Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βαρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.
Βλέποντας την φωτογραφία που παραθέτουμε, να ξεκαρδίζονται δηλαδή στα γέλια οι άθλιοι τύποι γιατί με την «βούλα» τους ξεπουλούν μια χώρα και αλυσοδένουν για δεκαετίες έναν λαό σε μια καπιταλιστική βαρβαρότητα άνευ προηγουμένου, μου ήρθε στο μυαλό οι παραπάνω στίχοι του κομμουνιστή ποιητή και συγγραφέα Γιώργου Κοτζιούλα. Και είναι ζήτημα χρόνου να μετατραπούν τα χαμόγελα των ξεφτιλισμένων πολιτικών υπηρετών των καπιταλιστών σε λυγμούς.
Θυμήθηκα όμως και κάτι άλλο. Μεσουρανούσε η δικτατορία των συνταγματαρχών –πρέπει να ήταν το 1970. Ο γέρος μου, αντάρτης του ΕΛΑΣ, δικασμένος σε θάνατο από τα μοναρχοφασιστικά δικαστήρια σκοπιμότητας, αφού έκανε «διακοπές» για 7,5 χρόνια σε αρκετά ξερονήσια βρέθηκε να έχει ανοίξει έναν καφενέ για να επιβιώσει.
Σ’ αυτόν είχε ένα ηλεκτρόφωνο ΑΜΙ. Ηταν κάτι τεράστια μηχανήματα που είχαν 100 δίσκους 45 στοφών. Εριχνες σ’ αυτό μια δραχμή πληκτρολογούσες τους σχετικούς κωδικούς και σου έπαιζε το τραγούδι που ήθελες.
Αυτή την εποχή, λοιπόν, είχε κυκλοφορήσει ένα τραγούδι που είχε γράψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και τραγουδούσε ο Μανώλης Μητσιάς. Δεν μπορεί να ξέρω αν οι στίχοι του είχαν γραφεί σκόπιμα για να περάσουν κάποιο μήνυμα.
Γνωρίζω όμως ότι είχε πέσει «σύρμα» από τις αντιδικτατορικές οργανώσεις και αυτό το τραγούδι είχε γίνει κάτι σαν «εθνικός ύμνος», σ’ αυτούς που πάλευαν την Απριλιανή δικτατορία.
Στον καφενέ του μακαρίτη γέρου μου ήταν κάτι σαν ανακούφιση στεναγμού καταπιεσμένου και ακουγόταν συνεχώς.
Ε, και σήμερα οι στίχοι αυτού του τραγουδιού είναι απόλυτα επίκαιροι:
Φάτε και πιείτε δραγουμάνοι
τώρα που όλα είναι για τα σας.
Έτσι ορίζει το φιρμάνι
κι ο πολυχρονεμένος σας Πασάς.
Κι όσο για μας σ' ένα καλύβι
γεια σου Τζαβέλα, γεια σου Γέρο του Μοριά
βράδυ-πρωί θα λιώνουμε μολύβι
για την τιμή και για τη λευτεριά.
Δημοσίευση σχολίου