Του Βασίλη Μηνακάκη - "Πριν"
Δεν είναι μόνο η απόσπαση υπεραξίας και τα κέρδη που φαίνεται πως «μπουκώνουν ιστορικά». Είναι κι οι εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα που δείχνουν πως ο καπιταλισμός αλλάζει ριζικά σελίδα.
Καταρχήν η ραγδαία επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που «αναλαμβάνουν» οι μορφές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (έναντι των μορφών απόσπασης σχετικής υπεραξίας, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν τα «νιου ντιλ» και τα «κοινωνικά συμβόλαια») και η συντριβή των μεσοστρωμάτων «πριονίζουν» -συστημικά πλέον- τα κλαδιά στα οποία θα μπορούσε να στηριχτεί σήμερα και στο μέλλον η κοινωνική συναίνεση ή έστω η ανοχή προς το σύστημα και τους εκάστοτε κυβερνητικούς διαχειριστές του.
Υπονομεύουν τα θεμέλια του αστικού κοινοβουλευτισμού, βαθαίνουν την οργή της κοινωνικής πλειοψηφίας απέναντι στο σύστημα γενικά και στο πολιτικό σύστημα ειδικότερα.
Ταυτόχρονα, καθώς το κράτος απογυμνώνεται από κάθε ίχνος ή ψευδαίσθηση έκφρασης του συλλογικού συμφέροντος, αφήνει να αποκαλυφθεί ευδιάκριτα ο εκμεταλλευτικός - κατασταλτικός του χαρακτήρας, η υπέρ του κεφαλαίου παρέμβαση του.
Συνεπακόλουθα, και τα κόμματα - διαχειριστές του είναι αδύνατον να αποτινάξουν το στίγμα του διαχειριστή ενός βαθύτατα αντιλαϊκού μηχανισμού, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των εργαζόμενων.
Από εδώ απορρέουν οι αντικοινοβουλευτικές τάσεις της 5ης Μάη, η κρίση νομιμοποίησης των κοινοβουλευτικών θεσμών, η μαζική αποστοίχιση από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, η ευάλωτη ή μετακινούμενη ψήφος, η αποχή.
Τούτη η εξέλιξη περιπλέκεται κι επιτείνεται από δύο ακόμη δεδομένα. Το πρώτο έχει να κάνει με την τάση του κεφαλαίου (συνολικά, αλλά και μεμονωμένων ομίλων, με αντικρουόμενα συμφέροντα συχνά) να παρέμβει πιο άμεσα στο πολιτικό σκηνικό (όχι κατ' ανάγκην με μπερλουσκονικού τύπου κόμματα), σε μια εποχή που αυτό αναδιοργανώνεται ριζικά.
Το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι η οικονομική στενότητα που διαμορφώνουν η κρίση, η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους και ο προσανατολισμός στην απόσπαση απόλυτης υπεραξίας, οδηγούν το κεφάλαιο στο να αντιμετωπίζει το πολιτικό προσωπικό, το πολιτικό σύστημα και γενικά τους μηχανισμούς πολιτικής διαμεσολάβησης -με την έκταση, το ρόλο και τη μορφή που έχουν σήμερα- ως πολυδάπανη πολυτέλεια, σπατάλη πόρων, οι οποίοι είναι πιο χρήσιμοι αλλού. Έκφραση αυτής της εξέλιξης είναι ο «Καλλικράτης», η συζήτηση για τον περιορισμό των βουλευτών σε 200, η κατάργηση δημόσιων φορέων και οργανισμών, η προσπάθεια να «κοντύνει» η σημασία των κομμάτων και να αναβαθμιστεί ο ρόλος των τεχνοκρατών - διαχειριστών της εξουσίας και των ΜΜΕ.
Μια ακόμη σημαντική πλευρά έχει να κάνει με το γεγονός ότι η μακρά διαχειριστική θητεία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έχει παράγει -ως υποπροϊόν της ασκούμενης πολιτικής και της κρατικο-μονοπωλιακής συνύφανσης- ένα πλήθος σκανδάλων, που έχουν πολλαπλασιάσει την οργή των εργαζομένων ενάντια στο πολιτικό και κομματικό σύστημα.
Τα φαινόμενα αυτά -παρόντα και σε άλλες χώρες- αξιοποιούνται από διάφορα κέντρα εξουσίας, σε μια ελληνική εκδοχή της ιταλικής επιχείρησης «καθαρά χέρια» ή σε επανάληψη της «κάθαρσης» του 1989, για να εκτονωθεί ανώδυνα η λαϊκή οργή σε λογικές τύπου «τα λαμόγια φυλακή» και για να αναδιαταχθεί ο πολιτικός και κομματικός χάρτης.
Το δεδομένα που προαναφέρθηκαν γεννούν ένα «δίδυμο πρόβλημα» για το αστικό πολιτικό σύστημα: Από τη μια, τον κίνδυνο απρόβλεπτων κοινωνικών - πολιτικών εκρήξεων και μαζικής στροφής εργατικών λαϊκών μαζών σε χώρους ριζοσπαστικούς και ανατρεπτικούς- μειοψηφικούς ή, ενδεχομένως, ανύπαρκτους ακόμη, που όμως μπορούν να εκμεταλλευτούν την απουσία «βαλβίδων εκτόνωσης» της λαϊκής οργής και να γίνουν μαζικοί και πολιτικά επικίνδυνοι για το σύστημα.
Ο Δεκέμβρης -που προκάλεσε πανικό στους κρατούντες πολύ πέρα από τα ελληνικά σύνορα-, η δυναμική των πρωτοβάθμιων σωματείων κ.λπ. είναι στοιχεία της τάσης αυτής. Από την άλλη, γενικεύεται μια τάση πολιτικής παθητικοποίησης και περιθωριοποίησης, ιδιόμορφης πολιτικής αφασίας (συχνά απολίτικης), που αν και πολλές φορές ενισχύεται «από τους πάνω», καθώς θεωρείται προτιμότερη από τον κίνδυνο της ριζοσπαστικοποίηοης και αναγκαίο κακό αφού δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η λαϊκή συναίνεση, συχνά προσθέτει σημαντικά προβλήματα και δημιουργεί μεγάλες δυσλειτουργίες στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Υπό το βάρος όλων αυτών των δεδομένων, οδηγούμαστε σε ένα πρωτοφανές κατασταλτικό πογκρόμ - πολιτικό, μέσω των αντίστοιχων μηχανισμών του κράτους, και κοινωνικο-οικονομικό, μέσω του κίνδυνου της απόλυσης, του χαμηλού μισθού, της αξιολόγησης-, που συνδυάζει τον άμεσα κατασταλτικό με τον αποτρεπτικό - προληπτικό χαρακτήρα.
Πρόκειται για ένα πογκρόμ που υιοθετεί ακραίες αντιδημοκρατικές πρακτικές, τσαλαπατά βάναυσα όχι μόνο τα εναπομείναντα ψήγματα των αστικών κοινοβουλευτικών ελευθεριών αλλά και τους ίδιους του θεσμούς -σύμβολα του «δημοκρατικού πολιτεύματος» και τη «συνταγματική νομιμότητα», και συχνά αποκτά χαρακτήρα κοινωνικού και πολιτικού πραξικοπήματος - ειδικά όταν πρόκειται να επιβληθούν ζωτικά για το κεφάλαιο μέτρα.
Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσονται και οι αλλεπάλληλες δόσεις «τρομοϋστερίας», η επιχείρηση ταύτισης της μαχητικής δράσης και της εκτός των τειχών Αριστεράς με την τρομοκρατία ή ακόμη και με το ποινικό έγκλημα, η ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης.
Το δεδομένο αυτό αναδεικνύει σε οργανικό ζήτημα της εργατικής και νεολαιίστικης πάλης το πρόβλημα των λαϊκών ελευθεριών και της δημοκρατίας, όχι μόνο αμυντικά αλλά και επιθετικά, όχι μόνο αν υπάρξει κάποιο κατασταλτικό κτύπημα αλλά εξαρχής.
Ένα τελευταίο δεδομένο που αλλάζει τα πράγματα στο πολιτικό και κομματικό σύστημα είναι η νέα σχέση εθνικού - διεθνικού, διαχειριστών του εθνικού αστικού κράτους - διαχειριστών των διεθνών καπιταλιστικών συμφερόντων (είτε της ΕΕ και του ΔΝΤ, είτε των περιβόητων αγορών και των διεθνών χρηματο-οικονομικών ομίλων, είτε της Κίνας, της Ρωσίας και των εμιράτων του Κόλπου), η οποία αποτυπώνεται τόσο στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, όσο και στο «μηχανισμό στήριξης» και την ευρύτερη παρέμβαση του ΔΝΤ.
Η σχέση αυτή, που αποτυπώνει τις τάσεις ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης και τους υπό διαμόρφωση νέους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα σε κεφάλαια και κράτη, «εισπράττεται» από όλο το πολιτικό σύστημα και επιδρά καταλυτικά σε αυτό. Με τα «κόμματα εξουσίας» να διασχίζονται ή και να διχάζονται κάτω από την επίδραση της και τα αριστερά κόμματα να διχάζονται επίσης γύρω από ερωτήματα του τύπου «καλύτερα λύση μέσω ΕΕ ή ΔΝΤ;», «έχουμε ή όχι νέα κατοχή;».
Με βάση όλα αυτά τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα είναι θεωρητικά «νόμιμο» και θεμελιωμένο να μιλήσουμε για ιστορική κρίση, για κρίση που σχετίζεται με ιστορικά «καθοδικές» - παρακμιακές τάσεις του καπιταλισμού - όχι ασφαλώς με την έννοια της αυτόματης κατάρρευσης ή της οριστικής εξάντλησης των εφεδρειών του.
Το δεδομένο αυτό αλλάζει το γενικό στίγμα, το ιστορικό πρόσημο της εποχής που ανοίγεται μπροστά μας. Έτσι, από μια εποχή που -ειδικά μετά το 1989-το ιστορικό προβάδισμα ανήκε στις καπιταλιστικές τάσεις και τις αστικές ιδέες, περνάμε σε μια εποχή όπου το ιστορικό προβάδισμα μπορεί να διεκδικηθεί και να κατακτηθεί από τις εργατικές - αντικαπιταλιστικές τάσεις και τις ιδέες της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Από μια εποχή, που η έννοια της κοινωνικής προόδου και του συλλογικού κοινωνικού συμφέροντος ταυτιζόταν με την αγορά, το κέρδος, τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό, περνάμε σε μια εποχή που οι έννοιες αυτές ανιχνεύονται σε ριζικά διαφορετική κατεύθυνση. Από μια εποχή που ο καπιταλισμός, η «παγκοσμιοποίηση», η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μισθωτή εργασία παρουσιάζονταν ως αδήριτος μονόδρομος και μοναδική υπαρκτή λύση, περνάμε σε μια εποχή που φουντώνουν οι αναζητήσεις για μια διαφορετική κοινωνική προοπτική, σε ρήξη με την καπιταλιστική πραγματικότητα. Όπου τίθεται με νέα ένταση το ιστορικό δίλημμα «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα» και αναδεικνύεται πιο πιεστικά από ποτέ η αναγκαιότητα και η δυνατότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης - κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Από μια εποχή όπου η Αριστερά, ο κομμουνισμός, ο μαρξισμός ήταν σε «ιστορική καραντίνα», σε μια εποχή δυνατοτήτων επανεξόρμησής τους, με όρους μαζικούς και όχι «χιλιαστικών» πρωτοποριών.
Οφείλουμε να αντιληφθούμε τούτη την «αλλαγή σελίδας» -ψήγματα της οποίας είναι οι τελευταίες απεργίες, το αποτέλεσμα στο ΕΚΑ, ο Συντονισμός των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, οι διεργασίες στην Αριστερά, το νέο κύμα θεωρητικών αναζητήσεων- κι ανάλογα να αναπροσαρμόσουμε τη δράση μας.
Περισσότερο δε οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τα παραπάνω εμφανίζονται ως ιστορικές προκλήσεις και δυνατότητες, που δεν θα επιβεβαιωθούν ούτε θα υπερνικήσουν τις αντίπαλες τάσεις της αστικής καθήλωσης και συνδιαλλαγής -που ακόμη παραμένουν συντριπτικά κυρίαρχες, αν δεν ενισχύονται κιόλας- αν δεν «πολιτευτούμε» με τους επαναστατικούς όρους που απαιτεί η σύγχρονη εποχή, αν δεν επαναθεμελιώσουμε την εργατική - επαναστατική πολιτική και την κομμουνιστική προοπτική, αν δεν ανασυγκροτήσουμε την Αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Η πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λήμνου ψήφισε άλλον έναν
αντιλαϊκό προϋπολογισμό και άλλο ένα Τεχνικό Πρόγραμμα που δεν
ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα αιτήματα των Κοινοτήτων
-
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους 30 προέδρους κοινοτήτων, συμμετείχαν στη
συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου μόνο οι 10 που ψήφισαν το Τεχνικό
πρόγραμμα...
Πριν από 1 ώρα
Δημοσίευση σχολίου