Σχετικά με την περίοδο που διανύουμε και το που βρισκόμαστε.
20 χρόνια μόλις απ’ την επανένωση του καπιταλιστικού κόσμου και ο καπιταλισμός φτάνει στο δικό του τέλος αντί για το τέλος της ιστορίας που μας έλεγαν. Η καπιταλιστική κρίση τραντάζει και κλονίζει ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο και οι κομμουνιστές πρέπει να κατανοήσουν τα καθήκοντά τους, να εντοπίσουν τον αδύναμο κρίκο και να ρίξουν όλες τους τις δυνάμεις για να τον σπάσουν.
Παίρνοντας υπόψη τα προβλήματα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, την έλλειψη παγκόσμιου επαναστατικού καθοδηγητικού κέντρου, την πολυδιάσπαση των κομμουνιστών, τη διάχυσή τους σε οπορτουνιστικά και ρεφορμιστικά κόμματα και οργανώσεις, ξέρουμε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Παρόλα αυτά οι κομμουνιστές πρέπει να δουν ψύχραιμα τα πράγματα και να κάνουν το καθήκον τους. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική περίοδο για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, είναι η εποχή της πιο βάρβαρης και αδυσώπητης κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, η εποχή της ένωσης του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου ενάντια σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία, ενάντια σε όλες τις υπόλοιπες τάξεις. Η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου εκδηλώνεται σε όλη της την ένταση και με τον πιο εμφανή τρόπο σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Την εποχή του ιμπεριαλισμού, η προλεταριακή-σοσιαλιστική επανάσταση είναι στην ημερήσια διάταξη. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα το μόνο που έχουν να χάσουν απ’ αυτή είναι τις αλυσίδες της ανεργίας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης, τα χρέη προς στις τράπεζες. Η κρίση – αναπόφευκτο προϊόν του καπιταλισμού – φέρνει στο προσκήνιο την επανάσταση, την καθιστά άμεσο καθήκον. Από όλες τις εξελίξεις, είναι φανερό ότι ο αδύναμος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι η Ελλάδα γιατί έχει εισέλθει σε μια κατάσταση πολιτικής κρίσης και οδεύει σε επαναστατική κρίση.
Συζητήσεις γίνονται την περίοδο αυτή σχετικά με το που βρισκόμαστε, αν δηλαδή βρισκόμαστε σε προεπαναστατική ή σε επαναστατική κατάσταση ή κάτι άλλο, αν η ίδια η επανάσταση είναι προ των πυλών ή λόγο της ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα είναι αδύνατη. Οι κομμουνιστές, παίρνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά και τα κριτήρια με τα οποία οι κλασικοί όριζαν την κατάσταση, πρέπει να δούμε αν και κατά πόσο αυτά ισχύουν σήμερα και αν πραγματικά συντρέχουν οι λόγοι για να ορίσουμε τη συγκεκριμένη περίοδο όσο το δυνατόν ποιο πιστά και αυστηρά σύμφωνα με τα κριτήριά μας. Αυτή η συζήτηση είναι χρήσιμη διότι, εκτός των άλλων, καθορίζει τα καθήκοντα των κομμουνιστών με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα και όχι τους όποιους σχεδιασμούς και τις έως τώρα προτεραιότητές τους.
«Για ένα μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους• η μια ή άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό «τα κάτω στρώματα να μη θέλουν», μα χρειάζεται ακόμη και «οι κορυφές να μην μπορούν» να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζομένων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να «τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ' όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές», σε αυτοτελή ιστορική δράση». Λένιν, «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς». Άπαντα Λένιν, τόμος 26, σελ. 220, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
Τα κριτήρια αυτά νομίζουμε ότι εξακολουθούν να ισχύουν και να αποτελούν μπούσουλα για την ανάλυση της κατάστασης, για τον ορισμό της στιγμής. Αν για το 2ο κριτήριο, για την επιδείνωση της ανέχειας και αθλιότητας των μαζών μπορούμε να είμαστε σίγουροι, επιδείνωση που προκαλείται από τα συνεχή βάρβαρα μέτρα της κυβέρνησης σε βάρος της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μεσαίων στρωμάτων, πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί σχετικά με τα υπόλοιπα δυο κριτήρια. Οι κυβερνώντες δεν έχουν δείξει ακόμη όλα τα σημάδια της αδυναμίας τους. Το Σύνταγμα καταστρατηγείται ευθέως αλλά από την άλλη διασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων. Το πολιτικό σύστημα είναι στα όρια του, αλλά δεν έχει δείξει ακόμη αδυναμία να κρατήσει την κατάσταση. Αμφισβητείται από το κίνημα αλλά όχι σε τρομακτικό βαθμό. Το 1ο κριτήριο λοιπόν, υπολείπεται.
Επιπρόσθετα, οι μάζες δείχνουν σημάδια ανεβάσματος της δραστηριότητας τους (οι πλατείες και η σύνδεσή τους με τους χιλιάδες απεργούς είναι δείγμα αυτής της ανόδου) αλλά η αγωνιστική δραστηριότητα των μαζών δεν είναι τέτοια που να σημάνει την αλλαγή της ποιότητας της ταξικής σύγκρουσης.
Οι χιλιάδες λαού που συγκεντρώθηκαν στις 5 Ιούνη στο Σύνταγμα, μέρα κυριακάτικης αργίας, δεν ήταν παρόντες στις 28-29 Ιούνη, όπου η μη ψήφιση του μεσοπρόθεσμου σφαγείου θα σήμαινε την πτώση της κυβέρνησης, πράγμα που μόνο ο λαϊκός παράγοντας με τη μαζική συμμετοχή και τον όγκο του μπορούσε να πετύχει. Αυτό σημαίνει ότι ο λαϊκός παράγοντας δεν ήταν έτοιμος ή δεν ήθελε να ρίξει την κυβέρνηση κυρίως, κατά τη γνώμη μας, λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης απ’ τη σκοπιά των συμφερόντων του. Φυσικά η σοσιαλδημοκρατία αλλά και άλλοι παράγοντες έβαλαν το χέρι τους σ’ αυτή την εξέλιξη, έλαμψαν δια της απουσίας τους, αλλά δεν άλλαξε αυτό την κατάσταση. Ο λαϊκός παράγοντας, συνολικά, δεν ήταν έτοιμος για αυτή την εξέλιξη.
Η σχετικά μικρή συμμετοχή σ’ αυτήν την κρίσιμη μάχη στις 28-29 Ιούνη μας δείχνει πως το 3ο κριτήριο που τέθηκε παραπάνω, σχετικά με το «σημαντικό ανέβασμα της δραστηριότητας των μαζών» υπολείπεται ακόμα ποιοτικά. Αυτό το στοιχείο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν βρισκόμαστε ακόμα, αλλά βαίνουμε ολοταχώς, σε επαναστατική κατάσταση. Αυτό μπορεί να αλλάξει οποιαδήποτε στιγμή – ακόμα και τη στιγμή της δημοσίευσης αυτού του άρθρου, μιας και η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι πολλή ρευστή – και να βρεθούμε σε επαναστατική κατάσταση.
Φυσικά αυτές οι εκτιμήσεις μας δεν αντιπαρατίθενται με τις εκτιμήσεις άλλων συντρόφων που λένε ότι «βρισκόμαστε ήδη σε επαναστατική κατάσταση» ή άλλων που λένε ότι «βρισκόμαστε ακριβώς στη μέση της επαναστατικής κατάστασης». Το ζήτημα είναι να ορίσουμε τα καθήκοντα που προκύπτουν για τους κομμουνιστές αυτή την περίοδο και όχι να τσακωθούμε για τον ορισμό, παρόλο που παίζει σημαντικό ρόλο.
«Για ένα μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση».
Εάν μένουμε πιστοί στο στόχο, που είναι η επανάσταση, τότε πρέπει να βρούμε τον τρόπο να συνεννοηθούμε και να αναλάβουμε τα καθήκοντα που προκύπτουν ακριβώς απ’ την ίδια την αντικειμενική κατάσταση. Στο ερώτημα που προκύπτει σχετικά με την ωριμότητα, ή μη, του υποκειμενικού παράγοντα οι κομμουνιστές, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να απαντήσουν απ’ την πλευρά της ηττοπάθειας και της παραίτησης αλλά απ’ τη σκοπιά της δύναμης και της δυναμικής της επανάστασης, απ’ τη σκοπιά που απάντησε ο Μαρξ, στην παρισινή Κομμούνα.
Εφόσον λοιπόν απαντήσουμε θετικά και σ’ αυτό το ερώτημα τότε πρέπει να δούμε τις προϋποθέσεις ξεσπάσματος και νίκης της επανάστασης στην πρώτη της πράξη, η οποία συνίσταται στην ανατροπή της αστικής τάξης, στο τσάκισμα του αστικού κράτους, στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλα αυτά είναι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην πρώτη της πράξη.
Όπως έλεγε ο Κώστας Μπατίκας: «Η επανάσταση είναι, κατά τον Μαρξ, δυνατή όταν υπάρχει ήδη η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων αλλά και μια σειρά άλλες αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις. Ανάμεσα σε αυτές ο Μαρξ συμπεριλαμβάνει την ύπαρξη οικονομικής κρίσης, τον παροξυσμό της ταξικής πάλης που πήρε συγκρουσιακό χαρακτήρα τάξης εναντίον τάξης, την αγωνιστική ετοιμότητα της εργατικής τάξης που δραστηριοποιείται και παλεύει για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της και μέσα σε αυτή τη πάλη συνειδητοποιεί την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής, την ύπαρξη επαναστατικού εργατικού κινήματος και μιας σταθερής και αξιόπιστης πρωτοπορίας, που επανδρώνεται από αγωνιστές που αποτελούν οργανικό τμήμα του κινήματος και γνωρίζουν τους νόμους κίνησης του καπιταλισμού και τους όρους απελευθέρωσης της τάξης τους και μέσα στην καθημερινή ταξική πάλη συνδέουν τον επιστημονικό σοσιαλισμό με την εργατική τάξη και το κίνημά της, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην συνειδητοποίηση των ιστορικών καθηκόντων και της ιστορικής αποστολής…»
«Εννοείται ότι αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να παίρνονται στο σύνολό τους, στη διαλεκτική τους ενότητα, γιατί έστω και μια να λείπει αυτό μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες και μπορεί να εμποδίσει την έκρηξη της επανάστασης. Πάντως όταν υπάρχουν οι μίνιμουμ προϋποθέσεις, έστω και με ελλείψεις, η επανάσταση μπορεί να γίνει και να νικήσει στα αρχικά της στάδια, αποκλείεται όμως να οδηγηθεί στην τελική της νίκη, όπως αυτό το είδαμε να συμβαίνει στην πράξη με τις προλεταριακές επαναστάσεις του 19ου και του 20ου αιώνα, αν δεν υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και όταν υπάρχουν αρχικά όλες οι προϋποθέσεις και στην πορεία για κάποιο λόγο (εδώ και το τυχαίο μπορεί να παίξει το δικό του ρόλο) μια από αυτές έπαψε να υπάρχει».
Για εμάς, για την κομμουνιστική οργάνωση Ανασύνταξη, οι προϋποθέσεις ξεσπάσματος της επανάστασης συμπυκνώνονται στο δίπτυχο: πολιτικό μέτωπο-εργατική κυβέρνηση.
Σχετικά με το πολιτικό μέτωπο πρέπει να πάρουμε υπόψη τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, του ίδιου του συστήματος, των ευρωπαίων και άλλων ιμπεριαλιστών.
Το αστικό πολιτικό σύστημα απαιτεί από όλες του τις δυνάμεις να στοιχηθούν στους βασικούς στόχους της αστικής τάξης που αποτυπώνονται στο μνημόνιο, στο μεσοπρόθεσμο, στο 2ο μνημόνιο που θα προκύψει εν όψει του, ενδεχόμενου, 2ου δανείου.
Η απαίτηση του αστικού πολιτικού συστήματος αλλά και των κεφαλαιοκρατών στην Ευρώπη αποτυπώνεται στις πιέσεις που ασκούνται στο Σαμαρά, να συναινέσει στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και στα μέτρα που παίρνονται, ενώ ο Σαμαράς απαντά ότι πρέπει να αποτελέσει την επόμενη εναλλακτική λύση του συστήματος, διότι σε διαφορετική περίπτωση ο λαός μπορεί να στραφεί σε άλλες, επώδυνες για το σύστημα, λύσεις. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνει, εκτός των άλλων, τη σχετική αυτονομία της πολιτικής απ’ την οικονομία, η οποία αν και περιορίζεται δεν εξαλείφεται. Οι καπιταλιστές, όμως, και συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα εξακολουθούν να πιέζουν τη Ν.Δ., διότι επείγονται για το σήμερα και φοβούνται εξελίξεις στην Ελλάδα οι οποίες θα επιφέρουν ένα ντόμινο εξελίξεων στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ο αντιμνημονιακός λόγος σήμερα, έστω και κουτσουρεμένος, μπορεί να λειτουργήσει προσθετικά στην γενικότερη αντίδραση της κοινωνίας και να επιφέρει δυσμενείς για το σύστημα εξελίξεις οι οποίες θα ανατρέψουν ή θα καθυστερήσουν τα σχέδιά τους.
Από τα παραπάνω προκύπτουν τα καθήκοντα των κομμουνιστών.
Όπως το σύστημα θέλει όλες του τις δυνάμεις συγκεντρωμένες, έτσι και η εργατική πολιτική πρέπει να φροντίσει για τη συγκέντρωση ανάλογων δυνάμεων απ’ τη σκοπιά της εργατικής τάξης. Σήμερα είναι εφικτό περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη να κινηθούν στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός ενιαίου πολιτικού μετώπου της εργατικής τάξης για την έξοδο της χώρας από την κρίση.(Σ’ αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται και η πρωτοβουλία μας για τη σύσκεψη των οργανώσεων την Κυριακή 10/7/2011 η οποία στέφθηκε, κατά τη γνώμη μας, με επιτυχία). Διότι οι κομμουνιστές πρέπει να αξιοποιούν «κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσουν μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από τον μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο σοσιαλισμό γενικά» (Λένιν, Άπαντα, τόμος.41, σελ.55, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
[ ο ισχυρισμός δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι αποτελούν το μέτωπο, είναι σαθρός, διότι πρέπει να μας δείξουν τις μαζικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του ρεφορμισμού και άλλες που έχουν στο μέτωπο. Εφόσον όλες σχεδόν οι δυνάμεις της έχουν αναφορά στον κομμουνισμό, θα έπρεπε να μιλάνε για την αναγκαιότητα οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης και όχι να αυτοπεριορίζονται και να αυτοπροσδιορίζονται ως το μέτωπο).
Το πολιτικό μέτωπο, για το οποίο μιλάμε, θα είναι παρόν σε όλες τις μάχες, στο εργατικό και αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα, στις πλατείες, στο νεολαιίστικο κίνημα, στις πολιτικές και εκλογικές μάχες.
Μόνιμο καθήκον αλλά και αναγκαιότητα, είναι επίσης η πάλη για την αλλαγή των συσχετισμών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Για μια ΓΣΕΕ όργανο στα χέρια των εργατών και όχι όργανο των γραφειοκρατών. Μια ΓΣΕΕ στα χέρια του ρεφορμισμού και δη στα χέρια του υποταγμένου ρεφορμισμού, θα είναι αγκάθι για το πολιτικό μέτωπο, θα είναι αγκάθι στα πλευρά της εργατικής κυβέρνησης και αυτό το ζήτημα δεν παρακάμπτεται, με ταξικές παρελάσεις, με επιτροπές αγώνα και «ανεξάρτητα κέντρα». Χρειάζεται σταθερή δράση μέσα στο υπάρχον κίνημα και με την ειδική μορφή ενιαίου εργατικού μετώπου που συμπυκνώνεται στην ταχτική του συντονισμού σωματείων, Ομοσπονδιών, Εργατικών Κέντρων. Με τον τρόπο αυτό και η δράση διασφαλίζεται και η διάσπαση αποφεύγεται.
Στην πτώση της κυβέρνησης αλλά και στην προοπτική της επανόδου της πλειοψηφούσας Ν.Δ. και μιας συναινετικής κυβέρνησης, πρέπει να απαντήσουμε με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης. (Παρεμπιπτόντως, πρέπει να πούμε στους συντρόφους του ΝΑΡ, του ΕΕΚ, και άλλους που λένε ότι «μας ταλαιπώρησε ιστορικά το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και για αυτό δεν το προβάλουμε», ότι αυτό που ταλαιπώρησε το κίνημα είναι η στρέβλωση και η ρεφορμιστική ή η σεχταριστική τροποποίηση-αναίρεση των αποφάσεων και επεξεργασιών της 3ης Διεθνούς και όχι η εργατική κυβέρνηση που πρόβλεπαν. Απόδειξη είναι οι λανθασμένες προσεγγίσεις του ΝΑΡ το οποίο, στο 1ο Συνέδριό του, λέει ότι: «Μετά την οριστική ήττα της επανάστασης στην Γερμανία το Γ’ Συνέδριο της ΚΔ (1921) ρίχνει τη γραμμή του ενιαίου εργατικού μετώπου. Η πολιτική αυτή δεν προχωρά λόγω και των αριστεροδέξιων απότομων στροφών των ΚΚ. Αλλά κυρίως λόγω της άρνησης της σοσιαλδημοκρατίας. Πολιτικό στόχο το μέτωπο τοποθετεί την εργατική κυβέρνηση και προοπτική τη δικτατορία του προλεταριάτου που θα ασκείται από το ΚΚ. Πρόκειται για διπλό λάθος. Από την μια ο στόχος της επανάστασης υποκαθίσταται από μια κυβέρνηση, από την άλλη το εργατικό μέτωπο από υποκείμενο της επανάστασης γίνεται πολιτική συμμαχία με άλλα κόμματα για τακτικούς σκοπούς».
Εδώ το ΝΑΡ διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, κατηγορώντας την 3η Διεθνή του Λένιν για «…υποκατάσταση της επανάστασης» αντί για την έναρξη και έκφρασή της, πράγμα που κάνει και σήμερα με τις αποφάσεις του, με τις οποίες ισοπεδώνει τα πράγματα και βάζει στην ίδια μοίρα την αριστερή με την εργατική κυβέρνηση και τη λαϊκή εξουσία του ΚΚΕ, τις οποίες τοποθετεί πριν την επανάσταση-χωρίς επανάσταση.{βλέπε απόφαση της Π.Ε του ΝΑΡ, Ιούλιος 2011}.
Αλλά και οι στρεβλώσεις του ΚΚΕ στου οποίου το πρόγραμμα προβλέπετε:»…Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα..», και παρακάτω:«…Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας…»
Αλλά και άρθρα φίλων του ΚΚΕ όπως του Παύλου Μωραΐτη ο οποίος ταυτίζει την παραπάνω θέση του ΚΚΕ με την εργατική κυβέρνηση και γράφει στο άρθρο του με τίτλο: « Η κρίση και η αντανάκλασή της στα κόμματα και την ταξική πάλη»
«…Τηρουμένων των αναλογιών και των διαφορών που παρουσιάζουν οι χρονικές περίοδοι, η θέση του 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την εργατική κυβέρνηση είναι πολύ χρήσιμη για την άντληση πείρας…» και παρακάτω: «Η ορθή εφαρμογή της θέσης αυτής{σ.σ της θέσης του ΚΚΕ που περιγράψαμε παραπάνω} στις σημερινές συνθήκες, προϋποθέτει ότι η πορεία αυτή θα στηρίζεται πρώτιστα στη δράση της εργατικής τάξης και στις διεργασίες στο εσωτερικό της, στη στήριξη στους φορείς και τους θεσμούς που διαμορφώνει. Μια τέτοια κυβέρνηση που διαμορφώνεται στο έδαφος του καπιταλισμού, μπορεί να δώσει την ευκαιρία να αναζωογονηθεί το εργατικό και επαναστατικό κίνημα, να υποσκάψει την επιρροή της αστικής τάξης, να την αδυνατίσει, να δώσει τη δυνατότητα να προσεγγισθεί η επαναστατική διαδικασία και να τεθεί θέμα εξουσίας. Σε τελική ανάλυση ο συσχετισμός στη συγκεκριμένη στιγμή θα βαρύνει αποφασιστικά και η Κυβέρνηση θα κριθεί από τις αποφάσεις και την πράξη της».
– 31 Ιανουαρίου 2011 INPECOR
Και η σεχταριστική προσέγγιση του ΕΕΚ που ταυτίζει την εργατική κυβέρνηση με τη δικτατορία του προλεταριάτου: “… Δεν υπάρχει εργατική κυβέρνηση, αριστερή κυβέρνηση, χωρίς τη συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής και το σχηματισμό οργάνων της νέας εργατικής εξουσίας”. Σεπτέμβριος 2008 Η Κεντρική Επιτροπή του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος
Και όπως λέμε εμείς, στην απόφαση της 3ης συνδιάσκεψης: «…Η επιδιωκόμενη εργατική κυβέρνηση μέσα στις τρέχουσες συνθήκες μιας σχετικής κοινοβουλευτικής ομαλότητας, δε θα είναι ένα βήμα προς την επανάσταση αλλά το πρώτο βήμα της επανάστασης. Θα είναι ή η θεσμική έναρξη της επανάστασης από τις ηγεμονικές επαναστατικές πολιτικές δυνάμεις ή η θεσμική ήττα της επανάστασης και των επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και τη φίλιά τους αστική τάξη, οπότε θα πρέπει να ανατραπεί. Τα συνθήματα όμως του ενιαίου πολιτικού εργατικού μετώπου και της εργατικής κυβέρνησης, στο βαθμό που συσπειρώνουν την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους μικροαστούς και στο βαθμό που με τη δουλειά των επαναστατικών εργατικών δυνάμεων διασκορπίζουν τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της εργατικής τάξης, μπορούν να εκμαιεύσουν το σχηματισμό μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης η οποία θ’ αποτελέσει αφετηρία της προλεταριακής επανάστασης, «μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου», όπως επισημαίνει και η σχετική απόφαση του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς. Για να τελεσφορήσουν όλα αυτά, σύμφωνα με την απόφαση του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς, απαιτείται η δημιουργία κομμουνιστικών πυρήνων στις οικονομικές μονάδες, οι οποίοι εκτός από τη συγκρότηση του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης σε κοινωνικό/συνδικαλιστικό επίπεδο θα πρέπει να προωθήσουν τη δημιουργία εργατικών συμβουλίων και την ανάδειξη των πρωτοβάθμιων συνελεύσεων όλων των εργατοϋπαλλήλων κάθε οικονομικής μονάδας σε πηγή κάθε εξουσίας…».
Το δίπτυχο πάλης, λοιπόν, πολιτικό μέτωπο-εργατική κυβέρνηση, αποτελεί για εμάς την προϋπόθεση της επανάστασης στην Ελλάδα η οποία, επανάσταση, μπορεί να ξεσπάσει στον αδύναμο κρίκο που λέγεται Ελλάδα.
Ας δούμε όμως και τις προϋποθέσεις νίκης της επανάστασης.
«Για την αρχική νίκη της προλεταριακής επανάστασης, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν χρειάζεται και δεν θα ήταν δυνατό να υπάρχει συνειδητοποίηση από το σύνολο της εργατικής τάξης. Αρκούσε και αρκεί και σήμερα η ύπαρξη μια αξιόπιστης και καλά οργανωμένης, συνειδητής πρωτοπορίας, ενός ισχυρού επαναστατικού κόμματος που θα οδηγήσει τις αυθόρμητες, ημιαυθόρμητες και ημισυνειδητές και τις ασυνείδητες εργατικές μάζες στη επίτευξη αυτής της νίκης όπως αυτό έγινε στις προλεταριακές επαναστάσεις του 20ου αιώνα και γίνονταν και στις παλαιότερες επαναστάσεις που πραγματοποιούνταν και νικούσαν από μικρές συνειδητές μειοψηφίες επικεφαλής ασυνείδητων μαζών. Αν όμως πρόκειται να οδηγηθεί η επανάσταση ως τη τελική της νίκη, ως το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, τότε αυτό δεν αρκεί, τότε χρειάζεται η συνειδητή συμμετοχή του συνόλου της εργατικής τάξης.» Κώστας Μπατίκας
Γι' αυτό είναι απαραίτητο το κάλεσμα στις εργατικές τάξεις των υπόλοιπων χωρών να ανατρέψουν τις αστικές τους τάξεις.
(Νομίζουμε ότι το παραπάνω απόσπασμα απαντάει στις αιτιάσεις των συντρόφων του ΚΚΕ και του ΝΑΡ οι οποίοι θεωρούν ότι η «προλεταριακή επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη» λόγο ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα. Ο πολιτικός υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή οι οργανώσεις και τα κόμματα που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη υπολείπονται – δεν είναι έτοιμα, δεν θέλουν, δεν είναι επαναστατικά – και όχι ο υποκειμενικός παράγοντας γενικά. Λόγω αυτής της θέσης τους επιλέγουν τη γραμμή των ρωγμών και των ρηγμάτων και όχι της επανάστασης).
Για τον λόγο αυτό οι κομμουνιστές έχουν ένα ακόμη πρόσθετο καθήκον. Έχουν το καθήκον να επισπεύσουν τις προσπάθειές τους για μια νέα Ένωση Κομμουνιστών, ως αποφασιστικό βήμα για την οικοδόμηση επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος νέου τύπου, που θα καταστήσει νικηφόρα την επανάσταση.
Όλοι οι κομμουνιστές όπου και αν βρίσκονται, σε διάσπαση με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό πρέπει να κινηθούν αποφασιστικά στην παραπάνω κατεύθυνση. Η κ.ο Ανασύνταξη προσπαθώντας να συνεισφέρει σ’ αυτή την προσπάθεια θα καταθέσει σύντομα τις θέσεις της «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ».
Δεν πετάμε στα σύννεφα. Σε εποχές γρήγορης και απότομης εξέλιξης της ταξικής πάλης η στρατηγική μας για τον χαρακτήρα της κοινωνίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε καθοδηγεί και φωτίζει την τακτική μας. Η πρωτοβουλία της κ.ο. Ανασύνταξη για την οικοδόμηση ενός ενιαίου πολιτικού μετώπου της εργατικής τάξης για την έξοδο από την κρίση, είναι ένα βήμα συμβολής προς την επανάσταση. Ξέρουμε ότι οι μικρές μας δυνάμεις δεν επαρκούν για να «επιβάλλουν» τις ανάλογες εξελίξεις. Ξέρουμε όμως επίσης ότι η σωστή επαναστατική ταχτική και η σύνδεση ταχτικής και στρατηγικής μπορεί να κάνει θαύματα.
Κάβουρας Δημήτρης
+ σχόλια + 2 σχόλια
Η δημιουργία ΕΝΟΣ μόνο κομμουνιστικού κόμματος είναι το ιδανικό, αλλά θέλει ανοιχτά μυαλά από όλους. Αν θέλουμε να σταματήσουμε να είμαστε κομπάρσοι και να γίνουμε ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ της ιστορίας, πρέπει να ενωθούμε.
Ο Ραφαηλίδης είχε πει "κομμουνιστές όλων ων δογμάτων ενωθείτε, γιατί αν δεν ενωθείτε μας πήρε ο αστικός διάολος και μας σήκωσε". Όχι πως ο Ραφαηλίδης είναι κομμουνιστική αυθεντία, αλλά έχει βάση αυτή η παράφραση του γνωστού συνθήματος.
http://youtu.be/Sf2pdeLjhT4
Δημοσίευση σχολίου