Οι Γερμανοί κατακτητές και οι γερμανοντυμένοι συνεργάτες τους, δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν το γεγονός ότι τα Γιαννιτσά και γενικά ο εύφορος κάμπος της πρώην λίμνης, ήταν από τα βασικά κέντρα του αγώνα της Εθνικής Αντίστασης στην κεντρική Μακεδονία.
Οι κατακτητές, καθώς έβλεπαν εκείνο το τέλος του καλοκαιριού του 1944, να πλησιάζει το τέλος τους και να σιμώνει η ώρα που θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τη χώρα μας, αποφάσισαν να σπείρουν τον τρόμο, τον όλεθρο, την καταστροφή, τη δυστυχία.
Πιστεύοντας ότι έτσι θα τρομοκρατούσαν τον ανυπότακτο ελληνικό λαό και θα απέτρεπαν τα χτυπήματα του αντιστασιακού κινήματος κατά την αποχώρησή τους. Έτσι προχώρησαν στο Ολοκαύτωμα των Γιαννιτσών.
Τα εφιαλτικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα Γιαννιτσά στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, είναι λίγο-πολύ γνωστά: Σε αντίποινα για τη λιποταξία ενός Αυστριακού στρατιώτη, ο οποίος εγκατέλειψε το γερμανικό στρατό Κατοχής και εντάχθηκε στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που έδρευαν στο βουνό Πάικο, οι ναζί με επικεφαλής το δήμιο των SS Φριτς Σούμπερτ και συνεπικουρούμενοι από τον συνεργάτη των κατακτητών Γεώργιο Πούλο, αρχηγό του λεγόμενου «Ελληνικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος», έσπειραν εκείνη τη μέρα τον όλεθρο και την καταστροφή, εκτελώντας 112 κατοίκους, μεταξύ των οποίων και τον δήμαρχο Γιαννιτσών, Θωμά Μαγκριώτη, αφού πρώτα τους βασάνισαν απάνθρωπα.
Ο Γιάννης Κωστίδης, που ήταν εκείνο το ματωμένο Σεπτέμβρη ηλικίας 20 ετών, έζησε τη μεγάλη σφαγή αφηγείται:
«Μας έβαλαν καμιά δεκαριά και ανοίξαμε ένα μεγάλο λάκκο, διαστάσεων 4Χ6 περίπου και ύψους 2,5 μέτρων.
Μέχρι να τελειώσουμε εμείς, οι συνεργάτες των κατακτητών, οι ταγματασφαλίτες, βασάνιζαν φριχτά τους Γιαννιτσιώτες που είχαν συγκεντρώσει εκεί με τη βία των όπλων.
Τους έβγαζαν τα χρυσά τους δόντια, τους έπαιρναν τα λεφτά που είχαν επάνω τους, σε κάποιες περιπτώσεις έκοβαν δάχτυλα για να πάρουν τα δαχτυλίδια ή τις βέρες.
Έπειτα, μισοπεθαμένους από τα απάνθρωπα βασανιστήρια, τους τουφέκιζαν και τους έριχναν στο λάκκο, αποτελειώνοντάς τους εκεί με χαριστικές βολές.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον 13χρονο Τάκη Μπόσκο, που αφού σκότωσαν τον παππού του Γιώργο, τον έριξαν ζωντανό μέσα στον ομαδικό τάφο.
Ο Σούμπερτ πήγε ο ίδιος να του δώσει τη χαριστική βολή, μα το πιστόλι του παθαίνει εμπλοκή. Ζητάει άλλο περίστροφο, παθαίνει κι αυτό εμπλοκή. Τότε το ανθρωπόμορφο κτήνος, αρπάζει ένα αυτόματο και αδειάζει μία ολόκληρη ριπή πάνω στον μικρούλη Τάκη.
Μέχρι το σούρουπο σκότωναν αράδα. Κι εμάς, που είχαμε κάνει πέτρα την καρδιά μας, καταπνίγοντας τη φρίκη, τον πόνο, την απόγνωση που μας είχαν κατακυριεύσει, μας ανάγκαζαν να τους θάβουμε. Μας είπαν ότι εμείς θα είμαστε αυτοί που θα σκεπάσουμε όλους τους άλλους και τελευταίοι θα πάμε να τους συναντήσουμε. Τελικά, γλυτώσαμε», τελείωνε τη μαρτυρία του ο Κωστίδης.
Τέσσερις μέρες μετά το μακελειό, στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, μέρος της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες και οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους εκτέλεσαν τους πολίτες που συνάντησαν στο δρόμο.
Στους σκονισμένους φακέλους του Ιστορικού Αρχείου Μουσείου Μπενάκη, στην Αθήνα, υπάρχει η συγκλονιστική μαρτυρία του εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Εμίλ Βένγκερ, που επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά λίγες μέρες μετά το φριχτό ομαδικό έγκλημα των χιτλερικών δημίων. Και όπως περιέγραφε:
«… Πλέον των 70 ατόμων, μεταξύ των οποίων ο δήμαρχος, πέντε δημοτικοί υπάλληλοι και πολλοί προύχοντες, εξετελέσθησαν κατά τρόπον φοβερόν. Αφού τους εκτύπησαν δια σιδηροσωλήνος, φέροντος κυρτωμένον το έν άκρον, με αποτέλεσμα να πεταχτούν έξω τα μυαλά των, να θραυσθούν τα μέλη των, τα νεφρά ή τα πλευρά των, τοις έδιδον το χαριστικόν χτύπημα, αποτελειώνοντες αυτού δια βολής περιστρόφου. Τίποτε δεν θα ηδήνατο να περιγράψη την φρίκην των εκτελέσεων αυτών…».
Πηγή: του Σπύρου Κουζινόπουλου - diakonima.gr
Οι κατακτητές, καθώς έβλεπαν εκείνο το τέλος του καλοκαιριού του 1944, να πλησιάζει το τέλος τους και να σιμώνει η ώρα που θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τη χώρα μας, αποφάσισαν να σπείρουν τον τρόμο, τον όλεθρο, την καταστροφή, τη δυστυχία.
Πιστεύοντας ότι έτσι θα τρομοκρατούσαν τον ανυπότακτο ελληνικό λαό και θα απέτρεπαν τα χτυπήματα του αντιστασιακού κινήματος κατά την αποχώρησή τους. Έτσι προχώρησαν στο Ολοκαύτωμα των Γιαννιτσών.
Τα εφιαλτικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα Γιαννιτσά στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, είναι λίγο-πολύ γνωστά: Σε αντίποινα για τη λιποταξία ενός Αυστριακού στρατιώτη, ο οποίος εγκατέλειψε το γερμανικό στρατό Κατοχής και εντάχθηκε στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που έδρευαν στο βουνό Πάικο, οι ναζί με επικεφαλής το δήμιο των SS Φριτς Σούμπερτ και συνεπικουρούμενοι από τον συνεργάτη των κατακτητών Γεώργιο Πούλο, αρχηγό του λεγόμενου «Ελληνικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος», έσπειραν εκείνη τη μέρα τον όλεθρο και την καταστροφή, εκτελώντας 112 κατοίκους, μεταξύ των οποίων και τον δήμαρχο Γιαννιτσών, Θωμά Μαγκριώτη, αφού πρώτα τους βασάνισαν απάνθρωπα.
Ο Γιάννης Κωστίδης, που ήταν εκείνο το ματωμένο Σεπτέμβρη ηλικίας 20 ετών, έζησε τη μεγάλη σφαγή αφηγείται:
«Μας έβαλαν καμιά δεκαριά και ανοίξαμε ένα μεγάλο λάκκο, διαστάσεων 4Χ6 περίπου και ύψους 2,5 μέτρων.
Μέχρι να τελειώσουμε εμείς, οι συνεργάτες των κατακτητών, οι ταγματασφαλίτες, βασάνιζαν φριχτά τους Γιαννιτσιώτες που είχαν συγκεντρώσει εκεί με τη βία των όπλων.
Τους έβγαζαν τα χρυσά τους δόντια, τους έπαιρναν τα λεφτά που είχαν επάνω τους, σε κάποιες περιπτώσεις έκοβαν δάχτυλα για να πάρουν τα δαχτυλίδια ή τις βέρες.
Έπειτα, μισοπεθαμένους από τα απάνθρωπα βασανιστήρια, τους τουφέκιζαν και τους έριχναν στο λάκκο, αποτελειώνοντάς τους εκεί με χαριστικές βολές.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον 13χρονο Τάκη Μπόσκο, που αφού σκότωσαν τον παππού του Γιώργο, τον έριξαν ζωντανό μέσα στον ομαδικό τάφο.
Ο Σούμπερτ πήγε ο ίδιος να του δώσει τη χαριστική βολή, μα το πιστόλι του παθαίνει εμπλοκή. Ζητάει άλλο περίστροφο, παθαίνει κι αυτό εμπλοκή. Τότε το ανθρωπόμορφο κτήνος, αρπάζει ένα αυτόματο και αδειάζει μία ολόκληρη ριπή πάνω στον μικρούλη Τάκη.
Μέχρι το σούρουπο σκότωναν αράδα. Κι εμάς, που είχαμε κάνει πέτρα την καρδιά μας, καταπνίγοντας τη φρίκη, τον πόνο, την απόγνωση που μας είχαν κατακυριεύσει, μας ανάγκαζαν να τους θάβουμε. Μας είπαν ότι εμείς θα είμαστε αυτοί που θα σκεπάσουμε όλους τους άλλους και τελευταίοι θα πάμε να τους συναντήσουμε. Τελικά, γλυτώσαμε», τελείωνε τη μαρτυρία του ο Κωστίδης.
Τέσσερις μέρες μετά το μακελειό, στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, μέρος της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες και οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους εκτέλεσαν τους πολίτες που συνάντησαν στο δρόμο.
Στους σκονισμένους φακέλους του Ιστορικού Αρχείου Μουσείου Μπενάκη, στην Αθήνα, υπάρχει η συγκλονιστική μαρτυρία του εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Εμίλ Βένγκερ, που επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά λίγες μέρες μετά το φριχτό ομαδικό έγκλημα των χιτλερικών δημίων. Και όπως περιέγραφε:
«… Πλέον των 70 ατόμων, μεταξύ των οποίων ο δήμαρχος, πέντε δημοτικοί υπάλληλοι και πολλοί προύχοντες, εξετελέσθησαν κατά τρόπον φοβερόν. Αφού τους εκτύπησαν δια σιδηροσωλήνος, φέροντος κυρτωμένον το έν άκρον, με αποτέλεσμα να πεταχτούν έξω τα μυαλά των, να θραυσθούν τα μέλη των, τα νεφρά ή τα πλευρά των, τοις έδιδον το χαριστικόν χτύπημα, αποτελειώνοντες αυτού δια βολής περιστρόφου. Τίποτε δεν θα ηδήνατο να περιγράψη την φρίκην των εκτελέσεων αυτών…».
Πηγή: του Σπύρου Κουζινόπουλου - diakonima.gr
Δημοσίευση σχολίου