Ως «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» έμεινε στην ιστορία η προσπάθεια του Αδόλφου Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία στη Γερμανία το διήμερο 8 και 9 Νοεμβρίου 1923. Το πραξικόπημα απέτυχε παταγωδώς, αλλά έκανε γνωστό τον εμπνευστή του, τόσο εντός, όσο και εκτός Γερμανίας.
Τη δεκαετία του ’20 η πολιτική κατάσταση στη χώρα ήταν εύθραυστη, αν όχι χαοτική. Η λεγόμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ήταν δέσμια των άκρων, με κύριο χαρακτηριστικό της την ακυβερνησία. Η Γερμανία ήταν η μεγάλη ηττημένη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι νικητές πίεζαν για την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων, σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός και η ανεργία «βασίλευαν». Τις τύχες της Γερμανίας διαφέντευε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Φρίντριχ Έμπερτ.
Ο πρώην λοχίας Άντολφ Χίτλερ ζούσε στο Μόναχο και ήταν επικεφαλής του ταχέως ανερχόμενου Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που ήδη αριθμούσε 35.000 μέλη. Περιφερόταν από μπυραρία σε μπυραρία και στους λόγους του τόνιζε συνεχώς την προδοσία των πολιτικών στην ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 ανακοίνωσε μια σειρά διαδηλώσεων για τις επόμενες μέρες, στις οποίες θα έπαιρναν μέρος και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις της Βαυαρίας.
Η εξαγγελία του Χίτλερ θορύβησε τον συντηρητικό πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Έουχεν Ρίτερ φον Νίλινγκ, ο οποίος κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μία τριμελή επιτροπή από τοπικούς αξιωματούχους με έκτακτες εξουσίες. Την αποτελούσαν ο Γκούσταβ φον Καρ, ο Συνταγματάρχης της Αστυνομίας Χανς φον Ζάισερ και ο Στρατηγός Ότο φον Λόσοφ.
Ο Χίλερ και οι συνεργάτες του στο Κόμμα σχεδίαζαν να καταλάβουν την εξουσία πρώτα στο Μόναχο και στη συνέχεια να βαδίσουν κατά του Βερολίνου. Πρότυπό του η Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, ένα χρόνο νωρίτερα. Η ευκαιρία τούς δόθηκε το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923. Στη μεγάλη μπυραρία του Μονάχου με το όνομα «Μπιργκερμπροϊκέλερ» είχαν συγκεντρωθεί 3.000 επιφανείς πολίτες της Βαυαρίας για να ακούσουν μία ομιλία του Γκούσταβ φον Καρ. Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του κρατιδίου, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Νίλιγκ.
Οι τρεις αξιωματούχοι υπέκυψαν. Επιστρέφοντας στη μεγάλη αίθουσα, το ανακοίνωσαν στους 3.000 παρευρισκόμενους και εξεφώνησαν θερμούς λόγους υπέρ του Χίτλερ. Μόνο τότε τους επετράπη να φύγουν από την μπυραρία. Την ίδια ώρα, στο στρατόπεδο των εξεγερθέντων προσχώρησε ο στρατηγός Λούντεντορφ, ήρωας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έδωσε κύρος στους σχεδόν αγνώστους πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος. Αμέσως μετά, ο Χίτλερ εγκατέλειψε την μπυραρία για να επιβλέψει την εξέλιξη της επιχείρησης. Ήταν ένα στρατηγικό λάθος του, καθώς στις 10:30 το βράδυ ο Λούντεντορφ απελευθέρωσε τον Καρ και τους συνεργάτες του.
Εν τω μεταξύ, τα νέα στην μπυραρία «Μπιργκερμπροϊκέλερ» έγιναν γνωστά στις αρχές. Τα ηνία της καταστολής ανέλαβε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βαυαρίας Φραντς Ματ, συντηρητικός και πιστός καθολικός, ο μόνος υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Βαυαρίας που δεν παρευρισκόταν στην μπυραρία «Μπιργκερμπροϊκέλερ». Πιστές στον Ματ παρέμειναν οι δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού του Μονάχου, παρότι οι επικεφαλής τους είχαν ταχθεί υπέρ των πραξικοπηματιών.
Η κατάσταση παρέμεινε συγκεχυμένη όλο το βράδυ. Οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να καταλάβουν κυβερνητικά κτίρια και να εξοπλιστούν. Γύρω στις 3 το πρωί της 9ης Νοεμβρίου αναφέρθηκαν τα δύο πρώτα θύματα από πλευράς των εξεγερθέντων, όταν προσπάθησαν να επιτεθούν σε στρατώνα στο Μόναχο. Άλλα μέλη των παραστρατιωτικών ομάδων του Χίτλερ επιτέθηκαν και λεηλάτησαν σπίτια Εβραίων, σ’ ένα πρελούδιο αυτών που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια.
Σε μια κίνηση απελπισίας, ο Λούνεντορφ ρίχνει την ιδέα να καταλάβουν το Υπουργείο Αμύνης. 2000 άνδρες υπό τον Χίτλερ αναλαμβάνουν την επίθεση, αλλά αντιμετωπίζουν σθεναρή αντίσταση από τους υπερασπιστές του. Από την ανταλλαγή των πυροβολισμών χάνουν τη ζωή τους 14 πραξικοπηματίες και 4 στρατιώτες. Ο Χίτλερ και ο ο Γκέριγκ τραυματίζονται ελαφρά και προσπαθούν να διαφύγουν. Το πραξικόπημα έχει αποτύχει.
Το μεγαλύτερο λάθος του Χίτλερ ήταν ότι δεν διέταξε τις δυνάμεις του να καταλάβουν τον ραδιοφωνικό σταθμό του Μονάχου και την Τηλεγραφική Υπηρεσία. Αυτό είχε ως επακόλουθο η κεντρική κυβέρνηση του Βερολίνου να είναι ενήμερη των εξελίξεων και να δώσει τις κατάλληλες διαταγές για τη συντριβή του πραξικοπήματος.
Στις 12 Νοεμβρίου 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Πολλοί από τους συνεργάτες του διέφυγαν στην Αυστρία, ενώ ανεστάλη η κυκλοφορία της εφημερίδας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος «Λαϊκός Παρατηρητής».
Η δίκη των υπαιτίων για το Πραξικόπημα της Μπυραρίας έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 1924. Ο Χίτλερ και ο Ες έπεσαν στα μαλακά και καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση 5 ετών έκαστος. Εξέτισαν μόλις οκτώ μήνες από την ποινή τους. Ο Χίτλερ πρόλαβε στο διάστημα αυτό να γράψει με τη βοήθεια του Ες το ιδεολογικό μανιφέστο του Ναζισμού «Ο Αγών μου» («Mein Kampf»).
Το αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπυραρίας άλλαξε την άποψη του Χίτλερ για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Από εδώ και στο εξής θα προσπαθήσει να κερδίσει τις καρδιές των Γερμανών και να πετύχει τους στόχους του δια της νομίμου οδού.
-*-*-*-*-*-*-*-*-
Κλείνουμε την ανάρτηση μας αυτή με ένα απόσπασμα από ένα ακόμα ενδιαφέρον απόσπασμα άρθρου από το blog FalseFaith για το φασισμό:
...
Από όλες τις κοινωνικές τάξεις, η πιο επιρρεπής στην εξάπλωση της φασιστικής ιδεολογίας είναι η μικροαστική, δηλαδή οι μικροεπιχειρηματίες και οι υπάλληλοι. Την εποχή της εξάπλωσης του ναζισμού στη Γερμανία, η μικροαστική τάξη αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, απόρροια τόσο της γενικευμένης κρίσης που ξεκίνησε από την Αμερική, όσο και του ανταγωνισμού με τις βιομηχανίες. Μη μπορώντας να συναγωνιστούν τη φθηνότερη και πιο μαζική παραγωγή των μεγάλων βιομηχανιών, οι μικρές επιχειρήσεις οδηγούνταν αναπόφευκτα στο μαρασμό. Όσο και αν πολλοί μικρομαγαζάτορες αισθάνονταν την ανάγκη να συνενωθούν σε μια ενιαία οργάνωση, ο οικονομικός ανταγωνισμός των μικρών επιχειρήσεων δεν επέτρεπε να δημιουργηθεί καμιά αλληλεγγύη. Καχύποπτος από τη φύση του, ο μικροεπιχειρηματίας αδυνατούσε να ταυτιστεί με τους ομοίους του, προτιμώντας να έχει ως ιδανικό την αφηρημένη έννοια της «εθνικής ενότητας». Ακόμα, οι υπάλληλοι, αν και δεν βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους εργάτες, δεν δένονταν με τους συναδέλφους τους και συνήθιζαν να τους βλέπουν ανταγωνιστικά, καθώς ήταν άμεσα εξαρτημένοι από τον εργοδότη και ονειρεύονταν την προοπτική μιας σταδιοδρομίας. Ως αποτέλεσμα, η κοινωνική συνείδηση του υπαλλήλου δεν χαρακτηρίζεται από το αίσθημα της κοινής μοίρας με τους συναδέλφους του, αλλά συνίσταται στην απόλυτη ταύτιση με την εξουσία, τον εργοδότη, τον ηγέτη, το έθνος.
...
Ο θεσμός της αυταρχικής οικογένειας είναι ισχυρότερος στα χωριά, όπου οι συνθήκες αναγκάζουν τους συγγενείς να ζουν και να δουλεύουν μαζί. Γνωρίζουμε όμως οτι η αυταρχική οικογένεια αποτελεί μικρογραφία του αυταρχικού κράτους, το οποίο μπορεί να αναζητήσει τους περισσότερους θιασώτες του ανάμεσα στις τάξεις των μικροαστών και των γεωργών. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια οτι είναι απίθανο να βρεθούν εργάτες υποστηρικτές του φασισμού, απλά αποτελούν δυσκολότερους στόχους, εξαιτίας της ελαστικότερης σεξουαλικής ηθικής τους και του αισθήματος αλληλεγγύης για τους συναδέλφους τους.
...
Σε αδρές γραμμές αυτοί είναι οι παράγοντες που ευνοούν τη γένεση και την εξάπλωση του φασισμού.
...
Ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ είχε καταλάβει οτι ο φασισμός απευθύνεται στα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου και όχι στη λογική σκέψη, οτι ο δικτάτορας πρέπει να χειρίζεται τα συναισθήματα των μαζών και όχι να τους μιλά με λογικά επιχειρήματα, διαπιστώσεις που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους ηγέτες της σημερινής «δημοκρατίας». Ακόμα και αν η εικόνα του απεχθούς, αυταρχικού τυράννου έχει εκλείψει από τις περισσότερες χώρες του κόσμου, οι τεχνικές της χειραγώγησης των μαζών έχουν τελειοποιηθεί και εφαρμόζονται διακριτικότερα, πιο αποτελεσματικά...
ΥΓ: Περισσότερα για το φαινόμενο του φασισμού, σε ένα πολύ περιεκτικό κείμενο του Λ. Τρότσκι εδώ
Δημοσίευση σχολίου