Θανάσης Σκαμνάκης
Δεν ήταν η ανατροπή της χούντας το μόνο αίτημα της εξέγερσης. Ταυτόχρονα και ουσιαστικά, ο στόχος ήταν η ανατροπή ενός συστήματος που καταφεύγει στις χούντες, με στρατιωτικό ή άλλο ένδυμα. Ούτε ήταν το όνειρο των εξεγερμένων η αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του τύπου της μεταπολίτευσης, η οποία οδηγεί σε αυταρχισμούς, κρίσεις, αντιδημοκρατικές υποτροπές.
Διχασμένη η γενιά του Πολυτεχνείου. ΣΤΟΧΟΣ Ο ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ
«Η χαμένη γενιά του ’50», μας αποκαλούσαν παλιοί Λαμπράκηδες, εκείνοι που είχαν ζήσει τη δόξα της δεκαετίας του ’60, τη μεγάλη πολιτιστική άνθιση, τη μεγάλη επαναφορά της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο – η Χαμένη άνοιξη του Τσίρκα ήρθε μετά. Ύστερα γίναμε η γενιά του Πολυτεχνείου, εκείνη που έκανε μια εξέγερση και έζησε τη δόξα της και που αργότερα έπρεπε να απολογείται γι’ αυτό, αλλά με πολλές έννοιες μια κερδισμένη γενιά, όχι όπως η επόμενη που τραγούδαγε ο Πορτοκάλογλου, «της μεταπολίτευσης καημένη γενιά».
Βέβαια όσοι χρησιμοποιούν την ιδέα των γενεών, δεν το κάνουν αθώα, για λόγους ευκολίας στην ιστορική αναφορά. Με τον όρο γενιά θέλουν να τα περιλάβουν όλα, και τον Τζιαντζή και τον Λαλιώτη, και τον Κάππο και τη Δαμανάκη, και το Γαϊτανίδη και τον Ανδρουλάκη. Και μέσα στο χυλό οι πρώτοι να εξομοιωθούν με τους δεύτερους. Με αυτόν τον τρόπο εκδικούνται τα γεγονότα, διαβρώνουν τη μνήμη και υπονομεύουν το παρόν.
Πριν λίγες εβδομάδες στην αίθουσα της παλιάς Βουλής πραγματοποιήθηκε εκδήλωση μνήμης για τον Κώστα Κάππο. Συγκεντρώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς συγκρατούμενοι ή σύντροφοι εκείνης της εποχής. Οι άνθρωποι που βασανίστηκαν σκληρά. Ήταν όλοι γενιά του Πολυτεχνείου. Εκείνοι δημιούργησαν, πρωταγωνίστησαν και όρισαν την πορεία των γεγονότων τότε. Οι πιο πολλοί, οι πλείστοι, δεν είναι ενταγμένοι σε πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά τους συναντώ πάντα σχεδόν στις μεγάλες διαδηλώσεις. Και δηλώνουν έτοιμοι αν κληθούν να ξαναπιάσουν το νήμα. Δεν γράφουν γι’ αυτούς οι εφημερίδες και δεν απασχολούν τα πρωινάδικα. Ούτε κατέλαβαν πολιτικές ή άλλες θέσεις.
Είναι Η γενιά του Πολυτεχνείου.
Στην πραγματικότητα όμως, εκείνοι που προβλήθηκαν, που πήραν τις θέσεις και τα ποσά που τους αντιστοιχούν, δεν αναδείχτηκαν άδικα εκεί. Είναι εκείνοι οι οποίοι εξέφρασαν το Πολυτεχνείο που ηττήθηκε. Την εξέγερση που έμεινε στη μέση. Γιατί όπως πάντα και το Πολυτεχνείο ήταν δυο βασικά ρεύματα. Το ρεύμα που ήθελε να πάει ως το τέλος, ως μια συνολική ανατροπή, κι εκείνο που ήθελε να μείνει στους εξωραϊσμούς του πολιτικού οικοδομήματος. Νίκησε το δεύτερο. Αν και στην ουσία, όπως συμβαίνει πάντα, η αντίσταση στη χούντα, το Πολυτεχνείο και τα όνειρα μιας επαναστατημένης γενιάς, δεν χώρεσαν στα μικρομεσαία σχέδια της μεταπολίτευσης.
Διεκδίκησαν και διεκδικούν να επιστρέψουν ακέραια. Και όπως συμβαίνει πάντα, εκεί και τότε, όπως εδώ και τώρα, όπως και αύριο, θα παλεύουν οι δυο γραμμές, εκείνη που ζητάει να εντάξει τις προσδοκίες της στην καθημερινότητα (όπως την συναποτελούν οι κοινωνικοί συμβιβασμοί, οι οικονομικές επιδιώξεις και οι πολιτικοί σχεδιασμοί) και εκείνη που επανεπενδύει συνεχώς τους κόπους της, προσβλέποντας στην επόμενη φορά (και πάντα, αδιάκοπα, σε μια επόμενη).
Επειδή, όσο περνούν τα χρόνια ξεχνάμε τα γεγονότα όσοι τα έζησαν και τα αγνοούν όσοι τα έμαθαν ως Ιστορία, θα ήταν καλό να ξύσουμε μνήμες και πληγές. Το τοπίο της περιόδου της δικτατορίας δεν ήταν ένας κόσμος καθολικής αντίστασης, έστω σιωπηρής.
Όπως συμβαίνει πάντα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων, υπό την επίδραση του παραλυτικού φόβου και υπό το βάρος του συντριπτικού χτυπήματος που έδωσε η χούντα στις ανέτοιμες και παραπλανημένες από τις αυταπάτες τους δυνάμεις της Αριστεράς, έμεινε μακριά ως το τέλος από την ενεργή αντίσταση. Υπήρχαν άλλωστε και εκείνοι που πολλαπλώς ωφελήθηκαν. Η φαυλοκρατία των πολιτικών που υποσχόταν να πατάξει η χούντα, αντικαταστάθηκε από τη φαυλοκρατία και τη διαφθορά της στρατιωτικής εξουσίας.
Φυσικά εκ των υστέρων όλοι είχαν κάτι να πουν για την αντίστασή τους. Όπως πάντα. Ακόμα και στο Πολυτεχνείο, τη στιγμή της μεγάλης έξαρσης γύρω από το κατειλημμένα ιδρύματα και στις τρεις πόλεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση 20.000-30.000 άνθρωποι.
Σε αυτές τις στιγμές της κρίσης, το ένα ζήτημα και βασικό, είναι το πόσοι ακολουθούν την πρωτοπορία στους δρόμους, το δεύτερο, από μια άποψη αποφασιστικό, οι πολλοί που βρίσκονται με κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι, οι οποίοι δεν τολμούν την υπέρβαση, αλλά και δεν ανέχονται να ζουν άλλο υπό την προηγούμενη κατάσταση και το τρίτο, εκείνοι που θέλουν την κατάσταση, λιγότερο ή περισσότερο, βολεύονται ή έχουν συμφέροντα μαζί της, αλλά παραλύουν υπό την επίδραση του γενικού κλίματος.
Πρέπει να βρεθεί κανείς σε αυτή τη στιγμή για να καταλάβει τη μεγάλη ηθική, ψυχολογική και πολιτική σημασία αυτών των συσχετισμών και διαθέσεων.
Αλλά μέχρι την πρώτη κατάληψη της Νομικής, το αντιδικτατορικό κίνημα πορευόταν σε στεγνό τοπίο. Λίγους μόλις μήνες πριν ξεσπάσουν τα μαζικά γεγονότα, η απογοήτευση και η ιδέα πως η χούντα θα μείνει τριάντα χρόνια, ήταν κυρίαρχη ακόμα και στους δραστήριους φοιτητικούς κύκλους. Υπό αυτή την έννοια, κάθε μαζική αντίσταση φάνταζε χίμαιρα, μια ονειροφαντασία ανθρώπων που δεν πάταγαν τα πόδια τους στη γη. Οι πιο ευφάνταστοι, ρομαντικοί και, ας το πούμε, ηρωικοί, που δεν ήθελαν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια, έβλεπαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο να γίνεται θόρυβος, τουλάχιστον. Έτσι θα διασωζόταν και η τιμή της χώρας στο εξωτερικό και ποιος ξέρει, ίσως να αφυπνίζονταν οι ληθαργικοί Έλληνες. Από την άλλη πλευρά, οι ηγεσίες της διασπασμένης Αριστεράς, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις δυναμικές που μπορεί να αναπτύξει το μαζικό κίνημα, εξασκούνταν σε πολιτικές προτάσεις πάσης φύσεως συνεργασιών με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, περιμένοντας περισσότερο τις αλλαγές από πάνω, παρά από την καταλυτική δράση ενός μαζικού κινήματος. Ιδιαίτερο παραλυτικό ρόλο είχε η πολιτική του ΚΚΕ Εσωτερικού, που πιο εμφαντικά και ακραία εξέφραζε τη γραμμή του συμβιβασμού. Ακόμα και όταν αυτό το κίνημα πήρε τα μαζικά του χαρακτηριστικά με τις καταλήψεις της Νομικής, τότε που οι βόμβες έπαψαν να είναι η πιο ηχηρή μορφή αντίστασης και οι οργανώσεις που επέλεγαν αυτή τη μορφή εντάσσονταν στο κίνημα, και πάλι η σύγκρουση κυρίως μεταξύ Ρήγα Φεραίου και ΚΝΕ βρισκόταν στο αν μπορεί να μεταφερθεί ο αγώνας μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα με τη συγκρότηση μισονόμιμων, μισοπαράνομων φοιτητικών επιτροπών. Ο Ρήγας Φεραίος επέμενε σε μορφές οργάνωσης εκτός πανεπιστημίων, με πολιτιστικές δραστηριότητες και παρόμοιες, κάπως νομιμοποιημένες μορφές. Φυσικά μέσα σε καθεστώς παρανομίας, ούτε πάντα σαφείς ήταν οι διατυπώσεις των πολιτικών γραμμών μέσα στο ζωντανό κίνημα, ούτε μπορούσαν να πειθαρχήσουν τα μέλη.
Αμέσως μόλις άρχισαν οι πρώτες συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμια, Κνίτες, ρηγάδες, εκκετζήδες και άλλοι, βρέθηκαν στις καταλήψεις, με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια αυτοθυσία. Ποιος όμως είπε πως η ενότητα που κερδιζόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία, δεν είχε συγκρούσεις, ρωγμές, ρήξεις, θυμούς, υπονομεύσεις και όλα αυτά τα γνωστά; Και αδιάκοπη προσπάθεια να ηγεμονεύσει η μια γραμμή; Αν φανταστεί κανείς την πορεία προς το Πολυτεχνείο, αλλά και το ίδιο το Πολυτεχνείο ως μια συναυλία αγγέλων, δεν θα έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι ωστόσο διαμορφωνόταν μια ενότητα ικανή να οργανώσει τον αγώνα, να αναλύει συνεχώς τα δεδομένα, να διαμορφώνει κοινή πολιτική γραμμή, να χειρίζεται την επίθεση και την άμυνα, σε συνθήκες σχεδόν πολεμικής έντασης. Να συγκρούεται και να επανενώνεται. Πάντα με τις παρεπόμενες φθορές.
Είναι γνωστό πως το Πολυτεχνείο δεν ξεκίνησε με ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο ανατροπής. Η συνέχεια στην ιστοσελίδα μας
Δεν ήταν η ανατροπή της χούντας το μόνο αίτημα της εξέγερσης. Ταυτόχρονα και ουσιαστικά, ο στόχος ήταν η ανατροπή ενός συστήματος που καταφεύγει στις χούντες, με στρατιωτικό ή άλλο ένδυμα. Ούτε ήταν το όνειρο των εξεγερμένων η αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του τύπου της μεταπολίτευσης, η οποία οδηγεί σε αυταρχισμούς, κρίσεις, αντιδημοκρατικές υποτροπές.
Διχασμένη η γενιά του Πολυτεχνείου. ΣΤΟΧΟΣ Ο ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ
«Η χαμένη γενιά του ’50», μας αποκαλούσαν παλιοί Λαμπράκηδες, εκείνοι που είχαν ζήσει τη δόξα της δεκαετίας του ’60, τη μεγάλη πολιτιστική άνθιση, τη μεγάλη επαναφορά της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο – η Χαμένη άνοιξη του Τσίρκα ήρθε μετά. Ύστερα γίναμε η γενιά του Πολυτεχνείου, εκείνη που έκανε μια εξέγερση και έζησε τη δόξα της και που αργότερα έπρεπε να απολογείται γι’ αυτό, αλλά με πολλές έννοιες μια κερδισμένη γενιά, όχι όπως η επόμενη που τραγούδαγε ο Πορτοκάλογλου, «της μεταπολίτευσης καημένη γενιά».
Βέβαια όσοι χρησιμοποιούν την ιδέα των γενεών, δεν το κάνουν αθώα, για λόγους ευκολίας στην ιστορική αναφορά. Με τον όρο γενιά θέλουν να τα περιλάβουν όλα, και τον Τζιαντζή και τον Λαλιώτη, και τον Κάππο και τη Δαμανάκη, και το Γαϊτανίδη και τον Ανδρουλάκη. Και μέσα στο χυλό οι πρώτοι να εξομοιωθούν με τους δεύτερους. Με αυτόν τον τρόπο εκδικούνται τα γεγονότα, διαβρώνουν τη μνήμη και υπονομεύουν το παρόν.
Πριν λίγες εβδομάδες στην αίθουσα της παλιάς Βουλής πραγματοποιήθηκε εκδήλωση μνήμης για τον Κώστα Κάππο. Συγκεντρώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς συγκρατούμενοι ή σύντροφοι εκείνης της εποχής. Οι άνθρωποι που βασανίστηκαν σκληρά. Ήταν όλοι γενιά του Πολυτεχνείου. Εκείνοι δημιούργησαν, πρωταγωνίστησαν και όρισαν την πορεία των γεγονότων τότε. Οι πιο πολλοί, οι πλείστοι, δεν είναι ενταγμένοι σε πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά τους συναντώ πάντα σχεδόν στις μεγάλες διαδηλώσεις. Και δηλώνουν έτοιμοι αν κληθούν να ξαναπιάσουν το νήμα. Δεν γράφουν γι’ αυτούς οι εφημερίδες και δεν απασχολούν τα πρωινάδικα. Ούτε κατέλαβαν πολιτικές ή άλλες θέσεις.
Είναι Η γενιά του Πολυτεχνείου.
Στην πραγματικότητα όμως, εκείνοι που προβλήθηκαν, που πήραν τις θέσεις και τα ποσά που τους αντιστοιχούν, δεν αναδείχτηκαν άδικα εκεί. Είναι εκείνοι οι οποίοι εξέφρασαν το Πολυτεχνείο που ηττήθηκε. Την εξέγερση που έμεινε στη μέση. Γιατί όπως πάντα και το Πολυτεχνείο ήταν δυο βασικά ρεύματα. Το ρεύμα που ήθελε να πάει ως το τέλος, ως μια συνολική ανατροπή, κι εκείνο που ήθελε να μείνει στους εξωραϊσμούς του πολιτικού οικοδομήματος. Νίκησε το δεύτερο. Αν και στην ουσία, όπως συμβαίνει πάντα, η αντίσταση στη χούντα, το Πολυτεχνείο και τα όνειρα μιας επαναστατημένης γενιάς, δεν χώρεσαν στα μικρομεσαία σχέδια της μεταπολίτευσης.
Διεκδίκησαν και διεκδικούν να επιστρέψουν ακέραια. Και όπως συμβαίνει πάντα, εκεί και τότε, όπως εδώ και τώρα, όπως και αύριο, θα παλεύουν οι δυο γραμμές, εκείνη που ζητάει να εντάξει τις προσδοκίες της στην καθημερινότητα (όπως την συναποτελούν οι κοινωνικοί συμβιβασμοί, οι οικονομικές επιδιώξεις και οι πολιτικοί σχεδιασμοί) και εκείνη που επανεπενδύει συνεχώς τους κόπους της, προσβλέποντας στην επόμενη φορά (και πάντα, αδιάκοπα, σε μια επόμενη).
Επειδή, όσο περνούν τα χρόνια ξεχνάμε τα γεγονότα όσοι τα έζησαν και τα αγνοούν όσοι τα έμαθαν ως Ιστορία, θα ήταν καλό να ξύσουμε μνήμες και πληγές. Το τοπίο της περιόδου της δικτατορίας δεν ήταν ένας κόσμος καθολικής αντίστασης, έστω σιωπηρής.
Όπως συμβαίνει πάντα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων, υπό την επίδραση του παραλυτικού φόβου και υπό το βάρος του συντριπτικού χτυπήματος που έδωσε η χούντα στις ανέτοιμες και παραπλανημένες από τις αυταπάτες τους δυνάμεις της Αριστεράς, έμεινε μακριά ως το τέλος από την ενεργή αντίσταση. Υπήρχαν άλλωστε και εκείνοι που πολλαπλώς ωφελήθηκαν. Η φαυλοκρατία των πολιτικών που υποσχόταν να πατάξει η χούντα, αντικαταστάθηκε από τη φαυλοκρατία και τη διαφθορά της στρατιωτικής εξουσίας.
Φυσικά εκ των υστέρων όλοι είχαν κάτι να πουν για την αντίστασή τους. Όπως πάντα. Ακόμα και στο Πολυτεχνείο, τη στιγμή της μεγάλης έξαρσης γύρω από το κατειλημμένα ιδρύματα και στις τρεις πόλεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση 20.000-30.000 άνθρωποι.
Σε αυτές τις στιγμές της κρίσης, το ένα ζήτημα και βασικό, είναι το πόσοι ακολουθούν την πρωτοπορία στους δρόμους, το δεύτερο, από μια άποψη αποφασιστικό, οι πολλοί που βρίσκονται με κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι, οι οποίοι δεν τολμούν την υπέρβαση, αλλά και δεν ανέχονται να ζουν άλλο υπό την προηγούμενη κατάσταση και το τρίτο, εκείνοι που θέλουν την κατάσταση, λιγότερο ή περισσότερο, βολεύονται ή έχουν συμφέροντα μαζί της, αλλά παραλύουν υπό την επίδραση του γενικού κλίματος.
Πρέπει να βρεθεί κανείς σε αυτή τη στιγμή για να καταλάβει τη μεγάλη ηθική, ψυχολογική και πολιτική σημασία αυτών των συσχετισμών και διαθέσεων.
Αλλά μέχρι την πρώτη κατάληψη της Νομικής, το αντιδικτατορικό κίνημα πορευόταν σε στεγνό τοπίο. Λίγους μόλις μήνες πριν ξεσπάσουν τα μαζικά γεγονότα, η απογοήτευση και η ιδέα πως η χούντα θα μείνει τριάντα χρόνια, ήταν κυρίαρχη ακόμα και στους δραστήριους φοιτητικούς κύκλους. Υπό αυτή την έννοια, κάθε μαζική αντίσταση φάνταζε χίμαιρα, μια ονειροφαντασία ανθρώπων που δεν πάταγαν τα πόδια τους στη γη. Οι πιο ευφάνταστοι, ρομαντικοί και, ας το πούμε, ηρωικοί, που δεν ήθελαν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια, έβλεπαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο να γίνεται θόρυβος, τουλάχιστον. Έτσι θα διασωζόταν και η τιμή της χώρας στο εξωτερικό και ποιος ξέρει, ίσως να αφυπνίζονταν οι ληθαργικοί Έλληνες. Από την άλλη πλευρά, οι ηγεσίες της διασπασμένης Αριστεράς, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις δυναμικές που μπορεί να αναπτύξει το μαζικό κίνημα, εξασκούνταν σε πολιτικές προτάσεις πάσης φύσεως συνεργασιών με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, περιμένοντας περισσότερο τις αλλαγές από πάνω, παρά από την καταλυτική δράση ενός μαζικού κινήματος. Ιδιαίτερο παραλυτικό ρόλο είχε η πολιτική του ΚΚΕ Εσωτερικού, που πιο εμφαντικά και ακραία εξέφραζε τη γραμμή του συμβιβασμού. Ακόμα και όταν αυτό το κίνημα πήρε τα μαζικά του χαρακτηριστικά με τις καταλήψεις της Νομικής, τότε που οι βόμβες έπαψαν να είναι η πιο ηχηρή μορφή αντίστασης και οι οργανώσεις που επέλεγαν αυτή τη μορφή εντάσσονταν στο κίνημα, και πάλι η σύγκρουση κυρίως μεταξύ Ρήγα Φεραίου και ΚΝΕ βρισκόταν στο αν μπορεί να μεταφερθεί ο αγώνας μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα με τη συγκρότηση μισονόμιμων, μισοπαράνομων φοιτητικών επιτροπών. Ο Ρήγας Φεραίος επέμενε σε μορφές οργάνωσης εκτός πανεπιστημίων, με πολιτιστικές δραστηριότητες και παρόμοιες, κάπως νομιμοποιημένες μορφές. Φυσικά μέσα σε καθεστώς παρανομίας, ούτε πάντα σαφείς ήταν οι διατυπώσεις των πολιτικών γραμμών μέσα στο ζωντανό κίνημα, ούτε μπορούσαν να πειθαρχήσουν τα μέλη.
Αμέσως μόλις άρχισαν οι πρώτες συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμια, Κνίτες, ρηγάδες, εκκετζήδες και άλλοι, βρέθηκαν στις καταλήψεις, με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια αυτοθυσία. Ποιος όμως είπε πως η ενότητα που κερδιζόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία, δεν είχε συγκρούσεις, ρωγμές, ρήξεις, θυμούς, υπονομεύσεις και όλα αυτά τα γνωστά; Και αδιάκοπη προσπάθεια να ηγεμονεύσει η μια γραμμή; Αν φανταστεί κανείς την πορεία προς το Πολυτεχνείο, αλλά και το ίδιο το Πολυτεχνείο ως μια συναυλία αγγέλων, δεν θα έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι ωστόσο διαμορφωνόταν μια ενότητα ικανή να οργανώσει τον αγώνα, να αναλύει συνεχώς τα δεδομένα, να διαμορφώνει κοινή πολιτική γραμμή, να χειρίζεται την επίθεση και την άμυνα, σε συνθήκες σχεδόν πολεμικής έντασης. Να συγκρούεται και να επανενώνεται. Πάντα με τις παρεπόμενες φθορές.
Είναι γνωστό πως το Πολυτεχνείο δεν ξεκίνησε με ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο ανατροπής. Η συνέχεια στην ιστοσελίδα μας
+ σχόλια + 2 σχόλια
Για σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους!
ΟΧΙ ΣΤΑ ΤΡΟΜΟΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Αλληλεγγύη στα δικαζόμενα μέλη της ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ ΠYΡHΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και σε όσους διώκονται για την ίδια υπόθεση.
ΚΑΤΩ ΟΙ ΤΡΟΜΟΝΟΜΟΙ
Ο δρόμος της αντίστασης στην καπιταλιστική βαρβαρότητα,
ο δρόμος του αγώνα για την ελευθερία, περνάει μέσα από
την αλληλεγγύη σ’ αυτούς που πρώτοι τον διάβηκαν.
Δεν αφήνει κανέναν μόνο, δεν αφήνει κανέναν πίσω…
Δημοσίευση σχολίου