Του Βασίλη Τσιράκη-(εφημερίδα «ΠΡΙΝ» 3/7/11)
Στην πλατεία του λευκού Πύργου τη δεύτερη κιόλας μέρα, ένας από τους αγανακτισμένους είχε το θράσος (ή το θάρρος) να μας παραδώσει - επί ουκ ολίγη ώρα μάλιστα – απλά μαθήματα επιχειρηματικότητας, εξηγώντας μας πώς από ένας απλός εργάτης έγινε πετυχημένος επιχειρηματίας και πως η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι το κεφάλαιο. Την ίδια στιγμή, η αριστερά της πλατείας ενώ έδινε με αξιώσεις τη μάχη για τα αιτήματα και τα επίδικα της συγκυρίας, δεν είχε το θάρρος να κάνει όχι βέβαια μάθημα, αλλά να ψελλίσει έστω τις βασικές αξίες μιας άλλης κοινωνίας που ορίζουν μια άλλη πρόταση ζωής.
Αν η γέννηση της αριστεράς σηματοδοτήθηκε με την δυνατότητα της αντικατάστασης του καπιταλιστικού συστήματος από μια άλλη κοινωνία, τότε οι αξίες αυτής της κοινωνίας είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την ύπαρξη της. Μιας κοινωνίας της κοινοκτημοσύνης απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία. Του συλλογικού απέναντι στο ατομικό. Της χειραφέτησης απέναντι στην υποταγή. Της ισότητας απέναντι στις κάθε είδους διακρίσεις. Της ελευθερίας απέναντι στην καταπίεση. Της αλληλεγγύης απέναντι στον ανταγωνισμό.
Μιας κοινωνίας χωρίς κοινωνικές τάξεις και εκμετάλλευση, όπου η κινητήρια δύναμη της δεν θα είναι το κέρδος αλλά η παραγωγή πολιτισμού. Όπου ο άνθρωπος από καταναλωτής γίνεται παραγωγός, ξαναβρίσκοντας τη χαμένη φύση του μέσα στον πολιτισμό και το χαμένο πολιτισμό του μέσα στη φύση.
Μια κοινωνία που θα διοικείται με λαϊκές συνελεύσεις, με αιρετότητα, ανακλητότητα και εναλλαγή των ευθυνών. Μια κοινωνία που για την επιβίωση της δεν θα έχει ανάγκη τη θρησκεία και τις ουσίες, αλλά την τέχνη, όπου ο πολιτισμός και μόνο αυτός θα διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων. Όπου «η εργασία θα είναι ελεύθερη και όλα θα είναι τέχνη».
Και βέβαια ο λόγος γέννησης και ύπαρξης της αριστεράς είναι να προβάλει αυτή την κοινωνία που ονομάστηκε κομμουνιστική, ως εναλλακτική λύση στο σήμερα και όχι στο μακρινό επέκεινα. Είναι άλλωστε πανθομολογούμενη εδώ και χρόνια η εκτίμηση πως οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν ωριμάσει από καιρό και ότι αυτό που απομένει είναι να συνειδητοποιήσει η εργατική τάξη πως μπορεί να γίνει τάξη για τον εαυτό της.
Η αντικατάσταση αυτή δεν θα γίνει αυθόρμητα και νομοτελειακά, ούτε βαθμιαία και εξελικτικά, αλλά με ποιοτικό άλμα, με την κοινωνική επανάσταση. Η αριστερά επομένως οφείλει να ανακαλύψει και τους δρόμους προσέγγισης της επαναστατικής διαδικασίας, να χαράξει στρατηγική και τακτική, να κάνει πολιτική. Πολιτική που θα ορίζει το πολιτικό μέτωπο και τον πολιτικό στόχο της περιόδου μέσα από ένα μάχιμο πρόγραμμα πάλης.
Ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης πολιτικά αιτήματα-κρίκοι μπορούν να παίξουν το ρόλο του συνδέσμου ανάμεσα στο σήμερα και το αύριο. Με την προϋπόθεση βέβαια πως η αριστερά δεν θα κρύβει τον τελικό σκοπό της πίσω από αυτούς τους στόχους-κρίκους για να μη φοβηθούν οι μάζες, αλλά ότι οι στόχοι αυτοί θα είναι ανοιχτά παράθυρα προς την κομμουνιστική κοινωνία.
Ο διττός αυτός ρόλος της αριστεράς δεν χωρίζεται με σινικά τείχη, ούτε οι κομμουνιστικές αξίες θα εμφυτευτούν στην εργατικά τάξη με εμβολιασμό. Αντίθετα ο διττός αυτός ρόλος θα συμπυκνώνεται μέσα σ’ ένα πολιτικό εργατικό κίνημα, ώστε η εργατική τάξη να πείθεται μέσα από την ίδια της την εμπειρία.
Απέναντι στο διπλό αυτό ρόλο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η αριστερά (όχι όλη και στον ίδιο βαθμό), επικεντρώνει την ύπαρξη και δράση της μάλλον στο μέσο παρά στο σκοπό και ξοδεύει τις δυνάμεις της, οργανωτικές, πολιτικές και θεωρητικές, περισσότερο στον τρόπο προσέγγισης της άλλης κοινωνίας παρά στην ανάδειξη της φύσης της και των αξιών της. Εξ’ ου και ο χαρακτηριστικός διαχωρισμός της αριστεράς σήμερα ανάμεσα στην επαναστατική και την ρεφορμιστική. Επίθετα που προσδιορίζουν τον τρόπο προσέγγισης της κομμουνιστικής κοινωνίας και όχι την κοινωνία αυτή καθ’ εαυτή.
Είναι προφανές πως η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού επέδρασε καθοριστικά και καθολικά στην υποχώρηση των κομμουνιστικών ιδεών και την εξοστράκιση τους στο χώρο της ουτοπίας. Επιδείνωσε μια παγιοποιημένη κατάσταση, που όμως υπήρχε και πολύ πριν από την κατάρρευση στον κόσμο της εργασίας, στον οποίο η αριστερά φάνταζε περισσότερο ως μια τίμια δύναμη αντίστασης ή ακόμα και ανατροπής της υπάρχουσας πολιτικής, όχι όμως ως δύναμη φορέας των αξιών και του τρόπου μετάβασης σε μια άλλη κοινωνία. Μια αριστεράς που οι λέξεις ισότητα, κοινοκτημοσύνη, ελευθερία, συλλογικότητα, δημοκρατία, αλληλεγγύη ήταν εξοβελισμένες από το λεξιλόγιό της.
Θα μπορούσαμε με όλο τον κίνδυνο της απλούστευσης να περιγράψουμε πως η επίσημη αριστερά σήμερα κινείται στο εξής σχήμα: Αφού ο κομμουνισμός είναι κάτι πολύ μακρινό, ίσως και ουτοπία, να προβάλουμε το σοσιαλισμό (το πρώτο στάδιο του), αφού οι υποκειμενικές συνθήκες δεν είναι ώριμες για τον σοσιαλισμό, να προβάλλουμε ένα πρωθύστερο στόχο (λαϊκή οικονομία, αριστερή κυβέρνηση) και αν και αυτά δεν είναι άμεσα υλοποιήσιμα, τότε το δυνάμωμα του κόμματος είναι η μόνη σίγουρη και χειροπιαστή λύση.
Είναι χαρακτηριστική από την άποψη αυτή η στάση του ΣΥΝ στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία: «Εμείς είμαστε με το δημοκρατικό - κοινοβουλευτικό δρόμο», δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας. Αλλά και του ΚΚΕ στη λογική του εφόσον η εξέγερση δεν είναι ώριμη απέχουμε από τις πλατείες και ζητάμε εκλογές, «οι οποίες είναι υπερώριμες», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Αλέκα Παπαρήγα, λες και οι εκλογές θα ωριμάσουν την εξέγερση.
Στο βαθμό λοιπόν που τα αξιακά αιτήματα της κομμουνιστικής κοινωνίας, δεν συγχωνεύονται με τα πολιτικά επίδικα της περιόδου, είναι επακόλουθο αυτά να μην ζυμώνονται και να μην ωριμάζουν στη συνείδηση του λαού και έτσι να ολοκληρώνεται ένας φαύλος κύκλος, (εφόσον δεν είναι ώριμα, άρα δεν νομιμοποιείται η προβολή τους). Με την αριστερά να μετατρέπεται μ’ αυτό τον τρόπο από μοχλό αλλαγής των συνειδήσεων, σε μια ρόδα που γυρίζει στον αέρα.
Ίσως έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί το δέος και η αμηχανία της αριστεράς στο να ρίξει το γάντι στο ζήτημα της εξουσίας που αντικειμενικά τέθηκε, με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που θα περιγράφει το «μετά τι» και θα απαντά στα ερωτήματα. που πριν λίγα χρόνια φάνταζαν τόσο μακρινά και ανεπίκαιρα.
Ποια είναι η συνέχεια της αφήγησης μετά την έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ και την εθνικοποίηση των τραπεζών; Ποιο το μέλλον της εργατικής τάξης έξω από την ΕΕ; Πως θα αντιμετωπιστεί η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης τα πρώτα χρόνια και πως θα εξασφαλιστεί ότι δεν θα γίνουμε Αλβανία; Μπορεί να υπάρξει αναγέννηση της αγροτικής παραγωγής και της βιομηχανίας; Ποιοι είναι οι νέοι θεσμοί λαϊκής κυριαρχίας και συμμετοχής που θα αντικαταστήσουν τον κοινοβουλευτισμό; Πως θα αντιστραφεί η τάση μαρασμού της συλλογικής πολιτιστικής δράσης και του πολιτισμού της εργατικής τάξης;
Και βέβαια ως απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν αρκεί ούτε το «βλέποντας και κάνοντας» που οδηγεί σε ένα νέο μεσσιανισμό, ούτε πως το δύσκολο αυτό δρόμο θα τον ανακαλύψουμε μαζί (στα εύκολα η αριστερά κουνά το δάκτυλο στην εργατική τάξη και όταν έρχονται τα δύσκολα ζητά τη βοήθεια της).
Η αυτονόμηση του κόμματος από την κοινωνία στον υπαρκτό σοσιαλισμό, αλλά και η αυτονόμηση των κομμουνιστικών κομμάτων στη δυτική Ευρώπη από την εργατική τάξη, σε όλες της εκφάνσεις τους (τριτοδιεθνιστικά, ευρωκομμουνιστικά, τροτσκιστικά, μαοϊκά), οδήγησε και στην απαξίωση της έννοιας του κόμματος από μεγάλα λαϊκά στρώματα.
Απέναντι σ’ αυτό η αριστερά σήμερα παλινωδεί ανάμεσα στο κόμμα «φρούριο» και στο κόμμα «στούντιο», παραβλέποντας το γεγονός ότι οφείλει από τη φύση της να κάνει πολιτική μέσα στις μάζες. Να συγχωνεύεται με αυτές, να είναι σπλάχνο των σπλάχνων της, έχοντας τον ίδιο κώδικα επικοινωνίας και μιλώντας την ίδια γλώσσα με αυτές και όχι κουνώντας αφ’ υψηλού το δασκαλίστικο δάκτυλο.
Ένας κώδικας επικοινωνίας που προϋποθέτει την εκλαΐκευση της μαρξιστικής ανάλυσης της περιόδου και των καθηκόντων της, αποφεύγοντας τόσο τους μαρξιστικούς ορισμούς, το σύνθημα πχ για την εργατική εξουσία (που θα κάνει τι;) θα μπορούσε να αντικατασταθεί με τα προτάγματά της, όσο και την αυτοαναφορικότητα, το σύνθημα πχ για τον τρίτο πόλο στην αριστερά (για πιο λόγο;) μια που την εργατική τάξη ποσώς την ενδιαφέρει πόσους πόλους θα έχει η αριστερά
Έτσι σήμερα η αριστερά ενώ από τη μια μεριά υστερεί στο να εγχειρίσει στα αιτήματα της τις κομμουνιστικές αξίες, από την άλλη μιλά για τα αιτήματα με την γλώσσα των μαρξιστικών ορισμών, που προϋποθέτουν τη γνώση και αποδοχή της μαρξιστικής θεωρίας.
Μια μαρξιστική ανάλυση στο βαθμό που δεν μεταφράζεται στη γλώσσα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να γίνει υλική δύναμη και θα μένει στο επίπεδο μιας συζήτησης στα site της αριστερής διανόησης. Η τελευταία σήμερα θα μπορούσε ίσως να συμβάλει περισσότερο σ’ αυτό που από τη φύση της δεν μπορεί να κάνει μόνη της η εργατική τάξη, να απαντήσει στο μετά τι και στην απόπειρα σκιαγράφησης της κομμουνιστικής κοινωνίας στον 21ο αιώνα. (η τελευταία μελέτη για την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα έγινε πριν από 25 χρόνια από το σ/φο Κ. Κάππο).
Το πρόβλημα λοιπόν σήμερα δεν είναι η διάσπαση της αριστεράς, αλλά η διάσταση μεταξύ της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και η διάσταση της αριστεράς από το λόγο ύπαρξης της. Το ότι τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα σήμερα δεν βλέπουν στην αριστερά τον εαυτό τους, ζήτημα που τίθεται με τον ένα ή άλλο τρόπο σήμερα και στο κίνημα των πλατειών.
Αν η αριστερά ορίζεται από την κοινωνία που θα αντικαταστήσει τον καπιταλισμό είναι και νόμιμο και θεμιτό να υπάρχουν τα αντίστοιχα κόμματα της, αφού το καθένα ορίζεται από μια διαφορετική κοινωνία (το ΚΚΕ από ένα βελτιωμένο υπαρκτό σοσιαλισμό κλπ).
Αυτό όμως που δεν είναι νόμιμο, δεν δικαιολογεί και πολύ περισσότερο δεν απαιτεί ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των οργανώσεων της αριστεράς, είναι ο διαχωρισμός στο δρόμο, μέσα στη δράση. Εκεί οι καιροί επιβάλουν να συναντηθεί άμεσα όλη η αριστερά. Από αυτή που υιοθετεί τη λογική των σταδίων, μέχρι εκείνη που ασπάζεται τη λογική των κομμουνιστικών θυλάκων και των αντιθεσμών. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που η ζωή μάς έφερε στην ευτυχή συγκυρία να μη μετράμε τα γεγονότα με το χρόνο, αλλά το χρόνο με γεγονότα και ο χρόνος να γίνεται ο τόπος της ιστορίας.
Αλέκα Παπαρήγα – Ο Μάνος Χατζιδάκις και τα χρόνια της θύελλας (1940-1950)
-
Το Podcast της ΚΝΕ συναντάει την Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, σε
μια ξεχωριστή συνέντευξη για τον Μάνο Χατζιδάκι και τα χρόνια της θύελλας
(1940...
Πριν από 5 ώρες
+ σχόλια + 1 σχόλια
Δεν θέλω να αναφερθώ στους μπακάληδες...,αλλα επί το πλείστον στην mega καπιταλιστική κοινωνία(ιμπεριαλιστική) αυτοί που δημιουργούν αυτοί που διαχειρίζονται και ακόμη αυτοί που διοικούν είναι υπάλληλοι... Εν μέρη μπορεί να έχουν κάποια μετοχή,αλλα δεν ανήκουν στους μεγάλο κατόχους..... Δεν χρειάζεται να τα pi η αριστερά... Τα φέρνουν olla στην σειρά οι "καπιταλιστικές κρίσις"...
Δημοσίευση σχολίου