Του Μάκη Γεωργιάδη
Λες κι έχουν αλλάξει οι καιροί. Ο ανέφελος ουρανός και το εκτυφλωτικό φως σμίγουν με συννεφιασμένα μάτια και σκοτεινά βλέμματα. Ίσως όμως και να μην είναι έτσι. Το καλοκαίρι μια πυριτιδαποθήκη αισθημάτων εις το διηνεκές, μια φιλόξενη στοργική αγκαλιά πανδοχείο ονείρων και καταφύγιο παιχνιδισμάτων ως και ώριμων σκέψεων.
Σε ερημικές λεωφόρους και σε γαίες χαρακωμένες από την ανυδρία και το λιοπύρι το θέρος ως αυθύπαρκτη οντότητα αναμοχλεύει στη σκέψη του σα γέρος αειθαλής μα αποκαμωμένος από τον κάματο της ημέρας, θύμησες και γεγονότα που το ίδιο φιλοξένησε. Για χρόνια. Στα συρτάρια και τις κρύτες κάθε μνήμης. Της μνήμης που τρέφεται ακόμη από τα παιδικά νανουρίσματα της γιαγιάς και τα παραμύθια με τα ξωτικά και τις νεράιδες και της μνήμης που σκιρτάει με τις διηγήσεις του παππού για ζωντανές μάχες, ήρωες και ανδραγαθήματα.
Μέρος της ιστορίας είναι οι άνθρωποι κι αυτοί κινούν τις μυλόπετρες της. Μέρος της ιστορίας των ανθρώπων είναι κι αυτό που συντηρείται στις μνήμες τους. Άλλοτε με πιο έντονα και άλλοτε με πιο αχνά αλλά εξίσου ανεξίτηλα σημάδια.
Χάθηκαν οι εποχές της ανεμελιάς, της αθωότητας. Αλλά μάλλον δε θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Η πραγματική ζωή δεν είναι ποτέ όμοια με τα παραμύθια και τις αφηγήσεις. Δε χωράει σε καλούπια. Πολύ περισσότερο σήμερα. Τώρα που θεωρούμε πως οι εποχές άλλαξαν και μαζί άλλαξαν και τα καλοκαίρια μας.
Καμιά εποχή δεν είναι ίδια με την άλλη. Το ίδιο και τα καλοκαίρια. Μπορούν να έχουν κάποιες γενικές ομοιότητες και να διατρέχονται από γενικές αρχές και κανόνες. Αλλά στα αλήθεια αυτό που ίσως τρομάζει σήμερα να είναι οι μεγάλες προσδοκίες που αναφύονται και συνακόλουθα οι μεγάλες απαιτήσεις κάτω από τις οποίες τα γόνατα μπορεί να λυγίζουν. Το ζήτημα λοιπόν είναι να έχεις τις δυνάμεις και τη σιγουριά ότι έχεις την πραγματική δυνατότητα και όχι ψευδαισθήσεις. Μπορείς να δέσεις πολλά καλοκαίρια με την κόκκινη κλωστή της ιστορίας που υπενθυμίζουν επιτακτικά την αναγκαιότητα των υπερβάσεων.
Γιατί η πλασματική μας ανεμελιά και η πολυπόθητη αθωότητα έχει χαθεί προ πολλού. Ήρθε πολλές φορές βάναυση η ενηλικίωση μας. Σχεδόν χωρίς να ακουμπήσει κανείς την παιδικότητα. Ήρθε με τη σκληρότητα της δολοφονίας του Λόρκα το 1936. Με την τραγικότητα της καταστροφής της Σμύρνης και τις Ναπάλμ στο Γράμμο. Στις 29 Αυγούστου του 1949 με την πίκρα της υποχώρησης και τον αποχαιρετισμό στα όπλα που άφησε πίσω γεμάτα ξερονήσια και φυλακές και πλημμύρισε με κύματα πολιτικών προσφύγων την Ανατολική Ευρώπη. Ήρθε το βιαστικό πέρασμα στην ωριμότητα με τη γλυκόπικρη αίσθηση της μάχης στον ποταμό Έβρο παρέα με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες το 1938 και όμοιο με τη φρίκη της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι το 1945…
Δεμένοι στον τροχό της ιστορίας συνειδητά ή ασυνείδητα αναζητούμε μια μικρή ευχάριστη ανάπαυλα στην αγκαλιά του θέρους. Εκεί στα πεδία μιας μνήμης πέραν της συλλογικής που επανέρχεται διαρκώς με ξύλινα σπαθιά, νεράιδες αι ξωτικά, πετροπόλεμο ή μπάλα στις πλατείες , στις αυλές των σχολείων ή των εκκλησιών. Στα μέρη που ο χρόνος δε μετριέται. Δεν έχει νόημα η μέτρηση και εκεί όπου αλλάζεις διάσταση. Παρατηρώντας το απέραντο του νυχτερινού ουρανού με τα εκατομμύρια των άστρων σαν αναμμένα λυχναράκια να τρεμοσβήνουν να τροφοδοτούν τη σκέψη με τα πρώτα ερωτόλογα. Κάτω από τους ίσκιους των δέντρων μέσα στην απόλυτη ραθυμία του μεσημεριού χωμένοι στις σελίδες των χάρτινων ηρώων, του Ιούλιου Βέρν και του Δον Κιχώτη. Πάνω στα βράχια ή στην ακροθαλασσιά παρατηρώντας τους γλάρους να κάνουν τις βουτιές και να ξανανεβαίνουν με τη λεία τους στο στόμα ή φτιάχνοντας χάρτινες βαρκούλες , αμέτρητες χάρτινες βαρκούλες και κοιτάζοντας με επιμονή μέχρι να βυθιστούν…
Με δύο όψεις η ζωή, να συμπλέκονται, να αλληλοαναιρούνται μα και να αλληλοτροφοδοτούνται και να συνυπάρχουν στην καθημερινότητα. Κι ας το θέλει πεισματικά η αγριότητα να επικρατήσει. Ένα μέρος της αντίστασης περνάει και από τις παιδικές μας αναμνήσεις, αυτές που κάνουνε τον κόσμο καλύτερο. Καλύτερο κι ανθρώπινο και όχι φανταστικό. Εάν έχει ενδιαφέρον το στοίχημα της εποχής μας είναι το στοίχημα αν μπορούμε επιτέλους να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει η αδήριτη αναγκαιότητα, υπάρχει και η δυνατότητα. Η δυνατότητα της απελευθέρωσης. Τότε που μπορεί η κάθε μέρα να μην είναι καλοκαιρινή, αλλά που θα μοιάζει και θα είναι Κυριακή. Τότε που οι παρατεταμένες καλοκαιρινές σιωπές θα πνιγούν επιτέλους από τα παιδικά, αλλά όχι μόνο αυτά, γέλια…
Λες κι έχουν αλλάξει οι καιροί. Ο ανέφελος ουρανός και το εκτυφλωτικό φως σμίγουν με συννεφιασμένα μάτια και σκοτεινά βλέμματα. Ίσως όμως και να μην είναι έτσι. Το καλοκαίρι μια πυριτιδαποθήκη αισθημάτων εις το διηνεκές, μια φιλόξενη στοργική αγκαλιά πανδοχείο ονείρων και καταφύγιο παιχνιδισμάτων ως και ώριμων σκέψεων.
Σε ερημικές λεωφόρους και σε γαίες χαρακωμένες από την ανυδρία και το λιοπύρι το θέρος ως αυθύπαρκτη οντότητα αναμοχλεύει στη σκέψη του σα γέρος αειθαλής μα αποκαμωμένος από τον κάματο της ημέρας, θύμησες και γεγονότα που το ίδιο φιλοξένησε. Για χρόνια. Στα συρτάρια και τις κρύτες κάθε μνήμης. Της μνήμης που τρέφεται ακόμη από τα παιδικά νανουρίσματα της γιαγιάς και τα παραμύθια με τα ξωτικά και τις νεράιδες και της μνήμης που σκιρτάει με τις διηγήσεις του παππού για ζωντανές μάχες, ήρωες και ανδραγαθήματα.
Μέρος της ιστορίας είναι οι άνθρωποι κι αυτοί κινούν τις μυλόπετρες της. Μέρος της ιστορίας των ανθρώπων είναι κι αυτό που συντηρείται στις μνήμες τους. Άλλοτε με πιο έντονα και άλλοτε με πιο αχνά αλλά εξίσου ανεξίτηλα σημάδια.
Χάθηκαν οι εποχές της ανεμελιάς, της αθωότητας. Αλλά μάλλον δε θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Η πραγματική ζωή δεν είναι ποτέ όμοια με τα παραμύθια και τις αφηγήσεις. Δε χωράει σε καλούπια. Πολύ περισσότερο σήμερα. Τώρα που θεωρούμε πως οι εποχές άλλαξαν και μαζί άλλαξαν και τα καλοκαίρια μας.
Καμιά εποχή δεν είναι ίδια με την άλλη. Το ίδιο και τα καλοκαίρια. Μπορούν να έχουν κάποιες γενικές ομοιότητες και να διατρέχονται από γενικές αρχές και κανόνες. Αλλά στα αλήθεια αυτό που ίσως τρομάζει σήμερα να είναι οι μεγάλες προσδοκίες που αναφύονται και συνακόλουθα οι μεγάλες απαιτήσεις κάτω από τις οποίες τα γόνατα μπορεί να λυγίζουν. Το ζήτημα λοιπόν είναι να έχεις τις δυνάμεις και τη σιγουριά ότι έχεις την πραγματική δυνατότητα και όχι ψευδαισθήσεις. Μπορείς να δέσεις πολλά καλοκαίρια με την κόκκινη κλωστή της ιστορίας που υπενθυμίζουν επιτακτικά την αναγκαιότητα των υπερβάσεων.
Γιατί η πλασματική μας ανεμελιά και η πολυπόθητη αθωότητα έχει χαθεί προ πολλού. Ήρθε πολλές φορές βάναυση η ενηλικίωση μας. Σχεδόν χωρίς να ακουμπήσει κανείς την παιδικότητα. Ήρθε με τη σκληρότητα της δολοφονίας του Λόρκα το 1936. Με την τραγικότητα της καταστροφής της Σμύρνης και τις Ναπάλμ στο Γράμμο. Στις 29 Αυγούστου του 1949 με την πίκρα της υποχώρησης και τον αποχαιρετισμό στα όπλα που άφησε πίσω γεμάτα ξερονήσια και φυλακές και πλημμύρισε με κύματα πολιτικών προσφύγων την Ανατολική Ευρώπη. Ήρθε το βιαστικό πέρασμα στην ωριμότητα με τη γλυκόπικρη αίσθηση της μάχης στον ποταμό Έβρο παρέα με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες το 1938 και όμοιο με τη φρίκη της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι το 1945…
Δεμένοι στον τροχό της ιστορίας συνειδητά ή ασυνείδητα αναζητούμε μια μικρή ευχάριστη ανάπαυλα στην αγκαλιά του θέρους. Εκεί στα πεδία μιας μνήμης πέραν της συλλογικής που επανέρχεται διαρκώς με ξύλινα σπαθιά, νεράιδες αι ξωτικά, πετροπόλεμο ή μπάλα στις πλατείες , στις αυλές των σχολείων ή των εκκλησιών. Στα μέρη που ο χρόνος δε μετριέται. Δεν έχει νόημα η μέτρηση και εκεί όπου αλλάζεις διάσταση. Παρατηρώντας το απέραντο του νυχτερινού ουρανού με τα εκατομμύρια των άστρων σαν αναμμένα λυχναράκια να τρεμοσβήνουν να τροφοδοτούν τη σκέψη με τα πρώτα ερωτόλογα. Κάτω από τους ίσκιους των δέντρων μέσα στην απόλυτη ραθυμία του μεσημεριού χωμένοι στις σελίδες των χάρτινων ηρώων, του Ιούλιου Βέρν και του Δον Κιχώτη. Πάνω στα βράχια ή στην ακροθαλασσιά παρατηρώντας τους γλάρους να κάνουν τις βουτιές και να ξανανεβαίνουν με τη λεία τους στο στόμα ή φτιάχνοντας χάρτινες βαρκούλες , αμέτρητες χάρτινες βαρκούλες και κοιτάζοντας με επιμονή μέχρι να βυθιστούν…
Με δύο όψεις η ζωή, να συμπλέκονται, να αλληλοαναιρούνται μα και να αλληλοτροφοδοτούνται και να συνυπάρχουν στην καθημερινότητα. Κι ας το θέλει πεισματικά η αγριότητα να επικρατήσει. Ένα μέρος της αντίστασης περνάει και από τις παιδικές μας αναμνήσεις, αυτές που κάνουνε τον κόσμο καλύτερο. Καλύτερο κι ανθρώπινο και όχι φανταστικό. Εάν έχει ενδιαφέρον το στοίχημα της εποχής μας είναι το στοίχημα αν μπορούμε επιτέλους να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει η αδήριτη αναγκαιότητα, υπάρχει και η δυνατότητα. Η δυνατότητα της απελευθέρωσης. Τότε που μπορεί η κάθε μέρα να μην είναι καλοκαιρινή, αλλά που θα μοιάζει και θα είναι Κυριακή. Τότε που οι παρατεταμένες καλοκαιρινές σιωπές θα πνιγούν επιτέλους από τα παιδικά, αλλά όχι μόνο αυτά, γέλια…
XXVIII- VIII – 2012
Δημοσίευση σχολίου