Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα. Η ίδια εχθρότητα απέναντι στο Τέταρτο Ράιχ διαπιστώνεται στην Ισπανία, την Ιταλία και όλες τις άλλες χώρες που δοκιμάστηκαν από την κρίση του ευρώ. Με σκεπτικισμό δε αντιμετωπίζεται από το Βερολίνο και ο όψιμος φιλο-γερμανισμός της Γαλλίας στο βαθμό που ο ζήλος του Σαρκοζύ να προσυπογράφει κάθε απόφαση της Γερμανίας δεν γίνεται εύκολα δεκτός στο εσωτερικό της χώρας του, καθώς δε θεωρείται καθόλου επωφελής για τα συμφέροντα της Γαλλίας. «Αν μιλούσαμε για γερμανο-γαλλικό δίδυμο ποδήλατο είναι περισσότερο από εμφανές ότι οι Γερμανοί κρατούν το τιμόνι και οι Γάλλοι κάνουν το πετάλι», έγραφε πολύ χαρακτηριστικά το πολιτικό περιοδικό Μαριάν, λοιδορώντας την εικόνα μιας ισότιμης γαλλογερμανικής συμμαχίας που προβάλλει ο Σαρκοζύ όταν για παράδειγμα μιλάει για «ευρωπαϊκό G2». Η καθολική αμφισβήτηση του ρόλου της Γερμανίας έχει γίνει αντιληπτή ακόμη και στον στενό πυρήνα του κράτους όπως μαρτυρά έκθεση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που χρονολογείται μάλιστα από τον Ιούλη του 2009, στην οποία αναφέρεται ότι «για μια ακόμη φορά η εικόνα της Γερμανίας έχει επιδεινωθεί σοβαρά σε ορισμένα κράτη – μέλη της ΕΕ, ως αποτέλεσμα των θέσεών της για την υπέρβαση της κρίσης του ευρώ». Αυτό που κατά βάθος συνέβη τον τελευταίο χρόνο ότι έπεσαν οι μάσκες. Η Γερμανία δεν βρίσκεται στην δεκαετία του ’50, όταν έπρεπε να αποδείξει ότι δεν αποτελεί ένα κακοήθες μελάνωμα και μια διαρκή εστία κινδύνων για την ειρήνη στην Ευρώπη, λόγω των ιμπεριαλιστικών της σχεδίων. Η επέκταση του γερμανικού κεφαλαίου όλες αυτές τις δεκαετίες και οι αντιθέσεις που δημιούργησε, μεγαλώνοντας την απόσταση μεταξύ της Γερμανίας και όλων των υπόλοιπων χωρών, έχουν δημιουργήσει ξανά τις αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε το Βερολίνο να υποστηρίζει χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις το ιδιοτελές κρατικό του συμφέρον, ερχόμενο σε ευθεία σύγκρουση με τους αποκαλούμενους συμμάχους του και επίσης διαψεύδοντας οικτρά τους λεγόμενους ευρωπαϊστές που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχει μια ενιαία Ευρώπη με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελεί σπίτι των λαών…
Οι αποφάσεις που λήφθηκαν στη σύνοδο κορυφής των 27 ευρωπαίων ηγετών στις 16-17 Δεκέμβρη αποτελούν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αυξημένης γερμανικής επιθετικότητας. Το κλίμα είχε οξυνθεί πριν καν προσέλθουν στη σύνοδο οι 27 ηγέτες, με αφορμή την αντιπαράθεση για την έκδοση ευρω-ομολόγου, όταν η απόρριψη του αιτήματος από τη Γερμανία οδήγησε τον Καρλ Γιούνκερ πρόεδρο του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης να κατηγορήσει την Γερμανία για αντι-ευρωπαϊκή στάση. Κατηγορία αρκετά βαριά για το σαβουάρ βιβρ των Βρυξελλών χωρίς ωστόσο να κάνει το αφτί των Γερμανών να ιδρώσει. Το θέμα του ευρω-ομολόγου ωστόσο αξίζει μιας παρένθεσης. Το συγκεκριμένο αίτημα νομιμοποιείται ως ένας τρόπος για να επιστρέψει η Γερμανία μέρος των όσων έχει βίαια αν και νομότυπα αποσπάσει από τις περιφερειακές χώρες στο πλαίσιο της ετεροβαρούς σχέσης που διέπει όλες τις ανταλλαγές στο εσωτερικό της ευρωζώνης και της ΕΕ. Tο ευρω-ομόλογο δηλαδή θα μπορούσε να έπαιζε τον ρόλο των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων ή των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης τις δεκαετίες του ’80 ή του ’90: Ένα είδος αντισταθμιστικών οφειλών για τις μόνιμες και μη επιστρεπτές βλάβες που προκαλούν στον παραγωγικό ιστό, το εμπορικό ισοζύγιο, την απασχόληση και την μακροχρόνια υπόσταση του ελληνικού εν προκειμένω καπιταλισμού στον διεθνή καταμερισμό – όπως μόλις πέρυσι έγινε αντιληπτό, σε όλο του το μεγαλείο – ξέροντας σε κάθε περίπτωση ότι αυτές οι αποζημιώσεις δεν κάνουν τίποτε παραπάνω από το να απαλύνουν τον πόνο της ΕΕ. Αν κάτι δηλαδή προηγείται του αιτήματος έκδοσης ευρω-ομολόγου είναι μια παραδοχή ότι το Τέταρτο Ράιχ έχει την ηθική υποχρέωση να επωμιστεί βάρος από το κόστος δανεισμού των περιφερειακών χωρών λόγω του ότι έχει ευθύνη για την δραματική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών τους, λόγω των βαθιά ανταγωνιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης.
...
Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΤ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επιβλήθηκε λόγω δύο αναγκών. Πρώτο, ως μια εκ των υστέρων εργασία επιδιόρθωσης των ζημιών που προκλήθηκαν τον προηγούμενο χρόνο και ειδικότερα της αγοράς κρατικών ομολόγων από την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία ύψους 72 δισ. ευρώ. Κατά δεύτερο, αποτελεί το «ζέσταμα», την αναγκαία προετοιμασία για την υποδοχή των αναταράξεων που έρχονται το επόμενο δωδεκάμηνο, οι οποίες θα είναι σεισμικές. Υπολογίζεται ότι οι χώρες και οι τράπεζες της ευρωζώνης αναμένεται να αντλήσουν 2 τρισ. δολ. για να καλύψουν τις δανειακές τους ανάγκες τον επόμενο χρόνο. Μόνο τον Ιανουάριο, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης αναμένεται να «βγουν στη γύρα» για 80 δισ. ευρώ, το διπλάσιο από το ποσό που φυσιολογικά ζητιέται κάθε τέτοιο μήνα, ίσο με το 10% των ετήσιων αναγκών τους. Το περιβάλλον δε υπό το οποίο καλούνται να λειτουργήσουν είναι από ασταθές μέχρι εχθρικό. Προς επίρρωση η προειδοποίηση της Moody’s ότι θα κόψει στους επόμενους τρεις μήνες την βαθμολογία της Πορτογαλίας κατά 1 ή 2 βαθμούς και επίσης της Ισπανίας λόγω του ότι έχει να δανειστεί τον επόμενο χρόνο (κρατηθείτε…) τουλάχιστον 300 δισ. ευρώ. Ακόμη η ίδια απειλή που διατυπώθηκε από την Fitch για την Ελλάδα κι η οποία μέχρι στιγμής έχει την χαμηλότερη αξιολόγηση στην ευρωζώνη (ΒΒΒ-) και τέλος η υποβάθμιση της Ιρλανδίας κατά 5 βαθμούς από την Moody’s, αφού πρώτα εντάχθηκε στο σφαγείο του «μηχανισμού διάσωσης». Ανησυχία ωστόσο προκαλεί το γεγονός ότι δεν είναι μόνο τα ομόλογα των περιφερειακών χωρών που δυσκολεύονται να βρουν αγοραστές. Το ίδιο συμβαίνει με τα ομόλογα των ΗΠΑ (με τις αποδόσεις των 10ετών τους να αγγίζουν ρεκόρ 6μηνου στο 3,5%) και της Γερμανίας (που έφθασαν το 3%, για πρώτη φορά από τον Μάη). Ανεξάρτητα από τις ερμηνείες που δίνονται γι’ αυτή την άνοδο η πραγματικότητα είναι ότι συντελείται στο έδαφος μιας πρωτόγνωρης έκρηξης του δημόσιου χρέους. «Οι κυβερνήσεις των πλούσιων κρατών του κόσμου είναι πολύ πιο υπερχρεωμένες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν τους και με τις ταχέως αναπτυσσόμενες αναδυόμενες οικονομίες. Το μέσο όρο του δημόσιου χρέους των πλούσιων χωρών κυμαίνεται στο 70% του ΑΕΠ, κατά 50% υψηλότερο απ’ ότι ήταν το 2007 και 2 φορές υψηλότερο σε σχέση με το μέσο χρέος των αναδυόμενων οικονομιών. Αυτό δε συνέβη σε μια περίοδο που οι προοπτικές μεγέθυνσης των πλούσιων χωρών επιδεινώνονται», υπογραμμίζεται σε σημείωμα της σύνταξης του βρετανικού Εκόνομιστ στο τρέχον χριστουγεννιάτικο τεύχος.
Το σημείωμα μάλιστα που έχει τίτλο «Παρατηρήστε το 2011, τη χρονιά των σοκ δημοσίου χρέους» κλείνει λέγοντας ότι «το 2011 θα είναι μάλλον ένας χρόνος περισσότερων και μεγαλύτερων σοκ δημοσίου χρέους». Το επίκεντρο των σεισμικών δονήσεων θα είναι για μια ακόμη χρονιά οι ιδιωτικές τράπεζες, καθώς ακόμη δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα σχετικά με την πηγή από την οποία θα αντληθούν τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εξυγίανσή τους. Η σύνοδος κορυφής της ΕΕ, όπου ανεξαρτήτως της ερώτησης η μόνιμη απάντηση είναι “περισσότερες δομικές μεταρρυθμίσεις και αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία”, δεν έλυσε το πρόβλημα. Πλάι δε στα παραπάνω προβλήματα (χρηματοδότηση δημόσιων αναγκών, εξυγίανση τραπεζών) ορθώνονται διαρκώς και άλλα. Ενδεικτικό είναι το πρόβλημα της χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών των τραπεζών ύψους 500 δισ. δολαρίων τα οποία πρέπει να βρεθούν από τις αγορές, ενώ, σύμφωνα με τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της προηγούμενης Δευτέρας «στρατηγικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι μια νέα κρίση θα μπορούσε να ξεσπάσει τον επόμενο χρόνο λόγω αυτού του χρηματοδοτικού κενού».
...
Η (δυσάρεστη) πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι η δυνατότητα εξαγγελίας παύσης πληρωμών δεν έχει την ίδια δύναμη στο πέρασμα του χρόνου. Όσο δηλαδή εφαρμόζεται το Μνημόνιο (στόχος του οποίου ήταν να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στις ξένες τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ελληνικά “χαρτιά”) τόσο μειώνεται ο βαθμός έκθεσης των ξένων τραπεζών στο ελληνικό χρέος, με αποτέλεσμα να περιορίζονται αναλόγως και οι ενδεχόμενες απώλειές τους, ενώ ταυτόχρονα η αναπόφευκτη και επικείμενη αναδιάρθρωση του χρέους να έχει τις μικρότερες δυνατές για τις τράπεζες που όλα αυτά τα χρόνια επωφελήθηκαν τα μέγιστα από το δημόσιο χρέος. Την εκτίμηση αυτή επιβεβαίωσε και ανακοίνωση της Διεθνούς Τράπεζας Διακανονισμών που εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας, της μητέρας όλων των κεντρικών τραπεζών, προ δεκαπενθημέρου όπου τονίζεται πως η έκθεση των ξένων τραπεζών στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας μέσα σε τρεις μόνο μήνες, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 2010, μειώθηκε κατά 44 δισ. δολ. ή 14%. «Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στον ξένο τραπεζικό δανεισμό προς την ελληνική κυβέρνηση όπως και τις ελληνικές τράπεζες» αναφέρεται, που έφθασε τα 27 δισ. Πρωταγωνιστές δε της μεγάλης φυγής ήταν οι γαλλικές τράπεζες που μείωσαν την έκθεσή τους κατά 7,7 δισ., χωρίς να είναι κι οι μοναδικές. Ακολουθούν οι αμερικανικές που ξεφορτώθηκαν ομόλογα ύψους 5,4 δισ., οι γερμανικές (3,5 δισ.) και οι ιαπωνικές (3,2 δισ.). Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ο μεγάλος κερδισμένος της συντριβής των εργατικών δικαιωμάτων και του καθεστώτος κατοχής ήταν οι ξένες τράπεζες! Γι’ αυτές δουλεύουν οι ΠΑΣΟΚοι νυχθημερόν και μαζί φυσικά για την αστική τάξη που μπορεί με το νόμο πλέον να επιβάλει μισθούς εξαθλίωσης. Η ανάγκη εξαγγελίας παύσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ όσο το δυνατό νωρίτερα υπογραμμίζεται επίσης από τον επερχόμενο «νομισματικό πόλεμο» ο οποίος πυροδοτήθηκε από την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να τυπώσει 600 δισ. για να αγοράσει κρατικά της ομόλογα. Ανεπιθύμητο προϊόν αυτής της κίνησης αποτέλεσε η αύξηση του πληθωρισμού και της εισροής κερδοσκοπικών κεφαλαίων σε χώρες όπως η Βραζιλία, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε άνοδο των επιτοκίων και της συναλλαγματικής ισοτιμίας (πλήττοντας έτσι την εγχώρια παραγωγή) και στην επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων υπό την μορφή φόρων, που έφθασαν στο 6% από 0,38%! Ποιος μπορεί επομένως να ισχυριστεί ότι οι φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων αποτελούν απαρχαιωμένο εργαλείο; Παρότι δε οι διαφορετικές ποσότητες κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας είναι που αποφασίζουν πρωτογενώς για τις αποκλίσεις στις διεθνείς τιμές μεταξύ εμπορευμάτων διαφορετικών κρατών, η αναβαθμισμένη σημασία των συναλλαγματικών ισοτιμιών στις μέρες μας θέτει με μεγαλύτερη έμφαση το θέμα της νομισματικής πολιτικής. Πού δηλαδή αυτή θα χαράσσεται (στην Αθήνα και με ανοιχτή τη δυνατότητα επίδρασης της ταξικής πάλης ή στις Βρυξέλλες) και με βάση ποιας κοινωνικής τάξης τα συμφέροντα. Αίτημα αιχμής σε αυτή την μακρόχρονη πάλη η οποία ξεκίνησε τον χρόνο που φεύγει αναδεικνύεται ο Λογιστικός Έλεγχος του δημόσιου χρέους, μέσω της συγκρότησης ανεξάρτητης Επιτροπής, με αρμοδιότητα να φθάσει στα άδυτα των αδύτων. Αίτημα που τέθηκε με σαφήνεια από την ανεξάρτητη βουλευτή, Σοφία Σακοράφα, μιλώντας στη Βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό. Το βάθος στο οποίο θα φθάσει η διαδικασία του Λογιστικού Ελέγχου και η έκταση των κοινωνικών μεταβολών που θα απελευθερώσει θα είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού ριζοσπαστισμού που θα το συνοδεύσει, της αποφασιστικότητας με την οποία θα το στηρίξουν εργατικές οργανώσεις και σωματεία, αυτοί δηλαδή που έχουν το μεγαλύτερο συμφέρον από την παύση πληρωμών.
Δημοσίευση σχολίου