Home » » Τέλος εποχής

Τέλος εποχής

Από ciaoant1 , Κυριακή 11 Ιουλίου 2010 | 6:17 μ.μ.

Η κυβέρνηση και οι καπιταλιστές, βλέποντας ότι οι αντιδράσεις των εργαζομένων μετά την απεργία στις 5 Μάη υποχωρούν, έχουν στην κυριολεξία αφηνιάσει. Δεν είναι τυχαίο ότι τα απανωτά μέτρα ξεπερνάνε κατά πολύ τις απαιτήσεις ακόμα και του μνημονίου. Οι 20000 απεργοί που βρέθηκαν στις 29/6 και οι ακόμα λιγότεροι στις 8 Ιούλη, στις διαδηλώσεις της ΓΣΕΕ, Πρωτoβάθμια και ΠΑΜΕ, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν οι ανάλογες αντιδράσεις στο μέγεθος της επίθεσης. Εδώ μιλάμε για μια κοινωνική αντεπανάσταση και αν δεν ήταν και η 5η Μάη θα λέγαμε ότι το κίνημα έχει ηττηθεί κατά κράτος. Ακόμα και τα φερέφωνα του Mega έχει μείνει κάγκελο από την ευκολία που η κυβέρνηση δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η κατάσταση αυτή σίγουρα προβληματίζει χιλιάδες αγωνιστές της αριστεράς και του κινήματος που βλέπουν ότι επί της ουσίας δεν υπάρχει γραμμή άμυνας που να μην σπάει. Ωστόσο δεν φαίνεται να ανοίγει καμία ουσιαστική συζήτηση για τους λόγους που συμβαίνει αυτό και τι μπορούμε να κάνουμε από δω και πέρα. Γιατί πουθενά στην αριστερά δεν γίνεται ένας πρώτος απολογισμός των αγώνων; Γιατί όλα βρίσκονται στον αυτόματο, σαν να μην συμβαίνει τίποτα που θα άξιζε να σταθούμε και να σκεφτούμε; Αν πρέπει κάτι να αλλάξουμε;

Τι συμβαίνει όμως; Γιατί οι αντιδράσεις είναι τόσο υποτονικές;

Μια παροιμία λεει ότι η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Από το Δεκέμβρη που άρχισε να ξεκαθαρίζει το τοπίο για το τι θα επακολουθούσε, στους εργασιακούς χώρους αντί για αγωνιστικός αναβρασμός επικρατούσε μια εκνευριστική μοιρολατρία. Η απόδοση των ευθυνών γι’ αυτό στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει την αδράνεια που επικρατεί ακόμα και σε χώρους που θίγονται άμεσα και σκληρά από τα μέτρα (μειώσεις μισθών, συνταξιοδοτικό). Στους καθηγητές και στους δάσκαλους για παράδειγμα δεν πραγματοποιήθηκε ούτε μια συνέλευση με απαρτία σε οποιαδήποτε σύλλογο και αυτό δεν οφείλεται στον Παναγόπουλο. Η συμμετοχή στις απεργίες δεν ξεπέρναγε το 20%. Η αγωνιστική διάθεση ήταν ανάλογη και σε άλλους κλάδους με πρόσφατο κινηματικό παρελθόν εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.
Οι απεργιακές συγκεντρώσεις επίσης ήταν κατώτερες των περιστάσεων. Η 5η Μάη ήταν το κορυφαίο γεγονός και η πιο μαζική διαδήλωση απ’ όσες έχουν πραγματοποιηθεί τους τελευταίους μήνες. Πάνω απ’ όλα ήταν η πλέον μαχητική, και όλοι θα τη θυμούνται όχι μόνο για τη Μαρφίν, αλλά πάνω απ’ όλα για την απόπειρα χιλιάδων διαδηλωτών να εισβάλλουν στη Βουλή. Όμως δεν είχε ούτε 300 ούτε 200 χιλιάδες όμως ακούστηκε. Όσο κι αν φουσκώνουμε τα νούμερα η πραγματική αναμέτρηση γίνεται με αυτούς που όντως είναι στο δρόμο και όχι μ’ αυτούς που γράφουμε ότι είναι στις ανακοινώσεις μας. Καλώς ή κακώς μια πορεία που χρειάζεται 90 λεπτά για να διασχίσει ένα σταθερό σημείο της Σταδίου δεν μπορεί να ξεπερνάει με οποιαδήποτε πυκνότητα τις 70000. Αυτός ήταν και ο αριθμός των διαδηλωτών από το πεδίο του Άρεως και το Μουσείο της 5ης Μάη. Και άλλοι 30000 στην καλύτερη περίπτωση ήταν αυτοί που βάδισαν από την Ομόνοια με το ΠΑΜΕ. Από κει και πέρα στις 20 Μάη οι διαδηλωτές έπεσαν στο 1/3 και στις 29 Ιούνη Μουσείο, ΓΣΕΕ και ΠΑΜΕ είναι ζήτημα να έφτασαν τις 20000. Η καμπύλη του κινήματος ακόμα κι αν κανείς μετράει διαφορετικά τους διαδηλωτές δεν αλλάζει. Μετά τις 5 Μάη υπάρχει μια φανερή κάμψη και δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι για να την ανακόψει. Αυτό με τη σειρά του έχει φέρει μια απογοήτευση στον κόσμο που βρέθηκε στο δρόμο και σε όσους περίμεναν αυθόρμητα το “λαό να μην σκύψει το κεφάλι”.

Τέλος εποχής

Η αριστερά μοιάζει περισσότερο να παρακολουθεί πάρα να δίνει το ρυθμό. Αυτό φάνηκε από την αρχή όταν αρνιόταν ότι η χώρα βαδίζει ολοταχώς προς τη χρεοκοπία, ισχυριζόμενη ότι απλώς πρόκειται για ιδεολογική τρομοκρατία. Εκεί χάθηκε πολύτιμος χρόνος με μια αριστερά όχι να προτείνει τη δική της λύση στο ζήτημα του χρέους, αλλά να αρνείται ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα.
Όταν δημοσιοποιήθηκε το πρόγραμμα σταθερότητας η αριστερά και οι συνδικαλιστές όλων των βαθμίδων, ανήγγειλαν μια μακρά περίοδο αγώνων, ενώ ήταν ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να τα σαρώσει όλα με συνοπτικές διαδικασίες. Ακόμα μια λάθος εκτίμηση. Στη συνέχεια όταν έγιναν οι πρώτες περικοπές μισθών στο δημόσιο το Μάρτη η αριστερά περίμενε το εργατικό κίνημα να υπερασπιστεί μαζικά τα κεκτημένα. Μάταια όμως. Ένα πολύ μικρό κομμάτι συμμετέχει στις κινητοποιήσεις, με μοναδική ίσως εξαίρεση την 5η Μάη. Εξάλλου πουθενά δεν έχουμε σημάδια πρωτογενούς απεργιακού αναβρασμού. Τι συμβαίνει λοιπόν και δεν δουλεύουν τα εργαλεία που έχουμε στα χέρια μας; Γιατί τα συνδικάτα αδυνατούν να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη; Μήπως η ηγεσία ΓΣΕΕ είναι πιο ξεπουλημένη από ότι πριν 10 χρόνια επί Γιαννίτση; Η αριστερά και οι συνδικαλιστές της όλων των βαθμίδων δεν έχουν καμία ευθύνη; Γιατί η εργατική τάξη δεν τους ακολουθεί τώρα που η επίθεση είναι τόσο εξόφθαλμη; Τώρα που παίρνονται οι κατακτήσεις των τελευταίων 100 χρόνων πίσω;

Μπορεί κανείς να αναζητήσει τις αιτίες στην κοινωνιολογία και σε ένα τρόπο ζωής που οι νεοέλληνες και σίγουρα μέσα σ’ αυτούς ένα κομμάτι εργαζομένων έχει υιοθετήσει τα τελευταία 10-15 χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος όχι μόνο μικροαστών άλλα και μισθωτών έγινε αποδέκτης τραπεζικών δανείων πάσης φύσεως. Άλλοι στεγαστικά, άλλοι καταναλωτικά, άλλοι απλώς φόρτωναν τις κάρτες για να τα βγάλουν πέρα με την καθημερινότητα ίσως και για να ανταποκριθούν σε ένα υπερτιμημένο, από τα δάνεια, μέσο life style. Όλος αυτός ο κόσμος έχει βρεθεί πλέον με μια σειρά περιουσιακά στοιχεία που αφενός τα αγόρασε πάνω από την αξία τους αφετέρου χρωστάει τα μαλλιά της κεφαλής στις τράπεζες. Οι άνθρωποι αυτοί αντιλαμβάνονται ότι με το νέο ασφαλιστικό θα πάρουν μια πενιχρή σύνταξη κι αυτή μετά τα 65. Επίσης βλέπουν τα μηνιάτικα εισοδήματα μειωμένα κατά 20% ίσως και με τον πληθωρισμό 30%. Όμως αυτό που τους καιει εδώ και τώρα, είναι η επόμενη δόση του δανείου, ο κίνδυνος να χάσουν το σπίτι τους ή το αυτοκίνητο και φυσικά να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που έχουν φορτωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Όλα αυτά πράγματι συμβαίνουν αλλά δεν αρκούν για να εξηγήσουν την ταξική συμπεριφορά ευρύτερων κομματιών της εργατικής τάξης. Ένα αντίστοιχο life style είχαμε και πριν 3-4 χρόνια.

Όμως σε σχέση με το 2006 και την πολυήμερη απεργία στην εκπαίδευση για τα 1400 ευρώ, υπάρχει μια τεράστια διαφορά. Ο κόσμος είναι περίπου είναι ο ίδιος. Μόνο που τότε υπήρχαν οι προσδοκίες για ουσιαστική βελτίωση του εισοδήματος. Βλέποντας γύρω μια χλιδή, τα κέρδη να μεγαλώνουν, τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, είχε διαμορφωθεί η εντύπωση ότι υπάρχουν χρήματα και επομένως μπορούμε να διεκδικήσουμε ένας μέρος από αυτά. Οι κυβερνήσεις του Σημίτη και του Καραμανλή τα πρώτα χρόνια καλλιεργούσαν ένα ανάλογο κλίμα οικονομικού μαγαλοιδεατισμού. Η ΟΝΕ, το ευρώ, οι Ολυμπιακοί, συνέβαλλαν σ’ αυτή την αυταπάτη. Τα κέρδη των τραπεζών και γενικώς των μεγάλων επιχειρήσεων έσπαγαν όλα τα ρεκόρ, ενώ το χρηματιστήριο ξεπέρναγε το 2007 τις 5000μ.
Τώρα όλα έχουν αλλάξει. Μετά την κρίση του 2008 με την κατάρρευση της φούσκας των επισφαλών στεγαστικών δανείων και το ξέσπασμα της κρίσης των κρατικών χρεών, η παγκόσμια οικονομία και πολύ περισσότερο η Ευρώπη βουλιάζουν σε ένα μακρύ κύμα ύφεσης, της μεγαλύτερης από το 1929. Ο κόσμος φοβάται όχι τόσο για τα κεκτημένα, αλλά για μια επερχόμενη καταστροφή σαν αυτή που οδήγησε στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Ακριβώς πάνω σ’ αυτή την όχι και τόσο παράλογη προοπτική επενδύουν οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους και των καπιταλιστών προκειμένου η αποδόμηση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας να γίνει αποδεκτή ως το μοναδικό ανάχωμα προς το χάος. Όσο δεν φαίνεται μια διαφορετική εναλλακτική λύση, για έναν άλλο κόσμο από αυτόν που μας επιφυλάσσει η άρχουσα τάξη, θα είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να δούμε μαζικές κινητοποιήσεις στο δρόμο πέρα από σπασμωδικά οργισμένα ξεσπάσματα, κυρίως από το τμήμα εκείνο της κοινωνίας που ήδη βρίσκεται στο περιθώριο. Οι εργαζόμενοι που συνεχίζουν να διατηρούν μια σταθερή δουλειά έστω και με πετσοκομμένα δικαιώματα και με μια μικρή ακόμα και υποθηκευμένη περιουσία, μάλλον θα υπομείνουν αυτή την κατάσταση, όχι μόνο γιατί δεν βλέπουν μια άλλη προοπτική, αλλά και γιατί δεν θα ήθελαν να ξεπέσουν στην οικτρή κατάσταση ανθρώπων που πλέον δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Μπορεί ακόμα να τους δούμε να στρέφονται κατά των κινητοποιήσεων, θεωρώντας ότι σε αυτή την δύσκολη κατάσταση είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Μια τέτοια στάση ενδεχομένως τους στρέψει να συναινέσουν ακόμα και κατασταλτικά μέτρα, ή και πολιτικές που υποστηρίζουν το νόμο και την τάξη ως μοναδικό μέσο για να επιβιώσουμε. Πάνω σε αυτή την ψυχολογία επενδύει όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά και το ΛΑΟΣ ή η Μπακογιάννη, ίσως ακόμα και ο Κουβέλης, και ας μην εκπλαγούμε αν αυτή η τάση αποτυπωθεί σε μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση ανασυντίθεται το μπλοκ εξουσίας. Όχι στην προσδοκία της καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης, όχι στο βόλεμα σε μια εποχή παχιών αγελάδων, όχι για να μοιραστούν οι επιδοτήσεις και θέσεις στο δημόσιο, αλλά για να σωθεί η πατρίς, για να μην ξεπέσουμε ακόμα περισσότερο. Ας μην βιαστούμε να θεωρήσουμε ότι δεν θα υπάρξουν πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους γι’ αυτό το σκοπό. Σε κάθε τέτοια καμπή βρίσκονται εκείνοι που αναλαμβάνοντας ρόλο πραιτοριανού ευελπιστούν να έχουν και τις αντίστοιχες απολαβές στη νέα κατανομή της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από μερικούς μήνες κινητοποιήσεων και με την κυβέρνηση να επιφυλάσσει κάθε βδομάδα μια νέα έκπληξη, κάνει αισθητή την παρουσία της μια κοινή γνώμη που έχει αρχίσει να εκνευρίζεται με όλα αυτά που συμβαίνουν. Το είδαμε στο λιμάνι με τους ηλίθιους να ορμάνε βρίζοντας στους απεργούς και τις φρουρές του ΠΑΜΕ, το ακούσαμε και στις στάσεις από επίσης βλαμμένους που δεν μπορούσαν να συνδέσουν την επίσχεση εργασίας των οδηγών με το ότι δεν έχουν ακόμα πληρωθεί. Από το “ότι δεν γίνεται τίποτα με τις απεργίες” έχουμε φτάσει στο ότι οι απεργίες προκαλούν προβλήματα. Βεβαίως αυτό το κλίμα το καλλιεργούν τα φερέφωνα των καπιταλιστών (Σκάϊ και Mega) όμως καμία τέτοια προπαγάνδα δεν θα είχε τύχη αν δεν αντανακλούσε και μια υπαρκτή ψυχολογική κατάσταση. Και όσο πράγματι οι απεργίες δεν φέρνουν αποτελέσματα, τόσο θα βλέπουμε, να εκδηλώνεται ανοιχτά αυτός ο οχετός κοινωνικού αυτοματισμού.

Απ’ αυτή την άποψη είναι εντελώς λάθος οι συγκρίσεις που γίνονται με την εποχή Γιανίτση (άνοιξη 2001), ακόμα και με την αγωνιστική διετία (2006-7) στην εκπαίδευση. Βρισκόμαστε πλέον σε άλλη εποχή και αυτή η εποχή έχει σχέση με την οικονομική κρίση που κάθε σοβαρός οικονομολόγος τη συγκρίνει μόνο με το 1929, και επομένως καθένας δικαιούται να σκέφτεται τις ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες εκείνης της περιόδου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια κρίση αναπαραγωγής του ίδιου του συστήματος και αυτό γίνεται κατανοητό μέσα από τη διακοπή της κανονικότητας των τελευταίων 6 δεκαετιών και όλου του συστήματος ισορροπίας που είχε χτιστεί αυτά τα χρόνια. Οι σταθερές εργασιακές σχέσεις, οι συλλογικές συμβάσεις, ένας προβλέψιμος εργάσιμος βίος, μια καλή σύνταξη μετά, οι άδειες και οι διακοπές το καλοκαίρι, μια μικρή περιουσιακή βάση, όλα αυτά ήταν τα δεδομένα των δυτικών κοινωνιών και αφορούσαν όχι μόνο τις μεσαίες τάξεις αλλά και ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης. Σ’ αυτό το δεδομένο πλαίσιο αναπτύχθηκε το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα όπως το ξέρουμε στην Ευρώπη και δίπλα σ’ αυτό η αριστερά. Η ταξική πάλη στην Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια διεξαγόταν με την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής, όχι στο απώτερο σοσιαλιστικό μέλλον αλλά ακόμα και στα πλαισίου του καπιταλισμού. Ακόμα και μετά την κατάρρευση της ανατολικής Ευρώπης, η δύση συνέχιζε να ζει με την προσδοκία της διαρκούς βελτίωσης. Πρώτη φορά μειώνονται μέσα στα μούτρα μας οι μισθοί, πρώτη φορά ακούμε ότι θα έχουμε συντάξεις πείνας και πρώτη φορά ότι οι εργασιακές σχέσεις επιστρέφουν στην εποχή του 19ου αιώνα. Το περιβάλλον αλλάζει και στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης εκατοντάδες χιλιάδες μικροέμποροι, επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι θα αναγκαστούν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους. Και γι’ αυτούς ο κόσμος έρχεται τούμπα. Πολύ σύντομα θα βρεθούν στην κατάσταση του προλεταριάτου. Μέχρι τότε όμως θα κάνουν κι αυτοί τα πάντα για να την σκαπουλάρουν.
Πριν λοιπόν μας πιάσει ο πεσιμισμός που οι απεργίες δεν πάνε καλά, πριν επαναλάβουμε τα τετριμμένα περί συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που δεν κηρύσσει 3 γενικές απεργίες τη βδομάδα και μια διαρκείας μέχρι θανάτου, πριν κατηγορήσουμε το ΚΚΕ για σεχταρισμό, πριν αξιολογήσουμε την επαναστατικότητα του καθενός αναλόγως με το που προσυγκεντρώνεται, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε μια και καλή ότι βρισκόμαστε σε άλλη εποχή. Η εποχή του μεταπολέμου όσον αφορά ένα ορισμένο κοινωνικό status quo και η εποχή της ελληνικής μεταπολίτευσης όσον αφορά τις υπαρκτές πολιτικές ισορροπίες έχουν οριστικά λάβει τέλος. Όσοι δεν το καταλαβαίνουν απλώς θα πάνε στον πάτο μαζί με την εποχή αυτή και τα “κεκτημένα” της.

Το σύστημα δεν λειτουργεί Βασικά λειτουργεί, απλά για να λειτουργεί απαιτεί να συντριβούν λαοί, ακόμα και μερικές χώρες στην ανάγκη

Αυτό ακριβώς είναι που δεν έχει ακόμα αντιληφθεί η αριστερά και πολύ περισσότερο τα συνδικαλιστικά της επιτελεία που αντιλαμβάνονται την ταξική πάλη μόνο ως υπεράσπιση των κεκτημένων. Εδώ όμως δεν έχουμε μια απλή επίθεση στα κεκτημένα. Εδώ έχουμε το τέλος μιας εποχής. Έχουμε ένα σύστημα που αδυνατεί να λειτουργήσει και όχι απλώς μια προσπάθεια οι καπιταλιστές να αυξήσουν τα κέρδη τους. Η επίθεση έχει χαρακτήρα επιβίωσης για το ίδιο το σύστημα και γι’ αυτό είναι ανελέητη και αδυσώπητη. Αυτή τη φορά το κεφάλαιο δεν θα επιδιώξει καμία μέση λύση. Πρόκειται για αγώνα ζωής και θανάτου. Στην ουσία βρισκόμαστε μπροστά σε μια αστική αντεπανάσταση στην καρδιά των δυτικών μητροπόλεων. Η σύγκρουση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τα μέσα και τα εργαλεία της προηγούμενης εποχής.
Οι ταξικές μάχες της προηγούμενης εποχής είχαν στο φόντο τους ένα ευρύτερα αποδεκτό πλαίσιο. Ένα πλαίσιο που αντανακλούσε ένα ορισμένο ιστορικό συσχετισμό ανάμεσα στις τάξεις. Ο συσχετισμός αυτός δεν προέκυψε με μια σειρά αποσπασματικούς συνδικαλιστικούς αγώνες εδώ και εκεί, αλλά ως ευρύτερος συσχετισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, συσχετισμός που διαμορφώθηκε στη ρώσικη επανάσταση, στο κύμα που ακολούθησε στις αρχές του 20, στις μάχες της δεκαετίας του 30 και φυσικά στην ισορροπία που προέκυψε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ισορροπία που για το εργατικό κίνημα της δυτικής Ευρώπης διαχειρίστηκε για δεκαετίες η σοσιαλδημοκρατία και τα ΚΚ και που εκφράστηκε σε αντίστοιχες δομές αυτού του κινήματος. Τι έχει αλλάξει; Πολύ απλά ο κόσμος πάνω στον οποίο δομήθηκε η ισορροπία αυτή δεν υπάρχει πια. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εδώ και καιρό, τουλάχιστον από το 90 και ύστερα. Η παγκόσμια καπιταλιστική ύφεση έρχεται απλώς να τινάξει το τσόφλι της προηγούμενης ισορροπίας στον αέρα. Οι υπάρχουσες δομές του εργατικού κινήματος δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σ’ αυτή τη μάχη γιατί είναι το φάντασμα του παρελθόντος. Το εργατικό κίνημα είχε μάθει να δίνει μάχες μέσα σε ένα καθορισμένο πλαίσιο κανόνων. Αν π.χ. δεν τα βρίσκαμε με τους εργοδότες πηγαίναμε στη διαιτησία. Θαυμάσια, μόνο που τώρα δεν θα υπάρχει διαιτησία. Στο δημόσιο ξέραμε ότι υπάρχει μονιμότητα. Ε, τώρα πλέον δεν υπάρχει καμία μονιμότητα. Ξέραμε επίσης ότι θα παίρνουμε έναν ανεκτό μισθό. Και μετά τα 60 μια αξιοπρεπή σύνταξη. Τώρα κι αυτά πρέπει να τα ξεχάσουμε. Οι καπιταλιστές και το κράτος τα θέτουν υπό αμφισβήτηση και το εργατικό κίνημα αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να τα υπερασπιστεί. Με άλλα λόγια. Η εποχή που το εργατικό κίνημα ξεκίναγε έναν αγώνα ξέροντας ότι αργά ή γρήγορα η αστική τάξη θα επιδιώξει μια μέση λύση έχει πλέον τελειώσει και μαζί της οι ρεφορμιστικές αυταπάτες και όλα τα είδη του αριστερού μεταρρυθμισμού.

Μα καλά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν έχει ευθύνες;

Όχι με τον τρόπο που τις είχε πριν 20-30 χρόνια. Τώρα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν έχει καμία ουσιαστική επιρροή στην εργατική τάξη. Είναι η σκιά του παρελθόντος. Κάποτε πράγματι ήταν πανίσχυρη. Τα συνδικάτα είχαν ενεργό κόσμο. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία τότε προσπαθούσε να συγκρατήσει τον κόσμο, φοβόταν να κηρύξει απεργίες γιατί μετά δεν θα μπορούσε να τις σταματήσει. Ο κόσμος που συμμετείχε στα συνδικάτα και που ψήφιζε ενεργητικά αυτές τις ηγεσίες είχε αυταπάτες αλλά ταυτόχρονα και απαιτήσεις από τους συνδικαλιστές ηγέτες. Οι απαιτήσεις αυτές σχετίζονταν και με τις ευρύτερες πολιτικές προσδοκίες της εργατικής βάσης, που τις είχε επενδύσει στο ΠΑΣΟΚ και την αριστερά εκείνης της εποχής. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιες προσδοκίες. Ο κόσμος που ψήφιζε κάποτε το ΠΑΣΟΚ και έτρεχε στις συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ περιμένοντας τη “σοσιαλιστική αλλαγή”, τώρα δεν περιμένει τίποτα από εκεί. Μπορεί ο ίδιος κόσμος, όσο μπορεί να είναι ίδιος μετά από 2-3 δεκαετίες, να ψηφίζει ΠΑΣΟΚ όχι όμως για το σοσιαλισμό αλλά για να μην γίνει η κατάσταση χειρότερη ή για κανένα ρουσφετάκι. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κόσμο της αριστεράς που πριν το 90 περίμενε τον “νέο κόσμο το σοσιαλιστικό” και τώρα παλεύει απλά για τα “κεκτημένα” των δεκαετιών του 60 και του 80. Φοβερή προσδοκία, ότι πρέπει για να θυσιαστείς!!! Κάποτε είχαμε τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να είναι πάντα πίσω από τον κόσμο σε μόνιμο ρόλο πυροσβέστη, τώρα έχουμε τις ίδιες ηγεσίες χωρίς κόσμο και χωρίς να εμπνέουν κανένα. Η ΓΣΕΕ σήμερα εμποδίζει την ανάπτυξη του “ταξικού κινήματος” όσο το εμπόδιζαν οι διορισμένοι Μακρήδες το 50 και το 60. Δηλαδή καθόλου.
Εξάλλου οι γραφειοκράτες της ΠΑΣΚΕ δεν κορόιδεψαν κανέναν. Δεν υποσχέθηκαν ότι θα κάνουν καμία επανάσταση, ούτε ότι θα φέρουν το σοσιαλισμό. Εδώ και χρόνια δεν κρύβουν ότι είναι γραφειοκράτες του κερατά που χρησιμοποιούν τον συνδικαλισμό στα πλαίσια της προσωπικής τους καριέρας. Δεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτή την κοινωνία που να έχει διαφορετική γνώμη για τους προέδρους της ΓΣΕΕ των τελευταίων 15 τουλάχιστον χρόνων. Η ευκολία μάλιστα που οι συγκεκριμένοι καριερίστες διατήρησαν τα πόστα τους στα συνδικάτα προφανώς και έχει σχέση με την ευρύτερη κατάσταση του εργατικού κινήματος. Τα αγωνιστικά του στοιχεία, άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην υπεράσπιση της εργατικής τάξης βρέθηκαν στο περιθώριο απομονωμένοι. Ο κόσμος που κάποτε ήλπιζε ότι το επίπεδο διαβίωσής του θα βελτιωθεί παράλληλα με το γενικότερο κοινωνικό επίπεδο συνδέοντας την τύχη του με την τύχη της τάξης του, απογοητευμένος από την ματαίωση του ΠΑΣΟΚ και της αριστεράς στράφηκε σε πιο ατομικές προσπάθειες. Άλλοι που πίστεψαν στη δυναμική της κοινωνικής αλλαγής κλείστηκαν στον εαυτό τους. Αυτό άφησε τους γραφειοκράτες εντελώς ανεξέλεγκτους αποκαλύπτοντας όλη τη χυδαιότητα των επαγγελματιών συνδικαλιστών που κοίταγαν κι αυτοί πως θα τα κονομήσουν, από επιτροπές και άλλες συμμετοχές εδώ και κει.
Και τώρα λοιπόν τι ζητάμε; Από αυτούς που δεν εμπιστεύεται ούτε η μάνα τους να κηρύξουν γενικές απεργίες και μάλιστα διαρκείας; Αυτό από μόνο του δείχνει ότι η αριστερά αδυνατεί να αναλάβει τις ευθύνες της. Δεν θέλει; Δεν μπορεί; Ίσως και τα δύο μαζί.
Εξάλλου η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έβαλε την υπογραφή της σε 7-8 γενικές απεργίες. Κάλεσε σε συγκεντρώσεις. Τι άλλο να έκανε δηλαδή, να κατέβαινε ο Παναγόπουλος και να έστηνε οδοφράγματα; Ας τα έφτιαχνε η αριστερά αν ήταν αυτό. “Να κατεβάσει τουλάχιστον τον κόσμο”. Ας τον κατέβαζε η αριστερά, γιατί δεν τα κατάφερε που ήθελε κιόλας. Να κήρυττε “απεργίας διαρκείας”; Ας σοβαρευτούμε λιγάκι. Αν πράγματι υπήρχε απεργιακός αναβρασμός, δεν θα χρειαζόταν ούτε 48ωρη γενική απεργία για να το βάλει η κυβέρνηση στα πόδια. Αλλά ακόμα και να κηρυσσόταν γενική απεργία διαρκείας που ζήταγε η μισή “άκρα” αριστερά και όλος ο αναρχικός χώρος. Έχει κανείς την εντύπωση ότι θα απεργούσαν περισσότεροι απ’ όσοι στις 5 Μάη; Όποιος πραγματικά δουλεύει και βλέπει γύρω του, έχει ήδη την απάντηση. Ούτε μισός παραπάνω. Γιατί το πρόβλημα δεν ήταν οι λίγες μέρες απεργίας. Στην Ευρώπη ακούγοντας ότι είμαστε ήδη στη 7η γενική απεργία νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι στα πρόθυρα της επανάστασης. Αν τους πεις για την ξεπουλημένη γραφειοκρατίας θα σε κοιτάξουν περίεργα γιατί δεν θα μπορούν να καταλάβουν πως γίνεται αυτή η γραφειοκρατία να έχει και το παγκόσμιο ρεκόρ εξαμήνου όλων των εποχών σε γενικές απεργίες. Το πρόβλημα των απεργιών και αυτό δεν σχετίζεται με τη ΓΣΕΕ, αλλά με όλους μας ήταν ότι δεν ανοίγουν καμία προοπτική. Γιατί ο κόσμος έχει καταλάβει ότι στο επίσημο πολιτικό σκηνικό υπάρχει απόλυτη συμφωνία. Επομένως κάθε αντίθεση με το πρόγραμμα σταθερότητα και με το μνημόνιο θέτει ταυτόχρονα ζήτημα εναλλακτικής λύσης διακυβέρνησης και φυσικά ενός άμεσου προγράμματος που θα υλοποιήσει. Στο βαθμό πάντως που η αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν μιλάει περί αυτού αλλά περιορίζεται στην άρνηση των μέτρων, είναι επόμενο να μην φαίνεται ότι αποτελεί εναλλακτική στο “μονόδρομο” της κυβέρνησης και του μνημονίου. Η αριστερά επιμένει να αντιμετωπίζει μια συστημική κρίση με όρους οικονομικού αγώνα ή αλλιώς με συνδικαλιστικούς όρους. Γι’ αυτό και δεν ανταποκρίνεται ο κόσμος στα καλέσματα αυτού του είδους. Εδώ έχουμε γενικό μπλακ άουτ και η συνδικαλιστική αριστερά νομίζει ότι έχει καεί η λάμπα.

Από τη διαμαρτυρία στην εναλλακτική λύση

Αν στο φόντο της επίθεσης βρίσκεται μια συστημική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, τότε η αριστερά και το εργατικό κίνημα θα πρέπει να σκεφτεί αν το χτύπημα στα κεκτημένα δεν είναι ο στόχος αλλά οι παράπλευρες απώλειες της αγωνιώδους προσπάθειας του κεφαλαίου να βγει ζωντανό στο τέλος αυτής της διαδικασίας. Η προσπάθεια διάσωσης του κεφαλαίου δεν είναι μόνο μια συλλογική και συντονισμένη προσπάθεια, ενάντια στην εργατική τάξη, είναι ταυτόχρονα και ένας αδυσώπητος εμφύλιος ανάμεσα στους καπιταλιστές και αύριο ενδεχομένως ανάμεσα στα αστικά κράτη, πράγμα άλλωστε όχι και τόσο πρωτόγνωρο. Είμαστε λοιπόν μπροστά σε πολύ ευρύτερα προβλήματα που μπορεί να μας οδηγήσουν σε μια οικονομική καταστροφή, σε αυταρχικά καθεστώτα, σε πολέμους και ποιος ξέρει που αλλού. Αυτό το αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς όλος ο κόσμος εκτός από την αριστερά και τους συνδικαλιστές της που νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω από κάποια κεκτημένα.
Ο κόσμος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα δυσλειτουργίας του συστήματος, που απειλεί να βουλιάξει όχι μόνο την οικονομική αλλά και την κοινωνική ζωή στο χάος. Ε, είναι πολύ λίγο σε αυτό το περιβάλλον να μιλάει κανείς μόνο για “κεκτημένα” και να πιστεύει ότι αυτή η επίθεση μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνδικαλιστικά εργαλεία. Είναι σαν να σου επιτίθεται κάποιος με τάνκς και κανόνια και εσύ να προσπαθείς να τον σταματήσεις με σκουπόξυλα και να νομίζεις ότι ο κόσμος θα κατέβει στο δρόμο να μπει μπροστά στις ερπύστριες των τάνκς. Αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο κόσμος δεν κατεβαίνει με τόση ευκολία στο δρόμο. Και δεν έχει κανένα νόημα να φορτώνουμε τις ευθύνες στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Και σε τελευταία ανάλυση για να τελειώνουμε και με αυτό το παραμύθι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν έχει όρεξη να δώσει καμία μάχη. Εμείς τι κάνουμε, θα καθαρίσουμε την υπόθεση ή θα περιμένουμε να πειστεί ο Παναγόπουλος που στην τελική δεν έχει υποσχεθεί ότι θα κάνει και καμία επανάσταση.

Επανερχόμαστε. Ο κόσμος ζητάει ευρύτερες απαντήσεις, πολιτικές, τι θα γίνει με τα μεγάλα προβλήματα, τι θα γίνει με το χρέος, τα ελλείμματα, ποιοι θα πληρώσουν, πως, πότε, ποιοι θα πάρουν την ευθύνη και σε τελευταία ανάλυση αν υπάρχει εναλλακτική λύση, πολιτική, οικονομική, κοινωνική. Μπαίνουμε σε μια εποχή που θα ανοίγει ξανά το ζήτημα της άλλης κοινωνίας. Όχι ιδεολογικά, ούτε προπαγανδιστικά, ούτε σαν κριτική στο σύστημα, όπως στην εποχή των Φόρουμ για να μην πούμε και του 1968. Τώρα μπαίνει άμεσα σαν λύση ανάγκης, όχι σαν ιδεολογική εκκρεμότητα από την εποχή του Λένιν.
Κανείς δεν υποτιμάει τα κεκτημένα, αλλά οι πάντες πλέον καταλαβαίνουν ότι αυτά τα κεκτημένα συνδέονται με μια άλλη εποχή, των πατεράδων μας και των παππούδων μας.
Τώρα αν θέλουμε τα κεκτημένα πίσω πρέπει να σκεφτούμε όχι σαν συνδικαλιστές που με οικονομικούς αγώνες τα απαιτούμε από τους καπιταλιστές και την κυβέρνηση στα πλαίσια του συστήματος, αλλά σαν μια δύναμη ανταγωνιστικής εξουσίας σαν η διάδοχη πολιτική και κοινωνική λύση στο σύστημα. Αν η αριστερά και το εργατικό κίνημα θέλει να ξαναμπεί στο παιχνίδι πρέπει να ανοίξει την πολιτική βεντάλια. Γι’ αυτό χρειάζεται εάν άλλο σκεπτικό, ένα διαφορετικό πολιτικό κέντρο βάρους. Συγκεκριμένες θέσεις πάλης για το δημόσιο χρέος, τα ελλείμματα, τις επιχειρήσεις που κλείνουν, τις τράπεζες, τις ΔΕΚΟ. Στο πλαίσιο αυτό μπαίνουν και τα κεκτημένα, όχι σαν μια λύση που τη ζητάμε από τους καπιταλιστές αλλά σαν μια λύση που είμαστε ικανοί να την θέσουμε σε λειτουργία, παίρνοντας εξολοκλήρου την ευθύνη της πραγματοποίησής της.
Εδώ δεν χρειάζονται περιττές συνδικαλιστικές απεργίες. Και ειδικά στο βαθμό που δεν εμπνέουν ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης. Χρειάζεται πολιτικός αγώνας και άγριες απεργίες. Η οικονομική απεργία είναι ένα διεκδικητικό μέσο, όμως δεν είναι το φάρμακο για όλες τις δουλειές. Βεβαίως όταν ο καπιταλισμός λειτουργεί, όταν οι μηχανές δουλεύουν στο φουλ τότε μια διακοπή της λειτουργίας τους μπορεί να κάνει θαύματα. Τώρα έχει μόνο πενιχρά αποτελέσματα. Αυτό που έχει σημασία τώρα είναι οι πολιτικές εκδηλώσεις, ακόμα και οι απεργίες με καθαρά πολιτικά αιτήματα και διεκδικήσεις. Έχουν σημασία επιθετικές κινήσεις από τα πάνω και από τα κάτω.

Από τα πάνω το εργατικό κίνημα και η αριστερά να δείξουν ότι διεκδικούν κεντρικές πολιτικές λύσεις (στάση πληρωμών του χρέους, εθνικοποιήσεις τραπεζών και ΔΕΚΟ με εργατικό έλεγχο) που θα πείθουν την σκεπτόμενη κοινωνία, ότι είναι έτοιμοι να τις υλοποιήσουν και τις επιβάλουν. Με αυτήν την ατζέντα το κίνημα θέτει τον εαυτό του ανταγωνιστικά στο υπάρχων μπλοκ εξουσίας και πάνω σ’ αυτή τη βάση να διαμορφώσει ένα νέο συσχετισμό.

Και από τα κάτω, όπου γίνονται απολύσεις, καταλήψεις των χώρων δουλειάς και επαναλειτουργία με εργατικό έλεγχο. Αν έχει ένα νόημα το σύνθημα της εθνικοποίησης είναι αυτό. Δεν περιμένουμε την κυβέρνηση να το δεχτεί, το υλοποιούμε από τώρα. Ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση της ΕΘΕΛ ή του ΟΣΕ να γίνει πρόβλημα όλης της κοινωνίας. Όχι για το αν θα θίγουν τα κεκτημένα των οδηγών αλλά για το αν η συγκοινωνία είναι δημόσιο ή ιδιωτικό αγαθό. Αυτό δεν είναι πρόβλημα του σωματείου ή της ΓΣΕΕ είναι κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα και είμαστε όλοι άμεσα ενδιαφερόμενοι και όχι απλώς συμπαραστάτες των οδηγών. Στους αμέσως επόμενους μήνες η κυβέρνηση θα επιδιώξει το ξεκαθάρισμα των ΔΕΚΟ. Εδώ μπορεί το εργατικό κίνημα και η αριστερά να δοκιμάσουν όχι την τακτική της υπεράσπισης των κεκτημένων, αλλά την τακτική των υπεράσπισης των δημόσιων συγκοινωνιών, ή των δημόσιων ΔΕΚΟ. Έτσι πολιτικοποιείς το πρόβλημα, έτσι γίνεται ζήτημα της κοινωνίας, έτσι δημιουργείς έναν άλλο συσχετισμό.
Πάνω απ’ όλα όμως χρειαζόμαστε μια αριστερά που να χτυπήσει δυνατά το τραπέζι στο χέρι, μια αριστερά έτοιμη να διεκδικήσει την εξουσία και την ευθύνη διεξόδου από την κρίση, σε αντικαπιταλιστική σοσιαλιστική διέξοδο. Μια τέτοια αριστερά μπορεί να εμπνεύσει ξανά την εργατική τάξη, τη νεολαία, τους άνεργους ακόμα και τους μικροαστούς που πλήττονται από την ύφεση. Μια αριστερά που την κρίσιμη στιγμή δεν θα διαστάσει, περιμένοντας να στηθούν οι κάλπες, που δεν θα κάνει πλάτες για να σωθεί για ακόμα μια φορά το σύστημα.

Αναδημοσίευση από avantgarde2009.wordpress.com

Και τέλος μια παρατήρηση:

Βασικά, αυτό που λείπει, είναι η αριστερά που θα προτείνει αυτό. Εκεί -τελικά- καταλήγουμε. Όταν η αριστερά πρότεινε και πάλεψε στ' αλήθεια για μια άλλη κοινωνία, τότε ο κόσμος ακολούθησε, ακριβώς διότι δε θέλει αυτή στην οποία ζει σήμερα
Μοιράσου το :

+ σχόλια + 2 σχόλια

Ανώνυμος
11 Ιουλίου 2010 στις 8:39 μ.μ.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΕΝ
ΕΧΕΙ ΣΗΝΑΣΙΑ ΠΟΙΑ ΑΝ ΘΕ ΠΑΡΟΥΜΑΙ ΑΥΞΗΣΗ ΑΝ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΝΑΙ 400 Η 500 ΑΥΤΡΑ ΜΠΟΡΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΟΥΡΟ ΟΤΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΤΗ ΕΥΚΕΡΙΑ ΘΑ ΜΑς ΤΑ ΠΑΡΟΥΝ ΠΙΣΩ .Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΣΤΟΧΟς ΜΑς

Ανώνυμος
17 Ιουλίου 2010 στις 9:46 μ.μ.

Επανασταση χωρις ερωτα, μπουκαλι χωρις στουπι.

Απο μαντρα σε πλατεια της Θεσσαλονικης.

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger