Εδώ και αιώνες η προσέγγιση του μυθικισμού διερευνά την ιστορικότητα του Ιησού αμφισβητώντας τις ρίζες και την ουσία της. Ένας από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους της, ο ιστορικός, Δρ. Richard Carrier, αναλύει.
Μεταξύ των δεκαετιών του 30 και του 70 μ.Χ. μερικά από τα χριστιανικά εκκλησιάσματα βαθμιαία μυθοποίησαν το αφήγημα για τον ουράνιο Κύριο Ιησού, με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και άλλες μυστηριακές λατρείες για τους δικούς τους θεούς, ώσπου τελικά τον παρουσίασαν ρητορικά και συμβολικά με απροκάλυπτα ιστορικά αφηγήματα, και στη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου, το μεγαλύτερο μέρος της πιο εσωτεριστικής αλήθειας κρατήθηκε μυστικό για τα ανώτερα επίπεδα της μύησης. Ακριβώς στα μέσα αυτής της διαδικασίας ο Ιουδαϊκός Πόλεμος του 66-70 μ.Χ. κατέστρεψε την αρχική εκκλησία της Ιερουσαλήμ, αφήνοντάς μας χωρίς ενδείξεις ότι κάποιος από τους πρώτους Αποστόλους διασώθηκε κι έζησε και μετά τον πόλεμο αυτό. Προηγουμένως, βέβαια, οι διώξεις από τις ιουδαϊκές Αρχές και οι λιμοί σε ολόκληρη την αυτοκρατορία (και, αν όντως έτσι συνέβη, οι διώξεις του Νέρωνα το 64, που αφάνισαν την εκκλησία της Ρώμης) επιδείνωσαν τα πράγματα, προκαλώντας έτσι τριακονταετή σκοταδισμό στην Ιστορία της εκκλησίας, από τη δεκαετία του 60 ως τη δεκαετία του 90, δηλαδή μία ολόκληρη γενιά κατά την οποία δεν έχουμε ιδέα για το τι συνέβη ή ποιος καθοδηγούσε τις εξελίξεις.
Η μαύρη τρύπα της ιστορίας του Χριστιανισμού
Στην πραγματικότητα, αυτός ο εκκλησιαστικός μεσαίωνας μάλλον διήρκεσε πενήντα χρόνια, από τη δεκαετία του 60 ως τη δεκαετία του 110 μ.Χ., αν η Α’ Επιστολή Κλήμεντος γράφτηκε στη δεκαετία του 60 και όχι του 90 μ.Χ., όπως εγώ και πολλοί άλλοι μελετητές πιστεύουμε ότι σαφώς τότε γράφτηκε. Έτσι, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για οτιδήποτε συνέβη, μέχρι τα γραπτά του Ιγνάτιου ή του Παπία, που και οι δυο τους μπορεί να συνέγραψαν οποτεδήποτε μεταξύ των δεκαετιών του 110 και του 140 μ.Χ. Κι είναι μέσα στο διάστημα αυτού του πρώιμου «μεσαίωνα» της χριστιανικής Ιστορίας που όπως φαίνεται συντάχθηκαν τα Κανονικά Ευαγγέλια, από άγνωστους συγγραφείς.
Και είναι στην ίδια περίοδο που τουλάχιστον μία χριστιανική αίρεση άρχισε να προωθεί τους μύθους που προβάλλουν ως αλήθειες αυτά τα Ευαγγέλια, κι έτσι ξεκίνησε η πίστη (ή για λόγους που βόλευαν) ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος γεννημένος στη γη, κι αυτή η ιδέα διανθίστηκε κι έγινε κήρυγμα. Ήταν αναμενόμενο να γίνει έτσι · διότι το να έχεις έναν ιστορικό ιδρυτή που η παρουσία του μάλιστα να τεκμηριώνεται μέσω ελεγχόμενων ντοκουμέντων είναι σοβαρό πλεονέκτημα.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτή η αίρεση της ιστορικοποίησης του Ιησού απέκτησε με τον καιρό πολιτική και κοινωνική επιρροή, αυτοανακηρύχθηκε «ορθόδοξη» καταγγέλλοντας όλους τους υπόλοιπους ως «αιρετικούς», και φρόντισε να διασώσει μόνο όσα κείμενα συμφωνούσαν με τις θέσεις της ενώ πλαστογράφησε κι άλλαξε αμέτρητα κείμενα ώστε να τη στηρίζουν – κι αυτό το ξέρουμε καλά ότι συνέβη. Έτσι, σχεδόν όλα τα στοιχεία για τις πρώτες χριστιανικές αιρέσεις και τις πεποιθήσεις τους είτε χάθηκαν είτε παραποιήθηκαν · ακόμη και τα στοιχεία για το τι ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του πρώτου αιώνα και τη μετάβαση από τον Χριστιανισμό του Παύλου στην «ορθοδοξία» του δεύτερου αιώνα έχουν εντελώς εξαφανιστεί και είναι πλέον απρόσιτα σε εμάς.
Από έναν ουράνιο μεσσία σε έναν ενσαρκωμένο θεό
Οι Επιστολές του Παύλου επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι ο Χριστιανισμός ξεκίνησε από οραματισμούς (που κάποιοι τους βίωσαν ή ισχυρίστηκαν ότι τους βίωσαν) και από καινούριες ερμηνείες των αρχαίων γραφών, κι αυτό δεν είναι μια αφελής σκέψη αλλά μια άποψη με την οποία συμφωνούν πολλοί μελετητές. Η ιδέα ενός «επουράνιου σωτήρα» επιβεβαιώνεται από ντοκουμέντα όπως το Αναβατικόν Ησαΐου και διαθέτει προηγούμενα θεολογικά δείγματα όπως η αλληλουχία του θανάτου και της ανάστασης του Οσίριδος, μια ιδέα μάλιστα που έχει βρεθεί ακόμη και στα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας.
Ο «ευημερισμός» των μη ιστορικών θεών-ανθρώπων, με την τοποθέτησή τους εντός των ιστορικών πλαισίων, ήταν συνηθισμένη πρακτική κατά την αρχαιότητα, μια άποψη που ονομάστηκε έτσι από τον αρχαίο φιλόσοφο Ευήμερο που έκανε το ίδιο με τους θεούς Δία και Κρόνο (αν και αυτός το έκανε για διαφορετικούς λόγους από εκείνους για τους οποίους αργότερα η θεωρία αυτή έγινε πολύ δημοφιλής πρακτική). Το ότι τα αρχαία κείμενα μπορούσαν να ασκούν συμβολική και αλληγορική επιρροή αποτελεί ευρύτατα αποδεκτή άποψη στις κλασικές και θεολογικές σπουδές, υποστηρίζεται αρκετά στην κοινωνιολογία των θρησκειών και εφαρμόστηκε ως κοινή πρακτική στις αρχαίες αποκρυφιστικές λατρείες και στον Ιουδαϊσμό. Κι ο Χριστιανισμός ενσωμάτωσε τα κεντρικά χαρακτηριστικά των αρχαίων αποκρυφιστικών λατρειών. Και το γεγονός ότι τέτοιου είδους «μυστήρια» κρατούνταν κρυφά και αποκαλύπτονταν μόνο στους μυημένους, οι οποίοι ορκίζονταν να μην τα φανερώσουν, αποτελεί πασίγνωστη πρακτική των αρχαίων θρησκειών.
Τα υπόλοιπα είναι απλώς αναντίρρητα γεγονότα: οι Επιστολές αποτέλεσαν μια διαρκή ενόχληση για τα καινούρια δόγματα · τα καταστροφικά γεγονότα της δεκαετίας του 60 όντως συνέβησαν · η σιωπή της εκκλησίας είναι απόλυτη από εκεί και μετά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90 ή και δεκαετίες μετά · μια μεταγενέστερη ιστορικιστική αίρεση όντως απέκτησε μεγάλη ισχύ και όντως αποφάσισε ποια κείμενα θα διασωθούν και όντως ανασκεύασε και ανακατεύτηκε με διάφορα κείμενα, κατασκευάζοντας ακόμη και ολόκληρες πλαστογραφήσεις για τον ίδιο σκοπό – κι όλα αυτά όχι σαν αποτέλεσμα κάποιας οργανωμένης συνωμοσίας, αλλά συνέβησαν απλώς και μόνο από ανεξάρτητους συγγραφείς και επιμελητές που συμμερίζονταν τις ίδιες ιδέες και είχαν τα ίδια κίνητρα.
Το μόνο στοιχείο από τη βασική μυθικιστική θεωρία την οποία μόλις ανέπτυξα και που είναι ακόμη πιο θεαματικό (τουλάχιστον από πρώτη ματιά) είναι η ιδέα ότι η μετάβαση από έναν μυστικιστικό επουράνιο σωτήρα σε έναν δημόσιο, ιστορικό άνθρωπο άρχισε και ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις δύο γενιές και δίχως καμία επίσημη καταγραφή ότι έγινε αυτή η μετάβαση. Όμως ξέρουμε ήδη επακριβώς ότι μια τέτοια μετάβαση έγινε – στην ιστορικότητα της ανάστασης. Επομένως δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η μετάβαση δεν έγινε, πολύ δε περισσότερο ότι δεν θα μπορούσε να γίνει. Για την περίπτωση της ανάστασης, έγινε. Οπότε για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε να γίνει και για την υπόλοιπη θρησκεία;
Οι αναπάντεχες ιστορικές αναταράξεις που προκάλεσαν μια μεγάλης κλίμακας αναστάτωση της εκκλησίας, έδωσαν ξεκάθαρα την ευκαιρία να υπάρξουν καταιγιστικές εξελίξεις στη διαμόρφωση του δόγματος (όπως ακριβώς το είδαμε να γίνεται με την ιστορικότητα της ανάστασης), ενώ η πλήρης αποσιώπηση των στοιχείων κατά την επακόλουθη περίοδο εμποδίζει κάθε ισχυρισμό ότι η «αποσιώπηση» αυτή σημαίνει πως δεν υπήρξε μετάβαση από τον μύθο στον θρύλο. Το γεγονός ότι αυτή η μετάβαση δεν καταγράφηκε οφείλεται απλά στο ότι τίποτε δεν καταγραφόταν. Και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σιωπή των αρχείων σημαίνει πως δεν υπήρξε τέτοια μετάβαση.
Η οργανωμένη εκκλησία αναλαμβάνει δράση
Ως το 110 μ.Χ. οι περισσότεροι ενήλικες που είχαν προφτάσει να διαβάσουν την πρώτη έκδοση του Ευαγγελίου του Μάρκου πιθανότατα είχαν πεθάνει. Επίσης, οι αρχικοί αυτόπτες μάρτυρες και ιδρυτές είχαν από καιρό πεθάνει. Στην πραγματικότητα, θα είχαν πεθάνει προτού καν ο Μάρκος γράψει το Ευαγγέλιό του – εξάλλου δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ζούσε κάποιος από τους Αποστόλους μετά το 70 μ.Χ. Κι όπως αποκαλύπτει ο Πλίνιος με την επιστολή του, οι μυημένοι Χριστιανοί ήταν ελάχιστοι και διάσπαρτοι · οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει τη θρησκεία μαζικά. Κι αυτό συνέβη σε μια μυστηριακή θρησκεία με μυστικά δόγματα, τα οποία ευκολότατα θα μπορούσαν να τροποποιηθούν χωρίς να το καταλάβει ή να το αποδείξει κανείς.
Ας σκεφτούμε λοιπόν τούτο. Αν εμφανιζόταν κάποιος που θα προωθούσε τα Ευαγγέλια ως ιστορικά ντοκουμέντα, ποιος θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν ήταν έτσι, τότε; Οι μάρτυρες ήταν από καιρό νεκροί. Όποιος ήξερε τι γινόταν θα διαψευδόταν από ψεύτες που ισχυρίζονταν ότι εκείνοι ήξεραν – ποιος θα μπορούσε να διακρίνει την αλήθεια; Η επουράνια θεωρία θα ανακηρυσσόταν αίρεση και θα καταδικαζόταν, κι οι πιστοί θα καλούνταν να απομονώσουν όποιον υποστήριζε το αντίθετο, ως συνεργό του Διαβόλου… ακριβώς όπως έκαναν ο Ιγνάτιος και ο συγγραφέας της Β’ Επιστολής Πέτρου. Στο κάτω-κάτω, ποιος θα μπορούσε τότε να αποδείξει ότι το δόγμα του επουράνιου θεού ήταν το αυθεντικό, ακόμη κι αν έτσι ήταν; Αν δεν καταγραφόταν τίποτε, αν όλα παρέμεναν μυστήριο που μεταδιδόταν μόνο από στόμα σε στόμα στους μυημένους, τότε δεν θα υπήρχε καμία απόδειξη ότι αυτά που τους έλεγαν, άρα και αυτά που διδάσκονταν, ήταν η αλήθεια. Κι αν είχαν καταγραφεί όλα, πάλι, ποιος θα μπορούσε να αποδείξει ότι αυτά δεν ήταν τα χαλκευμένα; Έχοντας μπροστά τους τα αντιφατικά αντίγραφα του Αναβατικού του Ησαΐα και του κατά Ματθαίο Ευαγγελίου, ποιοι θα μπορούσαν να αποδείξουν ποιο γράφτηκε πρώτο; Πώς θα μπορούσε να αποδειχθεί ποιο από τα δύο διέσωσε τα δόγματα πριν από τον Ιουδαϊκό Πόλεμο;
Όποιος αμφισβητούσε τους ιστορικιστές θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως αιρετικός. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει την αλήθεια. Από εκεί και πέρα, ήταν ξεκάθαρα θέμα πολιτικής το ποια εκδοχή της εκκλησιαστικής ιστορίας θα κέρδιζε την αναγνώριση. Δεν επρόκειτο για κάτι που θα κρινόταν με βάση τις αποδείξεις. Κι εν πάση περιπτώσει, ποτέ δεν θα μάθουμε τι διαμείφθηκε. Όπως διαγράφηκαν όλα τα σχετικά με την ανάσταση, έτσι θα μπορούσαν να έχουν διαγραφεί και όλα τα σχετικά με την ιστορικότητα. Μάλιστα, και για τις δύο περιπτώσεις θα αρκούσε να διαγραφούν τα ίδια ακριβώς ντοκουμέντα και μαρτυρίες!
Αν εκείνη την εποχή υπήρξε κάποιος που «γνώριζε» (παρά το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να γνωρίζει) ότι στην πραγματικότητα η θρησκεία ξεκίνησε από εσωτερικούς οραματισμούς κι ότι τα παράλογα αφηγήματα των Ευαγγελίων με τους αγγέλους να κατέρχονται σε άδειους τάφους και με τα δείπνα και τις συναντήσεις με τον αναστημένο Ιησού ήταν όλα εφευρέσεις, πώς θα μπορούσαμε εμείς να γνωρίζουμε την ύπαρξή του; Οτιδήποτε αντίθετο ειπώθηκε ή γράφτηκε το εξαφάνισαν. Πουθενά δεν σώζεται κάτι τέτοιο ούτε υπάρχει παραπομπή, αναφορά ή προσδιορισμός. Κι αν ήταν τόσο εύκολο να κατασκευαστεί ένας αναστημένος Ιησούς που συναντιέται και συντρώγει, κι αυτό πουθενά δεν διαψεύδεται σε κάποιο από τα διασωθέντα κείμενα, αλλά γίνεται απολύτως αποδεκτό από την εκκλησία που επέζησε στη συνέχεια, γιατί τότε να μην ακολουθηθεί η ίδια ακριβώς διαδικασία που το ίδιο εύκολα θα κατασκεύαζε έναν Ιησού που συναντιέται και συντρώγει με ανθρώπους, συνολικά; Τι θα εμπόδιζε κάτι τέτοιο από το να μη διαψευστεί ποτέ, σε κανένα από τα διασωθέντα αρχεία, και εντέλει να επιβληθεί στο σύνολο της εκκλησίας; Το να κατασκευάσεις την ιστορία ενός δείπνου με κάποιον που έχει πεθάνει δεν είναι ευκολότερο από το να κατασκευάσεις την ιστορία ενός δείπνου με κάποιον που δεν έχει πεθάνει. Έτσι, αν η πρώτη πετυχαίνει -και πέτυχε- το ίδιο εύκολα μπορεί να πετύχει και η δεύτερη. Δεν απομένει λοιπόν τίποτε περισσότερο να εξηγήσουμε.
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Richard Carrier, “Ιησούς: Τι πραγματικά πίστευαν οι πρώτοι χριστιανοί για την ιστορικότητα του Ναζωραίου”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δαιδάλεος.
Δημοσίευση σχολίου