεσία φτάνει (χωρίς να το γνωρίζει ο πρωθυπουργός, όπως ισχυρίζεται) να παρακολουθεί τον πρόεδρο του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, μπορεί να παρακολουθεί τους πάντες.
Στην πραγματικότητα, συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται υπό το φως των σημερινών δηλώσεων του πρωθυπουργού είναι αρκετά παλιό: «Ποιος μας προφυλάσσει από τους φύλακες;».
Το ζήτημα αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στην ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία. Είναι γνωστό ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών τράφηκε μέσα σ’ ένα περιβάλλον «στεγανών», στο οποίο η εθνική ασφάλεια βρισκόταν διαρκώς υπό κίνδυνο από τους κομμουνιστές. Μάταια ο μετριοπαθής ηγέτης της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού κατονόμαζε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο το 1965 στη Βουλή όταν εκείνος είχε επινοήσει δήθεν σαμποτάζ σε τανκς στον Έβρο για να κατηγορήσει κομμουνιστές: «Και αν αύριον με ένα νέον πόρισμα κατονομάσομεν όχι 10, αλλά 500, 1.000, 10.000 πολίτας, είναι δυνατόν να συγκλονισθή το καθεστώς των δημοσίων ελευθεριών, η ασφάλεια του ανθρώπου ότι ευρίσκεται εις το σπίτι του, μη έχων να δώση λόγον, παρά μόνον εις την τακτικήν δικαιοσύνην, είναι δυνατόν να συγκλονισθή το καθεστώς των δικονομικών και συνταγματικών εγγυήσεων επί τη βάσει οιασδήποτε αυθαιρέτου κακοβούλου ενεργείας οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου;».
Δύο χρόνια αργότερα ο Παπαδόπουλος κατέλαβε την εξουσία χάρη στη «στεγανότητα» του στρατού. Όταν η δικτατορία κατέρρευσε, είχε απονομιμοποιηθεί μαζί της και όλη η θεωρία των «στεγανών», την οποία επαναφέρει σήμερα ο Κ. Μητσοτάκης για την ΕΥΠ.
Με αυτά τα δεδομένα, ακόμα πιο απαράδεκτο από το πρόδηλο ψέμα του πρωθυπουργού ότι «δεν γνώριζε» είναι πως με αυτό εννοούσε ότι κανένας δημοκρατικά νομιμοποιημένος θεσμός δεν έπρεπε να γνωρίζει. Και όμως, από συνταγματική άποψη, οφείλει να γνωρίζει ΚΑΙ η Βουλή (σημειώνω ως προς την εισαγγελική αρχή ότι η αρμοδιότητά της περιορίζεται με βάση την ισχύουσα πρακτική στην απάντησή της σ’ ένα αίτημα τύπου «να παρακολουθηθεί ο αριθμός 6999999999 για λόγους εθνικής ασφαλείας;»). Η Ε.Υ.Π. οφείλει να προσκομίσει τα στοιχεία που διαθέτει στην απόρρητη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και εάν σ’ αυτήν διαπιστωθεί ότι γίνονταν παρακολουθήσεις καθ’ υπέρβαση του άρθρου 19 του Συντάγματος τα ονόματα των παρακολουθούμενων προσώπων όχι απλώς είναι δυνατό αλλά και πρέπει να δημοσιοποιηθούν.
Από πολιτική άποψη, μόνο τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας μπορούν να βάλουν τέλος σ’ αυτόν τον κατήφορο. Διότι, ας μην έχουμε αυταπάτες: αν η αντίληψη περί «στεγανών» νομιμοποιηθεί σήμερα, οι πρώτοι που θα πληγούν είναι οι απλοί πολίτες, και ιδίως οι πιο επικίνδυνοι για την εξουσία. Το παράδειγμα του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη δεν είναι μεμονωμένο. Αν, αντίθετα, απαιτήσουμε να μπει τέλος στην ανεξέλεγκτη δράση της ΕΥΠ, η ενδυνάμωση των δημοκρατικών ελευθεριών θα ενισχύσει με τη σειρά της τις κοινωνικές διεκδικήσεις.
Δημοσίευση σχολίου