Tου Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Πέμπτη, 27 Οκτωβρίου 2011
Ο θάνατος του 50χρονου διαδηλωτή ήρθε να υπενθυμίσει τη σοβαρότητα της «καθεστωτικής», «συστημικής» κρίσης της χώρας. Παράξενο δεν είναι που συνέβη, αλλά το ότι είχαμε μόνο αυτόν μέχρι τώρα.
Η κατακόρυφη αύξηση της οργής διευρυνόμενης μερίδας της κοινωνίας πλησιάζει στο «σημείο βρασμού», εξαιτίας των καταστρεπτικών συνεπειών της οικονομικής πολιτικής για όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα. Δεν χρειάζεται κανείς σήμερα οικονομικές στατιστικές ή πολλά λόγια για να καταλάβει τι γίνεται. Αρκεί να κυττάξει τους ηλικιωμένους που ψάχνουν σκυμμένοι στα βουνά των σκουπιδιών.
Ιδιαίτερα εκρηκτική είναι η προσθήκη, στην ανέχεια και τον φόβο, της αίσθησης βαθιάς αδικίας και ματαιότητας της ασκούμενης πολιτικής, ή εκτιμήσεων για «προδοσία» της χώρας, που συνέχουν διευρυνόμενα τμήματα των κατώτερων και μεσαίων τάξεων. Αν υπήρχε αξιόπιστη ηγεσία με πειστικές προγραμματικές ιδέες, θα είχε γίνει ήδη επανάσταση στην Ελλάδα!
Τσολάκογλου, Γουδί και ΜΑΤ
Αυτά δεν έχουν εμφανισθεί, η εναλλακτική παραμένει ασαφής, η πλειοψηφία των ΜΜΕ είτε «αμβλύνει» τη δυσαρέσκεια, είτε «παρεκτρέπει» το δημόσιο διάλογο σε ασήμαντα «ψευδογεγονότα», όπως η «επιστολή των τριών», έτσι δεν έχει ξεσπάσει ακόμα συγκεντρωμένα και πολιτικά η κοινωνική οργή. Εκδηλώθηκε όμως ήδη με τις αποδοκιμασίες των πολιτικών όταν εμφανίζονται, φαινόμενο που έχει να παρουσιαστεί στην Ελλάδα από την αποστασία του 1965. Εκδηλώνεται επίσης με τις όλο και συχνότερη χρήση, δεξιά και αριστερά, όρων όπως «Τσολάκογλου» ή «Γουδί». Οδήγησε στις τεράστιες διαδηλώσεις της Τετάρτης, πρωτοφανείς μετά το 1974. Εκδηλώνεται με τις εκτεταμένες καταλήψεις κρατικών κτιρίων και απεργίες, που συνιστούν «εξέγερση χαμηλής έντασης», παραλύοντας κρίσιμο τμήμα της κρατικής λειτουργίας.
Η αποδοκιμασία είναι τόσο βαθιά και έντονη που καθιστά αδύνατη την άσκηση εξουσίας χωρίς πρόκληση επεισοδίων στο Σύνταγμα. Αν δεν γίνονταν επεισόδια, προσφέροντας το πρόσχημα γενικευμένης ρίψης ασφυξιογόνων αερίων αιωρούμενων επί ημέρες (πιθανότατα οδήγησαν στον προχθεσινό θάνατο), οι πολίτες θα είχαν προ πολλού καταλάβει και παραμείνει στο κέντρο της Αθήνας, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας. Από βοηθητικός μηχανισμός επιβολής της τάξης, τα ΜΑΤ μετεβλήθησαν σε πυλώνα της εξουσίας εξίσου σημαντικό με τη «δεδηλωμένη»!
Το φάντασμα της Βαϊμάρης
«Οι οικονομικές προϋποθέσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχουν καταστραφεί», λέει ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες σκεπτόμενους ‘Ελληνες πολιτικούς, «βετεράνος» της συντηρητικής παράταξης. Τις προάλλες, μιλώντας σε έναν Γερμανό που παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του «ελληνικού», επεχείρησα να τον «σοκάρω» παραλληλίζοντας την Ελλάδα με τη Βαϊμάρη. Με σόκαρε όμως αυτός απαντώντας απαθώς: «Δεν έχετε δίκηο. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι χειρότερη από τη Βαϊμάρη. Η οικονομία σας βυθίζεται πιο γρήγορα από τη γερμανική το 1930-33».
Δεν είναι ο μόνος που το πιστεύει. Ο «πατέρας» του ευρώ Ζακ Ντελόρ δήλωσε ότι το «φάρμακο» που χορηγείται στην Ελλάδα είναι δηλητήριο. Ο εκδότης της σημαντικότερης ευρωπαϊκής οικονομικής εφημερίδας, Handelsblatt, συνέκρινε, μιλώντας στον «Κ.τ.Ε.», την ασκούμενη πολιτική με το σχέδιο Μοργκεντάου, που εφήρμοσαν οι ΗΠΑ στη Γερμανία μετά το 1945, για να καταστρέψουν τη βιομηχανία και τεχνολογία της, πριν το αλλάξουν με το Μάρσαλ. Τέσσερις από τους πέντε «σοφούς» της γερμανικής κυβέρνησης για την οικονομία υποστήριξαν δημοσίως ότι το πρόγραμμα «δεν βγαίνει». Παγκοσμίως, η ελληνική κυβέρνηση είναι περίπου μόνη της να υποστηρίζει ότι «σώζει» τη χώρα.
Φυσικά, και ευτυχώς, δεν υπάρχει Χίτλερ έτοιμος. Ούτε συγκρούονται στους δρόμους ένοπλες ομάδες ακροαριστερών/ακροδεξιών. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ανθρώπινος εγκέφαλος ακολουθεί, δεν προηγείται της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ζούμε ακόμα σε προ κρίσης διανοητικό/συναισθηματικό χρόνο. Για να μη γίνει όμως η Ελλάδα, εκτός άλλων, και «πειραματόζωο» διεθνών δυνάμεων που θάθελαν να δοκιμάσουν σε μια ευρωπαϊκή χώρα αυταρχικές μεθόδους συνοδείας ενός προγράμματος πρωτοφανούς μαζικής φτωχοποίησης, χρειάζεται τιτάνια προσπάθεια της άρχουσας ελίτ να παράγει πρόγραμμα σωτηρίας της χώρας – ή, αν δεν είναι δυνατό, η εμφάνιση νέας ηγεσίας/ιδεών από τα σπλάχνα της κοινωνίας, τις δυνάμεις που αντιτίθενται στο Μνημόνιο και τα παράγωγά του και κινητοποιούνται εναντίον αυτής της πολιτικής. Δυστυχώς, προς το παρόν, η μεν πολιτική και ευρύτερη άρχουσα «ελίτ» βρίσκεται σε κατάσταση άρνησης ή απροθυμίας-αδυναμίας να παράγει λύση, οι δε «αντιμνημονιακοί» χαρακτηρίζονται από εντεινόμενες εσωτερικές αντιθέσεις. Οι αποσυνθετικές δυνάμεις κυριαρχούν στη χώρα, ο χρόνος που απομένει δεν είναι ούτε ουδέτερος, ούτε πολύς.
...
‘Αρνηση
Έχω ένα φίλο πολύ κοντά στα κέντρα της εξουσίας, που απέφευγα να του τηλεφωνήσω για μήνες, να μη κακοκαρδιστούμε άσκοπα. Πριν μερικές μέρες που επικοινωνήσαμε, άκουσα έναν έξαλλο άνθρωπο, αγνακτισμένο με όλα και όλους. Απέφευγα να του πω ολοκληρωμένα τη γνώμη μου, όταν ξαφνικά με ανάγκασε εκείνος, ρωτώντας με ευθέως: «Πρέπει ο Παπανδρέου να κάνει εκλογές;»
Αφού με ρωτούσε, αναγκάστηκα να του πω μια γνώμη, όσο πιο ήπια μπορούσα, τόσο ταραγμένος που ήταν: «Αμφιβάλλω ότι οι εκλογές θα λύσουν το πρόβλημα, αμφιβάλλω για όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Αλλά δεν μπορεί να κυβερνηθεί μια χώρα με 90% του κόσμου απέναντι». Προσπάθησε να μου πει ότι δεν είναι έτσι, ότι άλλη κατάσταση είναι εκτός Αθηνών κλπ. Κατεπλάγην από το σοκ που προκάλεσα λέγοντας κάτι τόσο απλό και αυτονόητο.
Το 1974, μετά από μια πολιτική κυριαρχία που διήρκεσε ουσιαστικά σαράντα χρόνια, η παράταξη της «εθνικόφρονος δεξιάς» γνώρισε, με την κυπριακή τραγωδία, μια ιστορική ήττα από την οποία δεν επέπρωτο να συνέλθει, έστω κι αν χρειάστηκαν ακόμα επτά χρόνια για να έρθει το ΠΑΣΟΚ. Απαντώντας στο κενό εξουσίας και κατεύθυνσης, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης παρήγαγε το ΠΑΣΟΚ ως εσωτερικό εργαλείο μεταρρύθμισης και κοινωνικής «αναδιανομής», την ευρωπαϊκή ένταξη ως διεθνή στρατηγική. ‘Οπως η Δεξιά εν μέσω των καπνιζόντων κυπριακών ερειπίων, έτσι και το ΠΑΣΟΚ πεθαίνει σήμερα εν μέσω των ερειπίων του ελληνικού κοινωνικού ιστού και του υποτυπώδους κράτους πρόνοιας που απέκτησε η χώρα στον 20ό αιώνα, ενώ κλονίζεται η ευρωπαϊκή ένταξη. Πολλοί καρκινοπαθείς δεν ρωτάνε τον γιατρό γιατί ξέρουν την απάντηση. Πολλοί πολιτικοί, από αυτούς που κυβέρνησαν τρεις δεκαετίες, δεν θέλουν να πιστέψουν ότι ήρθε το τέλος τους, ότι αναίρεσαν οι ίδιοι τους βαθύτερους λόγους ύπαρξης της παράταξής τους. Παράγουν άρθρα, ζητάνε πρωτοβουλίες, θέλουν «κυβερνήσεις σωτηρίας» χωρίς μέθοδο σωτηρίας, επιχειρούν να ξαναστήσουν μια άσχετη δικομματική αντιπαράθεση, αναζητούν αφορμές να διαπληκτιστούν στο κοινοβούλιο, για να αποφύγουν την «ταμπακέρα». Εντείνουν την κρίση στη χώρα και επιτείνουν έτσι τη σύγχυση σε έναν λαό που πενθεί τη χώρα του, τρέμει από την αγωνία του, εκρήγνυται από την οργή του...
Δημοσίευση σχολίου