Του Κώστα Βαξεβάνη - "Hot Coc"
Το πρόβλημα δεν είναι πως το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Αλλά πως το κεφάλι του ψαριού είναι σε πλήρη αποσύνθεση, σκουληκιασμένο και δηλητηριάζει τα πάντα γύρω του. Η διαφθορά και η ατιμωρησία δεν είναι έννοιες «γενικής ευθύνης» και αόριστης απόδοσης. Παράγονται και αναπαράγονται με πρωταγωνιστές τους τοποτηρητές της Δημοκρατίας. Όλοι οι πολιτικοί δεν είναι ούτε απατεώνες ούτε κλέφτες. Μια τέτοια θεώρηση όχι μόνο αποτελεί γενίκευση, αλλά ευνοεί και τον φασισμό. Γιατί τότε φροντίζουν να μην δικαστούν ακόμη και όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής; Με εξαίρεση τον Τσοχατζόπουλο και ίσως τον Παπακωνσταντίνου, κανένας υπουργός δεν έχει, όχι απλώς δικαστεί, όπως θα συνέβαινε για κάθε έλληνα πολίτη, αλλά ούτε καν απολογηθεί για σοβαρές κατηγορίες σκανδάλων. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για τον σκανδαλώδη «νόμο περί ευθύνης υπουργών», που θεσμοθετεί την ατιμωρησία, αλλά για μια πρακτική μέσα στο Κοινοβούλιο.
Ακόμη και όταν δικογραφίες με στοιχεία κατά υπουργών τρυπούν το δίχτυ προστασίας που βάζει ο προκλητικός νόμος και φτάνουν στη Βουλή με μεθόδευση που θυμίζει μαφία, τις αφήνει στα συρτάρια μέχρι την παραγραφή των αδικημάτων. Η διακομματική συναίνεση μπορεί να είναι σπάνιο φαινόμενο για την αίθουσα του κοινοβουλείου κάνει όμως συχνά βόλτες στα συρτάρια που κρύβονται οι δικογραφίες.
Απο τις 6 Απριλίου 2004 έως τις 29 Ιανουαρίου 2013, στη Βουλή έχουν διαβιβαστεί 214 δικογραφίες, οι οποίες αφορούν υπουργούς και υφυπουργούς κυβερνήσεων. Για ελάχιστες από αυτές τις υποθέσεις έχουν γίνει Εξεταστικές Επιτροπές, οι οποίες εξέτασαν ευθύνες των υπουργών. Από αυτή όλη τη διαδικασία «απόδοσης Δικαιοσύνης», στο δικαστήριο έχει οδηγηθεί μόνο ο Άκης Τσοχατζόπουλος, αλλά για το αδίκημα ,του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, το οποίο δεν έχει παραγραφεί. Τα υπόλοιπα αδικήματα όπως αυτό της παράβασης καθήκοντος έχουν παραγραφεί.
Η εξέταση των ποινικών ευθυνών κάποιου μέλους κυβέρνησης υπουργού ή υφυπουργού δεν γίνεται από την τακτική δικαιοσύνη, αλλά από την Βουλή. Οταν δηλαδή το όνομα κάποιου υπουργού ή υφυπουργού εντοπιστεί σε κάποια εισαγγελική έρευνα τότε ο φάκελος διαβιβάζεται μέσω του Αρείου Πάγου στη βουλή. Ο εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα ή πολύ περισσότερο απόδοσης ευθυνών.
Τα περί ευθύνης υπουργών προβλέπονται από το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον νόμο 3126/2003, ο οποίος ως συνδεδεμένος με το Σύνταγμα δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος. Και τα δυο είναι δημιουργήματα Βενιζέλου και εξασφαλίζουν την ατιμωρησία των υπουργών. Οι υπουργοί δεν ελέγχονται και δεν δικάζονται όπως οι υπόλοιποι έλληνες πολίτες. Το πιο προκλητικό είναι πως τα αδικήματα τους παραγράφονται όχι σε 5 χρόνια (πλημμέλημα) ή σε 15 (κακούργημα), αλλά με βάση τις κοινοβουλευτικές συνόδους.
Δηλαδή το αδίκημα του υπουργού παραγράφεται με τη λήξη της δεύτερης τακτικής συνόδου της επομένης του αδικήματος βουλευτικής περιόδου. Αν, για παράδειγμα, κάποιος υπουργός διαπράξει κακούργημα σήμερα και σε 3 μήνες γίνουν εκλογές, τότε σε δύο συνόδους, που η καθεμία είναι από 5 μήνες έως ένα χρόνο, το αδίκημα παραγράφεται.
Ο νόμος πλυντήριο όμως συμπληρώνεται μια πρακτική πλυντήριο που υπάρχει σιωπηλά στη Βουλή. Η δικογραφία φτάνει, ανακοινώνεται στη Βουλή και στη συνέχεια η δικογραφία μπαίνει στα συρτάρια,περιμένοντας την παραγραφή.
Οι δικογραφίες εναντίον υπουργών, μπορεί να σχηματίζονται από μηνύσεις, από έρευνες που προκύπτουν από δημοσιεύματα ή από έρευνες που κάνουν εισαγγελείς και επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης-ελεγκτές για υποθέσεις. Όταν ο εισαγγελέας «ακουμπήσει» όνομα μέλους κυβέρνησης, τότε διαβιβάζει τη δικογραφία στον Άρειο Πάγο και αυτός με τη σειρά του μέσω του υπουργείου Δικαιοσύνης στη Βουλή. Όταν η δικογραφία φτάσει στη Βουλή, την ίδια ή την επόμενη ημέρα ο προεδρεύων ανακοινώνει τυπικά την άφιξη με την εξής διατύπωση: «Κυρίες και κύριοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε στη Βουλή δικογραφία που αφορά τον υπουργό τάδε». Στη συνέχεια η δικογραφία αρχειοθετείται και ο κάθε βουλευτής μπορεί, αν το επιθυμεί, να πάει στο αρχείο για να ενημερωθεί για τη δικογραφία.
Αν συνυπογράψουν από 30 βουλευτές και πάνω, η Βουλή ψηφίζει αν θα δημιουργηθεί Εξεταστική Επιτροπή, η οποία θα εξετάσει τις πιθανές ευθύνες υπουργών. Προκειμένου να γίνει αυτό, απαιτούνται 151 ψήφοι. Αν η Εξεταστική Επιτροπή εντοπίσει ενδείξεις ενοχής τότε συγκροτείται, πάλι με ψηφοφορία, Προανακριτική Επιτροπή, η οποία θα προτείνει ή όχι ψηφοφορία για την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο. Είναι προφανές πως για να παραπεμφθεί σε δίκη υπουργός πρέπει να περάσει η υπόθεση από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, που σπάνια έχουν σχέση με την απόδοση Δικαιοσύνης.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τον πρώην υπουργό Ναυτιλίας Αριστοτέλη Παυλίδη. Ο πρώην υπουργός είχε καταγγελθεί από τον εφοπλιστή Φ. Μανούση, ότι εισέπραξε μέσω συνεργάτη του 657.000 ευρώ προκειμένου να τον διευκολύνει να συμμετάσχει σε διαγωνισμό για τις άγονες γραμμές των νησιών. Κατηγορούμενος στην ίδια υπόθεση είναι ο συνεργάτης του υπουργού Π. Ζαχαρίου, ο οποίος δικάζεται για την υπόθεση. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το 581/2011 βούλευμα του παρέπεμψε σε δίκη τον Ζαχαρίου, αποδεχόμενο πως πρότεινε να διευκολύνει τον εφοπλιστή με την προϋπόθεση «να εξασφαλίσουν τα γεράματα τους και να καλυφθούν τα χρέη από διαμέρισμα που πήρε στη θυγατέρα του ο υπουργός». Παρότι όχι μόνο υπήρχαν ενδείξεις για τον χρηματισμό αλλά και στοιχεία, η ελληνική Βουλή ναι μεν συγκρότησε Προανακριτική Επιτροπή, αλλά δεν παρέπεμψε ποτέ τον κ. Παυλίδη στο Ειδικό Δικαστήριο.
Στην περίπτωση του Χρήστου Μαρκογιαννάκη, για τον οποίο η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής πρότεινε να δημιουργηθεί Προανακριτική Επιτροπή για να ερευνηθούν οι ευθύνες του στην προμήθεια του συστήματος Cal των Ολυμπιακών Αγώνων, οι βουλευτές ψήφισαν να μην παραπεμφθεί, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ πρότεινε την παραπομπή του. Το τραγικό είναι πως, μετά τις παραγραφές ή τις μη παραπομπές τους, οι υπουργοί εμφανίζονται επικοινωνιακά ως αθώοι, ενώ η αλήθεια είναι πως δεν παραπέμφθηκαν για να δικαστούν όπως θα συνέβαινε με κάθε έλληνα πολίτη.
Άλλη μία περίπτωση είναι αυτή του Πέτρου Δούκα, για τον οποίο η έρευνα του εισαγγελέα για το Βατοπέδι κατέδειξε ως υπεύθυνο για το σκάνδαλο μαζί με δύο ακόμη υπουργούς. Τα αδικήματα όμως του υπουργού είχαν παραγραφεί. Έτσι όχι μόνο εμφανίστηκε ως «αθώος», αλλά έκανε και αγωγή στο Hot Doc για τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης.
Από τις 214 δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή τα τελευταία χρόνια και αφορούν υπουργούς, οι 100 περίπου σχετίζονται με μηνύσεις πολιτών εναντίον τους. Κάποιες πραγματικά ανήκουν στην κατηγορία ανυπόστατων καταγγελιών. Αρκετές όμως από αυτές είναι μηνύσεις πολιτών βάσει των οποίων στοιχειοθετείται αδίκημα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η μήνυση του πλοίαρχου του λιμενικού Δημήτρη Σκάλκου κατά του Μ. Κεφαλογιάννη για παράβαση καθήκοντος. Ο υπουργός αρνήθηκε να υπογράψει χαρτιά που απαιτούνταν από τον νόμο και μηνύθηκε από τον αξιωματικό. Η δικογραφία διαβιβάστηκε ατή Βουλή και αφέθηκε να οδηγηθεί στην παραγραφή. Κανένας πολίτης που έχει αδικηθεί και στρέφεται εναντίον υπουργού, ακόμη και αν αυτός είναι εμφανώς ένοχος, δεν πρόκειται να βρει το δίκιο του. Η υπόθεση δεν θα φτάσει ποτέ στο δικαστήριο.
Είναι αντιπροσωπευτικό το ύφος και η αλαζονεία πολλών υπουργών με τους οποίους επικοινωνήσαμε στο πλαίσιο αυτής της έρευνας για να τους θυμίσουμε υποθέσεις στις οποίες ήταν εμπλεκόμενοι. Με ύφος αυτού που γνωρίζει καλά πως δεν πρόκειται να πάθει το παραμικρό, μας δήλωναν πως «οι συνάδελφοι μου στη Βουλή δεν ασχολήθηκαν καν με το θέμα γιατί ήταν ανυπόστατο».
Οι περισσότερες δικογραφίες έχουν αρκετά ενοχοποιητικά στοιχεία για να κινηθεί η διαδικασία έρευνας ή και δίωξης υπουργών. Αφήνονται να παραγραφούν και η απάντηση της Προεδρίας της Βουλής είναι πως δεν υπήρξε ο ελάχιστος αριθμός των 30 βουλευτών για να υπογράψουν ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες. Όσα αδικήματα υπουργών έχουν διαπραχθεί έως το 2009 έχουν παραγραφεί με αυτή τη μαφιόζικη μέθοδο που επιχειρείται να εμφανιστεί ως έλλειψη ενοχοποιητικών στοιχείων.
Περισσότερα στην έντυπη έκδοση του περιοδικού
Πώς εξαπατούν, κλέβουν και ξεπλένονται
Το πρόβλημα δεν είναι πως το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Αλλά πως το κεφάλι του ψαριού είναι σε πλήρη αποσύνθεση, σκουληκιασμένο και δηλητηριάζει τα πάντα γύρω του. Η διαφθορά και η ατιμωρησία δεν είναι έννοιες «γενικής ευθύνης» και αόριστης απόδοσης. Παράγονται και αναπαράγονται με πρωταγωνιστές τους τοποτηρητές της Δημοκρατίας. Όλοι οι πολιτικοί δεν είναι ούτε απατεώνες ούτε κλέφτες. Μια τέτοια θεώρηση όχι μόνο αποτελεί γενίκευση, αλλά ευνοεί και τον φασισμό. Γιατί τότε φροντίζουν να μην δικαστούν ακόμη και όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής; Με εξαίρεση τον Τσοχατζόπουλο και ίσως τον Παπακωνσταντίνου, κανένας υπουργός δεν έχει, όχι απλώς δικαστεί, όπως θα συνέβαινε για κάθε έλληνα πολίτη, αλλά ούτε καν απολογηθεί για σοβαρές κατηγορίες σκανδάλων. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για τον σκανδαλώδη «νόμο περί ευθύνης υπουργών», που θεσμοθετεί την ατιμωρησία, αλλά για μια πρακτική μέσα στο Κοινοβούλιο.
Ακόμη και όταν δικογραφίες με στοιχεία κατά υπουργών τρυπούν το δίχτυ προστασίας που βάζει ο προκλητικός νόμος και φτάνουν στη Βουλή με μεθόδευση που θυμίζει μαφία, τις αφήνει στα συρτάρια μέχρι την παραγραφή των αδικημάτων. Η διακομματική συναίνεση μπορεί να είναι σπάνιο φαινόμενο για την αίθουσα του κοινοβουλείου κάνει όμως συχνά βόλτες στα συρτάρια που κρύβονται οι δικογραφίες.
Απο τις 6 Απριλίου 2004 έως τις 29 Ιανουαρίου 2013, στη Βουλή έχουν διαβιβαστεί 214 δικογραφίες, οι οποίες αφορούν υπουργούς και υφυπουργούς κυβερνήσεων. Για ελάχιστες από αυτές τις υποθέσεις έχουν γίνει Εξεταστικές Επιτροπές, οι οποίες εξέτασαν ευθύνες των υπουργών. Από αυτή όλη τη διαδικασία «απόδοσης Δικαιοσύνης», στο δικαστήριο έχει οδηγηθεί μόνο ο Άκης Τσοχατζόπουλος, αλλά για το αδίκημα ,του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, το οποίο δεν έχει παραγραφεί. Τα υπόλοιπα αδικήματα όπως αυτό της παράβασης καθήκοντος έχουν παραγραφεί.
Πρώτα ο νόμος και μετά η Ομερτά
Η εξέταση των ποινικών ευθυνών κάποιου μέλους κυβέρνησης υπουργού ή υφυπουργού δεν γίνεται από την τακτική δικαιοσύνη, αλλά από την Βουλή. Οταν δηλαδή το όνομα κάποιου υπουργού ή υφυπουργού εντοπιστεί σε κάποια εισαγγελική έρευνα τότε ο φάκελος διαβιβάζεται μέσω του Αρείου Πάγου στη βουλή. Ο εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα ή πολύ περισσότερο απόδοσης ευθυνών.
Τα περί ευθύνης υπουργών προβλέπονται από το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον νόμο 3126/2003, ο οποίος ως συνδεδεμένος με το Σύνταγμα δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος. Και τα δυο είναι δημιουργήματα Βενιζέλου και εξασφαλίζουν την ατιμωρησία των υπουργών. Οι υπουργοί δεν ελέγχονται και δεν δικάζονται όπως οι υπόλοιποι έλληνες πολίτες. Το πιο προκλητικό είναι πως τα αδικήματα τους παραγράφονται όχι σε 5 χρόνια (πλημμέλημα) ή σε 15 (κακούργημα), αλλά με βάση τις κοινοβουλευτικές συνόδους.
Δηλαδή το αδίκημα του υπουργού παραγράφεται με τη λήξη της δεύτερης τακτικής συνόδου της επομένης του αδικήματος βουλευτικής περιόδου. Αν, για παράδειγμα, κάποιος υπουργός διαπράξει κακούργημα σήμερα και σε 3 μήνες γίνουν εκλογές, τότε σε δύο συνόδους, που η καθεμία είναι από 5 μήνες έως ένα χρόνο, το αδίκημα παραγράφεται.
Ο νόμος πλυντήριο όμως συμπληρώνεται μια πρακτική πλυντήριο που υπάρχει σιωπηλά στη Βουλή. Η δικογραφία φτάνει, ανακοινώνεται στη Βουλή και στη συνέχεια η δικογραφία μπαίνει στα συρτάρια,περιμένοντας την παραγραφή.
Πώς λειτουργεί το κομματικό καρτέλ;
Οι δικογραφίες εναντίον υπουργών, μπορεί να σχηματίζονται από μηνύσεις, από έρευνες που προκύπτουν από δημοσιεύματα ή από έρευνες που κάνουν εισαγγελείς και επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης-ελεγκτές για υποθέσεις. Όταν ο εισαγγελέας «ακουμπήσει» όνομα μέλους κυβέρνησης, τότε διαβιβάζει τη δικογραφία στον Άρειο Πάγο και αυτός με τη σειρά του μέσω του υπουργείου Δικαιοσύνης στη Βουλή. Όταν η δικογραφία φτάσει στη Βουλή, την ίδια ή την επόμενη ημέρα ο προεδρεύων ανακοινώνει τυπικά την άφιξη με την εξής διατύπωση: «Κυρίες και κύριοι, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε στη Βουλή δικογραφία που αφορά τον υπουργό τάδε». Στη συνέχεια η δικογραφία αρχειοθετείται και ο κάθε βουλευτής μπορεί, αν το επιθυμεί, να πάει στο αρχείο για να ενημερωθεί για τη δικογραφία.
Αν συνυπογράψουν από 30 βουλευτές και πάνω, η Βουλή ψηφίζει αν θα δημιουργηθεί Εξεταστική Επιτροπή, η οποία θα εξετάσει τις πιθανές ευθύνες υπουργών. Προκειμένου να γίνει αυτό, απαιτούνται 151 ψήφοι. Αν η Εξεταστική Επιτροπή εντοπίσει ενδείξεις ενοχής τότε συγκροτείται, πάλι με ψηφοφορία, Προανακριτική Επιτροπή, η οποία θα προτείνει ή όχι ψηφοφορία για την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο. Είναι προφανές πως για να παραπεμφθεί σε δίκη υπουργός πρέπει να περάσει η υπόθεση από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, που σπάνια έχουν σχέση με την απόδοση Δικαιοσύνης.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τον πρώην υπουργό Ναυτιλίας Αριστοτέλη Παυλίδη. Ο πρώην υπουργός είχε καταγγελθεί από τον εφοπλιστή Φ. Μανούση, ότι εισέπραξε μέσω συνεργάτη του 657.000 ευρώ προκειμένου να τον διευκολύνει να συμμετάσχει σε διαγωνισμό για τις άγονες γραμμές των νησιών. Κατηγορούμενος στην ίδια υπόθεση είναι ο συνεργάτης του υπουργού Π. Ζαχαρίου, ο οποίος δικάζεται για την υπόθεση. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το 581/2011 βούλευμα του παρέπεμψε σε δίκη τον Ζαχαρίου, αποδεχόμενο πως πρότεινε να διευκολύνει τον εφοπλιστή με την προϋπόθεση «να εξασφαλίσουν τα γεράματα τους και να καλυφθούν τα χρέη από διαμέρισμα που πήρε στη θυγατέρα του ο υπουργός». Παρότι όχι μόνο υπήρχαν ενδείξεις για τον χρηματισμό αλλά και στοιχεία, η ελληνική Βουλή ναι μεν συγκρότησε Προανακριτική Επιτροπή, αλλά δεν παρέπεμψε ποτέ τον κ. Παυλίδη στο Ειδικό Δικαστήριο.
Στην περίπτωση του Χρήστου Μαρκογιαννάκη, για τον οποίο η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής πρότεινε να δημιουργηθεί Προανακριτική Επιτροπή για να ερευνηθούν οι ευθύνες του στην προμήθεια του συστήματος Cal των Ολυμπιακών Αγώνων, οι βουλευτές ψήφισαν να μην παραπεμφθεί, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ πρότεινε την παραπομπή του. Το τραγικό είναι πως, μετά τις παραγραφές ή τις μη παραπομπές τους, οι υπουργοί εμφανίζονται επικοινωνιακά ως αθώοι, ενώ η αλήθεια είναι πως δεν παραπέμφθηκαν για να δικαστούν όπως θα συνέβαινε με κάθε έλληνα πολίτη.
Άλλη μία περίπτωση είναι αυτή του Πέτρου Δούκα, για τον οποίο η έρευνα του εισαγγελέα για το Βατοπέδι κατέδειξε ως υπεύθυνο για το σκάνδαλο μαζί με δύο ακόμη υπουργούς. Τα αδικήματα όμως του υπουργού είχαν παραγραφεί. Έτσι όχι μόνο εμφανίστηκε ως «αθώος», αλλά έκανε και αγωγή στο Hot Doc για τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης.
Περιμένοντας την παραγραφή
Από τις 214 δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή τα τελευταία χρόνια και αφορούν υπουργούς, οι 100 περίπου σχετίζονται με μηνύσεις πολιτών εναντίον τους. Κάποιες πραγματικά ανήκουν στην κατηγορία ανυπόστατων καταγγελιών. Αρκετές όμως από αυτές είναι μηνύσεις πολιτών βάσει των οποίων στοιχειοθετείται αδίκημα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η μήνυση του πλοίαρχου του λιμενικού Δημήτρη Σκάλκου κατά του Μ. Κεφαλογιάννη για παράβαση καθήκοντος. Ο υπουργός αρνήθηκε να υπογράψει χαρτιά που απαιτούνταν από τον νόμο και μηνύθηκε από τον αξιωματικό. Η δικογραφία διαβιβάστηκε ατή Βουλή και αφέθηκε να οδηγηθεί στην παραγραφή. Κανένας πολίτης που έχει αδικηθεί και στρέφεται εναντίον υπουργού, ακόμη και αν αυτός είναι εμφανώς ένοχος, δεν πρόκειται να βρει το δίκιο του. Η υπόθεση δεν θα φτάσει ποτέ στο δικαστήριο.
Είναι αντιπροσωπευτικό το ύφος και η αλαζονεία πολλών υπουργών με τους οποίους επικοινωνήσαμε στο πλαίσιο αυτής της έρευνας για να τους θυμίσουμε υποθέσεις στις οποίες ήταν εμπλεκόμενοι. Με ύφος αυτού που γνωρίζει καλά πως δεν πρόκειται να πάθει το παραμικρό, μας δήλωναν πως «οι συνάδελφοι μου στη Βουλή δεν ασχολήθηκαν καν με το θέμα γιατί ήταν ανυπόστατο».
Οι περισσότερες δικογραφίες έχουν αρκετά ενοχοποιητικά στοιχεία για να κινηθεί η διαδικασία έρευνας ή και δίωξης υπουργών. Αφήνονται να παραγραφούν και η απάντηση της Προεδρίας της Βουλής είναι πως δεν υπήρξε ο ελάχιστος αριθμός των 30 βουλευτών για να υπογράψουν ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες. Όσα αδικήματα υπουργών έχουν διαπραχθεί έως το 2009 έχουν παραγραφεί με αυτή τη μαφιόζικη μέθοδο που επιχειρείται να εμφανιστεί ως έλλειψη ενοχοποιητικών στοιχείων.
Περισσότερα στην έντυπη έκδοση του περιοδικού
Δημοσίευση σχολίου