«Η δημογραφική γήρανση καθιστά τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού αναπόδραστη, αν θέλουμε να σώσουμε τις συντάξεις σε πνεύμα αλληλεγγύης των γενεών». «Θορυβώδεις μειονότητες μπλοκάρουν τις μεταρρυθμίσεις, κρατούν όμηρο την οικονομία και δυσφημούν τη χώρα στο εξωτερικό». «Οι ταραξίες δεν μπορούν να εμποδίζουν την τεράστια πλειοψηφία να ασκήσει το δικαίωμα στην εργασία».
Ο τόνος ακούγεται οικείος. Αυτή τη φορά, ωστόσο, τα «γαλλικά» εναντίον των απεργών δεν ακούστηκαν από ελληνικά χείλη, αλλά από εκείνα του Νικολά Σαρκοζί και του επί των Εσωτερικών υπουργού του (παγκοσμίως διάσημου και για την εκστρατεία του εναντίον των Ρομά), Μπρις Ορτεφέ. Α, και του υπουργού Εργασίας, Ερίκ Βερτ, ο οποίος, αν και βυθίστηκε μέχρι τον λαιμό στον βούρκο του σκανδάλου Μπετενκούρ, θεωρήθηκε από την κυβέρνησή του ο κατάλληλος άνθρωπος για να αυξήσει τα όρια συνταξιοδότησης και να εκφωνεί κηρύγματα φιλοπονίας.
Να, όμως, που ο προσφιλής μύθος κάθε εξουσίας περί σιωπηλής πλειοψηφίας καταρρέει εκκωφαντικά.
Η νεολαία κατεβαίνει στους δρόμους σε μια εκδήλωση πραγματικής αλληλεγγύης των γενεών, αντιστρέφοντας το ερώτημα: «Αν οι μεγάλοι δουλεύουν μέχρι τα 70, πότε θα βρούμε εμείς δουλειά»; Το 59% των πολιτών λέει ναι στη συνέχιση των απεργιών και μετά την ψήφιση του νόμου, το 61% ναι σε γενική απεργία διαρκείας, το 71% ναι στις διαδηλώσεις και το 70% όχι στον Σαρκοζί. Μειοψηφίες, είπατε;
Η γαλλική αντιπολίτευση καυτηρίασε την επιστράτευση ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και του στρατού εναντίον απεργών. Ωστόσο, η πιο επικίνδυνη εκδήλωση
απολυταρχισμού βρίσκεται, ίσως, όχι στα κλομπ και τα δακρυγόνα, αλλά στην ίδια την πολιτική φιλοσοφία που προσπαθεί να εμπεδώσει η κυβέρνηση Σαρκοζί. Ή μάλλον οι ευρωπαϊκές ελίτ στο σύνολό τους, που υπερασπίζονται τη δρακόντεια λιτότητα με βάση το παλιό δόγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ, το διαβόητο ΤΙΝΑ: There Is No Alternative, δηλαδή Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση.
Ο αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Μπίρκμπεκ στο Λονδίνο, Κώστας Δουζίνας, μιλάει για «φυσικοποίηση» της πολιτικής: «Πρωτόγνωρες επιβολές της Ε.Ε. και του ΔΝΤ παρουσιάζονται ως αναπόδραστες, σχεδόν μη ανθρώπινες παρεμβάσεις. Σχεδιαγράμματα με την άνοδο των σπρεντ κυριαρχούν στις οθόνες με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάζεται η εξάπλωση της ηφαιστειακής στάχτης ή η αύξηση της θερμοκρασίας». Πώς να τα βάλεις με τη στατιστική, με την επιστήμη, διάολε, χωρίς να χαρακτηρισθείς ιδεοληπτικός ή παράφρων;
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα το «επιστημονικό», τίποτα το αναπότρεπτο, παρά μόνο η πονηρία που ανυψώνει σε οικουμενικές αλήθειες στενά, εγωιστικά συμφέροντα των ισχυρών, σε βάρος των αδυνάτων. Θα πουν: Μα χθες αντιστοιχούσαν τέσσερις εργαζόμενοι σε έναν συνταξιούχο, ενώ σήμερα μόνο δύο. Αλλά οι δύο εργαζόμενοι του σήμερα παράγουν περισσότερα από ό,τι παρήγαγαν οι τέσσερις του χθες. Ποιος σκοτεινός «επιστημονικός» νόμος υποχρεώνει τους εργαζόμενους να δουλεύουν περισσότερο για λιγότερα, την εποχή της εκθετικής προόδου της επιστήμης, της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας της εργασίας; Ποια «φυσική» νομοτέλεια υποχρεώνει τη Βρετανία, μια κραταιά πυρηνική δύναμη και παλιά αυτοκρατορία, να ζαρώνει μπροστά στους αόρατους θεούς της αγοράς ομολόγων, που αξιώνουν ανθρωποθυσίες 490.000 δημοσίων υπαλλήλων και μείωση του ελλείμματος από 12% σε 3% μέσα σε τρία μόλις χρόνια για να μην τη ρίξουν στα Τάρταρα;
Ο κάλπικος επιστημονισμός οδηγεί κατευθείαν στην απονομιμοποίηση των κοινωνικών συγκρούσεων, οι οποίες αντιμετωπίζονται πλέον ως επιβιώσεις πολιτικού πρωτογονισμού στο ασηπτικό περιβάλλον της μεταμοντέρνας σκέψης. Γι’ αυτό δεν εκπλήσσει που Ελλάδα και Γαλλία, οι δύο χώρες που γέννησαν την αρχαία και τη σύγχρονη Δημοκρατία, θεωρούνται οι πιο «καθυστερημένες» από τους οπαδούς της τεχνοκρατικής, νεοφιλελεύθερης δυστοπίας. Στην πραγματικότητα, διασώζουν την ελπίδα για την επιστροφή της πολιτικής, που δεν έχει νόημα παρά ως αντιπαράθεση ριζικά διαφορετικών κοινωνικών σχεδίων. Ο Ταρίκ Αλί έγραφε τις προάλλες στον Guardian ότι, «αν υπήρχε Οδηγός Μισελέν για τις διαδηλώσεις, η Γαλλία θα έπαιρνε τρία αστέρια και η Ελλάδα δύο». Αυτό που για πολλούς ακούγεται ως ψόγος, από τον Βρετανό συγγραφέα διατυπώθηκε ως έπαινος.
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
Ο τόνος ακούγεται οικείος. Αυτή τη φορά, ωστόσο, τα «γαλλικά» εναντίον των απεργών δεν ακούστηκαν από ελληνικά χείλη, αλλά από εκείνα του Νικολά Σαρκοζί και του επί των Εσωτερικών υπουργού του (παγκοσμίως διάσημου και για την εκστρατεία του εναντίον των Ρομά), Μπρις Ορτεφέ. Α, και του υπουργού Εργασίας, Ερίκ Βερτ, ο οποίος, αν και βυθίστηκε μέχρι τον λαιμό στον βούρκο του σκανδάλου Μπετενκούρ, θεωρήθηκε από την κυβέρνησή του ο κατάλληλος άνθρωπος για να αυξήσει τα όρια συνταξιοδότησης και να εκφωνεί κηρύγματα φιλοπονίας.
Να, όμως, που ο προσφιλής μύθος κάθε εξουσίας περί σιωπηλής πλειοψηφίας καταρρέει εκκωφαντικά.
Η νεολαία κατεβαίνει στους δρόμους σε μια εκδήλωση πραγματικής αλληλεγγύης των γενεών, αντιστρέφοντας το ερώτημα: «Αν οι μεγάλοι δουλεύουν μέχρι τα 70, πότε θα βρούμε εμείς δουλειά»; Το 59% των πολιτών λέει ναι στη συνέχιση των απεργιών και μετά την ψήφιση του νόμου, το 61% ναι σε γενική απεργία διαρκείας, το 71% ναι στις διαδηλώσεις και το 70% όχι στον Σαρκοζί. Μειοψηφίες, είπατε;
Η γαλλική αντιπολίτευση καυτηρίασε την επιστράτευση ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και του στρατού εναντίον απεργών. Ωστόσο, η πιο επικίνδυνη εκδήλωση
απολυταρχισμού βρίσκεται, ίσως, όχι στα κλομπ και τα δακρυγόνα, αλλά στην ίδια την πολιτική φιλοσοφία που προσπαθεί να εμπεδώσει η κυβέρνηση Σαρκοζί. Ή μάλλον οι ευρωπαϊκές ελίτ στο σύνολό τους, που υπερασπίζονται τη δρακόντεια λιτότητα με βάση το παλιό δόγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ, το διαβόητο ΤΙΝΑ: There Is No Alternative, δηλαδή Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση.
Ο αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Μπίρκμπεκ στο Λονδίνο, Κώστας Δουζίνας, μιλάει για «φυσικοποίηση» της πολιτικής: «Πρωτόγνωρες επιβολές της Ε.Ε. και του ΔΝΤ παρουσιάζονται ως αναπόδραστες, σχεδόν μη ανθρώπινες παρεμβάσεις. Σχεδιαγράμματα με την άνοδο των σπρεντ κυριαρχούν στις οθόνες με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάζεται η εξάπλωση της ηφαιστειακής στάχτης ή η αύξηση της θερμοκρασίας». Πώς να τα βάλεις με τη στατιστική, με την επιστήμη, διάολε, χωρίς να χαρακτηρισθείς ιδεοληπτικός ή παράφρων;
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα το «επιστημονικό», τίποτα το αναπότρεπτο, παρά μόνο η πονηρία που ανυψώνει σε οικουμενικές αλήθειες στενά, εγωιστικά συμφέροντα των ισχυρών, σε βάρος των αδυνάτων. Θα πουν: Μα χθες αντιστοιχούσαν τέσσερις εργαζόμενοι σε έναν συνταξιούχο, ενώ σήμερα μόνο δύο. Αλλά οι δύο εργαζόμενοι του σήμερα παράγουν περισσότερα από ό,τι παρήγαγαν οι τέσσερις του χθες. Ποιος σκοτεινός «επιστημονικός» νόμος υποχρεώνει τους εργαζόμενους να δουλεύουν περισσότερο για λιγότερα, την εποχή της εκθετικής προόδου της επιστήμης, της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας της εργασίας; Ποια «φυσική» νομοτέλεια υποχρεώνει τη Βρετανία, μια κραταιά πυρηνική δύναμη και παλιά αυτοκρατορία, να ζαρώνει μπροστά στους αόρατους θεούς της αγοράς ομολόγων, που αξιώνουν ανθρωποθυσίες 490.000 δημοσίων υπαλλήλων και μείωση του ελλείμματος από 12% σε 3% μέσα σε τρία μόλις χρόνια για να μην τη ρίξουν στα Τάρταρα;
Ο κάλπικος επιστημονισμός οδηγεί κατευθείαν στην απονομιμοποίηση των κοινωνικών συγκρούσεων, οι οποίες αντιμετωπίζονται πλέον ως επιβιώσεις πολιτικού πρωτογονισμού στο ασηπτικό περιβάλλον της μεταμοντέρνας σκέψης. Γι’ αυτό δεν εκπλήσσει που Ελλάδα και Γαλλία, οι δύο χώρες που γέννησαν την αρχαία και τη σύγχρονη Δημοκρατία, θεωρούνται οι πιο «καθυστερημένες» από τους οπαδούς της τεχνοκρατικής, νεοφιλελεύθερης δυστοπίας. Στην πραγματικότητα, διασώζουν την ελπίδα για την επιστροφή της πολιτικής, που δεν έχει νόημα παρά ως αντιπαράθεση ριζικά διαφορετικών κοινωνικών σχεδίων. Ο Ταρίκ Αλί έγραφε τις προάλλες στον Guardian ότι, «αν υπήρχε Οδηγός Μισελέν για τις διαδηλώσεις, η Γαλλία θα έπαιρνε τρία αστέρια και η Ελλάδα δύο». Αυτό που για πολλούς ακούγεται ως ψόγος, από τον Βρετανό συγγραφέα διατυπώθηκε ως έπαινος.
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
Δημοσίευση σχολίου