Του Δημήτρη Σαραφιανού - "Πριν"
Τελευταία έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για το αν πρέπει να αντιμετωπισθεί νομικά η δράση των ναζιστικών οργανώσεων. Ιδίως τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να απαγορευθεί η λειτουργία ναζιστικών πολιτικών κομμάτων. Πέρα από το γεγονός ότι σήμερα δεν υφίσταται νομοθετικό σύστημα απαγόρευσης λειτουργίας πολιτικών κομμάτων και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το Σύνταγμα επιτρέπει τη νομοθέτηση ενός τέτοιου συστήματος, θα πρέπει κυρίως να προσεχθεί μην τυχόν η προσπάθεια νομικής αντιμετώπισης του νεοναζισμού έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει.
Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος για την αντιμετώπιση του νεοναζισμού θεμελιώνεται πάνω στην «καταδίκη της βίας απ' όπου κι αν προέρχεται», στην «υπεράσπιση της δημοκρατίας από τους εχθρούς της» και, αναπαράγοντας τη λογική της αντιμετώπισης των δυο άκρων, ταυτίζει τη ναζιστική-ρατσιστική πρακτική με τα κοινωνικά κινήματα και τον αντικαθεστωτικό πολιτικό λόγο και πρακτική.
Η ίδια λογική οδήγησε στα νομικά εκτρώματα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας» αναιρώντας σωρεία δικονομικών εγγυήσεων υπέρ των κατηγορουμένων. Ξεχνάνε όμως (ή θέλουν να δείξουν ότι ξεχνάνε) όσοι υποστηρίζουν αυτή τη λογική ορισμένα εξόφθαλμα δεδομένα: Πρώτο, η δημοκρατία θεμελιώνεται και νομικά και πολιτικά πάνω στη βία και το μονοπώλιο του κρατικού καταναγκασμού, δεύτερο, στον καπιταλισμό η βία είναι διαρκώς παρούσα είτε μέσω των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών, είτε μέσω της οικονομικής επιβολής των συμφερόντων που στηρίζει το κράτος, είτε μέσω της ιδεολογικής τρομοκρατίας που οργανώνεται από τους διάφορους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τρίτο, η εξίσωση των «άκρων» στο όνομα των «εχθρών της δημοκρατίας» βάζει στο ίδιο τσουβάλι όσους παλεύουν για την καθιέρωση μορφών άμεσης δημοκρατίας (επιδιώκουν δηλαδή το βάθεμα των δημοκρατικών διαδικασιών) με όσους επιχειρούν την αναίρεση ή τον περιορισμό της.
Στην πραγματικότητα, η εξίσωση των άκρων δεν είναι παρά μια αντίληψη που επιθυμεί να δικαιολογήσει την αναίρεση δημοκρατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων στο όνομα της δήθεν υπεράσπισης της δημοκρατίας. Γι' αυτό και πρέπει οι φορείς του κινήματος να είναι πολύ προσεκτικοί όταν υιοθετούν ανελεύθερες λογικές (όπως η απαγόρευση κομμάτων ή η δίωξη του φρονήματος) και μάλιστα όταν απευθύνονται στο κράτος για να τις ρυθμίσει και να τις εφαρμόσει.
Άλλωστε, η ναζιστική βία δεν είναι βία που στρέφεται εναντίον του κράτους, αλλά εναντίον της κοινωνίας και έχει ως στόχο να προκαλέσει την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και την ακύρωση δημοκρατικών δικαιωμάτων (βλ. π.χ. την οριζόντια τρομοκρατία της δεκαετίας του 1970). Η βία των ναζιστικών οργανώσεων λειτουργεί παραπληρωματικά προς τη βία του κράτους (ιδίως σε περιόδους κρίσης) και αλληλοτροφοδοτούνται, προκειμένου να επικυρώσουν τα πιο μαύρα ένστικτα που καλλιεργούνται από τον κυρίαρχο λόγο (την υπεροχή και προστασία της φυλής και του έθνους, τον σεξισμό, τη θεοκρατία) και φυσικά να αποκρύψουν την τοξικότητα των αντιπαραθέσεων.
Αλλού πρέπει να αναζητηθεί η νομική αντιμετώπιση του νεοναζισμού: Η ναζιστική ιδεολογία ως φυλετική ιδεολογία και η ναζιστική βία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2§1 Σ. στο άρθρο 14 ΕΣΔΑ και σε σωρεία διεθνών συνθηκών, μεταξύ των οποίων και η από 7-3-1966 Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το ΝΔ 494/1970. Υπάρχει συνεπώς το έδαφος και για να τύχουν εφαρμογής σωρεία ποινικών διατάξεων που προβλέπονται ήδη, αλλά και για να καταστεί επιβαρυντική περίσταση η διάπραξη ενός αδικήματος με ρατσιστικά κίνητρα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορεί ένα κράτος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ναζισμό, όταν είναι διαβρωμένο από αυτόν; Η διάβρωση δεν είναι ζήτημα σταγονιδίων και εξαιρετικών περιστάσεων που θα μπορούσαν τυχόν να αντιμετωπισθούν από ανεξάρτητες αρχές ή ειδικά αστυνομικά σώματα ή (ιδίως σε περίπτωση που νομοθετηθεί επιβαρυντική περίσταση) ειδικό εισαγγελέα αρμόδιο για τη δίωξη ρατσιστικών εγκλημάτων. Η διάβρωση πραγματοποιείται με την υιοθέτηση της πολιτικής ατζέντας του ναζισμού: Όταν το κράτος σκληραίνει (κατά πλήρη επιβράβευση των ναζιστικών πολιτικών πρακτικών και επιταγών), όταν ακολουθεί ρατσιστικές πολιτικές (στρατόπεδα συγκέντρωσης, φράκτες κ.λπ. σε συνδυασμό με μια πλήρη απουσία διαδικασιών νομιμοποιήσεως μεταναστών), όταν περιορίζει τα συνταγματικά δικαιώματα στη διαμαρτυρία (και θεσμικά, αλλά και στην πράξη σε αγαστή συνεργασία με μέλη ναζιστικών οργανώσεων), όταν εν τέλει επικαλείται ότι αν η αστυνομία κάνει καλά τη δουλειά της, δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης ναζιστικών οργανώσεων (μήπως γιατί η αστυνομία πρέπει να αναλάβει αυτή να επιτελέσει το έργο τους;) τότε όχι μόνο ενισχύει το ναζισμό, αλλά χάνει και το ηθικό κύρος για να τον αντιμετωπίσει.
Γι' αυτό η αντιμετώπιση του ναζιστικού φαινομένου περνάει πρώτα και κύρια από την ανάπτυξη ενός κοινωνικού κινήματος που θα τον θέσει στη γωνία και θα αποτελεί τη βάση προκειμένου να επιβληθεί η αντιμετώπιση του από το κράτος. Και βέβαια για να πείσει ένα τέτοιο κίνημα (χωρίς αυτό να αποτελεί άλλοθι για την καθυστέρηση συγκρότησης του) πρέπει να ακολουθήσει μια πολιτική αναίρεσης όλων των ιδεολογημάτων ταυ ναζισμού, αλλά και μια πολιτική διεξόδου από τις σημερινές συνθήκες κρίσης που καθιστούν το ναζισμό κοινωνικό κίνημα.
+ σχόλια + 1 σχόλια
πολύ εύστοχο το άρθρο!
Δημοσίευση σχολίου