Με τους μετανάστες, όχι με τους υποκριτές
Τα εκατοντάδες χιλιάδες εργατικά χέρια, που κατά την ομολογία Ν. Χριστοδουλάκη «μας έβαλαν στην ΟΝΕ», και κατά κοινή ομολογία έχτισαν την Ολυμπιάδα, είναι άχρηστα πια σε συνθήκες ύφεσης. Συνεπώς, δεν έχουν δικαίωμα όχι πια στην κατώτατη –κι ακόμα πιο κάτω– αμοιβή αλλά ούτε καν ύπαρξης στο ελληνικό έδαφος.
Όσοι απαιτούν τα στοιχειώδη –άσυλο, άδεια παραμονής και εργασίας, ασφάλιση ή ταξιδιωτικά έγγραφα για να μεταβούν σε άλλη χώρα– είναι ανεπιθύμητοι. Πολύ περισσότερο όταν διεκδικούν αγωνιστικά τα θεμελιώδη αυτά ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Με οδηγό την προσφιλή μέθοδο του «κοινωνικού αυτοματισμού», κυβέρνηση, αξιωματική αντιπολίτευση και καθεστωτικά μέσα καλλιεργούν τώρα στους πολίτες τον τρόμο του «ανεπιθύμητου λαθρομετανάστη», που είναι αιτία όλων των δεινών (ανεργία, κρίση, βρομιά, εγκληματικότητα…) και είναι καιρός να μας αδειάσουν τη γωνιά.
Και προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποκρύψουν την αλήθεια: ότι για τα δεινά και των ελλήνων εργαζομένων φταίνε οι ίδιες πολιτικές που εξοστρακίζουν τους μετανάστες. Στόχος των εμπνευστών αυτής της πολιτικής είναι να γίνουμε όλοι μετανάστες – χωρίς δουλειά, χωρίς εργασιακές ρυθμίσεις, χωρίς ασφάλιση, χωρίς συντάξεις, χωρίς δικαιώματα. Ατομικοί ικέτες για την εξασφάλιση των στοιχειωδών όρων επιβίωσης, στη διάθεση κάθε εργοδότη.
«Χάσαμε πολλά, ας μη χάσουμε και την ανθρωπιά μας. Θα είναι η έσχατη ταπείνωση και ήττα», έγραψαν στην εξαίρετη δημόσια κοινή δήλωσή τους η Μάρω Δούκα και η Ιωάννα Καρυστιάνη προχθές, όταν οι έγκλειστοι της Νομικής ήταν περικυκλωμένοι από τα ΜΑΤ. Αυτό είναι το διακύβευμα, κι αυτό μας υποχρεώνει σε μια και μόνη στάση απέναντι σε κάθε μετανάστη: αλληλεγγύη χωρίς όρους και επιφυλάξεις.
Οι 300 προβοκάτορες της Νομικής
Η πανελλαδική απεργία πείνας των 300 μεταναστών δεν ταράζει μόνο τα νερά της κεντρικής πολιτικής σκηνής, αλλά δημιουργεί και ένα καινούργιο δεδομένο για το μεταναστευτικό κίνημα. Η αστυνομική βία και οι στριγκλιές του πολιτικοδημοσιογραφικού προσωπικού δεν μπορούν να απαλλοτριώσουν το πολιτικό νόημα αυτού του αγώνα. Για πρώτη φορά, οι ίδιοι οι μετανάστες συγκροτούνται σε αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο, διαμορφώνουν το πλαίσιο της κινητοποίησης, επιλέγουν μια μορφή πάλης και καλούν τους έλληνες αλληλέγγυους να στηρίξουν τον αγώνα τους. Οι αγωνιζόμενοι μετανάστες, με το λόγο και τα σώματά τους, δεν επικαλούνται φιλάνθρωπα συναισθήματα, αλλά διεκδικούν με αποφασιστικότητα όσα δικαιούνται. Ζητάνε αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη, όχι ελεημοσύνη.
Η απόφαση για την πανελλαδική απεργία δεν υπήρξε αποτέλεσμα ενός ορισμένου πολιτικού σχεδιασμού απορρέοντος από την εκτίμηση της συγκυρίας και του συσχετισμού δυνάμεων. Πολύ περισσότερο, δεν είναι έμπνευση κάποιων ριζοσπαστικών πολιτικών ομάδων. Αντιθέτως, συνιστά έκφραση του οριακού σημείου πίεσης που βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του μεταναστευτικού πληθυσμού και της αντίφασης στην οποία υπόκειται. Από τη μια μεριά, είναι πια οργανικά ενταγμένο στην κοινωνία με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αυτοπεποίθησή του, καθώς και να βαθαίνει η πολιτικοποίησή του. Από την άλλη, παρά το χρόνο που κυλά, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των μεταναστών συρρικνώνονται. Όχι μόνο τριακόσιες χιλιάδες εξακολουθούν να μένουν χωρίς χαρτιά, αλλά καταγράφεται η ραγδαία απονομιμοποίηση χιλιάδων ανθρώπων λόγω της αδυναμίας τους (κρίση γαρ) να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα από το νόμο ένσημα. Όχι μόνο είκοσι χρόνια τώρα δούλεψαν σκληρά με μισθούς πείνας, αλλά βλέπουν ότι μετά από τόσο καιρό οι προοπτικές τους μοιάζουν χειρότερες από ποτέ μέσα στο περιβάλλον της κρίσης. Άνθρωποι που δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω γιατί η ζωή τους είναι εδώ, εργάτες που δουλεύουν πιο πολύ για πιο λίγα από οποιοδήποτε άλλο, πολίτες που ζουν σε καθεστώς απαρτχάιντ, χωρίς δικαιώματα κι ελευθερίες, υπό το διαρκή φόβο ότι μπορεί να πεταχτούν στο περίπτερο για τσιγάρα και να μη γυρίσουν. Μα πάνω απ’ όλα αγωνιστές που έχουν συνείδηση του δικαίου τους και βούληση να το διεκδικήσουν. Το πολιτικό ζήτημα λοιπόν, όχι μόνο για την Αριστερά αλλά για το σύνολο της κοινωνίας, είναι πώς τοποθετούμαστε απέναντι στον αγώνα των μεταναστών, πώς τοποθετούμαστε απέναντι στην εκμετάλλευση και την οργή, πώς τοποθετούμαστε απέναντι στο απαρτχάιντ που έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας.
Η λυσσαλέα επίθεση που δέχεται ο αγώνας των μεταναστών δεν έχει να κάνει με τις επιμέρους επιλογές του, αλλά με το κεντρικό περιεχόμενό του. Αυτοί που πρέπει να είναι σιωπηλοί και υπάκουοι, ή στην καλύτερη περίπτωση ευπροσήγοροι μπαρμπα-Θωμάδες, πρέπει να συντριβούν πριν ο ξεσηκωμός τους επεκταθεί. Αν δεν ήταν στο άδειο κτίριο της Νομικής, όπου δεν παρεμπόδιζαν τις ακαδημαϊκές λειτουργίες, και ήταν στο Πολυτεχνείο, τότε θα επρόκειτο για αντικοινωνικά στοιχεία που εμποδίζουν τις εξετάσεις. Αν ήταν με σκηνές στην Κοτζιά, θα έπρεπε να είχαν συλληφθεί γιατί θα είχαν μετατρέψει το κέντρο της πρωτεύουσας σε προσφυγικό καταυλισμό. Αν είχαν μπει σε κάποιο άλλο κτίριο του κέντρου (που δεν υπάρχει όπως αποδεικνύεται και από τις τελευταίες εξελίξεις), θα έπρεπε να είχε εκκενωθεί λόγω κινδύνων για τη δημόσια υγεία. Το καθεστώς επιτίθεται γιατί οι σιωπηλοί απέκτησαν φωνή, οι αόρατοι έγιναν ορατοί. Και αν το άσυλο δεν προορίζεται ούτε για αυτούς που δεν δικαιούνται καν την ψωραλέα δημοκρατία που έχουμε οι γηγενείς, τότε για ποιον υπάρχει;
Είναι χάσιμο χρόνο πια να ασχολούμαστε με την ψευδεπίγραφη έγνοια για τους μετανάστες που προβάλλουν όσοι τους υποτιμούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να τους θεωρούν πρόβατα και υποκινούμενους. Είναι εξίσου σπατάλη χρόνο να οργιζόμαστε και με την Αριστερά των τηλεοπτικών παραθύρων –πάντοτε θα αποστασιοποιείται όταν θα έρχεται η ώρα της αναμέτρησης.
Τώρα είναι η ώρα να σταθούμε στο πλάι των 300 απεργών πείνας, χωρίς φειδώ δυνάμεων. Με μόνο στήριγμα την πεποίθηση ότι το μέλλον ανήκει σε όσους πεινάνε και διψάνε για δικαιοσύνη, να δώσουμε μαζί τους αυτόν τον μεγάλο αγώνα. Όρθιοι και μόνοι μέσα στη φοβερή ερημιά του πλήθους.
Πηγή: "Εποχή"
Δημοσίευση σχολίου