ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΝΤΟΝΕΤΣΚ ΤΟΥ ΑΡΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ - "Επίκαιρα"
Δεκάδες κατεστραμμένα άρματα μάχης του ουκρανικού στρατού στέκουν εγκαταλελειμμένα στα συνοριακά περάσματα που συνδέουν τη Ρωσία με τη νεοσύστατη ομοσπονδία της Νοβορωσίας. Σε ένα από αυτά κάποιος έγραψε με σπρέι τις λέξεις «Επόμενος σταθμός Κίεβο». Ήταν το πνεύμα που επικρατούσε στις λεγάμενες δυνάμεις «αυτοάμυνας» των ρωσόφωνων ανταρτών λίγο προτού συμφωνηθεί η εκεχειρία της 5ης Σεπτεμβρίου. Αρκετοί από τους άνδρες που πολέμησαν στις μάχες αυτές μας εξηγούσαν ότι η κατάπαυση του πυρός βοήθησε περισσότερο τις δυνάμεις του ουκρανικού στρατού, οι οποίες έχαναν στις συγκρούσεις για την κατάληψη περιοχών που σήμερα αποτελούν τις λεγάμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.
«Ακόμη και η κατάληψη της Μαριούπολης», μας είπε ένας από τους άνδρες της πολιτοφυλακής που μας συνόδευε από τα σύνορα μέχρι το Ντονέτσκ, «ήταν πλέον θέμα χρόνου». Το στρατηγικής σημασίας λιμάνι θα άλλαζε σημαντικά τις ισορροπίες ισχύος μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, προσφέροντας στη Νοβορωσία το απαραίτητο επίνειο για την ευκολότερη τροφοδοσία των απελευθερωμένων πόλεων. Αυτό ακριβώς φοβούνταν, άλλωστε, τα στελέχη της ουκρανικής κυβέρνησης αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που έσπευσαν να αποδεχτούν την εκεχειρία - όχι, φυσικά, για την προστασία του τοπικού πληθυσμού, αλλά για να διακόψουν την επέλαση των δυνάμεων αυτοάμυνας. «Το μόνο που μας απέτρεψε από το να καταλάβουμε τη Μαριούπολη», μας εξήγησε το μέλος της πολιτοφυλακής, «ήταν το τεράστιο κόστος σε ζωές αμάχων που θα είχε η μάχη».
Φτάνοντας στο Ντονέτσκ, καταλάβαμε αμέσως τι εννοούσε. Η πόλη συγκλονιζόταν από βολές πυροβολικού, καθώς οι αντάρτες επιχειρούσαν να ανακαταλάβουν το αεροδρόμιο, στο οποίο είχαν εγκλωβιστεί εκατοντάδες στρατιώτες των ουκρανικών δυνάμεων. Με τα εναπομείναντα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι Ουκρανοί πραγματοποιούσαν «τυφλά» χτυπήματα σε κατοικημένες περιοχές, σκορπώντας τον τρόμο στους κατοίκους. Σχολεία, σπίτια και στάσεις λεωφορείων δέχτηκαν τις από αέρος επιθέσεις, ενώ θραύσματα από όλμους χτύπησαν ακόμη και την αυτοκινητοπομπή των απεσταλμένων του ΟΑΣΕ, που εκείνες τις μέρες επιθεωρούσαν την περιοχή με ειδικά κλιμάκια.
Αν μια σχετικά μικρή δύναμη εγκλωβισμένων Ουκρανών στρατιωτών μπορούσε να σπείρει τον πανικό σε μια ολόκληρη πόλη, εύκολα φαντάζεται κανείς τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που οι ρωσόφωνοι αντάρτες επιχειρούσαν να καταλάβουν τη Μαριούπολη. Για τα μέλη της πολιτοφυλακής, βέβαια, οι εγκλωβισμένοι του αεροδρομίου δεν ήταν οι γνωστοί οπλίτες του ουκρανικού στρατού που συμμετείχαν σε αρκετές από τις μάχες του καλοκαιριού. «Μας έστειλαν τους φασίστες του Δεξιού Τομέα», μας είπε ένας από τους ενόπλους που μας συνόδευε, επισημαίνοντας ότι ακόμη και το Κίεβο ήθελε κατά κάποιον τρόπο να «ξεφορτωθεί» τις εξτρεμιστικές ομάδες της άκρας Δεξιάς, στέλνοντάς τες να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή.
Το ερώτημα ποιος πραγματικά ελέγχει αυτές τις φασιστικές ομάδες, οι οποίες εκπαιδεύονταν εδώ και χρόνια σε μυστικά στρατόπεδα στη Δυτική Ουκρανία, παραμένει αναπάντητο για αρκετούς αναλυτές όχι μόνο στη Δύση, αλλά ακόμη και στη Ρωσία. Για τους κατοίκους του Ντονέτσκ, βέβαια, το ερώτημα ίσως να μην έχει πλέον και ιδιαίτερη σημασία: από τη στιγμή που το Κίεβο προσφέρει πολιτική κάλυψη σε νεοναζιστικές ομάδες, με τη στήριξη, μάλιστα, της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, φέρει ακέραια την ευθύνη για τα εγκλήματα πολέμου που αυτοί πραγματοποιούν.
Τις μέρες που βρεθήκαμε στο Ντονέτσκ οι δυνάμεις της πολιτοφυλακής εντόπισαν νέους ομαδικούς τάφους μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βόρεια της πόλης, σε περιοχές, δηλαδή, που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, μάλιστα, έκανε λόγο για περίπου τετρακόσιους νεκρούς, αρκετοί εκ των οποίων πιστεύεται ότι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. «Ελπίζουμε οι κυβερνήσεις της Δύσης να μην επιχειρήσουν να συγκαλύψουν και αυτή την υπόθεση», δήλωσε ο Σεργκέι Λαβρόφ, κάνοντας και έμμεση αναφορά στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τα δυτικά ΜΜΕ τα πορίσματα από την κατάρριψη του αεροσκάφους των μαλαισιανών
αερογραμμών.
Ίσως πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ποιος ελέγχει τους ναζιστές του Δεξιού Τομέα να έχει το ποιος πραγματικά ελέγχει τις δυνάμεις των ανταρτών. Αρκεί να περάσει κανείς μερικά λεπτά στο Ντονέτσκ ή σε άλλες πόλεις της Νοβορωσίας για να συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι που έδωσαν
τις σφοδρότερες μάχες απέναντι στον ουκρανικό στρατό και τώρα περιφρουρούν καθημερινά τις ρωσόφωνες περιοχές δεν είναι Ρώσοι στρατιώτες, όπως επιμένουν να τους παρουσιάζουν τα μέσα ενημέρωσης του Κίεβου. Κανείς δεν αμφισβητεί, φυσικά, την τεχνογνωσία που έφτασε από τη Μόσχα ούτε και την ύπαρξη «εθελοντών» που είχαν πολεμήσει στην Τσετσενία και ανέλαβαν να
εκπαιδεύσουν τις δυνάμεις της πολιτοφυλακής.
Αν παρακολουθήσει όμως την πρωινή αναφορά σε κάποιο από τα αρχηγεία της πολιτοφυλακής του Ντονέτσκ θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι με τις αταίριαστες στολές παραλλαγής, που άλλοτε φορούν κυνηγετικές μπότες κι άλλοτε... σκαρπίνια, είναι απλοί, καθημερινοί κάτοικοι της πόλης, που από τη
μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν μ' ένα όπλο στο χέρι.
Ο Αλεξέι ήταν ασφαλιστής και τώρα δηλώνει «ειδικός εκρηκτικών». Ακόμη και ο επονομαζόμενος «Γκρεκ», ο περιβόητος «Έλληνας», που ελέγχει μια από τις σημαντικές ομάδες ενόπλων της πόλης, ασχολούνταν με οικοδομικές εργασίες πριν βρεθεί να εκτελεί χρέη «στρατονομίας» στη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ.
Προφανώς, στην ηγεσία τέτοιων ομάδων βρέθηκαν πολύ σύντομα και μέλη της ουκρανικής μαφίας, η άνθρωποι του παρακράτους που απέκτησαν εύκολα πρόσβαση στις τοπικές βιομηχανίες όπλων και κατάφεραν, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, να εξοπλίσουν στρατιές ενόπλων. Το λαϊκό στοιχείο
όμως παραμένει κυρίαρχο στις τάξεις της πολιτοφυλακής. Οι κάτοικοι ακόμη βλέπουν σ' αυτή τη μοναδική δύναμη που μάχεται «τους φασίστες του Κιέβου», όπως χαρακτηριστικά λένε. Γι' αυτούς οι προσφορές που καταθέτει κατά καιρούς ο Ουκρανός Πρόεδρος Ποροσένκο για την παροχή «ειδικού καθεστώτος» στις ρωσόφονες περιοχές της Νοβορωσίας αποτελούν προπαγανδιστικά τεχνάσματα
χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
«Το ερώτημα είναι αν θα ενταχθούμε κι εμείς στα εδάφη της Ρωσίας ή θα συνεχίσουμε να αποτελούμε μια ομοσπονδία κρατών που ολοένα θα επεκτείνεται», μας εξηγούσε ένας από τους οδηγούς που ανέλαβαν να μας γυρίσουν κοντά στα ρωσικά σύνορα. Η ενωμένη Ουκρανία στα μάτια του δεν ήταν παρά ένα νεκρό σώμα που δεν μπορεί πλέον να αναστηθεί. Ίσως, μάλιστα, να μην υπήρξε και ποτέ.
Δεκάδες κατεστραμμένα άρματα μάχης του ουκρανικού στρατού στέκουν εγκαταλελειμμένα στα συνοριακά περάσματα που συνδέουν τη Ρωσία με τη νεοσύστατη ομοσπονδία της Νοβορωσίας. Σε ένα από αυτά κάποιος έγραψε με σπρέι τις λέξεις «Επόμενος σταθμός Κίεβο». Ήταν το πνεύμα που επικρατούσε στις λεγάμενες δυνάμεις «αυτοάμυνας» των ρωσόφωνων ανταρτών λίγο προτού συμφωνηθεί η εκεχειρία της 5ης Σεπτεμβρίου. Αρκετοί από τους άνδρες που πολέμησαν στις μάχες αυτές μας εξηγούσαν ότι η κατάπαυση του πυρός βοήθησε περισσότερο τις δυνάμεις του ουκρανικού στρατού, οι οποίες έχαναν στις συγκρούσεις για την κατάληψη περιοχών που σήμερα αποτελούν τις λεγάμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.
«Ακόμη και η κατάληψη της Μαριούπολης», μας είπε ένας από τους άνδρες της πολιτοφυλακής που μας συνόδευε από τα σύνορα μέχρι το Ντονέτσκ, «ήταν πλέον θέμα χρόνου». Το στρατηγικής σημασίας λιμάνι θα άλλαζε σημαντικά τις ισορροπίες ισχύος μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, προσφέροντας στη Νοβορωσία το απαραίτητο επίνειο για την ευκολότερη τροφοδοσία των απελευθερωμένων πόλεων. Αυτό ακριβώς φοβούνταν, άλλωστε, τα στελέχη της ουκρανικής κυβέρνησης αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που έσπευσαν να αποδεχτούν την εκεχειρία - όχι, φυσικά, για την προστασία του τοπικού πληθυσμού, αλλά για να διακόψουν την επέλαση των δυνάμεων αυτοάμυνας. «Το μόνο που μας απέτρεψε από το να καταλάβουμε τη Μαριούπολη», μας εξήγησε το μέλος της πολιτοφυλακής, «ήταν το τεράστιο κόστος σε ζωές αμάχων που θα είχε η μάχη».
Φτάνοντας στο Ντονέτσκ, καταλάβαμε αμέσως τι εννοούσε. Η πόλη συγκλονιζόταν από βολές πυροβολικού, καθώς οι αντάρτες επιχειρούσαν να ανακαταλάβουν το αεροδρόμιο, στο οποίο είχαν εγκλωβιστεί εκατοντάδες στρατιώτες των ουκρανικών δυνάμεων. Με τα εναπομείναντα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι Ουκρανοί πραγματοποιούσαν «τυφλά» χτυπήματα σε κατοικημένες περιοχές, σκορπώντας τον τρόμο στους κατοίκους. Σχολεία, σπίτια και στάσεις λεωφορείων δέχτηκαν τις από αέρος επιθέσεις, ενώ θραύσματα από όλμους χτύπησαν ακόμη και την αυτοκινητοπομπή των απεσταλμένων του ΟΑΣΕ, που εκείνες τις μέρες επιθεωρούσαν την περιοχή με ειδικά κλιμάκια.
Αν μια σχετικά μικρή δύναμη εγκλωβισμένων Ουκρανών στρατιωτών μπορούσε να σπείρει τον πανικό σε μια ολόκληρη πόλη, εύκολα φαντάζεται κανείς τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που οι ρωσόφωνοι αντάρτες επιχειρούσαν να καταλάβουν τη Μαριούπολη. Για τα μέλη της πολιτοφυλακής, βέβαια, οι εγκλωβισμένοι του αεροδρομίου δεν ήταν οι γνωστοί οπλίτες του ουκρανικού στρατού που συμμετείχαν σε αρκετές από τις μάχες του καλοκαιριού. «Μας έστειλαν τους φασίστες του Δεξιού Τομέα», μας είπε ένας από τους ενόπλους που μας συνόδευε, επισημαίνοντας ότι ακόμη και το Κίεβο ήθελε κατά κάποιον τρόπο να «ξεφορτωθεί» τις εξτρεμιστικές ομάδες της άκρας Δεξιάς, στέλνοντάς τες να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή.
Το ερώτημα ποιος πραγματικά ελέγχει αυτές τις φασιστικές ομάδες, οι οποίες εκπαιδεύονταν εδώ και χρόνια σε μυστικά στρατόπεδα στη Δυτική Ουκρανία, παραμένει αναπάντητο για αρκετούς αναλυτές όχι μόνο στη Δύση, αλλά ακόμη και στη Ρωσία. Για τους κατοίκους του Ντονέτσκ, βέβαια, το ερώτημα ίσως να μην έχει πλέον και ιδιαίτερη σημασία: από τη στιγμή που το Κίεβο προσφέρει πολιτική κάλυψη σε νεοναζιστικές ομάδες, με τη στήριξη, μάλιστα, της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, φέρει ακέραια την ευθύνη για τα εγκλήματα πολέμου που αυτοί πραγματοποιούν.
Από νοικοκυραίοι... αντάρτες
Τις μέρες που βρεθήκαμε στο Ντονέτσκ οι δυνάμεις της πολιτοφυλακής εντόπισαν νέους ομαδικούς τάφους μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βόρεια της πόλης, σε περιοχές, δηλαδή, που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, μάλιστα, έκανε λόγο για περίπου τετρακόσιους νεκρούς, αρκετοί εκ των οποίων πιστεύεται ότι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. «Ελπίζουμε οι κυβερνήσεις της Δύσης να μην επιχειρήσουν να συγκαλύψουν και αυτή την υπόθεση», δήλωσε ο Σεργκέι Λαβρόφ, κάνοντας και έμμεση αναφορά στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τα δυτικά ΜΜΕ τα πορίσματα από την κατάρριψη του αεροσκάφους των μαλαισιανών
αερογραμμών.
Ίσως πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ποιος ελέγχει τους ναζιστές του Δεξιού Τομέα να έχει το ποιος πραγματικά ελέγχει τις δυνάμεις των ανταρτών. Αρκεί να περάσει κανείς μερικά λεπτά στο Ντονέτσκ ή σε άλλες πόλεις της Νοβορωσίας για να συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι που έδωσαν
τις σφοδρότερες μάχες απέναντι στον ουκρανικό στρατό και τώρα περιφρουρούν καθημερινά τις ρωσόφωνες περιοχές δεν είναι Ρώσοι στρατιώτες, όπως επιμένουν να τους παρουσιάζουν τα μέσα ενημέρωσης του Κίεβου. Κανείς δεν αμφισβητεί, φυσικά, την τεχνογνωσία που έφτασε από τη Μόσχα ούτε και την ύπαρξη «εθελοντών» που είχαν πολεμήσει στην Τσετσενία και ανέλαβαν να
εκπαιδεύσουν τις δυνάμεις της πολιτοφυλακής.
Αν παρακολουθήσει όμως την πρωινή αναφορά σε κάποιο από τα αρχηγεία της πολιτοφυλακής του Ντονέτσκ θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι με τις αταίριαστες στολές παραλλαγής, που άλλοτε φορούν κυνηγετικές μπότες κι άλλοτε... σκαρπίνια, είναι απλοί, καθημερινοί κάτοικοι της πόλης, που από τη
μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν μ' ένα όπλο στο χέρι.
Ο Αλεξέι ήταν ασφαλιστής και τώρα δηλώνει «ειδικός εκρηκτικών». Ακόμη και ο επονομαζόμενος «Γκρεκ», ο περιβόητος «Έλληνας», που ελέγχει μια από τις σημαντικές ομάδες ενόπλων της πόλης, ασχολούνταν με οικοδομικές εργασίες πριν βρεθεί να εκτελεί χρέη «στρατονομίας» στη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ.
Προφανώς, στην ηγεσία τέτοιων ομάδων βρέθηκαν πολύ σύντομα και μέλη της ουκρανικής μαφίας, η άνθρωποι του παρακράτους που απέκτησαν εύκολα πρόσβαση στις τοπικές βιομηχανίες όπλων και κατάφεραν, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, να εξοπλίσουν στρατιές ενόπλων. Το λαϊκό στοιχείο
όμως παραμένει κυρίαρχο στις τάξεις της πολιτοφυλακής. Οι κάτοικοι ακόμη βλέπουν σ' αυτή τη μοναδική δύναμη που μάχεται «τους φασίστες του Κιέβου», όπως χαρακτηριστικά λένε. Γι' αυτούς οι προσφορές που καταθέτει κατά καιρούς ο Ουκρανός Πρόεδρος Ποροσένκο για την παροχή «ειδικού καθεστώτος» στις ρωσόφονες περιοχές της Νοβορωσίας αποτελούν προπαγανδιστικά τεχνάσματα
χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
«Το ερώτημα είναι αν θα ενταχθούμε κι εμείς στα εδάφη της Ρωσίας ή θα συνεχίσουμε να αποτελούμε μια ομοσπονδία κρατών που ολοένα θα επεκτείνεται», μας εξηγούσε ένας από τους οδηγούς που ανέλαβαν να μας γυρίσουν κοντά στα ρωσικά σύνορα. Η ενωμένη Ουκρανία στα μάτια του δεν ήταν παρά ένα νεκρό σώμα που δεν μπορεί πλέον να αναστηθεί. Ίσως, μάλιστα, να μην υπήρξε και ποτέ.
Δημοσίευση σχολίου