Η πρόσφατη ενασχόλησή μας με το περιοδικό «Ο Νουμάς», μας έφερε απρόσμενα εμπρός σε έξι μικρά λογοτεχνικά έργα του γεννημένου στην Υπάτη, Τάκη Φίτσου. Από την περαιτέρω έρευνα διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία γύρω από τη ζωή του. Οι πληροφορίες γι’ αυτόν είναι λίγες και αποσπασματικές, οι περισσότερες από μαρτυρίες συναδέλφων και συναγωνιστών του. Υπ’ αυτούς τους όρους για να σκιαγραφηθεί η φιγούρα, το πρόσωπο του Τάκη Φίτσου, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο χρόνος – εποχή και ο χώρος που έζησε και λειτούργησε. Όπως επίσης τα προαναφερθέντα γραπτά κείμενά του.
Ο Φίτσος ήταν δημοσιογράφος. Η ιδιότητα αυτή, την συγκεκριμένη εποχή (πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα), διαφοροποιείται ποιοτικά κατά πολύ από τα σημερινά δεδομένα της κυρίαρχης ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας. Κατ’ αρχάς γίνεται λόγος για δημοσιογράφο του Τύπου. Ο δημοσιογράφος του τότε, κατά κανόνα διαθέτει ευρεία μόρφωση, γράφει, διαβάζει πολύ, γνωρίζει καλά την γλώσσα, γνωρίζει λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης και των ρευμάτων της κ.ο.κ. Είναι γνωστό ότι πάρα πολλοί Έλληνες λογοτέχνες από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τις επόμενες δεκαετίες δημοσιογραφούν και αρθρογραφούν σε εφημερίδες και περιοδικά. Εξυπακούεται βέβαια ότι ο δημοσιογράφος παρακολουθεί, αναλύει και επηρεάζεται από τις διεθνείς και ελληνικές κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές εξελίξεις.
Όσον αφορά στον κοινωνικό του κύκλο, οι συντροφιές στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κοινές με εκείνες των λογοτεχνών, εικαστικών, μουσικών, γενικότερα των διανοουμένων. 1 Από αυτό το κλίμα δεν ξεφεύγει και ο Φίτσος, ο οποίος πηγαίνοντας στην Αθήνα, ως φοιτητής Νομικής συμμετείχε στις φιλολογικές παρέες με τους Βάρναλη, Βουτηρά, Φιλήντα, Καρούσο, Βέλμο, Κατηφόρη κ.α.
Παράλληλα, την ίδια εποχή, πολλοί από τους Έλληνες διανοούμενους και καλλιτέχνες εμπνέονται από τις ρηξικέλευθες ιδέες κινημάτων και επαναστάσεων στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Οι επαναστάσεις στη Φινλανδία και στη Γερμανία το 1918. Η κήρυξη της Ουγγαρίας σε σοβιετική δημοκρατία το 1919. Το επαναστατικό εργατικό κίνημα που ανθεί στην Αμερική καθώς και η ενδυνάμωση των εθνικό-απελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες. Διόλου τυχαία βέβαια το 1918 ιδρύεται στην Ελλάδα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), που το 1924 μετονομάζεται σε ΚΚΕ.
Ο Τάκης Φίτσος, από τα υπάρχοντα στοιχεία, φαίνεται ότι ενστερνίζεται τις ιδέες αυτές, οι οποίες στο πρώιμο στάδιό τους μεταξύ 1919-1921, καταγράφονται στα έξι δημοσιευμένα πεζογραφήματά του, που παρουσιάζονται στη συνέχεια.
Μια σύντομη, ελλιπής βιογραφία: Ο Τάκης Φίτσος γεννήθηκε στην Υπάτη το 1898. Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Λαμία όπου τελείωσε το γυμνάσιο.
Χρήστος το όνομα του πατέρα του, καπνέμπορος το επάγγελμα και η μητέρα του Ελισάβετ το γένος Ράπτη. Είχε επίσης δύο αδελφές την Ιφιγένεια και την Ζωή.
Δούλεψε ως δημοσιογράφος στο «Ριζοσπάστη» από το 1922 και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνσή του. Πριν το «Ριζοσπάστη» δούλεψε ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Νεολαία» της ΟΚΝΕ (σημ. Κομμουνιστική Νεολαία).
Στα χρόνια που ακολούθησαν φυλακίζεται και εξορίζεται πολλές φορές για τις ιδέες και τη δράση του. Το 1927 βρίσκεται στις φυλακές Συγγρού και το 1933 εξόριστος στη Γαύδο.
Στο Μεσοπόλεμο κατά πάσα πιθανότητα βρέθηκε επίσης κρατούμενος στις φυλακές Αίγινας και εξόριστος στη Φολέγανδρο. Το διάστημα 1936-1943 κρατείται στις φυλακές Ακροναυπλίας. Από το Γενάρη του 1943 περνά ως κρατούμενος κατά σειρά από Κατούνα-Βόνιτσα-Λαζαρέτο απ’ όπου απελευθερώνεται το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου.
Αμέσως μπαίνει στην Αντίσταση, αναλαμβάνει γραμματέας του ΕΑΜ Στερεάς και συμμετέχει στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστή ως κυβέρνηση του βουνού.
Στο Εθνικό Συμβούλιο αναλαμβάνει τον Τομέα Αυτοδιοίκησης και τοποθετείται Πρόεδρος Δυτικής Στερεάς. Το 1944 με την ιδιότητα αυτή εισέρχεται στην απελευθερωμένη Λαμία, με τους Σημίτη, Άρη Βελουχιώτη και τον αρχιμανδρίτη Γερμανό Δημάκο (Ανυπόμονο), όπου εκφωνεί λόγο στην πλατεία Ελευθερίας.
Το διάστημα 1945-1947 δούλεψε και πάλι στο «Ριζοσπάστη». Το 1947 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1949 περνά έκτακτο στρατοδικείο στη Χαλκίδα, καταδικάζεται για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις και την κοινωνικο-πολιτική του δράση.
ΤονΑπρίλη του ίδιου χρόνου εκτελείται μαζί με άλλους επτά συγκρατούμενους και συγκρατούμενες.
Το συγγραφικό του έργο:
Ο Τάκης Φίτσος από τα εφηβικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και πεζά. Στη νεότητά του, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ο Νουμάς», στον οποίο δημοσίευσε με χρονολογική σειρά τα ακόλουθα έργα:
Ένα όνειρο..., τομ. 16, αριθ. 629, 1919, σ. 296.
Οι αλήτες, τομ. 16, αριθ. 641, 1919, σ. 483.
Στοχασμοί, τομ. 16, αριθ. 643, 1919, σ. 519.
Άνθρωποι, τομ. 17, αριθ. 710, 1920, σ.σ. 309-310.
Η φυλακή, τομ. 18, αριθ.730, 1921, σ.σ. 215-216.
Τρικυμία, τομ. 18, αριθ. 736, 1921, σ.σ. 309-310.
Λίγα λόγια για το «Νουμά»:
«Ο Νουμάς» ήταν μαχητικό λογοτεχνικό περιοδικό των δημοτικιστών, η έκδοση του οποίου ξεκίνησε το 1903, από τον Δημήτρη Ταγκόπουλο και διακόπηκε οριστικά το 1931. Ενδιάμεσα διέκοψε την έκδοσή του κατά τα έτη 1917-1918 και 1924-1929.
Εκτός του γλωσσικού ζητήματος το περιοδικό ταυτίστηκε και με τον αγώνα για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Σταδιακά συγκέντρωσε γύρο του τους κυριότερους δημοτικιστές όπως: Παλαμά, Ψυχάρη, Πάλλη, Εφταλιώτη, Φωτιάδη, Τριανταφυλλίδη, Δελμούζο, Χατζόπουλο,Δραγούμη, Γληνό, Μαλακάση και δεκάδες άλλους.
Το περιοδικό από το 1920 και μετά μετεξελίχθηκε σε λογοτεχνική επιθεώρηση.
Το παρόν σημείωμα έχει στόχο να παρουσιάσει το συγγραφικό έργο του Τάκη Φίτσου, και σε καμία περίπτωση να κρίνει τη λογοτεχνική του αξία ή το ιδεολογικό του υπόβαθρο. Έτσι περιορίζεται σε δύο μόνο παρατηρήσεις:
Α) Ως προς τη φόρμα, χρησιμοποιεί παραπάνω από το σύνηθες τα σημεία στίξης, ιδιαίτερα την τελεία και το κόμμα, δίνοντας κάποιες φορές την εντύπωση ότι γράφει στίχο και όχι πεζό. Όπως προαναφέρθηκε ο ίδιος έγραφε στίχους. Επίσης, αρκετές φορές ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τα σημεία στίξης, το κείμενο του δεν θυμίζει γραπτό λόγο αλλά προσομοιάζει με ομιλία (προφορικό λόγο). Αυτό πιθανώς να οφείλεται στις γενικότερες αντιλήψεις του για την δημοτική γλώσσα.
Β) Ως προς το περιεχόμενο, στα τέσσερα πρώτα κείμενά του: «Ένα όνειρο», «Οι αλήτες», «Στοχασμοί», «Άνθρωποι» είναι εμφανέστατος ο παραλληλισμός του Ιησού με τον κοινωνικό επαναστάτη, που συνοδεύεται από διάφορους συμβολισμούς και στοχασμούς για την ανθρώπινη ύπαρξη. Το ακάνθινο στεφάνι, το μαρτύριο από τον Άννα στον Καϊάφα, ο Γολγοθάς των κατάδικων, ο χλευασμός του πλήθους, η καρτερικότητα, η απάρνησή του από τους ανθρώπους, ο αλτρουισμός, η θυσία, η «τρέλα» του θυσιαζόμενου, η δυσπιστία των ανθρώπων, η συγχώρεση και η προσμονή μιας καινούριας ζωής, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Στοιχεία που αυθόρμητα μας παραπέμπουν σε αντιλήψεις πουσυναντάμε στο έργο του φίλου του Κώστα Βάρναλη.
Στα δύο τελευταία χρονολογικά έργα του: «Η φυλακή» και «Τρικυμία», περιγράφονται η μεγάλη δοκιμασία της φυλακής και η παράνομη συνωμοτική δουλειά, που καταλήγει σε λαϊκό ξεσηκωμό. Έντονο στοιχείο σχεδόν σε όλα τα γραπτά του η «σιωπή».
Το εντυπωσιακό είναι ότι όσα περιγράφει μοιάζουν προφητικά για τη μετέπειτα πορεία του, καθώς λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευσή τους και έως το τέλος της ζωής τα βίωσε ο ίδιος σε υπερθετικό βαθμό.
Ο Τάκης Φίτσος ήταν ένας ιδεολόγος διανοούμενος και εάν το δεύτερο φαίνεται, έστω και από τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία, για το πρώτο θα μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψη ότι μολονότι προερχόταν από εύπορη οικογένεια και είχε δυνατότητα πολλών επιλογών για τη ζωή του,διάλεξε ένα δύσκολο και επώδυνο δρόμο.
Δυστυχώς η ταραγμένη μεταπολεμική εποχή και το εμφυλιακό διχαστικό κλίμα «επέβαλαν» μια «σιωπή» γύρω από αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο. Μια «σιωπή» για την οποία ο ίδιος είχε γράψει στα πεζογραφήματά του, αλλά και στα συγκλονιστικά, ως περιέχον και περιεχόμενο, σημειώματα που άφησε λίγο πριν την εκτέλεσή του 2.
Η μεταφορά των πεζογραφημάτων που ακολουθούν, έγινε βάσει των πρωτότυπων κειμένων, χωρίς κάποια παρέμβαση στη γραμματική και στη σύνταξή τους.
Για τεχνικούς λόγους εδώ χρησιμοποιείται το μονοτονικό σύστημα.
Ο Ιησούς ήταν ένα ώμορφο μελαχροινό παιδάκι, με μάτια μεγάλα που έλαμπαν σαν δυο αστέρια και με μακρυά ολόσγουρα μαλλιά. Συνήθιζε πάντα μόνος, να περπατάη ανάμεσα στις μαγευτικές τοποθεσίες της πατρίδας του, να πίνη νερό από τις κρυσταλλένιες πηγές των δασών, να μοιράζει το ψωμί του με τα γλυκόλαλα πουλιά που τον συντρόφευαν και απαλά νανούριζαν το ν ύπνο του, και να μαζεύη λουλούδια ολόδροσα πλέκοντας στεφάνια για να στολίζει κάθε πρωί μ’ αυτά ένα μικρό αγαλματάκι, που μόνος αυτός τόχε ανακαλύψει κάτωαπό πυκνές βατομουριές. Έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τα λευκά λουλούδια και του φαίνονταν πολύ ευχάριστο να τραγουδάη την άφταστη ωμορφιά των κρίνων. Ζούσε τόσον ειρηνικά και ωραία...
Ένα δειλινό, την ώρα που ο ήλιος ξεψυχούσε εκεί ψηλά στις κορυφές των βουνών και ο ουρανός ήταν κεντημένος από κίτρινα χλωμά τριαντάφυλλα, ο Ιησούς ήταν βυθισμένος σε κάποιο όνειρο. - Ηδονικά ζαλισμένος από παράξενα μεθυστικά αρώματα και τριγυρισμένος από χιλιάδες χερουβείμ έπλεε μέσα σε μια θάλασσα φωτός και γαλήνης... Και κάτι εκεί μακρυά τον επρόσμενε... Ω! ας μπορούσε με τα μάτια της ψυχής να ιδή εκεί μακρυά!...
Ένας παράξενος όμως ερημίτης, που κατοικούσε εκεί κοντά, χωμένος μέσα σε μια σπηλιά, ένας γόης, ένας συχαμένος ζητιάνος, ένας τρελλός μάγος, ήρθε σα φίδι, συρνάμενα, και τον άγγιξε στον ώμο. Ο Ιησούς άφοβα τον κοίταξε με τα μεγάλα εκείνα ονειροπόλα μάτια. Τότε ο ερημίτης παίρνοντας ένα στεφάνι από αγκάθια και τσουκνίδες το έβαλε πάνω στο κεφάλι του. Άρχισε να πονή και να σκούζη και το αίμα έτρεχε αυλακώνοντας το εμπυασμένο εκείνο πρόσωπο κ’ έτσι φάνηκε ένα ανυπόφορο συχαμερό ζώο ο άνθρωπος.
Η τρυφερή όμως καρδιά του Ιησού γεμάτη από άπειρον οίκτο για τη δυστυχία αυτού του τρελλού, δε βάσταξε και φώναξε:
– Δος μου εμένα αυτό το στεφάνι...
Τότε ο τρελλός με ανέκφραστη αγωνία τον κοίταξε και ανάμεσα στους πνιγμένους λυγμούς που έβγαζαν τα σκελεθρωμένα στήθια του, είπε και τούτα:
– Δε μπορώ!...
Ο Ιησούς έτρεξε και με υπεράνθρωπους αγώνες έβγαλε από το κεφάλι του δυστυχισμένου αυτό το στεφάνι. Αλλά και τότε ο τρελλός δεν έπαψε να ουρλιάζη και να χτυπάη τα πόδια του σα δαιμονισμένος κάτω στο χώμα.
Ο Ιησούς θέλησε και αυτός να φορέση εκείνο το στεφάνι. Και τα αγκάθια χώθηκαν στο τρυφερό μέτωπό του και οι τσουκνίδες τον εβασάνιζαν τρομερά.
Και οι δυο τότε έκλαιαν-έκλαιαν το αιώνιο της συμφοράς των.
Λαμία
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Κουρασμένοι, τα πόδια τους βουτηγμένα σ’ ένα πηχτό, μαυροκόκκινο αίμα, που τρεχε ακατάπαυστα από τις πληγές, τα κορμιά τους γδαρμένα από τους ραβδισμούς, παραμορφωμένοι, ελεεινοί, σκονισμένοι, κατάμαυροι από τον ήλιο και τη βροχή, σκυφτοί, αμίλητοι ανέβαιναν από ανηφορικό δρόμο, μισή ώρα έξω από τη Λαμία. Η πείνα είχε σκάψει το πρόσωπό τους και η δίψα είχε κάνει απαίσια τη φωνή τους. Ως τόσο περπατούσαν...
Πίσω τους, πάνω σε ωραία άλογα, έρχονται πλήθος στρατιώτες. Και οι χρεμετισμοί των αλόγων, ανακατωμένοι με τις βρισιές και τα τραγούδια των καβαλάρηδων, και οι αναστεναγμοί οι βαρειοί και θλιβεροί εκείνων που περπατούσαν μπροστά, έδειχναν μια εικόνα φρίκης και αποτροπιασμού.
Τους είχαν εξορίσει από την Αθήνα και τους έστελναν σ’ ένα χωριουδάκι της Μακεδονίας. Εκεί θα τους ανάγκαζαν να εργαστούν. Και το ψωμί τους λίγο και ηουλειά πολλή και βαρειά. Ολόκληρα ημερονύχτια περπατούσαν. Στη Θήβα κάποιος σύντροφος έπεσε κάτου. Έσκουζε γοερά από τον πόνο. Και ύστερα από λίγην ώρα ξεψύχησε. Το πτώμα του το έθαψαν αμέσως για να μη βρωμίση. Και η λοιπή συνοδεία τράβηξε το δρόμο της.
Βρισκόντουσαν τώρα σε μια ανοιχτή πεδιάδα, όταν ολόκληρος ο τόπος εκείνος αχολόγησε από τα κλάματα μιας γυναίκας. Έρχονταν τρεχάτη κουνώντας νευρικά τα χέρια της, και τα αχτένιστα μαλλιά της, σα φείδια, ανέμιζαν στον αέρα. Φώναζε δυνατά κάποιο όνομα. Οι στρατιώτες από περιέργεια σταμάτησαν. Εκείνη τότε σύρθηκε κάτου από την κοιλιά των αλόγων και τους παρακαλούσε θερμά να την αφήσουν ν’ αγκαλιάση τον αδερφό της. Ναι. Τον είχαν πάρει μαζί με τους άλλους. Αυτή την άλλη ήμερα που τόμαθε, πως δεν της ήρθε ο θάνατος. Αχ, και τι καλός που ήταν μαζί της!...·Πόσο την αγαπούσε ο Γιώργης! Γιατί να της τον πάρουν; Τώρα πως θα ζούσε αυτή; Ποιοι είναι αυτοί που χώρισαν τον αδερφό από τηναδερφή; Γιώργηηηη! και γέμισε τον αέρα από θρήνους.
Οι στρατιώτες γελούσαν. Οι αλήτες έκλαιγαν. Κι ο αδερφός της ορμούσε να την αγκαλιάση.
Σε λίγο άρχισε να βρέχη. Τότε κάποιος από τους στρατιώτες, βλαστημώντας φριχτά, χτύπησε με το θηκάρι του σπαθιού του τη γυναίκα.
– Για το Θεό! τον αδερφό μου... φώναξε το δυστυχισμένο εκείνο πλάσμα, πέφτοντας στο χώμα.
Και δόθηκε διαταγή να βαδίσουν. Ύστερα από λίγην ώρα η συνοδεία χάθηκε, σα σύννεφο, στο μάκρος του ολόϊσου δρόμου.
Και ενώ από πάνου ο ουρανός βογγούσε, το άθλιο εκείνο πλάσμα σηκώθηκε,αργά και βαρειά προχωρώντας προς το μέρος που τράβηξε η συνοδεία, ωλόλυζε:
Αδερφούλη μου... Αχ, αδερφούλη μου!...
Λαμία
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Η νύχτα απλώνονταν απαλά και ήρεμα στους χλοερούς κάμπους. Το φεγγάρι κρεμασμένο στον ανοιχτό γαλαζοδιάφανο φόντο τουρανού, σαν ένα κομμάτι από ασήμι ραντισμένο με τη λεπτή σκόνη του χρυσαφιού, σκόρπιζε νοσταλγικά τις χλωμές του φωτεινόλουστες αχτίδες. Από μακρυά έρχονταν, όμοια με το τραγούδι ενός πληγωμένου κύκνου, το σιγανό κελάρυσμα του ποταμιού, και οι ψηλές λευκόθωρες λεύκες κουνούσαν ρυθμικά τη μαρμαρένια κορμοστασιά τους στην άπιαστη και μυρόπνοη ανάσα του βραδυνού αγεριού.
Πιο πέρα, λευκοί και αστραφτεροί, φάνταζαν οι μαρμαρόχτιστοι τάφοι κάτου από μια λουρίδα φωτός δειλά ξεγλυστρώντας ανάμεσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές των μαύρων κυπαρισσιών. Και η μικρή καμπάνα του κοιμητηρίου έκλαιε σιγά και πονούσε τον ανείπωτο πόνο των ωχρών πεθαμένων. Μα δεν πρέπει κανέναςνα φοβάται τους πεθαμένους...
Κάποιος συνείθιζε να κοιμάται πάνου στις κρύες πλάκες των τάφων. Και αγαπούσε τόσο τους πεθαμένους, ώστε το μίσος του ήταν φανερό πια για τους ζωντανούς. Η αγάπη του εκείνη, η αλλόκοτη, είχε μέσα της κάτι από το πέραν τήςΖωής και του Θανάτου. Βαθειά τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, κολλούσε τα πορφυρά χείλη του στους κιτρινόθωρους σκελετούς. Ύστερα αρρώστησε και ως τόσο φαίνονταν πολύ καλά στην υγειά του. Και όλοι τον έλεγαν τρελλό...
Αλήθεια! Πώς μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς τους πεθαμένους; Πρέπει να έχη ματώσει με τα ίδια του τα χέρια το πρόσωπό του και να ρίξη τα μάτια του στα πεινασμένα σκυλιά. Να, το φεγγάρι, φοβισμένο, κρύβεται σ’ ένα λευκό, πουπουλένιο σύννεφο. Και το ποτάμι έπαψε ν’ αργοκυλάη τραγουδώντας ηδονικά τα όργια κάποιας νεράιδας. Και οι λεύκες είναι τόσο λεπτές, πολύ λεπτές, που χάνονται κι εξαϋλώνονται μέσ’ στον απέραντο ωκεανό του Απείρου.
Στα χείλη της Σιωπής!
...Και μόνον ή καμπάνα, η μικρή καμπάνα του κοιμητηρίου, κλαίει σιγά και πονεί τον ανείπωτο πό νο των ωχρών πεθαμένων.
Λαμία
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
...Κ’ ύστερα, ολάκερο εκείνο το αφηνιασμένο μπουλούκι, χύμηξε αγριεμένο καταπάνω του.
Μερικοί, βλέποντας τη γαλήνη που είταν απέραντη χυμένη πάνω στα γερά χαραχτηριστικά του προσώπου του, κι όταν ακόμα άρχισαν να τον γιουχάρουν για τις αλλόκοτες κείνες ιδέες, που τις έλεγε λεύτερα προς το πλήθος, γύρισαν πίσω ξαφνιασμένοι, σαν από κάπιο απόμακρο προαίστημα. Οι περισσότεροι όμως, και είντουσαν μέσα σ’ αυτούς και πολλές γυναίκες, χύμηξαν καταπάνω του μανιασμένοι, βρίζοντας φριχτά, χειρονομώντας και πιάνοντάς τον άλλος από το κεφάλι κι άλλος από τα πόδια, άρχισαν να τονε σπρώχνουν δυνατά, να τον χτυπούν, να τον φτύνουν κατά πρόσωπο, και να του χώνουν πίσω στις πλάτες μικρά καρφιά. Έπειτα του δέσανε τα χέρια με χοντρά σχοινιά και του σφίξανε τα δεσίματα με τόση δύναμη, που οι κόμποι μπαίνανε μες στο κρέας του. Κι ολάκερο εκείνο το παλιάσκερο ουρλιάζοντας και χτυπώντας τα πόδια του κάτου στο χώμα από χαρά, ερχόντανε μπροστά του και τον κορόιδευε.
Εκείνος, σαν ξένος σ’ όλα που γινόντουσαν γύρω του, με τα μεγάλα ονειροπόλα μάτια του καρφωμένα σε μακρινά πράμματα, φαινότανε σα να μην ακούει ούτε να βλέπει.
Άρχισε να βραδιάζει. Τ’ αεράκι ανάλαφρο περνούσε απαλά και κουνούσε ρυθμικά τα χλωμοπράσινα φύλλα των δέντρων.
Τον διατάξανε να περπατήσει. Και πίσω του και μπροστά, ακολουθούσε ο λαός, και τούδειχνε τις σφιγμένες γροθιές του.
Πολλοί φωνάζανε:
– Κατάρα στον άθεο!
– Λυώστε το βρωμερό κορμί του κάτω από τις φτέρνες σας!
Πέρασαν έτσι αρκετούς δρόμους, και σαν έφτασαν στην κεντρική πλατεία, στάθηκαν να σκεφτούνε που έπρεπε να τον παραδώσουν, χωθήκανε στριμωγμένοι αλληλοβρίζοντας και ουρλιάζοντας σε κάτι στενοδρόμια, κ’ ύστερα από κάμποσην ώρα φτάσανε όξω από την Αστυνομία.
Σε όλο αυτό το διάστημα της βασανιστικής πορείας ο κατάδικος ούτε μια λέξη παραπόνου δεν πρόφερε. Πάντοτε γαληνεμένος, περπατούσε ανάμεσα σε δυο πυκνές σειρές αγριεμένου πλήθους, με το μέτωπο ψηλά.
Όταν περνούσε κάτου από τα παράθυρα, δεχότανε με ανέκφραστη σιωπή όλες τις βρισιές και τα περιγέλια των κοριτσιών, που τον κοιτούσαν πάντα με συμπόνια και φόβο μαζί, συμμαζεμένα κοντά στις μαννάδες τους. Είδε πολλούς φίλους του να τον κοροϊδεύουν και να τονε δείχνουν σ’ όσους δεν τον ξέρανε. Όλοι εκείνοι, που άλλοτε τους είχε φανερώσει τις ιδέες του, και τον άκουσαν πρόθυμα, και που του είχανε υποσχεθεί να τονε συντρέξουν, τώρα, κατατρομαγμένοι, είχαν ανακατευτεί κι αυτοί με το εξα γριωμένο εκείνο πλήθος.
Τον έρριξαν σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο.
Τώρα πια, με τα μάτια σκεπασμένα από σταγόνες αίμά του, άθλιος, ελεεινός, κ’ ενώ η παγωνιά του θανάτου ξαπλωνότανε σιγά-σιγά στα πονεμένα μέλη του, άρχισε να συλλογίζεται για πρώτη φορά το ανώφελο της διδασκαλίας του. Ο λαός, που αυτός για χάρη του είχε δουλέψει κ’ είχε θυσιάσει τα καλλίτερα χρόνια της ζωής του, για να τον οδηγήσει προς το Καλό και την Αλήθεια, αυτός ο ίδιος ο λαός τον είχε δικάσει και καταδικάσει. Πίστευε στη δύναμη των φτωχών και των σκλάβων, κι όμως οι φτωχοί και οι σκλάβοι του αρνηθήκανε τη δύναμή τους. Και τώρα, ανάμεσα στους ισχυρούς, που τόσο πολύ τους είχε μισήσει, και στους ταπεινούς, που τόσο πολύ τους είχε αγαπήσει, άκουγε κι από τούτους κι από κείνους τα ίδια λόγια, λόγια πικρά και φαρμακερά.
Ένιωσε το μάταιο της ιδεολογίας του.
Οι άνθρωποι είναι όλοι κακοί. Το κακό είναι γεννημένο μαζί τους. Όλα αβέβαια όλα άνοστα, τίποτα το θετικό. Και μοναχά ο θάνατος, δυνατός κι ωραίος υπάρχει.
Κ’ έκλαψε πικρά...
Έπειτα γύρισε τη σκέψη του δέκα χρόνια πίσω. Θυμήθηκε το σπίτι του, τ’ αδέρφια του, την αγαπημένη του τη μάννα. Πόση αηδία του προξενούσαν! Κι όμως τ’ αγαπούσε...
Και θέλησε πιο πολύ ακόμα να κλάψει, αυτός ο δυνατός της ζωής, και θέλησε να σπαράξει τις σάρκες με τα ίδια του τα χέρια, αλλά ο πόνος του έσφιγγε την καρδιά κι ο θάνατος άρχισε να βαραίνει τα βλέφαρά του.
Έξω η νύχτα απλωνόταν απέραντη. Τα βαριά βήματα του φρουρού ακουγόντανε ανατριχιαστικά να χτυπάνε πάνου στις μουχλιασμένα: πλάκες – πάτ, πάτ, πάτ! –και πάλι – πάτ, πάτ, πάτ... – Τίποτα άλλο.
Έσυρε το κορμί του αργά προς το παράθυρο.
Το φεγγάρι τον κοιτούσε τόσο λυπημένα... Και κάτου από το χλωμό εκείνο φως θυμήθηκε και πάλι τους φτωχούς, τους ταπεινούς, τους βασανισμένους. Αναστέναξε βαθιά, και η καρδιά του πλημμύρισε πάλι κ’ αιστάνθηκε τότε πως ο κόσμος είναι ο ίδιος ο εαυτός του και τα βάσανα του κόσμου είναι και δικά του. Και συχώρεσε εκείνους που τονε βασάνισαν τόσο άδικα, κ’ αιστάνθηκε την καρδιά του να πλημμυρίζει από χαρά. Και σαν κάποιος να του σφύριξε στ' αυτί, πως ο άνθρωπος γενιέται καλός κ’ έπειτα οι διάφοροι νόμοι τον κάνουνε τόσο άγριο. Έφερε τα μάτια του προς τα όξω. Στα ωχρά χείλια του άνθισε το γέλιο κάποιας καινούριας ζωής. Κ’ ενώ η νύχτα απλωνότανε ακόμα όξω, ο επαναστάτης ιδεολόγος ξεψύχησε τόσο γαληνεμένα και τόσο όμορφα..
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Κείνο το βράδι μια βαρειά κι άγνωστη λύπη έσφιγγε την καρδιά μας. Είχαμε στριμωχτεί όλοι σε μιά γωνιά, με τις πλάτες μας ανταμωμένες, για να φέρουμε τη ζέστη στα ξεπαγιασμένα κορμιά μας. Σκοτάδι. Απ’ έξω, έφθανε ως τ’ αυτιά μας, το βαρύ και μονότονο βάδισμα του νυχτοφύλακα, πάνου στις χωματένιες πλάκες της αυλής. Ένα κομμάτι χαρτιού, κολλημένο στην άκρη του σπασμένου τζαμιού, είχε μισοτραβηχτεί και χτυπούσε στο κάθε δυνατό φύσημα του αγέρα, σα δυό φτερούγες πληγωμένου πουλιού. Ένας σωρός από καλάμια, ρηγμένος κάπου κει σε μιαν άκρη, έτριζε σιγά κι αθόρυβα, λες κ’ είταν σωρός από κόκκαλα στιβαγμένος κει πέρα, από χιλιάδες χρόνια. Μια υγρή μυρουδιά μούχλας και σουπλιμέ σπιρούνιζε τα ρουθούνια μας. Καμιά θύμηση περασμένης ευτυχίας δεν ερχότανε να σβήσει τη φριχτή εικόνα της ταραγμένης φαντασίας μας. Σιωπή. Κ’ η έγνοια, η κρυφή έγνοια της σκοτεινής ζωής μας, απλωνόταν απέραντη στο λογισμό μας και βούιζε πνιχτά και ξεσπούσε ολοένα σ’ ένα ατέλειωτο κλάμα.
Ο Μιχάλης άρχισε να βήχει. Έβηχε από πολλές βδομάδες τώρα. Και ποτέ δε μιλούσε. Μας κοιτούσε μόνο βαθειά, επίμονα, με τα μεγάλα βαθυοΐσκιωτα μάτια του.
Κάπιος από μας σύρθηκε ως την πόρτα. Κάτι είδαμε να φωτίζει μες στο σκοτάδι. Έν’ αναμμένο σπίρτο. Γλήγορα έσβησε. Σε λίγο τον ακούσαμε να σιγομιλάει,φτύνοντας κάτου στο πάτωμα, μοναχός του.
– Την άτιμη! Σιδερόφραχτη... Και δε λιγάει τοσοδά...
Από μακριά ακούστηκαν τα γέλια κ’ οι φωνές μιας μεθησμένης παρέας. Το ούρλιασμα του αγέρα ανακατευότανε μαζί τους. Κ’ ύστερα, - ένα τραγούδι, που ολοένα έσβηνε απαλά και χανόταν κατόπι πέρα κει, στο βάθος του σκοτεινού δρόμου. Ένας πόθος τότε κρυφός τράνταξε τ’ ασθενικά μας κορμιά, κ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο χαράχτηκε βαθειά πάνου στα χείλη μας τα ωχρά. Όμως έξω η νύχτα απλωνότανε βουβή απέραντη, και το σκοτάδι σερνότανε πνιχτά πάνου απ’ τους χιονόκαφτους κάμπους και πέρα από την ομιχλώδικη θάλασσα.
Βαθειά σιωπή.
Ξάφνου ακούστηκε κάπιο ροχαλητό. Κάπιον θα πήρε ο ύπνος. Το Στραβοκάνη. Παράξενο κι αυτό το παιδί! Μας τον είχαν κουβαλήσει κει μέσα ένα δειλινό, και γω δεν ξαίρω πότε, κι από τότε ρήχτηκε με τα μούτρα στον ύπνο. Και μας σιχαινόταν όλους εμάς. Και μας έβριζε. Τα μεγάλα, αχτένιστα μαλλιά του, του κρύβανε το πρόσωπο. Ένα πρόσωπο σουβλερό, κίτρινο. Κι όταν γελούσε, το πρόσωπο αυτό το σουβλερό, το κίτρινο πρόσωπο, μίκραινε, γινότανε τοσοδά, κι ανάμεσα από τ’ ανεβοκατεβάσματα των τσιμπλιασμένων ματιών του ανάβρυζε μιάν αλλόκοτη λάμψη, μιά παράξενη, κίτρινη λάμψη.
Το παλιό ρολόι της Μητρόπολης άρχισε να χτυπάει. Οι χτύποι έφτασαν ως ταυτιά μας, αργά, ξεψυχισμένοι, αμφίβολοι...
– Τρεις...
– Τέσσερις...
– Όχι. Είτανε το λαρύγγι του αγέρα που βούιξε έτσι...
– Ναι...
– Ποιος είπε, ναι;
– Εγώ, φώναξα.
– Ο αγέρας σου μίλησε και συ τον αρνήθηκες.
Και μένα, σα νάκουσα κάπιον να μου μιλάει. Τέτιοι είστε όλοι εσείς! Τιποτένιοι...Χμ... Η ώρα είναι χωμένη μες στο καύκαλο του ρολογιού. Χαμένη ώρα!...
Θέλησα να μιλήσω, όμως δεν τόκανα. Στριμώχτηκα πιο βαθειά, ανάμεσα στους άλλους.
Κάπιος μου έσφιξε το χέρι. Ένιωσα τα δάχτυλα κείνα, που σερνόντανε πάνω μου δειλά, φοβισμένα, να ξαπολάνε σ’ ολάκερο το κορμί μου μιαν αλλόκοτη κρυάδα. Θέλησα να τραβηχτώ.Όμως, σα να μίλησε κάπιος. Σε μένα μίλησε; Άκουσα: – πεινώ! – κ’ ύστερα, σα νάκλαιγε κάπιος σιγά, πολύ σιγά...
Ο Στραβοκάνης σηκώθηκε τότε κ’ έφυγε από κοντά μας. Όταν πέρασε αντίκρυ από το παράθυρο, το αστενικό φως που ερχόταν απ’ έξω, από το μεγάλο ηλεκτρικό γλόμπο της αυλής, τον φώτισε για μια στιγμή. Και καθώς κρατούσε σκυφτό το κορμί του, έτρεμε ολάκερος από το κρύο, ανάμεσα από το χιλιοτρυπημένο σακκάκι του, εμένα μου φάνηκε σαν ένα φάντασμα κίτρινο, που έψαχνε τρεμουλιαστά κάτι να βρει μες στο σκοτάδι.
Κι ο ύπνος, ο πονετικός αδελφός των βασανισμένων, κείνο το βράδι βρισκότανε μακριά από μας. Ένιωθα ολωνών τα μάτια να μένουν ανοιχτά, ορθάνοιχτα, βυθισμένα σε μιάν ομίχλη που μπροστά μας απλωνότανε βαθειά κι απέραντη, και σα ναγναντεύανε – καρφωμένα τα μάτια σε κάπιο βράχο, – μια θάλασσα, ήσυχη θάλασσα...
Ύστερα από λίγην ώρα η σκάλα ακούστηκε να τρίζει. Κάπιος ανέβαινε. Περπατούσε τώρα μες στο διάδρομο. Σε μας ερχόταν. Τα βήματα σταμάτησαν όξω από τη δική μας πόρτα. Αυτή την ώρα θα ψάχνει μες τις τσέπες του, αναζητώντας κάτι. Το βρήκε. Να, το δικό μας κλειδί. Άτιμο κλειδί! Η πόρτα ανοίγει, και μπαίνει μέσα. Δεν προχωρεί. Στέκεται κει στην πόρτα. Από κει φωνάζει:
– Έ! Φτου να πάρει ο διάολος! Βρώμα μωρέ... Αμ’ κουνηθήτε, ρε παλιόσκυλα! Εδώ είστε; Χμ...
Σιγή. Σα να μιλάει σιγά, μονάχος του:
– Χμ!... Το τσουβάλι θέλει σφίξιμο. Σα να χωράει κάμποσους ακόμα...
Φεύγει. Σε λίγο ακούμε τη φωνή του:
– Σκοπός! Φέρ’ τον απάνου...
ΙΙ
Ένας όγκος κυλίστηκε ως στα πόδια μας. Η πόρτα έκλεισε ύστερα πίσω του δυνατά.
Στο διάδρομο μιλούσανε δυό. Σε λίγο έπαψαν. Κατέβηκαν, χτυπώντας βαρειά τα πόδια τους στη σκάλα.
Έσκυψα να δω. Τα χέρια μου χώθηκαν σε μιά τούφα μαλλιών. Κάπιος έτρεξε να φέρει το λυχνάρι. Περιμέναμε όλοι με αγωνία. Το φυτίλι δεν άναβε. Σαν άναψε σε λίγο, είδα τα χέρια μου βουτηγμένα στο αίμα. Ταράχτηκα. Τα χέρια αυτά είναι δικά μου;
Ένας άνθρωπος βρισκότανε πεσμένος μπρούμυτα. Λίγο πιο πάνου απ’ το δεξί του αυτί είταν ανοιγμένη μιά μικρή τρυπίτσα κ’ έτρεχε απ’ αυτήν ακατάπαυστα το αίμα, ένα μαύρο, πηχτό αίμα, αυλακώνοντας τα μαλλιά του. Δε μιλούσε. Βογγούσε μόνο. Ω, τα βογγητά κείνα τα πανοδαρμένα, πως έρχονται, ακόμα τώρα, να μου μιλήσουν ίσια στην ψυχή!
Σε λίγο άρχισε να βρέχει.
– Η μπόρα! Είπα. Και πήγα στο παράθυρο να ιδώ.
– Ναι, η μπόρα... μίλησε σιγανά ο Μιχάλης.
Μια φωτεινή γραμμή χαράχτηκε γλήγορα ως πέρα βαθειά στο ουρανό. Ύστερα άλλη. Κάπου είδα ένα δέντρο, ψηλό δέντρο, να κουνιέται νευρικά εδώ και κει. Τα ξερά κλαδιά του γέρνανε ως το χώμα. Και σηκωνότανε πάλι ορθό κ’ έγερνε και βούιζε μανιακά.
Οι άλλοι είταν συναγμένοι όλοι γύρω του. Σκύβανε από πάνω του αμίλητοι, κατσουφιασμένοι. Το λυχνάρι, που κόντεβε να σβήσει, έρρηχνε στ’ αδυνατισμένα πρόσωπά τους μια κόκκινη αναλαμπή. Μου φάνηκαν όλοι τους ξένοι, άγνωστοι. Ο Στραβοκάνης έλειπε. Θύμωσα για μια στιγμή μαζί του. «Κουταμάρες!», σκέφτηκα. «Να ιδεί. Σάμπως, τι μπορούσε να ιδεί; Κ’ ύστερα;».
Δε μπορούσα όμως να ησυχάσω . «Φυσικά...Πρέπει κανείς να βλέπει...».
– Έλα, τρέχα...μου φώναξε κάπιος, χωρίς να γυρίσει ναμε ιδεί.
Πλησίασα. Οι άλλοι αποτραβιόντουσαν σιγά. Ο χτυπημένος προσπαθούσε να γυρίσει τανάσκελα, σα να ήθελε κάτι να μας πει, μα δεν μπορούσε, αχ δεν μπορούσε...
Βογγούσε τώρα πιο δυνατά.
– Σκασμός! Ακούστηκε μια βαρειά φωνή κάτου από την αυλή.
Γύρισε.
Φρίκη! Τα μάτια του πρισμένα, αλλόκοτα πρισμένα, έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόχες τους, κι από τη μύτη του ξερνούσε αίμα.
Ο Στραβοκάνης σηκώθηκε κ’ ήρθε κι αυτός.
– Κοίτα! Μου φώναξε, τραβώντας με από το σακκάκι. Ξουρισμένος... Τέτιος δεν είταν κι ο άλλος;
– Φοβάμαι... είπε σιγανά ο Μιχάλης.
– Δεν είναι τίποτα... Σε λίγο θα πεθάνει, φώναξε κάπιος.
Ο Στραβοκάνης ξέσπασε σ’ ένα δυνατό γέλιο.
Σιωπή.
Ακούγαμε τη βροχή να πέφτει όξω αργά, ήσυχα, θλιβερά...
ΙΙΙ
Κείνο το βράδι ο θάνατος μας έσφιγγε την καρδιά.
Γύρω στεκόμασταν όλοι αμίλητοι, σκυφτοί, δακρυσμένοι...
Από πάνου ο ουρανός βογγούσε.
Σύννεφα μαύρα, σταχτιά σύννεφα, περνούσαν, ολοένα περνούσαν, αργά, ήσυχα, σιωπηλά...
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Ι
Γύρισε στο σπίτι του αργά, τα μεσάνυχτα.
Ο αγέρας του δρόσιζε το μέτωπο, κι από μακριά, πολύ μακριά, έφτανε το βουητό της καμπάνας. Ένα αδιάκοπο βουητό, νευρικό, που έτρεμε στον ατρικύμιστον αιθέρα, και ξεψυχούσε, κ’ ερχότανε πάλε ήσυχο, μονότονο, απελπιστικό.
Άνοιξε σιγά. Μια ωχρή αχτίδα φεγγαριού σύρθηκε τρεμουλιαστά, απ’ το μισανοιγμένο παράθυρο, ως τα πόδια του. Έπεσε βαρής πάνω σε μια καρέκλα. Τα μιλίγγια του χτυπούσανε δυνατά. Είτανε αρκετά ταραγμένος. Για μια στιγμή θέλησε να μη ζούσε. Του φάνηκε τόσο βαρειά η ζωή...
Θύμωσε όμως. Ένα αίστημα θυμού και ντροπής τον κυρίεψε. Σηκώθηκε ορθός. Τίναξε δυνατά πίσω το κεφάλι του, σα να ήθελε να διώξει κάπια κακή σκέψη. Αυτός έπρεπε να πάει μπροστά, ολόισια, έτσι ορθός. Θυμήθηκε τους συντρόφους του. Πόσο τους αγαπούσε! Δυνατοί, ωραίοι, αγνοί, τραβήξανε ολόισια προς το θάνατο...
Στην πόρτα χαράχτηκε θαμπά κάπια μορφή. Έγερνε, ψάχνοντας μες στο σκοτάδι.
– Εδώ είσαι, Πέτρο;
Δε μίλησε. Κράτησε την αναπνοή του. Όχι, δεν έπρεπε να τον βρούνε. Πήγε κ’ έκλεισε σιγά την πόρτα.
Στο δρόμο κάτου ακουστήκανε τώρα φωνές, τρεξίματα. Ακούστηκε η φωνή του αμαξά, κ’ ύστερα βρισιές, γέλια, σφυρίγματα.
– Από δω! Τρεχάτε...
Πόρτες ανοίγανε και κλείνανε ύστερα πίσω τους βαριά χτυπώντας. Ένα τραγούδι ανέβαινε σιγά, ολοένα πιο σιγά, κ’ έσβησε ύστερα.
Και κείνος έστεκε έτσι ορθός, ανάμεσα στο σκοτάδι, με ψηλά το κεφάλι, κ’ είχε τα μάτια του καρφωμένα σ’ ένα μόνο σημείο ακίνητος, κι ούτε μια γραμμή του χλωμού προσώπου του δεν έδειχνε την τρικυμία που είχε ξεσπάσει και μούγγριζε πνιχτά σαν ένα πεινασμένο στοιχιό, μες στο μυαλό του. Κοιτούσε μόνο σ’ ένα σημείο, κάτου στο πάτωμα, κ’ η σκέψη του είτανε μακριά, σε κάτι που κι αυτός δεν ήθελε ναν το πιστέψει.
Και τώρα, έπρεπε να κατορθώσει να μάθει. Αν κάποιος τον είδε να μπαίνει, αυτή την ώρα, μέσα σ’ αυτό το σπίτι; Πήγε, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, προς το παράθυρο. Το άνοιξε διάπλατα. Μια υγρή μυρουδιά νοτισμένου χόρτου και λεμονανθιών ώρμησε μέσα στο δωμάτιο. Πρόβαλε το κεφάλι του δειλά, ανάμεσα από τ’ ανοιγμένα παραθυρόφυλλα, και κοίταξε προς τα κάτου. Κανείς. Ανάσσανε βαθιά. Ξαφνικά, πάλε, το βουητό κείνο της καμπάνας του γέμισε ταφτιά.
Κούνησε αργά το κεφάλι του. Στάθηκε κει πολλήν ώρα. Τραβήχτηκε μέσα και ξέσπασε ύστερα σ’ ένα γέλιο, αθόρυβο γέλιο. Τα μάτια του λάμψανε.
– Χτυπάτε, χτυπάτε! Απ’ το θεμέλιο ξερριζώθηκε... Ξερριζώθηκε από το θεμέλιο...
Ξαπλώθηκε πάνου στο κρεββάτι. Ένα μεγάλο κρεββάτι, μπογιατισμένο μ’ ένα κιτρινωπό χρώμα. Το ένα του πόδι κρεμότανε όξω, σαν ένα ξύλινο πόδι, κι ακουμπούσε κάτου στο πάτωμα.
Ναι. Ας έρθουνε όλα, όλα αύριο το πρωί. Μα πως μπορούσε να γίνει αυτό; Όχι, αν ερχότανε, δεν έπρεπε να τονέ βρούνε έτσι, ντυμένον. Μ’ αν πάλε είταν ανάγκη ναν τους ξεφύγει;
Θυμήθηκε τον τοίχο. Ένας χαμηλός τοίχος, γεμάτος γυαλιά σπασμένα, σουβλερά.
Ένα γνωστό του σφύριγμα ακούστηκε, πίσω, στο πάνω μέρος του δρόμου. Αυτοί! Τα μάτια του λάψανε πάλε.
Κ’ ένα κύμα τότε χαράς πλημμύρισε τα στήθια του και μιαν αγάπη απέραντη απλώθηκε γι’ αυτούς, τους δυνατούς, με τους οποίους ένιωθε τον εαυτό του δεμένον πια κ’ έζησε μαζί τους ολάκερη ως τώρα τη ζωή του, ανάμεσα στον πόνο και την εγκαρτέρηση, σε μιαν ολοφώτεινη σύνδεση αγάπης και αυτοθυσίας.
Άγνωστοι, κατατρεγμένοι, απαρνητές μιας σάπιας ζωής, είτανε μια δύναμη υπέρθεη ο καθένας απ’ αυτούς, και τις νύχτες, συναγμένοι όλοι γύρω από την εσωτερική έννοια της λευτεριάς, σκυφτοί, στριμωγμένοι μέσα σ’ ένα σκοτεινό διαμέρισμα ενός παλιού πύργου, ερειπωμένου, μισή ώρα όξω από την πόλη, έπρεπε ναποφασίσουνε να χτυπήσουν. Πρέπει η γροθιά του ανθρώπου να πέσει βαρειά, σαν ένας τεράστιος ατσαλένιος όγκος, αμείλιχτη, και να τα σαρώσει όλα, όλα!
Κατέβηκε γλήγορα τη σκάλα. Πήδησε τον τοίχο και βρέθηκε όξω. Στη μέση του δρόμου, κάτου από μιαν ακακία ένας άνθρωπος περίμενε.
– Έλα γλήγορα...
Και σε λίγο χαθήκανε στο βάθος, πέρα κει, του δρόμου.
ΙΙ
Βαδίζανε γλήγορα. Κάποτε γυρίζανε και κοιτούσανε πίσω φοβισμένοι. Άνεμος δυνατός άρχισε να φυσάει, και καθώς κρατούσαν τα καπέλλα τους στα χέρια, τους ανάδευε τα μαλλιά κ’ οι σκιές τους φαντάζανε πελώριες στο μάκρος του δρόμου και κουνιόντανε ρυθμικά κάτου απ’ το φως του φεγγαριού.
Χώθηκαν ύστερα μέσα σε κάτι στενά δρομάκια, κουρασμένοι, ενώ η δίψα τους βασάνιζε τρομερά, βουτώντας ως τα γόνατα στους βάλτους που κάνανε πλήθος μικρά αυλάκια από στάσιμα νερά, γεμάτα από μικρές, πράσινες φουσκαλίθρες...
Σε λίγο φάνηκανε ξανά, μακριά στην άκρη ενός μεγάλου δρόμου.
Από κάπιο σπίτι έβγαιναν οι τόνοι μιας κιθάρας, βγαίνανε πλήθος, πνιχτοί, μονότονοι, μελαγχολικοί...
Σταθήκανε.
Σα ναν τους φάνηκε τώρα πως κάπιος τους είχε πάρει καταπόδι.
Προσέξανε καλά μέσα στης νύχτας τη σιωπή.
Ακουγόντανε τώρα βαριοί, ρυθμικοί οι χτύποι της καρδιάς τους.
– Πρέπει να χωριστούμε...
– Ναι.
Σιγή.
Κοιταχτήκανε για μια στιγμή βαθιά στα μάτια.
– Η φωτιά! Σκέψου, τι θείο όραμα είναι η φωτιά...
Ο άλλος του έσφιξε το χέρι κ’ ένα χαμόγελο μιας βαθιάς καλοσύνης χαράχτηκε στα σκοτεινά πρόσωπά τους.
ΙΙΙ
Έπρεπε να φύγει. Οι μυστικοί αστυνόμοι τον είχαν ανακαλύψει σε κάποιο σπίτι, την ώρα που είταν έτοιμος να ρήξει το τελευταίο σπίρτο. Τρία μερόνυχτα τον κυνηγούσανε τώρα, αυτόν τον ξακουσμένο επαναστάτη, και δεν τον άφιναν να σταθεί πουθενά. Από κάπιον έμαθε πως δυο άλλους συντρόφους του τους είχανε πιάσει, κι αυτή την ώρα τους σέρνανε στο στρατοδικείο. Ο ένας, στο δρόμο, είχε πέσει κάτου. Βογγούσε, κι από πάνου χωροφυλάκοι, πλήθος χωροφυλάκοι νατονέ χτυπούνε, να τονέ χτυπούνε...
Για μια στιγμή του φάνηκε πως είδε τη μορφή του συντρόφου του. Αδύνατη, κιτρινισμένη, τον κοιτούσε στα μάτια...
Ο λαός ανυπομονούσε να μάθει, νακούσει...
Στα σαλόνια των πλουσίων μιλούσανε ολοένα γι’ αυτόν. Ρωτούσανε, κρατούσανε σημείωσες... Ο φόβος τους είχε παραλύσει τη σκέψη...
Και σαν κάτι βαρύ, και φριχτό να σκέπαζε την ατμόσφαιρα όλη.
Και ξαφνικά στις πέντε το απόγεμα, να τι έγινε:
Μια μπόμπα είχε πέσει κάπου. Ύστερα άλλη, άλλη..
Για μια στιγμή όλα σταματήσανε. Σε λίγο ακουστήκανε οι καμπάνες πάλε. Χτυπούσανε όλες μαζί, βαριά, γλήγορα, φρενιασμένα. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Ο τρόμος είτανε ζωγραφισμένος παντού. Πολλοί τρέχανε να δούνε, να μάθουνε. Τα τράμια σταματήσανε. Ποιοι τα σταματήσανε; Γιατί; Μια είδηση: Οι εργάτες χτυπηθήκανε. Που; Πως; Υπάρχουν πολλοί σκοτωμένοι. Η αστυνομία τους είχε ζώσει μέσα σ’ ένα εργοστάσιο. Κείνη τη στιγμή ένα φορείο πέρασε. Ύστερα άλλο. Από κάπου ακουστήκανε τραγούδια. Τι; Ποιοι είναι; Ο κόσμος έτρεχε, πολλοί βλαστημούσανε και φωνάζανε και σηκώνανε ψηλά τις γροθιές τους...
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Πηγές:
• Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
• Καραόγλου - Ναούμ, Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου (1784-1974, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2008.
• Βάρναλης Κώστας, Τάκης Φίτσος στο Οργή λαού, εκδ. Κέδρος
• Κοσμόπολις, Ψηφιακή συλλογή, Πανεπιστημίου Πατρών / Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ) / Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών.
• Γκόρπας Θωμάς, Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, τόμοι Α’ & Β’, εκδ. Σίσυφος, Αθήνα, 1981
• Γεωργίου Βάσος, εφ. Ριζοσπάστης 12.12.1993.
• Παπαϊωάννου Μ., εφ. Ριζοσπάστης 02.02.1994.
• Τάκης Φίτσος (ηρωική μορφή του ΚΚΕ), εφ. Ριζοσπάστης, 03.05.1998.
• Βιογραφικό του Τάκη Φίτσου, εφ. Ριζοσπάστης 16.05.2004.
• Ηρωική μορφή της Δημοσιογραφίας και της Αντίστασης, εφ. Ριζοσπάστης, 06.06.2004.
• Τάκης Φίτσος, εφ. Ριζοσπάστης, 15.06.2008.
• Μην καρτεράτε να λυγίσουμε, εφ. Ριζοσπάστης, 30.05.2009.
• Φίτσιος Ι. Χαράλαμπος, Τάκης Φίτσος, περ. Υπάτη, τευχ. 51, Δεκέμβριος 2007, σ.σ. 91-98.
• Γιαννόγκωνας Βασίλης, Γαύδος-Αναμνήσεις εξορίστου, εκδ. Δίρφος, Αθήνα, 1973.
Δημήτρης Υφαντής
Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Υπάτη",
τεύχος 54, Δεκέμβριος 2014, σελ. 47-64
Σημειώσεις-Παραπομπές
1. Βλέπε, Γκόρπας Θωμάς, Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, τόμοι Α’ & Β’, εκδ. Σίσυφος, Αθήνα, 1981.
2 Βλέπε Φίτσιος Ι. Χαράλαμπος, Τάκης Φίτσος, περ. Υπάτη, τευχ. 51, Δεκέμβριος 2007, σ.σ. 96-9
Ο Φίτσος ήταν δημοσιογράφος. Η ιδιότητα αυτή, την συγκεκριμένη εποχή (πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα), διαφοροποιείται ποιοτικά κατά πολύ από τα σημερινά δεδομένα της κυρίαρχης ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας. Κατ’ αρχάς γίνεται λόγος για δημοσιογράφο του Τύπου. Ο δημοσιογράφος του τότε, κατά κανόνα διαθέτει ευρεία μόρφωση, γράφει, διαβάζει πολύ, γνωρίζει καλά την γλώσσα, γνωρίζει λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης και των ρευμάτων της κ.ο.κ. Είναι γνωστό ότι πάρα πολλοί Έλληνες λογοτέχνες από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τις επόμενες δεκαετίες δημοσιογραφούν και αρθρογραφούν σε εφημερίδες και περιοδικά. Εξυπακούεται βέβαια ότι ο δημοσιογράφος παρακολουθεί, αναλύει και επηρεάζεται από τις διεθνείς και ελληνικές κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές εξελίξεις.
Όσον αφορά στον κοινωνικό του κύκλο, οι συντροφιές στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κοινές με εκείνες των λογοτεχνών, εικαστικών, μουσικών, γενικότερα των διανοουμένων. 1 Από αυτό το κλίμα δεν ξεφεύγει και ο Φίτσος, ο οποίος πηγαίνοντας στην Αθήνα, ως φοιτητής Νομικής συμμετείχε στις φιλολογικές παρέες με τους Βάρναλη, Βουτηρά, Φιλήντα, Καρούσο, Βέλμο, Κατηφόρη κ.α.
Παράλληλα, την ίδια εποχή, πολλοί από τους Έλληνες διανοούμενους και καλλιτέχνες εμπνέονται από τις ρηξικέλευθες ιδέες κινημάτων και επαναστάσεων στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Οι επαναστάσεις στη Φινλανδία και στη Γερμανία το 1918. Η κήρυξη της Ουγγαρίας σε σοβιετική δημοκρατία το 1919. Το επαναστατικό εργατικό κίνημα που ανθεί στην Αμερική καθώς και η ενδυνάμωση των εθνικό-απελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες. Διόλου τυχαία βέβαια το 1918 ιδρύεται στην Ελλάδα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), που το 1924 μετονομάζεται σε ΚΚΕ.
Ο Τάκης Φίτσος, από τα υπάρχοντα στοιχεία, φαίνεται ότι ενστερνίζεται τις ιδέες αυτές, οι οποίες στο πρώιμο στάδιό τους μεταξύ 1919-1921, καταγράφονται στα έξι δημοσιευμένα πεζογραφήματά του, που παρουσιάζονται στη συνέχεια.
Μια σύντομη, ελλιπής βιογραφία: Ο Τάκης Φίτσος γεννήθηκε στην Υπάτη το 1898. Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Λαμία όπου τελείωσε το γυμνάσιο.
Χρήστος το όνομα του πατέρα του, καπνέμπορος το επάγγελμα και η μητέρα του Ελισάβετ το γένος Ράπτη. Είχε επίσης δύο αδελφές την Ιφιγένεια και την Ζωή.
Δούλεψε ως δημοσιογράφος στο «Ριζοσπάστη» από το 1922 και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνσή του. Πριν το «Ριζοσπάστη» δούλεψε ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Νεολαία» της ΟΚΝΕ (σημ. Κομμουνιστική Νεολαία).
Στα χρόνια που ακολούθησαν φυλακίζεται και εξορίζεται πολλές φορές για τις ιδέες και τη δράση του. Το 1927 βρίσκεται στις φυλακές Συγγρού και το 1933 εξόριστος στη Γαύδο.
Στο Μεσοπόλεμο κατά πάσα πιθανότητα βρέθηκε επίσης κρατούμενος στις φυλακές Αίγινας και εξόριστος στη Φολέγανδρο. Το διάστημα 1936-1943 κρατείται στις φυλακές Ακροναυπλίας. Από το Γενάρη του 1943 περνά ως κρατούμενος κατά σειρά από Κατούνα-Βόνιτσα-Λαζαρέτο απ’ όπου απελευθερώνεται το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου.
Αμέσως μπαίνει στην Αντίσταση, αναλαμβάνει γραμματέας του ΕΑΜ Στερεάς και συμμετέχει στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστή ως κυβέρνηση του βουνού.
Στο Εθνικό Συμβούλιο αναλαμβάνει τον Τομέα Αυτοδιοίκησης και τοποθετείται Πρόεδρος Δυτικής Στερεάς. Το 1944 με την ιδιότητα αυτή εισέρχεται στην απελευθερωμένη Λαμία, με τους Σημίτη, Άρη Βελουχιώτη και τον αρχιμανδρίτη Γερμανό Δημάκο (Ανυπόμονο), όπου εκφωνεί λόγο στην πλατεία Ελευθερίας.
Το διάστημα 1945-1947 δούλεψε και πάλι στο «Ριζοσπάστη». Το 1947 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1949 περνά έκτακτο στρατοδικείο στη Χαλκίδα, καταδικάζεται για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις και την κοινωνικο-πολιτική του δράση.
ΤονΑπρίλη του ίδιου χρόνου εκτελείται μαζί με άλλους επτά συγκρατούμενους και συγκρατούμενες.
Το συγγραφικό του έργο:
Ο Τάκης Φίτσος από τα εφηβικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και πεζά. Στη νεότητά του, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ο Νουμάς», στον οποίο δημοσίευσε με χρονολογική σειρά τα ακόλουθα έργα:
Ένα όνειρο..., τομ. 16, αριθ. 629, 1919, σ. 296.
Οι αλήτες, τομ. 16, αριθ. 641, 1919, σ. 483.
Στοχασμοί, τομ. 16, αριθ. 643, 1919, σ. 519.
Άνθρωποι, τομ. 17, αριθ. 710, 1920, σ.σ. 309-310.
Η φυλακή, τομ. 18, αριθ.730, 1921, σ.σ. 215-216.
Τρικυμία, τομ. 18, αριθ. 736, 1921, σ.σ. 309-310.
Λίγα λόγια για το «Νουμά»:
«Ο Νουμάς» ήταν μαχητικό λογοτεχνικό περιοδικό των δημοτικιστών, η έκδοση του οποίου ξεκίνησε το 1903, από τον Δημήτρη Ταγκόπουλο και διακόπηκε οριστικά το 1931. Ενδιάμεσα διέκοψε την έκδοσή του κατά τα έτη 1917-1918 και 1924-1929.
Εκτός του γλωσσικού ζητήματος το περιοδικό ταυτίστηκε και με τον αγώνα για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Σταδιακά συγκέντρωσε γύρο του τους κυριότερους δημοτικιστές όπως: Παλαμά, Ψυχάρη, Πάλλη, Εφταλιώτη, Φωτιάδη, Τριανταφυλλίδη, Δελμούζο, Χατζόπουλο,Δραγούμη, Γληνό, Μαλακάση και δεκάδες άλλους.
Το περιοδικό από το 1920 και μετά μετεξελίχθηκε σε λογοτεχνική επιθεώρηση.
Το παρόν σημείωμα έχει στόχο να παρουσιάσει το συγγραφικό έργο του Τάκη Φίτσου, και σε καμία περίπτωση να κρίνει τη λογοτεχνική του αξία ή το ιδεολογικό του υπόβαθρο. Έτσι περιορίζεται σε δύο μόνο παρατηρήσεις:
Α) Ως προς τη φόρμα, χρησιμοποιεί παραπάνω από το σύνηθες τα σημεία στίξης, ιδιαίτερα την τελεία και το κόμμα, δίνοντας κάποιες φορές την εντύπωση ότι γράφει στίχο και όχι πεζό. Όπως προαναφέρθηκε ο ίδιος έγραφε στίχους. Επίσης, αρκετές φορές ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τα σημεία στίξης, το κείμενο του δεν θυμίζει γραπτό λόγο αλλά προσομοιάζει με ομιλία (προφορικό λόγο). Αυτό πιθανώς να οφείλεται στις γενικότερες αντιλήψεις του για την δημοτική γλώσσα.
Β) Ως προς το περιεχόμενο, στα τέσσερα πρώτα κείμενά του: «Ένα όνειρο», «Οι αλήτες», «Στοχασμοί», «Άνθρωποι» είναι εμφανέστατος ο παραλληλισμός του Ιησού με τον κοινωνικό επαναστάτη, που συνοδεύεται από διάφορους συμβολισμούς και στοχασμούς για την ανθρώπινη ύπαρξη. Το ακάνθινο στεφάνι, το μαρτύριο από τον Άννα στον Καϊάφα, ο Γολγοθάς των κατάδικων, ο χλευασμός του πλήθους, η καρτερικότητα, η απάρνησή του από τους ανθρώπους, ο αλτρουισμός, η θυσία, η «τρέλα» του θυσιαζόμενου, η δυσπιστία των ανθρώπων, η συγχώρεση και η προσμονή μιας καινούριας ζωής, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Στοιχεία που αυθόρμητα μας παραπέμπουν σε αντιλήψεις πουσυναντάμε στο έργο του φίλου του Κώστα Βάρναλη.
Στα δύο τελευταία χρονολογικά έργα του: «Η φυλακή» και «Τρικυμία», περιγράφονται η μεγάλη δοκιμασία της φυλακής και η παράνομη συνωμοτική δουλειά, που καταλήγει σε λαϊκό ξεσηκωμό. Έντονο στοιχείο σχεδόν σε όλα τα γραπτά του η «σιωπή».
Το εντυπωσιακό είναι ότι όσα περιγράφει μοιάζουν προφητικά για τη μετέπειτα πορεία του, καθώς λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευσή τους και έως το τέλος της ζωής τα βίωσε ο ίδιος σε υπερθετικό βαθμό.
Ο Τάκης Φίτσος ήταν ένας ιδεολόγος διανοούμενος και εάν το δεύτερο φαίνεται, έστω και από τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία, για το πρώτο θα μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψη ότι μολονότι προερχόταν από εύπορη οικογένεια και είχε δυνατότητα πολλών επιλογών για τη ζωή του,διάλεξε ένα δύσκολο και επώδυνο δρόμο.
Δυστυχώς η ταραγμένη μεταπολεμική εποχή και το εμφυλιακό διχαστικό κλίμα «επέβαλαν» μια «σιωπή» γύρω από αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο. Μια «σιωπή» για την οποία ο ίδιος είχε γράψει στα πεζογραφήματά του, αλλά και στα συγκλονιστικά, ως περιέχον και περιεχόμενο, σημειώματα που άφησε λίγο πριν την εκτέλεσή του 2.
Η μεταφορά των πεζογραφημάτων που ακολουθούν, έγινε βάσει των πρωτότυπων κειμένων, χωρίς κάποια παρέμβαση στη γραμματική και στη σύνταξή τους.
Για τεχνικούς λόγους εδώ χρησιμοποιείται το μονοτονικό σύστημα.
ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ... (1919)
Ο Ιησούς ήταν ένα ώμορφο μελαχροινό παιδάκι, με μάτια μεγάλα που έλαμπαν σαν δυο αστέρια και με μακρυά ολόσγουρα μαλλιά. Συνήθιζε πάντα μόνος, να περπατάη ανάμεσα στις μαγευτικές τοποθεσίες της πατρίδας του, να πίνη νερό από τις κρυσταλλένιες πηγές των δασών, να μοιράζει το ψωμί του με τα γλυκόλαλα πουλιά που τον συντρόφευαν και απαλά νανούριζαν το ν ύπνο του, και να μαζεύη λουλούδια ολόδροσα πλέκοντας στεφάνια για να στολίζει κάθε πρωί μ’ αυτά ένα μικρό αγαλματάκι, που μόνος αυτός τόχε ανακαλύψει κάτωαπό πυκνές βατομουριές. Έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τα λευκά λουλούδια και του φαίνονταν πολύ ευχάριστο να τραγουδάη την άφταστη ωμορφιά των κρίνων. Ζούσε τόσον ειρηνικά και ωραία...
Ένα δειλινό, την ώρα που ο ήλιος ξεψυχούσε εκεί ψηλά στις κορυφές των βουνών και ο ουρανός ήταν κεντημένος από κίτρινα χλωμά τριαντάφυλλα, ο Ιησούς ήταν βυθισμένος σε κάποιο όνειρο. - Ηδονικά ζαλισμένος από παράξενα μεθυστικά αρώματα και τριγυρισμένος από χιλιάδες χερουβείμ έπλεε μέσα σε μια θάλασσα φωτός και γαλήνης... Και κάτι εκεί μακρυά τον επρόσμενε... Ω! ας μπορούσε με τα μάτια της ψυχής να ιδή εκεί μακρυά!...
Ένας παράξενος όμως ερημίτης, που κατοικούσε εκεί κοντά, χωμένος μέσα σε μια σπηλιά, ένας γόης, ένας συχαμένος ζητιάνος, ένας τρελλός μάγος, ήρθε σα φίδι, συρνάμενα, και τον άγγιξε στον ώμο. Ο Ιησούς άφοβα τον κοίταξε με τα μεγάλα εκείνα ονειροπόλα μάτια. Τότε ο ερημίτης παίρνοντας ένα στεφάνι από αγκάθια και τσουκνίδες το έβαλε πάνω στο κεφάλι του. Άρχισε να πονή και να σκούζη και το αίμα έτρεχε αυλακώνοντας το εμπυασμένο εκείνο πρόσωπο κ’ έτσι φάνηκε ένα ανυπόφορο συχαμερό ζώο ο άνθρωπος.
Η τρυφερή όμως καρδιά του Ιησού γεμάτη από άπειρον οίκτο για τη δυστυχία αυτού του τρελλού, δε βάσταξε και φώναξε:
– Δος μου εμένα αυτό το στεφάνι...
Τότε ο τρελλός με ανέκφραστη αγωνία τον κοίταξε και ανάμεσα στους πνιγμένους λυγμούς που έβγαζαν τα σκελεθρωμένα στήθια του, είπε και τούτα:
– Δε μπορώ!...
Ο Ιησούς έτρεξε και με υπεράνθρωπους αγώνες έβγαλε από το κεφάλι του δυστυχισμένου αυτό το στεφάνι. Αλλά και τότε ο τρελλός δεν έπαψε να ουρλιάζη και να χτυπάη τα πόδια του σα δαιμονισμένος κάτω στο χώμα.
Ο Ιησούς θέλησε και αυτός να φορέση εκείνο το στεφάνι. Και τα αγκάθια χώθηκαν στο τρυφερό μέτωπό του και οι τσουκνίδες τον εβασάνιζαν τρομερά.
Και οι δυο τότε έκλαιαν-έκλαιαν το αιώνιο της συμφοράς των.
Λαμία
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ (1919)
Κουρασμένοι, τα πόδια τους βουτηγμένα σ’ ένα πηχτό, μαυροκόκκινο αίμα, που τρεχε ακατάπαυστα από τις πληγές, τα κορμιά τους γδαρμένα από τους ραβδισμούς, παραμορφωμένοι, ελεεινοί, σκονισμένοι, κατάμαυροι από τον ήλιο και τη βροχή, σκυφτοί, αμίλητοι ανέβαιναν από ανηφορικό δρόμο, μισή ώρα έξω από τη Λαμία. Η πείνα είχε σκάψει το πρόσωπό τους και η δίψα είχε κάνει απαίσια τη φωνή τους. Ως τόσο περπατούσαν...
Πίσω τους, πάνω σε ωραία άλογα, έρχονται πλήθος στρατιώτες. Και οι χρεμετισμοί των αλόγων, ανακατωμένοι με τις βρισιές και τα τραγούδια των καβαλάρηδων, και οι αναστεναγμοί οι βαρειοί και θλιβεροί εκείνων που περπατούσαν μπροστά, έδειχναν μια εικόνα φρίκης και αποτροπιασμού.
Τους είχαν εξορίσει από την Αθήνα και τους έστελναν σ’ ένα χωριουδάκι της Μακεδονίας. Εκεί θα τους ανάγκαζαν να εργαστούν. Και το ψωμί τους λίγο και ηουλειά πολλή και βαρειά. Ολόκληρα ημερονύχτια περπατούσαν. Στη Θήβα κάποιος σύντροφος έπεσε κάτου. Έσκουζε γοερά από τον πόνο. Και ύστερα από λίγην ώρα ξεψύχησε. Το πτώμα του το έθαψαν αμέσως για να μη βρωμίση. Και η λοιπή συνοδεία τράβηξε το δρόμο της.
Βρισκόντουσαν τώρα σε μια ανοιχτή πεδιάδα, όταν ολόκληρος ο τόπος εκείνος αχολόγησε από τα κλάματα μιας γυναίκας. Έρχονταν τρεχάτη κουνώντας νευρικά τα χέρια της, και τα αχτένιστα μαλλιά της, σα φείδια, ανέμιζαν στον αέρα. Φώναζε δυνατά κάποιο όνομα. Οι στρατιώτες από περιέργεια σταμάτησαν. Εκείνη τότε σύρθηκε κάτου από την κοιλιά των αλόγων και τους παρακαλούσε θερμά να την αφήσουν ν’ αγκαλιάση τον αδερφό της. Ναι. Τον είχαν πάρει μαζί με τους άλλους. Αυτή την άλλη ήμερα που τόμαθε, πως δεν της ήρθε ο θάνατος. Αχ, και τι καλός που ήταν μαζί της!...·Πόσο την αγαπούσε ο Γιώργης! Γιατί να της τον πάρουν; Τώρα πως θα ζούσε αυτή; Ποιοι είναι αυτοί που χώρισαν τον αδερφό από τηναδερφή; Γιώργηηηη! και γέμισε τον αέρα από θρήνους.
Οι στρατιώτες γελούσαν. Οι αλήτες έκλαιγαν. Κι ο αδερφός της ορμούσε να την αγκαλιάση.
Σε λίγο άρχισε να βρέχη. Τότε κάποιος από τους στρατιώτες, βλαστημώντας φριχτά, χτύπησε με το θηκάρι του σπαθιού του τη γυναίκα.
– Για το Θεό! τον αδερφό μου... φώναξε το δυστυχισμένο εκείνο πλάσμα, πέφτοντας στο χώμα.
Και δόθηκε διαταγή να βαδίσουν. Ύστερα από λίγην ώρα η συνοδεία χάθηκε, σα σύννεφο, στο μάκρος του ολόϊσου δρόμου.
Και ενώ από πάνου ο ουρανός βογγούσε, το άθλιο εκείνο πλάσμα σηκώθηκε,αργά και βαρειά προχωρώντας προς το μέρος που τράβηξε η συνοδεία, ωλόλυζε:
Αδερφούλη μου... Αχ, αδερφούλη μου!...
Λαμία
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ (1919)
Η νύχτα απλώνονταν απαλά και ήρεμα στους χλοερούς κάμπους. Το φεγγάρι κρεμασμένο στον ανοιχτό γαλαζοδιάφανο φόντο τουρανού, σαν ένα κομμάτι από ασήμι ραντισμένο με τη λεπτή σκόνη του χρυσαφιού, σκόρπιζε νοσταλγικά τις χλωμές του φωτεινόλουστες αχτίδες. Από μακρυά έρχονταν, όμοια με το τραγούδι ενός πληγωμένου κύκνου, το σιγανό κελάρυσμα του ποταμιού, και οι ψηλές λευκόθωρες λεύκες κουνούσαν ρυθμικά τη μαρμαρένια κορμοστασιά τους στην άπιαστη και μυρόπνοη ανάσα του βραδυνού αγεριού.
Πιο πέρα, λευκοί και αστραφτεροί, φάνταζαν οι μαρμαρόχτιστοι τάφοι κάτου από μια λουρίδα φωτός δειλά ξεγλυστρώντας ανάμεσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές των μαύρων κυπαρισσιών. Και η μικρή καμπάνα του κοιμητηρίου έκλαιε σιγά και πονούσε τον ανείπωτο πόνο των ωχρών πεθαμένων. Μα δεν πρέπει κανέναςνα φοβάται τους πεθαμένους...
Κάποιος συνείθιζε να κοιμάται πάνου στις κρύες πλάκες των τάφων. Και αγαπούσε τόσο τους πεθαμένους, ώστε το μίσος του ήταν φανερό πια για τους ζωντανούς. Η αγάπη του εκείνη, η αλλόκοτη, είχε μέσα της κάτι από το πέραν τήςΖωής και του Θανάτου. Βαθειά τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, κολλούσε τα πορφυρά χείλη του στους κιτρινόθωρους σκελετούς. Ύστερα αρρώστησε και ως τόσο φαίνονταν πολύ καλά στην υγειά του. Και όλοι τον έλεγαν τρελλό...
Αλήθεια! Πώς μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς τους πεθαμένους; Πρέπει να έχη ματώσει με τα ίδια του τα χέρια το πρόσωπό του και να ρίξη τα μάτια του στα πεινασμένα σκυλιά. Να, το φεγγάρι, φοβισμένο, κρύβεται σ’ ένα λευκό, πουπουλένιο σύννεφο. Και το ποτάμι έπαψε ν’ αργοκυλάη τραγουδώντας ηδονικά τα όργια κάποιας νεράιδας. Και οι λεύκες είναι τόσο λεπτές, πολύ λεπτές, που χάνονται κι εξαϋλώνονται μέσ’ στον απέραντο ωκεανό του Απείρου.
Στα χείλη της Σιωπής!
...Και μόνον ή καμπάνα, η μικρή καμπάνα του κοιμητηρίου, κλαίει σιγά και πονεί τον ανείπωτο πό νο των ωχρών πεθαμένων.
Λαμία
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΙ (1920)
...Κ’ ύστερα, ολάκερο εκείνο το αφηνιασμένο μπουλούκι, χύμηξε αγριεμένο καταπάνω του.
Μερικοί, βλέποντας τη γαλήνη που είταν απέραντη χυμένη πάνω στα γερά χαραχτηριστικά του προσώπου του, κι όταν ακόμα άρχισαν να τον γιουχάρουν για τις αλλόκοτες κείνες ιδέες, που τις έλεγε λεύτερα προς το πλήθος, γύρισαν πίσω ξαφνιασμένοι, σαν από κάπιο απόμακρο προαίστημα. Οι περισσότεροι όμως, και είντουσαν μέσα σ’ αυτούς και πολλές γυναίκες, χύμηξαν καταπάνω του μανιασμένοι, βρίζοντας φριχτά, χειρονομώντας και πιάνοντάς τον άλλος από το κεφάλι κι άλλος από τα πόδια, άρχισαν να τονε σπρώχνουν δυνατά, να τον χτυπούν, να τον φτύνουν κατά πρόσωπο, και να του χώνουν πίσω στις πλάτες μικρά καρφιά. Έπειτα του δέσανε τα χέρια με χοντρά σχοινιά και του σφίξανε τα δεσίματα με τόση δύναμη, που οι κόμποι μπαίνανε μες στο κρέας του. Κι ολάκερο εκείνο το παλιάσκερο ουρλιάζοντας και χτυπώντας τα πόδια του κάτου στο χώμα από χαρά, ερχόντανε μπροστά του και τον κορόιδευε.
Εκείνος, σαν ξένος σ’ όλα που γινόντουσαν γύρω του, με τα μεγάλα ονειροπόλα μάτια του καρφωμένα σε μακρινά πράμματα, φαινότανε σα να μην ακούει ούτε να βλέπει.
Άρχισε να βραδιάζει. Τ’ αεράκι ανάλαφρο περνούσε απαλά και κουνούσε ρυθμικά τα χλωμοπράσινα φύλλα των δέντρων.
Τον διατάξανε να περπατήσει. Και πίσω του και μπροστά, ακολουθούσε ο λαός, και τούδειχνε τις σφιγμένες γροθιές του.
Πολλοί φωνάζανε:
– Κατάρα στον άθεο!
– Λυώστε το βρωμερό κορμί του κάτω από τις φτέρνες σας!
Πέρασαν έτσι αρκετούς δρόμους, και σαν έφτασαν στην κεντρική πλατεία, στάθηκαν να σκεφτούνε που έπρεπε να τον παραδώσουν, χωθήκανε στριμωγμένοι αλληλοβρίζοντας και ουρλιάζοντας σε κάτι στενοδρόμια, κ’ ύστερα από κάμποσην ώρα φτάσανε όξω από την Αστυνομία.
Σε όλο αυτό το διάστημα της βασανιστικής πορείας ο κατάδικος ούτε μια λέξη παραπόνου δεν πρόφερε. Πάντοτε γαληνεμένος, περπατούσε ανάμεσα σε δυο πυκνές σειρές αγριεμένου πλήθους, με το μέτωπο ψηλά.
Όταν περνούσε κάτου από τα παράθυρα, δεχότανε με ανέκφραστη σιωπή όλες τις βρισιές και τα περιγέλια των κοριτσιών, που τον κοιτούσαν πάντα με συμπόνια και φόβο μαζί, συμμαζεμένα κοντά στις μαννάδες τους. Είδε πολλούς φίλους του να τον κοροϊδεύουν και να τονε δείχνουν σ’ όσους δεν τον ξέρανε. Όλοι εκείνοι, που άλλοτε τους είχε φανερώσει τις ιδέες του, και τον άκουσαν πρόθυμα, και που του είχανε υποσχεθεί να τονε συντρέξουν, τώρα, κατατρομαγμένοι, είχαν ανακατευτεί κι αυτοί με το εξα γριωμένο εκείνο πλήθος.
Τον έρριξαν σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο.
Τώρα πια, με τα μάτια σκεπασμένα από σταγόνες αίμά του, άθλιος, ελεεινός, κ’ ενώ η παγωνιά του θανάτου ξαπλωνότανε σιγά-σιγά στα πονεμένα μέλη του, άρχισε να συλλογίζεται για πρώτη φορά το ανώφελο της διδασκαλίας του. Ο λαός, που αυτός για χάρη του είχε δουλέψει κ’ είχε θυσιάσει τα καλλίτερα χρόνια της ζωής του, για να τον οδηγήσει προς το Καλό και την Αλήθεια, αυτός ο ίδιος ο λαός τον είχε δικάσει και καταδικάσει. Πίστευε στη δύναμη των φτωχών και των σκλάβων, κι όμως οι φτωχοί και οι σκλάβοι του αρνηθήκανε τη δύναμή τους. Και τώρα, ανάμεσα στους ισχυρούς, που τόσο πολύ τους είχε μισήσει, και στους ταπεινούς, που τόσο πολύ τους είχε αγαπήσει, άκουγε κι από τούτους κι από κείνους τα ίδια λόγια, λόγια πικρά και φαρμακερά.
Ένιωσε το μάταιο της ιδεολογίας του.
Οι άνθρωποι είναι όλοι κακοί. Το κακό είναι γεννημένο μαζί τους. Όλα αβέβαια όλα άνοστα, τίποτα το θετικό. Και μοναχά ο θάνατος, δυνατός κι ωραίος υπάρχει.
Κ’ έκλαψε πικρά...
Έπειτα γύρισε τη σκέψη του δέκα χρόνια πίσω. Θυμήθηκε το σπίτι του, τ’ αδέρφια του, την αγαπημένη του τη μάννα. Πόση αηδία του προξενούσαν! Κι όμως τ’ αγαπούσε...
Και θέλησε πιο πολύ ακόμα να κλάψει, αυτός ο δυνατός της ζωής, και θέλησε να σπαράξει τις σάρκες με τα ίδια του τα χέρια, αλλά ο πόνος του έσφιγγε την καρδιά κι ο θάνατος άρχισε να βαραίνει τα βλέφαρά του.
Έξω η νύχτα απλωνόταν απέραντη. Τα βαριά βήματα του φρουρού ακουγόντανε ανατριχιαστικά να χτυπάνε πάνου στις μουχλιασμένα: πλάκες – πάτ, πάτ, πάτ! –και πάλι – πάτ, πάτ, πάτ... – Τίποτα άλλο.
Έσυρε το κορμί του αργά προς το παράθυρο.
Το φεγγάρι τον κοιτούσε τόσο λυπημένα... Και κάτου από το χλωμό εκείνο φως θυμήθηκε και πάλι τους φτωχούς, τους ταπεινούς, τους βασανισμένους. Αναστέναξε βαθιά, και η καρδιά του πλημμύρισε πάλι κ’ αιστάνθηκε τότε πως ο κόσμος είναι ο ίδιος ο εαυτός του και τα βάσανα του κόσμου είναι και δικά του. Και συχώρεσε εκείνους που τονε βασάνισαν τόσο άδικα, κ’ αιστάνθηκε την καρδιά του να πλημμυρίζει από χαρά. Και σαν κάποιος να του σφύριξε στ' αυτί, πως ο άνθρωπος γενιέται καλός κ’ έπειτα οι διάφοροι νόμοι τον κάνουνε τόσο άγριο. Έφερε τα μάτια του προς τα όξω. Στα ωχρά χείλια του άνθισε το γέλιο κάποιας καινούριας ζωής. Κ’ ενώ η νύχτα απλωνότανε ακόμα όξω, ο επαναστάτης ιδεολόγος ξεψύχησε τόσο γαληνεμένα και τόσο όμορφα..
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Η ΦΥΛΑΚΗ (1921)
Κείνο το βράδι μια βαρειά κι άγνωστη λύπη έσφιγγε την καρδιά μας. Είχαμε στριμωχτεί όλοι σε μιά γωνιά, με τις πλάτες μας ανταμωμένες, για να φέρουμε τη ζέστη στα ξεπαγιασμένα κορμιά μας. Σκοτάδι. Απ’ έξω, έφθανε ως τ’ αυτιά μας, το βαρύ και μονότονο βάδισμα του νυχτοφύλακα, πάνου στις χωματένιες πλάκες της αυλής. Ένα κομμάτι χαρτιού, κολλημένο στην άκρη του σπασμένου τζαμιού, είχε μισοτραβηχτεί και χτυπούσε στο κάθε δυνατό φύσημα του αγέρα, σα δυό φτερούγες πληγωμένου πουλιού. Ένας σωρός από καλάμια, ρηγμένος κάπου κει σε μιαν άκρη, έτριζε σιγά κι αθόρυβα, λες κ’ είταν σωρός από κόκκαλα στιβαγμένος κει πέρα, από χιλιάδες χρόνια. Μια υγρή μυρουδιά μούχλας και σουπλιμέ σπιρούνιζε τα ρουθούνια μας. Καμιά θύμηση περασμένης ευτυχίας δεν ερχότανε να σβήσει τη φριχτή εικόνα της ταραγμένης φαντασίας μας. Σιωπή. Κ’ η έγνοια, η κρυφή έγνοια της σκοτεινής ζωής μας, απλωνόταν απέραντη στο λογισμό μας και βούιζε πνιχτά και ξεσπούσε ολοένα σ’ ένα ατέλειωτο κλάμα.
Ο Μιχάλης άρχισε να βήχει. Έβηχε από πολλές βδομάδες τώρα. Και ποτέ δε μιλούσε. Μας κοιτούσε μόνο βαθειά, επίμονα, με τα μεγάλα βαθυοΐσκιωτα μάτια του.
Κάπιος από μας σύρθηκε ως την πόρτα. Κάτι είδαμε να φωτίζει μες στο σκοτάδι. Έν’ αναμμένο σπίρτο. Γλήγορα έσβησε. Σε λίγο τον ακούσαμε να σιγομιλάει,φτύνοντας κάτου στο πάτωμα, μοναχός του.
– Την άτιμη! Σιδερόφραχτη... Και δε λιγάει τοσοδά...
Από μακριά ακούστηκαν τα γέλια κ’ οι φωνές μιας μεθησμένης παρέας. Το ούρλιασμα του αγέρα ανακατευότανε μαζί τους. Κ’ ύστερα, - ένα τραγούδι, που ολοένα έσβηνε απαλά και χανόταν κατόπι πέρα κει, στο βάθος του σκοτεινού δρόμου. Ένας πόθος τότε κρυφός τράνταξε τ’ ασθενικά μας κορμιά, κ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο χαράχτηκε βαθειά πάνου στα χείλη μας τα ωχρά. Όμως έξω η νύχτα απλωνότανε βουβή απέραντη, και το σκοτάδι σερνότανε πνιχτά πάνου απ’ τους χιονόκαφτους κάμπους και πέρα από την ομιχλώδικη θάλασσα.
Βαθειά σιωπή.
Ξάφνου ακούστηκε κάπιο ροχαλητό. Κάπιον θα πήρε ο ύπνος. Το Στραβοκάνη. Παράξενο κι αυτό το παιδί! Μας τον είχαν κουβαλήσει κει μέσα ένα δειλινό, και γω δεν ξαίρω πότε, κι από τότε ρήχτηκε με τα μούτρα στον ύπνο. Και μας σιχαινόταν όλους εμάς. Και μας έβριζε. Τα μεγάλα, αχτένιστα μαλλιά του, του κρύβανε το πρόσωπο. Ένα πρόσωπο σουβλερό, κίτρινο. Κι όταν γελούσε, το πρόσωπο αυτό το σουβλερό, το κίτρινο πρόσωπο, μίκραινε, γινότανε τοσοδά, κι ανάμεσα από τ’ ανεβοκατεβάσματα των τσιμπλιασμένων ματιών του ανάβρυζε μιάν αλλόκοτη λάμψη, μιά παράξενη, κίτρινη λάμψη.
Το παλιό ρολόι της Μητρόπολης άρχισε να χτυπάει. Οι χτύποι έφτασαν ως ταυτιά μας, αργά, ξεψυχισμένοι, αμφίβολοι...
– Τρεις...
– Τέσσερις...
– Όχι. Είτανε το λαρύγγι του αγέρα που βούιξε έτσι...
– Ναι...
– Ποιος είπε, ναι;
– Εγώ, φώναξα.
– Ο αγέρας σου μίλησε και συ τον αρνήθηκες.
Και μένα, σα νάκουσα κάπιον να μου μιλάει. Τέτιοι είστε όλοι εσείς! Τιποτένιοι...Χμ... Η ώρα είναι χωμένη μες στο καύκαλο του ρολογιού. Χαμένη ώρα!...
Θέλησα να μιλήσω, όμως δεν τόκανα. Στριμώχτηκα πιο βαθειά, ανάμεσα στους άλλους.
Κάπιος μου έσφιξε το χέρι. Ένιωσα τα δάχτυλα κείνα, που σερνόντανε πάνω μου δειλά, φοβισμένα, να ξαπολάνε σ’ ολάκερο το κορμί μου μιαν αλλόκοτη κρυάδα. Θέλησα να τραβηχτώ.Όμως, σα να μίλησε κάπιος. Σε μένα μίλησε; Άκουσα: – πεινώ! – κ’ ύστερα, σα νάκλαιγε κάπιος σιγά, πολύ σιγά...
Ο Στραβοκάνης σηκώθηκε τότε κ’ έφυγε από κοντά μας. Όταν πέρασε αντίκρυ από το παράθυρο, το αστενικό φως που ερχόταν απ’ έξω, από το μεγάλο ηλεκτρικό γλόμπο της αυλής, τον φώτισε για μια στιγμή. Και καθώς κρατούσε σκυφτό το κορμί του, έτρεμε ολάκερος από το κρύο, ανάμεσα από το χιλιοτρυπημένο σακκάκι του, εμένα μου φάνηκε σαν ένα φάντασμα κίτρινο, που έψαχνε τρεμουλιαστά κάτι να βρει μες στο σκοτάδι.
Κι ο ύπνος, ο πονετικός αδελφός των βασανισμένων, κείνο το βράδι βρισκότανε μακριά από μας. Ένιωθα ολωνών τα μάτια να μένουν ανοιχτά, ορθάνοιχτα, βυθισμένα σε μιάν ομίχλη που μπροστά μας απλωνότανε βαθειά κι απέραντη, και σα ναγναντεύανε – καρφωμένα τα μάτια σε κάπιο βράχο, – μια θάλασσα, ήσυχη θάλασσα...
Ύστερα από λίγην ώρα η σκάλα ακούστηκε να τρίζει. Κάπιος ανέβαινε. Περπατούσε τώρα μες στο διάδρομο. Σε μας ερχόταν. Τα βήματα σταμάτησαν όξω από τη δική μας πόρτα. Αυτή την ώρα θα ψάχνει μες τις τσέπες του, αναζητώντας κάτι. Το βρήκε. Να, το δικό μας κλειδί. Άτιμο κλειδί! Η πόρτα ανοίγει, και μπαίνει μέσα. Δεν προχωρεί. Στέκεται κει στην πόρτα. Από κει φωνάζει:
– Έ! Φτου να πάρει ο διάολος! Βρώμα μωρέ... Αμ’ κουνηθήτε, ρε παλιόσκυλα! Εδώ είστε; Χμ...
Σιγή. Σα να μιλάει σιγά, μονάχος του:
– Χμ!... Το τσουβάλι θέλει σφίξιμο. Σα να χωράει κάμποσους ακόμα...
Φεύγει. Σε λίγο ακούμε τη φωνή του:
– Σκοπός! Φέρ’ τον απάνου...
ΙΙ
Ένας όγκος κυλίστηκε ως στα πόδια μας. Η πόρτα έκλεισε ύστερα πίσω του δυνατά.
Στο διάδρομο μιλούσανε δυό. Σε λίγο έπαψαν. Κατέβηκαν, χτυπώντας βαρειά τα πόδια τους στη σκάλα.
Έσκυψα να δω. Τα χέρια μου χώθηκαν σε μιά τούφα μαλλιών. Κάπιος έτρεξε να φέρει το λυχνάρι. Περιμέναμε όλοι με αγωνία. Το φυτίλι δεν άναβε. Σαν άναψε σε λίγο, είδα τα χέρια μου βουτηγμένα στο αίμα. Ταράχτηκα. Τα χέρια αυτά είναι δικά μου;
Ένας άνθρωπος βρισκότανε πεσμένος μπρούμυτα. Λίγο πιο πάνου απ’ το δεξί του αυτί είταν ανοιγμένη μιά μικρή τρυπίτσα κ’ έτρεχε απ’ αυτήν ακατάπαυστα το αίμα, ένα μαύρο, πηχτό αίμα, αυλακώνοντας τα μαλλιά του. Δε μιλούσε. Βογγούσε μόνο. Ω, τα βογγητά κείνα τα πανοδαρμένα, πως έρχονται, ακόμα τώρα, να μου μιλήσουν ίσια στην ψυχή!
Σε λίγο άρχισε να βρέχει.
– Η μπόρα! Είπα. Και πήγα στο παράθυρο να ιδώ.
– Ναι, η μπόρα... μίλησε σιγανά ο Μιχάλης.
Μια φωτεινή γραμμή χαράχτηκε γλήγορα ως πέρα βαθειά στο ουρανό. Ύστερα άλλη. Κάπου είδα ένα δέντρο, ψηλό δέντρο, να κουνιέται νευρικά εδώ και κει. Τα ξερά κλαδιά του γέρνανε ως το χώμα. Και σηκωνότανε πάλι ορθό κ’ έγερνε και βούιζε μανιακά.
Οι άλλοι είταν συναγμένοι όλοι γύρω του. Σκύβανε από πάνω του αμίλητοι, κατσουφιασμένοι. Το λυχνάρι, που κόντεβε να σβήσει, έρρηχνε στ’ αδυνατισμένα πρόσωπά τους μια κόκκινη αναλαμπή. Μου φάνηκαν όλοι τους ξένοι, άγνωστοι. Ο Στραβοκάνης έλειπε. Θύμωσα για μια στιγμή μαζί του. «Κουταμάρες!», σκέφτηκα. «Να ιδεί. Σάμπως, τι μπορούσε να ιδεί; Κ’ ύστερα;».
Δε μπορούσα όμως να ησυχάσω . «Φυσικά...Πρέπει κανείς να βλέπει...».
– Έλα, τρέχα...μου φώναξε κάπιος, χωρίς να γυρίσει ναμε ιδεί.
Πλησίασα. Οι άλλοι αποτραβιόντουσαν σιγά. Ο χτυπημένος προσπαθούσε να γυρίσει τανάσκελα, σα να ήθελε κάτι να μας πει, μα δεν μπορούσε, αχ δεν μπορούσε...
Βογγούσε τώρα πιο δυνατά.
– Σκασμός! Ακούστηκε μια βαρειά φωνή κάτου από την αυλή.
Γύρισε.
Φρίκη! Τα μάτια του πρισμένα, αλλόκοτα πρισμένα, έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόχες τους, κι από τη μύτη του ξερνούσε αίμα.
Ο Στραβοκάνης σηκώθηκε κ’ ήρθε κι αυτός.
– Κοίτα! Μου φώναξε, τραβώντας με από το σακκάκι. Ξουρισμένος... Τέτιος δεν είταν κι ο άλλος;
– Φοβάμαι... είπε σιγανά ο Μιχάλης.
– Δεν είναι τίποτα... Σε λίγο θα πεθάνει, φώναξε κάπιος.
Ο Στραβοκάνης ξέσπασε σ’ ένα δυνατό γέλιο.
Σιωπή.
Ακούγαμε τη βροχή να πέφτει όξω αργά, ήσυχα, θλιβερά...
ΙΙΙ
Κείνο το βράδι ο θάνατος μας έσφιγγε την καρδιά.
Γύρω στεκόμασταν όλοι αμίλητοι, σκυφτοί, δακρυσμένοι...
Από πάνου ο ουρανός βογγούσε.
Σύννεφα μαύρα, σταχτιά σύννεφα, περνούσαν, ολοένα περνούσαν, αργά, ήσυχα, σιωπηλά...
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
ΤΡΙΚΥΜΙΑ (1921)
Ι
Γύρισε στο σπίτι του αργά, τα μεσάνυχτα.
Ο αγέρας του δρόσιζε το μέτωπο, κι από μακριά, πολύ μακριά, έφτανε το βουητό της καμπάνας. Ένα αδιάκοπο βουητό, νευρικό, που έτρεμε στον ατρικύμιστον αιθέρα, και ξεψυχούσε, κ’ ερχότανε πάλε ήσυχο, μονότονο, απελπιστικό.
Άνοιξε σιγά. Μια ωχρή αχτίδα φεγγαριού σύρθηκε τρεμουλιαστά, απ’ το μισανοιγμένο παράθυρο, ως τα πόδια του. Έπεσε βαρής πάνω σε μια καρέκλα. Τα μιλίγγια του χτυπούσανε δυνατά. Είτανε αρκετά ταραγμένος. Για μια στιγμή θέλησε να μη ζούσε. Του φάνηκε τόσο βαρειά η ζωή...
Θύμωσε όμως. Ένα αίστημα θυμού και ντροπής τον κυρίεψε. Σηκώθηκε ορθός. Τίναξε δυνατά πίσω το κεφάλι του, σα να ήθελε να διώξει κάπια κακή σκέψη. Αυτός έπρεπε να πάει μπροστά, ολόισια, έτσι ορθός. Θυμήθηκε τους συντρόφους του. Πόσο τους αγαπούσε! Δυνατοί, ωραίοι, αγνοί, τραβήξανε ολόισια προς το θάνατο...
Στην πόρτα χαράχτηκε θαμπά κάπια μορφή. Έγερνε, ψάχνοντας μες στο σκοτάδι.
– Εδώ είσαι, Πέτρο;
Δε μίλησε. Κράτησε την αναπνοή του. Όχι, δεν έπρεπε να τον βρούνε. Πήγε κ’ έκλεισε σιγά την πόρτα.
Στο δρόμο κάτου ακουστήκανε τώρα φωνές, τρεξίματα. Ακούστηκε η φωνή του αμαξά, κ’ ύστερα βρισιές, γέλια, σφυρίγματα.
– Από δω! Τρεχάτε...
Πόρτες ανοίγανε και κλείνανε ύστερα πίσω τους βαριά χτυπώντας. Ένα τραγούδι ανέβαινε σιγά, ολοένα πιο σιγά, κ’ έσβησε ύστερα.
Και κείνος έστεκε έτσι ορθός, ανάμεσα στο σκοτάδι, με ψηλά το κεφάλι, κ’ είχε τα μάτια του καρφωμένα σ’ ένα μόνο σημείο ακίνητος, κι ούτε μια γραμμή του χλωμού προσώπου του δεν έδειχνε την τρικυμία που είχε ξεσπάσει και μούγγριζε πνιχτά σαν ένα πεινασμένο στοιχιό, μες στο μυαλό του. Κοιτούσε μόνο σ’ ένα σημείο, κάτου στο πάτωμα, κ’ η σκέψη του είτανε μακριά, σε κάτι που κι αυτός δεν ήθελε ναν το πιστέψει.
Και τώρα, έπρεπε να κατορθώσει να μάθει. Αν κάποιος τον είδε να μπαίνει, αυτή την ώρα, μέσα σ’ αυτό το σπίτι; Πήγε, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, προς το παράθυρο. Το άνοιξε διάπλατα. Μια υγρή μυρουδιά νοτισμένου χόρτου και λεμονανθιών ώρμησε μέσα στο δωμάτιο. Πρόβαλε το κεφάλι του δειλά, ανάμεσα από τ’ ανοιγμένα παραθυρόφυλλα, και κοίταξε προς τα κάτου. Κανείς. Ανάσσανε βαθιά. Ξαφνικά, πάλε, το βουητό κείνο της καμπάνας του γέμισε ταφτιά.
Κούνησε αργά το κεφάλι του. Στάθηκε κει πολλήν ώρα. Τραβήχτηκε μέσα και ξέσπασε ύστερα σ’ ένα γέλιο, αθόρυβο γέλιο. Τα μάτια του λάμψανε.
– Χτυπάτε, χτυπάτε! Απ’ το θεμέλιο ξερριζώθηκε... Ξερριζώθηκε από το θεμέλιο...
Ξαπλώθηκε πάνου στο κρεββάτι. Ένα μεγάλο κρεββάτι, μπογιατισμένο μ’ ένα κιτρινωπό χρώμα. Το ένα του πόδι κρεμότανε όξω, σαν ένα ξύλινο πόδι, κι ακουμπούσε κάτου στο πάτωμα.
Ναι. Ας έρθουνε όλα, όλα αύριο το πρωί. Μα πως μπορούσε να γίνει αυτό; Όχι, αν ερχότανε, δεν έπρεπε να τονέ βρούνε έτσι, ντυμένον. Μ’ αν πάλε είταν ανάγκη ναν τους ξεφύγει;
Θυμήθηκε τον τοίχο. Ένας χαμηλός τοίχος, γεμάτος γυαλιά σπασμένα, σουβλερά.
Ένα γνωστό του σφύριγμα ακούστηκε, πίσω, στο πάνω μέρος του δρόμου. Αυτοί! Τα μάτια του λάψανε πάλε.
Κ’ ένα κύμα τότε χαράς πλημμύρισε τα στήθια του και μιαν αγάπη απέραντη απλώθηκε γι’ αυτούς, τους δυνατούς, με τους οποίους ένιωθε τον εαυτό του δεμένον πια κ’ έζησε μαζί τους ολάκερη ως τώρα τη ζωή του, ανάμεσα στον πόνο και την εγκαρτέρηση, σε μιαν ολοφώτεινη σύνδεση αγάπης και αυτοθυσίας.
Άγνωστοι, κατατρεγμένοι, απαρνητές μιας σάπιας ζωής, είτανε μια δύναμη υπέρθεη ο καθένας απ’ αυτούς, και τις νύχτες, συναγμένοι όλοι γύρω από την εσωτερική έννοια της λευτεριάς, σκυφτοί, στριμωγμένοι μέσα σ’ ένα σκοτεινό διαμέρισμα ενός παλιού πύργου, ερειπωμένου, μισή ώρα όξω από την πόλη, έπρεπε ναποφασίσουνε να χτυπήσουν. Πρέπει η γροθιά του ανθρώπου να πέσει βαρειά, σαν ένας τεράστιος ατσαλένιος όγκος, αμείλιχτη, και να τα σαρώσει όλα, όλα!
Κατέβηκε γλήγορα τη σκάλα. Πήδησε τον τοίχο και βρέθηκε όξω. Στη μέση του δρόμου, κάτου από μιαν ακακία ένας άνθρωπος περίμενε.
– Έλα γλήγορα...
Και σε λίγο χαθήκανε στο βάθος, πέρα κει, του δρόμου.
ΙΙ
Βαδίζανε γλήγορα. Κάποτε γυρίζανε και κοιτούσανε πίσω φοβισμένοι. Άνεμος δυνατός άρχισε να φυσάει, και καθώς κρατούσαν τα καπέλλα τους στα χέρια, τους ανάδευε τα μαλλιά κ’ οι σκιές τους φαντάζανε πελώριες στο μάκρος του δρόμου και κουνιόντανε ρυθμικά κάτου απ’ το φως του φεγγαριού.
Χώθηκαν ύστερα μέσα σε κάτι στενά δρομάκια, κουρασμένοι, ενώ η δίψα τους βασάνιζε τρομερά, βουτώντας ως τα γόνατα στους βάλτους που κάνανε πλήθος μικρά αυλάκια από στάσιμα νερά, γεμάτα από μικρές, πράσινες φουσκαλίθρες...
Σε λίγο φάνηκανε ξανά, μακριά στην άκρη ενός μεγάλου δρόμου.
Από κάπιο σπίτι έβγαιναν οι τόνοι μιας κιθάρας, βγαίνανε πλήθος, πνιχτοί, μονότονοι, μελαγχολικοί...
Σταθήκανε.
Σα ναν τους φάνηκε τώρα πως κάπιος τους είχε πάρει καταπόδι.
Προσέξανε καλά μέσα στης νύχτας τη σιωπή.
Ακουγόντανε τώρα βαριοί, ρυθμικοί οι χτύποι της καρδιάς τους.
– Πρέπει να χωριστούμε...
– Ναι.
Σιγή.
Κοιταχτήκανε για μια στιγμή βαθιά στα μάτια.
– Η φωτιά! Σκέψου, τι θείο όραμα είναι η φωτιά...
Ο άλλος του έσφιξε το χέρι κ’ ένα χαμόγελο μιας βαθιάς καλοσύνης χαράχτηκε στα σκοτεινά πρόσωπά τους.
ΙΙΙ
Έπρεπε να φύγει. Οι μυστικοί αστυνόμοι τον είχαν ανακαλύψει σε κάποιο σπίτι, την ώρα που είταν έτοιμος να ρήξει το τελευταίο σπίρτο. Τρία μερόνυχτα τον κυνηγούσανε τώρα, αυτόν τον ξακουσμένο επαναστάτη, και δεν τον άφιναν να σταθεί πουθενά. Από κάπιον έμαθε πως δυο άλλους συντρόφους του τους είχανε πιάσει, κι αυτή την ώρα τους σέρνανε στο στρατοδικείο. Ο ένας, στο δρόμο, είχε πέσει κάτου. Βογγούσε, κι από πάνου χωροφυλάκοι, πλήθος χωροφυλάκοι νατονέ χτυπούνε, να τονέ χτυπούνε...
Για μια στιγμή του φάνηκε πως είδε τη μορφή του συντρόφου του. Αδύνατη, κιτρινισμένη, τον κοιτούσε στα μάτια...
Ο λαός ανυπομονούσε να μάθει, νακούσει...
Στα σαλόνια των πλουσίων μιλούσανε ολοένα γι’ αυτόν. Ρωτούσανε, κρατούσανε σημείωσες... Ο φόβος τους είχε παραλύσει τη σκέψη...
Και σαν κάτι βαρύ, και φριχτό να σκέπαζε την ατμόσφαιρα όλη.
Και ξαφνικά στις πέντε το απόγεμα, να τι έγινε:
Μια μπόμπα είχε πέσει κάπου. Ύστερα άλλη, άλλη..
Για μια στιγμή όλα σταματήσανε. Σε λίγο ακουστήκανε οι καμπάνες πάλε. Χτυπούσανε όλες μαζί, βαριά, γλήγορα, φρενιασμένα. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Ο τρόμος είτανε ζωγραφισμένος παντού. Πολλοί τρέχανε να δούνε, να μάθουνε. Τα τράμια σταματήσανε. Ποιοι τα σταματήσανε; Γιατί; Μια είδηση: Οι εργάτες χτυπηθήκανε. Που; Πως; Υπάρχουν πολλοί σκοτωμένοι. Η αστυνομία τους είχε ζώσει μέσα σ’ ένα εργοστάσιο. Κείνη τη στιγμή ένα φορείο πέρασε. Ύστερα άλλο. Από κάπου ακουστήκανε τραγούδια. Τι; Ποιοι είναι; Ο κόσμος έτρεχε, πολλοί βλαστημούσανε και φωνάζανε και σηκώνανε ψηλά τις γροθιές τους...
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Πηγές:
• Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
• Καραόγλου - Ναούμ, Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου (1784-1974, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2008.
• Βάρναλης Κώστας, Τάκης Φίτσος στο Οργή λαού, εκδ. Κέδρος
• Κοσμόπολις, Ψηφιακή συλλογή, Πανεπιστημίου Πατρών / Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ) / Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών.
• Γκόρπας Θωμάς, Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, τόμοι Α’ & Β’, εκδ. Σίσυφος, Αθήνα, 1981
• Γεωργίου Βάσος, εφ. Ριζοσπάστης 12.12.1993.
• Παπαϊωάννου Μ., εφ. Ριζοσπάστης 02.02.1994.
• Τάκης Φίτσος (ηρωική μορφή του ΚΚΕ), εφ. Ριζοσπάστης, 03.05.1998.
• Βιογραφικό του Τάκη Φίτσου, εφ. Ριζοσπάστης 16.05.2004.
• Ηρωική μορφή της Δημοσιογραφίας και της Αντίστασης, εφ. Ριζοσπάστης, 06.06.2004.
• Τάκης Φίτσος, εφ. Ριζοσπάστης, 15.06.2008.
• Μην καρτεράτε να λυγίσουμε, εφ. Ριζοσπάστης, 30.05.2009.
• Φίτσιος Ι. Χαράλαμπος, Τάκης Φίτσος, περ. Υπάτη, τευχ. 51, Δεκέμβριος 2007, σ.σ. 91-98.
• Γιαννόγκωνας Βασίλης, Γαύδος-Αναμνήσεις εξορίστου, εκδ. Δίρφος, Αθήνα, 1973.
Δημήτρης Υφαντής
Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Υπάτη",
τεύχος 54, Δεκέμβριος 2014, σελ. 47-64
Σημειώσεις-Παραπομπές
1. Βλέπε, Γκόρπας Θωμάς, Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, τόμοι Α’ & Β’, εκδ. Σίσυφος, Αθήνα, 1981.
2 Βλέπε Φίτσιος Ι. Χαράλαμπος, Τάκης Φίτσος, περ. Υπάτη, τευχ. 51, Δεκέμβριος 2007, σ.σ. 96-9
Δημοσίευση σχολίου