Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου - f/b
Όταν, με το ξημέρωμα της δεκαετίας του '90, ο νεοφιλελευθερισμός του Φρήντμαν σηκώθηκε ξανά απ το κιβούρι του και αναφώνησε, «καλωσορίσατε στην κόλαση», λίγοι τον πήραν στα σοβαρά.
Οι πολλοί τσαλαβουτούσαν, με χαρά, στη δανεική ευημερία.
Ήταν η εποχή που οι τράπεζες μόστραραν τη «φιλόπτωχη» τους μούρη, με διακοποδάνεια, φρουτοδάνεια, πλαστικές κάρτες απεριόριστης καταναλωτικής αυτοϊκανοποίησης και λοιπές «καλόκαρδες» παροχές. Τα χρηματιστήρια έκλειναν το μάτι σε αφελείς και οικειοθελώς λοβοτομημένους, πλασάροντας το μότο, «τα λεφτά δεν θέλουν κόπο, θέλουν τρόπο». Τότε πολλοί πίστεψαν πως η τζογαδορία στα χρηματιστήρια αντικατέστησε πια τις κοινωνικές επαναστάσεις. Τι καλά, είπαν, ας μεταπηδήσουμε σε άλλη κοινωνική τάξη, τζογάροντας το πενιχρό κακομοίρικο κομπόδεμα. Αμ δε!
Το γυαλιστερό περιτύλιγμα έκλεινε μέσα του την εργασιακή πολτοποίηση και τη μαζική φτωχοποίηση, με πάταγο.
Ηταν η εποχή που η Οκτωβριανή επανάσταση είχε κιόλας γίνει η γλυκιά ανάμνηση της Ιστορίας, καθώς ο «υπαρκτός» που την είχε ήδη μεταποιήσει, γινόταν ανύπαρκτος.
Κάθε έννοια αντίπαλου δέους γινόταν σκόνη και ο δρόμος έμενε ανοιχτός στο «there is no alternative» της κυράτσας, Θάτσερ, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, αυτό είναι, σ αρέσει δεν σ αρέσει.
Στα δικά μας χωρικά ύδατα, η εξουσία εναλλασσόταν ανάμεσα στα γνήσια μπάσταρδα του Φρηήντμαν, Μητσοτάκη και Σημίτη και τους μαθητευόμενους τους.
Αν δεν σας απατά η μνήμη σας, ήταν η εποχή που ο εργαζόμενος βαφτίστηκε απασχολήσιμος, τα ασφαλιστικά ταμεία μπήκαν στη ρουλέτα των χρηματιστηρίων και εξαερώθηκαν. Καθετί κρατικό, όπως υγεία, παιδεία, ναυπηγεία, ορυχεία, αεροπορία κλπ ακουγόταν ανυπόφορα παλιομοδίτικο στους αναγνώστες του Κωστόπουλου, έπαιρνε ιδιωτικό πρόσημο και πήγαινε στις βαθιές τσέπες καλών φίλων για να νοικοκυρευτούν κι από κει κατεύθυναν σε θυρίδες της Ελβετίας.
Την ίδια εποχή, μάθαμε να μετράμε τη μικροαστική κακομοιριά μας ή τη φτώχεια μας σε euro και λίγο μετά, ως περήφανοι κρετίνοι, επιβιβαστήκαμε στο χάρτινο καραβάκι των Ολυμπιακών του 2004, αυτό μούσκεψε, βουλιάξαμε κι επέπλευσαν όλα τα σαπιόξυλα της λαμογιάς και της αρπαχτής.
Ηταν επίσης η εποχή που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «εργασιακός μεσαίωνας» .
Στο συνδικάτο μου στο δημόσιο σχολείο, διαφώνησα τότε μ αυτό τον όρο. Όχι γιατί όλη η αθλιότητα που συνοπτικά περιγράφεται πιο πάνω δεν αντανακλούσε αυτή την έννοια, αλλά γιατί ήταν μόνο η αρχή. Πολύ νωρίς για να ξοδέψουμε ακριβές λέξεις.
Ακούγοντας χτες πως ο ΣΕΒ, αυτή η δυναμική συλλογικότητα (δεν μπορώ να σταματήσω να γελάω) των Ελλήνων (κι άλλα γέλια) βιομηχάνων (εδώ μου κόπηκε το γέλιο) πρότεινε, όχι πια μισθός αλλά κουπόνια, όχι πια σύμβαση οκταώρου αλλά απεριορίστων διαδρομών (εδώ κλαίω απ τα γέλια), νοιώθω ότι ξεμείναμε από λεξεις.
Αυτό δεν είναι εργασιακός μεσαίωνας. Ψάχνω το λεξιλόγιο μου.
Βλέπω κιόλας στα σουπερμάρκετ κρεμασμένο το παλιό κάδρο των μπακάλικων. Χοντρός μπακάλης, ο πωλών τοις μετρητοίς, χτικιάρης, ο πωλών επί κουπόνια.
Όταν θα προτείνουν, αντί ένα κουπόνι το μεροκάματο, μια ρέγγα παστή και μια φρατζόλα κι αντί της ελάχιστης υγειονομικής περίθαλψης που απόμεινε, την ευθανασία, ίσως το ονομάσουμε «καλό παράδεισο».
Όταν, με το ξημέρωμα της δεκαετίας του '90, ο νεοφιλελευθερισμός του Φρήντμαν σηκώθηκε ξανά απ το κιβούρι του και αναφώνησε, «καλωσορίσατε στην κόλαση», λίγοι τον πήραν στα σοβαρά.
Οι πολλοί τσαλαβουτούσαν, με χαρά, στη δανεική ευημερία.
Ήταν η εποχή που οι τράπεζες μόστραραν τη «φιλόπτωχη» τους μούρη, με διακοποδάνεια, φρουτοδάνεια, πλαστικές κάρτες απεριόριστης καταναλωτικής αυτοϊκανοποίησης και λοιπές «καλόκαρδες» παροχές. Τα χρηματιστήρια έκλειναν το μάτι σε αφελείς και οικειοθελώς λοβοτομημένους, πλασάροντας το μότο, «τα λεφτά δεν θέλουν κόπο, θέλουν τρόπο». Τότε πολλοί πίστεψαν πως η τζογαδορία στα χρηματιστήρια αντικατέστησε πια τις κοινωνικές επαναστάσεις. Τι καλά, είπαν, ας μεταπηδήσουμε σε άλλη κοινωνική τάξη, τζογάροντας το πενιχρό κακομοίρικο κομπόδεμα. Αμ δε!
Το γυαλιστερό περιτύλιγμα έκλεινε μέσα του την εργασιακή πολτοποίηση και τη μαζική φτωχοποίηση, με πάταγο.
Ηταν η εποχή που η Οκτωβριανή επανάσταση είχε κιόλας γίνει η γλυκιά ανάμνηση της Ιστορίας, καθώς ο «υπαρκτός» που την είχε ήδη μεταποιήσει, γινόταν ανύπαρκτος.
Κάθε έννοια αντίπαλου δέους γινόταν σκόνη και ο δρόμος έμενε ανοιχτός στο «there is no alternative» της κυράτσας, Θάτσερ, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, αυτό είναι, σ αρέσει δεν σ αρέσει.
Στα δικά μας χωρικά ύδατα, η εξουσία εναλλασσόταν ανάμεσα στα γνήσια μπάσταρδα του Φρηήντμαν, Μητσοτάκη και Σημίτη και τους μαθητευόμενους τους.
Αν δεν σας απατά η μνήμη σας, ήταν η εποχή που ο εργαζόμενος βαφτίστηκε απασχολήσιμος, τα ασφαλιστικά ταμεία μπήκαν στη ρουλέτα των χρηματιστηρίων και εξαερώθηκαν. Καθετί κρατικό, όπως υγεία, παιδεία, ναυπηγεία, ορυχεία, αεροπορία κλπ ακουγόταν ανυπόφορα παλιομοδίτικο στους αναγνώστες του Κωστόπουλου, έπαιρνε ιδιωτικό πρόσημο και πήγαινε στις βαθιές τσέπες καλών φίλων για να νοικοκυρευτούν κι από κει κατεύθυναν σε θυρίδες της Ελβετίας.
Την ίδια εποχή, μάθαμε να μετράμε τη μικροαστική κακομοιριά μας ή τη φτώχεια μας σε euro και λίγο μετά, ως περήφανοι κρετίνοι, επιβιβαστήκαμε στο χάρτινο καραβάκι των Ολυμπιακών του 2004, αυτό μούσκεψε, βουλιάξαμε κι επέπλευσαν όλα τα σαπιόξυλα της λαμογιάς και της αρπαχτής.
Ηταν επίσης η εποχή που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «εργασιακός μεσαίωνας» .
Στο συνδικάτο μου στο δημόσιο σχολείο, διαφώνησα τότε μ αυτό τον όρο. Όχι γιατί όλη η αθλιότητα που συνοπτικά περιγράφεται πιο πάνω δεν αντανακλούσε αυτή την έννοια, αλλά γιατί ήταν μόνο η αρχή. Πολύ νωρίς για να ξοδέψουμε ακριβές λέξεις.
Ακούγοντας χτες πως ο ΣΕΒ, αυτή η δυναμική συλλογικότητα (δεν μπορώ να σταματήσω να γελάω) των Ελλήνων (κι άλλα γέλια) βιομηχάνων (εδώ μου κόπηκε το γέλιο) πρότεινε, όχι πια μισθός αλλά κουπόνια, όχι πια σύμβαση οκταώρου αλλά απεριορίστων διαδρομών (εδώ κλαίω απ τα γέλια), νοιώθω ότι ξεμείναμε από λεξεις.
Αυτό δεν είναι εργασιακός μεσαίωνας. Ψάχνω το λεξιλόγιο μου.
Βλέπω κιόλας στα σουπερμάρκετ κρεμασμένο το παλιό κάδρο των μπακάλικων. Χοντρός μπακάλης, ο πωλών τοις μετρητοίς, χτικιάρης, ο πωλών επί κουπόνια.
Όταν θα προτείνουν, αντί ένα κουπόνι το μεροκάματο, μια ρέγγα παστή και μια φρατζόλα κι αντί της ελάχιστης υγειονομικής περίθαλψης που απόμεινε, την ευθανασία, ίσως το ονομάσουμε «καλό παράδεισο».
Δημοσίευση σχολίου