Του Δημήτρη Κουσουρή - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Η ιδέα της Ελλάδας, λίκνο της Δημοκρατίας που κοσμείται από αρχαίες κολόνες και ηλιόλουστα μεσογειακά τοπία, δεν είναι παρά επινόηση, η οποία ταιριάζει δύσκολα στη σύγχρονη Ελλάδα. Μια προσεκτικότερη ματιά στην παρούσα κρίση αποκαλύπτει μια άλλη όψη, αυτή της φτώχειας και της ανεργίας, αλλά και μια μακρά φασιστική και αυταρχική παράδοση που περιέχει δυσάρεστες αλήθειες.
Αθήνα 17 Ιουνίου 2012. Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών προκαλούν ρίγη:
Η Χρυσή Αυγή, ένα υπερεθνικιστικό ναζιστικό γκρουπούσκουλο, καθίσταται το πέμπτο κόμμα της χώρας με 6,97% των ψήφων. Εισέρχεται στο Κοινοβούλιο με 18 βουλευτές στους 300. Λιγότερο από 70 χρόνια μετά τη μαζική εξόντωση ενός λαού στο όνομα της ναζιστικής ιδεολογίας, που πιστεύαμε ότι ανήκει για πάντα στο παρελθόν, τα εμβλήματα, οι δηλώσεις, οι σημαίες και η επίδειξη ισχύος που θυμίζουν τις πιο μαύρες στιγμές του 20ού αιώνα «ανθούν» ξανά στην Ελλάδα. 0 ιδρυτής και ηγέτης της, Νίκος Μιχαλολιάκος, διαθέτει πλέον προσβάσεις στα μίντια για να διοχετεύσει τις ιδέες του, ενώ οι ακτιβιστές των ταγμάτων εφόδου δρουν πλέον ακομπλεξάριστα και με ισχυρή οικονομική στήριξη. Η Χρυσή Αυγή μπορεί πλέον αποκτά «κύρος» και οργανώνεται ως μαζικό κόμμα.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1912-1939
Το ελληνικό κράτος όπως το γνωρίζουμε σήμερα δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια τεσσάρων αλλεπάλληλων πολέμων, μέσα σε δέκα χρόνια: οι δυο Βαλκανικοί πόλεμοι, στη διάρκεια των οποίων τα εθνικά κράτη της Βαλκανικής κατάκτησαν και μοιράστηκαν μεταξύ τους τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1912-1913), ο Πρώτος Παγκόσμιος (1916-1918 για την Ελλάδα) και τέλος ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, ο οποίος έφερε αντιμέτωπο τον ελληνικό στρατό με τον επαναστατικό τουρκικό στρατό του Κεμάλ Ατατοόρκ.
Η Ελλάδα βγήκε από αυτή την κατάσταση με διπλάσια έκταση και πληθυσμό. Οι «νέες χώρες», που μέχρι τότε ήταν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατοικούνταν από Ελληνες ορθόδοξους, Τούρκους και Αλβανούς μουσουλμάνους, Εβραίους, Αρμένιους και σλαβόφωνους χριστιανούς.
0 «Εθνικός Διχασμός» του 1914-1917 έφερε σε σύγκρουση βασιλικούς και βενιζελικούς γύρω από τη συμμετοχή της χώρας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρώτοι υποστήριζαν μια ουδετερότητα που ευνοούσε της κεντρικές αυτοκρατορίες, ενώ οι δεύτεροι συγκρότησαν μια κυβέρνηση Εθνικής Αμυνας στη Θεσσαλονίκη για να μπουν στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, οι οποίες είχαν αποβιβασθεί στην πόλη από τα τέλη του 1915.
Σε αυτή τη στροφή της Ιστορίας, έκανε την εμφάνισή του το κίνημα των επιστράτων, ένα φιλομοναρχικό και πρωτοφασιστικό κίνημα που σηματοδότησε την πρώτη δυναμική εμφάνιση μιας άκρας δεξιάς στην Ελλάδα, που σημαδεύτηκε από ένα κύμα τρομοκρατίας εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων. Οι σύνδεσμοι των επιστράτων συγκέντρωσαν πάνω από 100.000 μέλη και αποτέλεσαν προδρομική εκδοχή των κινημάτων των βετεράνων που εμφανίστηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μετά το 1918.
Οι παλαιοί επίστρατοι ενσωματώθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον πολιτικό βίο της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 και 1935) στον στρατό, σε ομάδες κρούσης ενάντια σε απεργιακές κινητοποιήσεις και στους μηχανισμούς επιτήρησης των περίπου 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων, οι οποίοι ήρθαν από τη Μικρά Ασία μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.
Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε και επίσημα με τα «Δημοκρατικά Τάγματα», πραιτωριανές δυνάμεις της σύντομης δικτατορίας (1925-1926) του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Αυτή η σύντομη περίοδος χαρακτηρίζεται από μέτρα προληπτικής λογοκρισίας, καταστολή και πολυάριθμες αυθαίρετες συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων. Η δικτατορία ανατράπηκε εντέλει με άλλο στρατιωτικό κίνημα και η χώρα επέστρεψε για λίγο στον «ομαλό» κοινοβουλευτικό βίο.
Στο φόντο της οικονομικής κρίσης του 1929, εμφανίζεται η οργάνωση Τρία Εψιλον (Εθνική Ενωσις Ελλάς), υιοθετώντας σύμβολα και πρακτικές των υπερσυντηρητικών γερμανικών και ιταλικών παραστρατιωτικών οργανώσεων του Μεσοπολέμου (Stahlhelm, Squadristi) και εξαπολύοντας αντισημιτικά και αντικομμουνιστικά πογκρόμ. Στη δεκαετία του 1930, έπειτα από δύο αποτυχημένα στρατιωτικά κινήματα μεταξύ 1933 και 1935 και απέναντι στην άνοδο του εργατικού κινήματος, οι μοναρχικοί επανέφεραν τον βασιλιά και επέβαλαν στις 4 Αυγούστου 1936 ένα δικτατορικό καθεστώς με επικεφαλής τον στρατηγό Ιωάννη Μεταξύ, παλαιό ηγέτη των επιστράτων. Το καθεστώς του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», που έμοιαζε περισσότερο με εκείνο του Ενγκελμπερτ Ντόλφους στην Αυστρία (δικτάτορα από το 1932 μέχρι το 1934) ή εκείνο του Μίκλος Χόρθι (αντιβασιλέα της Ουγγαρίας από το 1920 έως το 1944), κατάργησε όλα τα πολιτικά κόμματα, περιλαμβανομένων των φασιστικών. Στο ενδιάμεσο, πολλά στελέχη και μέλη των φασιστικών οργανώσεων εντάχθηκαν στην κρατική μηχανή, εγκαινιάζοντας μια μακρά παράδοση, η οποία θα σημάδευε επί δεκαετίες την ιστορία της Ελλάδας.
1939-1974
Επειτα από 3,5 χρόνια μιας τριπλής κατοχής, γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής, είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες για την επανεμφάνιση διαφόρων μορφών του φασισμού. Αν και καθαρόαιμες ναζί-φασιστικές ομάδες, όπως η Ελληνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Ορνάνωσις (ΕΣΠΟ) ή η Οργάνωση Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ), δεν προσέλκυσαν περισσότερες από μερικές εκατοντάδες μελών, κάποια από τα δίκτυά τους τροφοδότησαν τα δίκτυα κατασκοπίας και προπαγάνδας των δυνάμεων κατοχής και λειτούργησαν ως σύνδεσμος μεταξύ των οικονομικών δωσίλογων, του ελληνικού κράτουςκαι των αρχών κατοχής.
Ωστόσο, γρήγορα η επιρροή τους αναχαιτίστηκε από την ανάπτυξη ενός κινήματος αντίστασης που ιδρύθηκε στα τέλη του 1941, ύστερα από πρωτοβουλία του ΚΚΕ. Μετά τους 300.000 θανάτους του μεγάλου λιμού του 1941-1942, το ΕΑΜ μαζικοποιήθηκε κι εξαπλώθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και το ένοπλο σκέλος του, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), ήταν το μαζικότερο και κυριότερο κίνημα της ελληνικής αντίστασης - περιλαμβάνοντας κομμουνιστές, αριστερούς όλων των τάσεων και αποχρώσεων και εκπροσώπους του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου.
Το 1944, στις παραμονές της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα, το ΕΑΜ οργάνωσε εκλογές για εθνοσυνέλευση και συγκρότησε μια προσωρινή Κυβέρνηση του Βουνού στην κατεχόμενη χώρα, θέτοντας υπό τον έλεγχό του το ένα τρίτο της επικράτειας, το ΕΑΜικό κίνημα είχε αποκτήσει ντε φάκτο επαναστατικό χαρακτήρα.
Η αντεπανάσταση που ξεκίνησε από τους πιο αντιδραστικούς, αντικομμουνιστικούς κύκλους των οικονομικών ελίτ και του βαθέως κράτους, απέκτησε χαρακτηριστικά ενός μαζικού φασιστικού κινήματος μετά το 1943. Τα Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλες ομάδες τις οποίες συγκροτούσε η ελληνική κατοχική κυβέρνηση και διοικούσαν Γερμανοί αξιωματικοί, συγκέντρωσαν περισσότερους από 40.000 άνδρες. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν ακόμη μερικές χιλιάδες αντικομμουνιστικές εθνικιστικές συμμορίες, που ανέπτυξαν δράση ανεξάρτητα ή υπό γερμανική διοίκηση.
Μετά την Απελευθέρωση και την επέμβαση των Βρετανών ενάντια στο ΕΑΜ στα Δεκεμβριανά του 1944, ακολούθησε ένα κύμα Λευκής Τρομοκρατίας, το οποίο διοργανώθηκε από μοναρχικούς και φασίστες παραστρατιωτικούς αλλά και από δυνάμεις του επίσημου κράτους. Η περίοδος ανάμεσα στη μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, και τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου στα τέλη του 1949, παρείχε πολλές ευκαιρίες στα μέλη και στελέχη του μπλοκ του δωσιλογισμού να επανενταχθούν στον κρατικό μηχανισμό. Η δικαστική και διοικητική εκκαθάριση που έγινε εκείνα τα χρόνια οδήγησε μεν στην καταδίκη μιας μικρής μερίδας συνεργατών του Αξονα, απάλλαξε όμως ταυτόχρονα πολλούς επιφανείς εκπροσώπους των πολιτικών και οικονομικών ελίτ για το κατοχικό τους παρελθόν, ενώ επανένταξε αμέσως στον στρατό και τη χωροφυλακή τους πρώην ταγματασφαλίτες.
Η τριακονταετία που ακολούθησε το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν για την Ελλάδα περίοδος που εγκαινιάστηκε με πάνω από τρεις χιλιάδες εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων, που έθεσαν τα θεμέλια ενός αυταρχικού αντικομμουνιστικού καθεστώτος, ενός αστυνομικού κράτους με δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένους, εξόριστους και πολιτικούς πρόσφυγες, πολιτικές δολοφονίες, καταστολή και συνεχή επιτήρηση. Αν και ο αυταρχισμός του ελληνικού καθεστώτος προσέλκυσε κάπου κάπου το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης, όπως συνέβη με την κατακραυγή που προκάλεσε η καταδίκη σε θάνατο (για κατασκοπία) και η εκτέλεση, το 1952, του στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Μπελογιάννη, αυτό δεν στάθηκε ικανό να αλλάξει την πολιτική των διαδοχικών κυβερνήσεων της Δεξιάς.
Η ψήφιση ενός δημοκρατικού Συντάγματος συνδυάστηκε με την εφαρμογή ενός «παρασυντάγματος»: ένα σύνολο έκτακτων νόμων που είχαν ψηφιστεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και διατηρήθηκαν σε ισχύ για σχεδόν τρεις δεκαετίες, θέτοντας εκτός νόμου την κομμουνιστική Αριστερά και διαμορφώνοντας το πλαίσιο συγκρότησης ενός αστυνομικού κράτους κι ενός καθεστώτος απηνών πολιτικών διώξεων. Σε εκείνη την περίοδο συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν στο εσωτερικό ή τις παρυφές του κρατικού μηχανισμού τα δίκτυα του λεγάμενου «παρακράτους», ακροδεξιές λέσχες, αντικομμουνιστικές ομάδες, αντικοινοβουλευτικοί κύκλοι και μυστικοί όμιλοι, που συνέδεαν κρυφά και φανερά τους διαδρόμους του Παλατιού, τις ελληνικές και «συμμαχικές» μυστικές υπηρεσίες, ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και το πολιτικό προσωπικό της δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ισως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της εμπλοκής της Ακροδεξιάς στο εσωτερικό του κράτους να είναι η ιστορία του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) που δημιουργήθηκε από βασιλόφρονες αξιωματικούς του στρατού το 1944 προκειμένου να καταστείλει το δημοκρατικό κίνημα στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής. Ο ΙΔΕΑ συνέχισε τη δράση του στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση, στρατολογώντας τους αντικομμουνιστές αξιωματικούς και πρώην συνεργάτες των Γερμανών και αποκτώντας πάνω από 1.500 μέλη, για να διαλυθεί επίσημα το 1951.
Στη συνέχεια, κάποια από τα παλαιό μέλη του συμμετείχαν στον ελληνικό κλάδο των παραστρατιωτικών ΝΑΤΟΪκών δικτύων «stay behind», γνωστών κυρίως από την ιταλική τους εκδοχή, την επιχείρηση Γκλάντιο, που λειτούργησαν ωστόσο σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και σε όλες τις χώρες της Συμμαχίας, με στόχο -ή πρόσχημα- την αποτροπή ενδεχόμενης απόπειρας κομμουνιστικής εισβολής ή επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας,
Η δολοφονία, τον Μάιο του 1963, του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη σηματοδότησε μια κρίσιμη στροφή στην πολιτική ζωή του τόπου. Εν γνώσει υψηλόβαθμων αξιωματούχων της αστυνομίας της Θεσσαλονίκης, η δολοφονία εκτελέστηκε από μέλη μιας αντικομμουνιστικής παραστρατιωτικής ομάδας και πρώην δωσίλογους.
Ο Βασίλης Βασιλικός μετέγραψε λογοτεχνικά το γεγονός και ό,τι ακολούθησε στο βιβλίο «Ζ», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά το 1969.
Η ήττα της Δεξιάς στις εκλογές που ακολούθησαν τη δολοφονία έθεσε σε κίνηση τους μηχανισμούς του βαθέως κράτους. Υπό την αιγίδα του βασιλιά, ο στρατός σταδιακά αυτονομήθηκε. Με το πρόσχημα της «κομμουνιστικής απειλής», μια ομάδα συνταγματαρχών πραγματοποίησε πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967 και εγκαθίδρυσε δικτατορικό καθεστώς.
Εμβληματική για τις συνέχειες των ακροδεξιών θυλάκων στο εσωτερικό του κράτους ήταν η μορφή του πρώτου πρωθυπουργού της χούντας, του Κωνσταντίνου Κόλλια, ενός εισαγγελέα που είχε οργανώσει τους μηχανισμούς απαλλαγής των δωσίλογων είκοσι χρόνια νωρίτερα, ενώ αργότερα είχε επέμβει καταχρηστικά στη δικαστική έρευνα για τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη με σκοπό να συγκαλύψει τις ευθύνες των επίσημων κρατικών λειτουργών. Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα που έλαβαν οι συνταγματάρχες ήταν η αποκατάσταση των Ταγμάτων Ασφαλείας, που συνοδεύτηκε από τιμητικές συντάξεις για τις υπηρεσίες τους στην Εθνική Αντίσταση και διορισμούς σε θέσεις-κλειδιά. Εξάλλου, πολλοί ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, όπως κατασκευαστές που είδαν τις δραστηριότητές τους να απελευθερώνονται από τον κρατικό έλεγχο, ή εφοπλιστές, που εξασφάλισαν φοροαπαλλαγές, στήριξαν το καθεστώς.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974
Η πτώση των συνταγματαρχών ξεκίνησε το 1973, υπό την πίεση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και ολοκληρώθηκε με τον πόλεμο της Κύπρου το 1974. Το πραξικόπημα που οργανώθηκε με εμπλοκή του καθεστώτος των Αθηνών και επιχειρούσε να ανατρέψει τις διεθνείς συνθήκες εις βάρος της τουρκοκυπριακής πλευράς, προκάλεσε την τουρκική εισβολή και τη διαίρεση μέχρι σήμερα του νησιού σε δύο τμήματα.
Η κάθαρση που ακολούθησε την επάνοδο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία υπήρξε επιφανειακή: ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ορισμένοι ακόμα «πρωταίτιοι» κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ποινές μακροχρόνιας φυλάκισης ή σε θάνατο, με την ποινή να μετατρέπεται σε ισόβια (ο Παπαδόπουλος πέθανε στη φυλακή το 1999).
Μια διαδικασία «αποχουντοποίησης» έλαβε χώρα στα Πανεπιστήμια υπό την πίεση του φοιτητικού ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του 1970, ωστόσο στο μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου τομέα, βασικοί παράγοντες και συνεργάτες της δικτατορίας παρέμειναν σε καθεστώς ασυλίας. Ανάμεσα στο 1974 και το 1980, επίγονοι και πρώην στελέχη της δικτατορίας σε συνεργασία με τους Ιταλούς νεοφασίστες του Movimento Politico Ordine Nuovo (Πολιτικό Κίνημα Νέας Τάξης, μία ένοπλη ακροδεξιά ομάδα που ιδρύθηκε το 1969), επιχείρησαν να επιβάλουν μια ελληνική εκδοχή της «στρατηγικής της έντασης» με εκβιασμούς, απόπειρες δολοφονίας και βομβιστικές επιθέσεις σε κινηματογράφους και θέατρα. Μέλος αυτών των δικτύων υπήρξε και ο Νίκος Μιχαλολιάκος. Καταδικάστηκε μόλις σε δεκατρείς μήνες φυλάκιση για κλοπή στρατιωτικού υλικού, για να βγει στη συνέχεια και να εμπλακεί ενεργά στους νεοφασιστικούς ακροδεξιούς κύκλους και να ιδρύσει το 1980 τη Χρυσή Αυγή.
0 φυλακισμένος δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος ίδρυσε το 1984 από τη φυλακή την ΕΠΕΝ (Εθνική Πολιτική Ενωσις) και ανέθεσε την ηγεσία της νεολαίας διαδοχικά στον Μιχαλολιάκο και τον Μάκη Βορίδη, ακροδεξιό ακτιβιστή και μετέπειτα υπουργό και κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας.
Από το 1987, η Χρυσή Αυγή μετασχηματίστηκε σε Λαϊκό Σύνδεσμο. Το κόμμα συγκροτήθηκε στη βάση της «αρχής του αρχηγού» (Fiihrerprinzip), με αδιαμφισβήτητο ηγέτη τον Μιχαλολιάκο.
Επειτα από μια σειρά επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες και αριστερούς αγωνιστές, και κάτω από την πίεση των αρχών, η Χ.Α. ανέστειλε τη δράση της για μερικούς μήνες, μεταξύ 2005 και 2006, προκειμένου να καλύψει τα νώτα της.
Το 2009 επανεμφανίζεται και συμμετέχει στις βουλευτικές εκλογές. Τα σαράντα χρόνια που ακολούθησαν τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών αποτελούν την πιο μακρά περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα. Η Τρίτη Δημοκρατία στηρίχτηκε σε ένα διπολικό πολιτικό σύστημα, με πυλώνες δύο κόμματα που δημιουργήθηκαν το 1974: το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του Γεωργίου, πρώην πρωθυπουργού και ηγέτη της Ενωσης Κέντρου κατά τη δεκαετία του 1960. Το 2009, ηγέτες των δύο αυτών κομμάτων ήταν για τη Ν.Δ. ο Κώστας Καραμανλής, ανιψιός του ιδρυτή της, και για το ΠΑΣΟΚ ο Γιώργος Παπανδρέου, γιος του Ανδρέα και τρίτος στην πολιτική δυναστεία των Παπανδρέου. Συμπτώματα νεποτισμού που φανερώνουν τον σχεδόν αιμομικτικό χαρακτήρα του συστήματος αναπαραγωγής των ελληνικών πολιτικών ελίτ και μας επιτρέπουν να υποψιαστούμε τη στενή διαπλοκή τους με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και ανώτερους κρατικούς λειτουργούς.
Ενδυναμωμένες από τη στήριξη των Βρυξελλών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την είσοδο στην ευρωζώνη, και σε αγαστή συνεργασία με τους επικεφαλής μεγάλων τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων που ταυτόχρονα είχαν τον έλεγχο των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, οι πολιτικές ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων συγκρότησαν έναν συνασπισμό εξουσίας που έθεσε υπό τον έλεγχό του το σύνολο σχεδόν της οικονομικής ζωής της χώρας. Η κρίση, ωστόσο, κλόνισε τους πυλώνες του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, αφού, χάνοντας τα διεθνή ερείσματά τους, τα δύο μεγάλα κόμματα απώλεσαν παράλληλα και τα μέσα να διασφαλίζουν τη λαϊκή υποστήριξη μέσα από τη διανομή δημόσιου χρήματος και θέσεων στον κρατικό μηχανισμό. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της κρίσης, και μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 2012, μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού φτωχοποιήθηκε, οδηγήθηκε στην ανεργία ή στη μετανάστευση.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Χρυσή Αυγή παρέμενε μια μικρή εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση με λίγες εκατοντάδες μέλη και ποσοστό 0,2% στις εκλογές.
Στο μεταξύ, στον βαθμό που οι ομάδες κρούσης της παρείχαν τακτικά, ως «αγανακτισμένοι πολίτες», χείρα βοήθειας στην αστυνομία ενάντια σε απεργούς, διαδηλωτές και αριστερούς αγωνιστές, ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 διεξήγαν και τα πρώτα μαζικά αντιμεταναστευτικά πογκρόμ, η οργάνωση απολάμβανε τη διακριτική στήριξη παραγόντων του επιχειρηματικού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα διέθετε ισχυρά ερείσματα στο εσωτερικό της αστυνομίας, που της παρείχαν σχεδόν πλήρη ασυλία.
Οι συνέπειες που είχε στην Ελλάδα η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008, επρόκειτο να δώσουν νέα ώθηση στο φασιστικό φαινόμενο.
Η ιδέα της Ελλάδας, λίκνο της Δημοκρατίας που κοσμείται από αρχαίες κολόνες και ηλιόλουστα μεσογειακά τοπία, δεν είναι παρά επινόηση, η οποία ταιριάζει δύσκολα στη σύγχρονη Ελλάδα. Μια προσεκτικότερη ματιά στην παρούσα κρίση αποκαλύπτει μια άλλη όψη, αυτή της φτώχειας και της ανεργίας, αλλά και μια μακρά φασιστική και αυταρχική παράδοση που περιέχει δυσάρεστες αλήθειες.
Αθήνα 17 Ιουνίου 2012. Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών προκαλούν ρίγη:
Η Χρυσή Αυγή, ένα υπερεθνικιστικό ναζιστικό γκρουπούσκουλο, καθίσταται το πέμπτο κόμμα της χώρας με 6,97% των ψήφων. Εισέρχεται στο Κοινοβούλιο με 18 βουλευτές στους 300. Λιγότερο από 70 χρόνια μετά τη μαζική εξόντωση ενός λαού στο όνομα της ναζιστικής ιδεολογίας, που πιστεύαμε ότι ανήκει για πάντα στο παρελθόν, τα εμβλήματα, οι δηλώσεις, οι σημαίες και η επίδειξη ισχύος που θυμίζουν τις πιο μαύρες στιγμές του 20ού αιώνα «ανθούν» ξανά στην Ελλάδα. 0 ιδρυτής και ηγέτης της, Νίκος Μιχαλολιάκος, διαθέτει πλέον προσβάσεις στα μίντια για να διοχετεύσει τις ιδέες του, ενώ οι ακτιβιστές των ταγμάτων εφόδου δρουν πλέον ακομπλεξάριστα και με ισχυρή οικονομική στήριξη. Η Χρυσή Αυγή μπορεί πλέον αποκτά «κύρος» και οργανώνεται ως μαζικό κόμμα.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1912-1939
ΜΙΑ ΜΑΚΡΑ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ (1919-1922), Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ – ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Το ελληνικό κράτος όπως το γνωρίζουμε σήμερα δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια τεσσάρων αλλεπάλληλων πολέμων, μέσα σε δέκα χρόνια: οι δυο Βαλκανικοί πόλεμοι, στη διάρκεια των οποίων τα εθνικά κράτη της Βαλκανικής κατάκτησαν και μοιράστηκαν μεταξύ τους τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1912-1913), ο Πρώτος Παγκόσμιος (1916-1918 για την Ελλάδα) και τέλος ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, ο οποίος έφερε αντιμέτωπο τον ελληνικό στρατό με τον επαναστατικό τουρκικό στρατό του Κεμάλ Ατατοόρκ.
Η Ελλάδα βγήκε από αυτή την κατάσταση με διπλάσια έκταση και πληθυσμό. Οι «νέες χώρες», που μέχρι τότε ήταν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατοικούνταν από Ελληνες ορθόδοξους, Τούρκους και Αλβανούς μουσουλμάνους, Εβραίους, Αρμένιους και σλαβόφωνους χριστιανούς.
0 «Εθνικός Διχασμός» του 1914-1917 έφερε σε σύγκρουση βασιλικούς και βενιζελικούς γύρω από τη συμμετοχή της χώρας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρώτοι υποστήριζαν μια ουδετερότητα που ευνοούσε της κεντρικές αυτοκρατορίες, ενώ οι δεύτεροι συγκρότησαν μια κυβέρνηση Εθνικής Αμυνας στη Θεσσαλονίκη για να μπουν στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, οι οποίες είχαν αποβιβασθεί στην πόλη από τα τέλη του 1915.
Σε αυτή τη στροφή της Ιστορίας, έκανε την εμφάνισή του το κίνημα των επιστράτων, ένα φιλομοναρχικό και πρωτοφασιστικό κίνημα που σηματοδότησε την πρώτη δυναμική εμφάνιση μιας άκρας δεξιάς στην Ελλάδα, που σημαδεύτηκε από ένα κύμα τρομοκρατίας εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων. Οι σύνδεσμοι των επιστράτων συγκέντρωσαν πάνω από 100.000 μέλη και αποτέλεσαν προδρομική εκδοχή των κινημάτων των βετεράνων που εμφανίστηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μετά το 1918.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Οι παλαιοί επίστρατοι ενσωματώθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον πολιτικό βίο της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 και 1935) στον στρατό, σε ομάδες κρούσης ενάντια σε απεργιακές κινητοποιήσεις και στους μηχανισμούς επιτήρησης των περίπου 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων, οι οποίοι ήρθαν από τη Μικρά Ασία μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.
Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε και επίσημα με τα «Δημοκρατικά Τάγματα», πραιτωριανές δυνάμεις της σύντομης δικτατορίας (1925-1926) του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Αυτή η σύντομη περίοδος χαρακτηρίζεται από μέτρα προληπτικής λογοκρισίας, καταστολή και πολυάριθμες αυθαίρετες συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων. Η δικτατορία ανατράπηκε εντέλει με άλλο στρατιωτικό κίνημα και η χώρα επέστρεψε για λίγο στον «ομαλό» κοινοβουλευτικό βίο.
Στο φόντο της οικονομικής κρίσης του 1929, εμφανίζεται η οργάνωση Τρία Εψιλον (Εθνική Ενωσις Ελλάς), υιοθετώντας σύμβολα και πρακτικές των υπερσυντηρητικών γερμανικών και ιταλικών παραστρατιωτικών οργανώσεων του Μεσοπολέμου (Stahlhelm, Squadristi) και εξαπολύοντας αντισημιτικά και αντικομμουνιστικά πογκρόμ. Στη δεκαετία του 1930, έπειτα από δύο αποτυχημένα στρατιωτικά κινήματα μεταξύ 1933 και 1935 και απέναντι στην άνοδο του εργατικού κινήματος, οι μοναρχικοί επανέφεραν τον βασιλιά και επέβαλαν στις 4 Αυγούστου 1936 ένα δικτατορικό καθεστώς με επικεφαλής τον στρατηγό Ιωάννη Μεταξύ, παλαιό ηγέτη των επιστράτων. Το καθεστώς του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», που έμοιαζε περισσότερο με εκείνο του Ενγκελμπερτ Ντόλφους στην Αυστρία (δικτάτορα από το 1932 μέχρι το 1934) ή εκείνο του Μίκλος Χόρθι (αντιβασιλέα της Ουγγαρίας από το 1920 έως το 1944), κατάργησε όλα τα πολιτικά κόμματα, περιλαμβανομένων των φασιστικών. Στο ενδιάμεσο, πολλά στελέχη και μέλη των φασιστικών οργανώσεων εντάχθηκαν στην κρατική μηχανή, εγκαινιάζοντας μια μακρά παράδοση, η οποία θα σημάδευε επί δεκαετίες την ιστορία της Ελλάδας.
1939-1974
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΩΣΙΛΟΓΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
Επειτα από 3,5 χρόνια μιας τριπλής κατοχής, γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής, είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες για την επανεμφάνιση διαφόρων μορφών του φασισμού. Αν και καθαρόαιμες ναζί-φασιστικές ομάδες, όπως η Ελληνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Ορνάνωσις (ΕΣΠΟ) ή η Οργάνωση Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ), δεν προσέλκυσαν περισσότερες από μερικές εκατοντάδες μελών, κάποια από τα δίκτυά τους τροφοδότησαν τα δίκτυα κατασκοπίας και προπαγάνδας των δυνάμεων κατοχής και λειτούργησαν ως σύνδεσμος μεταξύ των οικονομικών δωσίλογων, του ελληνικού κράτουςκαι των αρχών κατοχής.
Ωστόσο, γρήγορα η επιρροή τους αναχαιτίστηκε από την ανάπτυξη ενός κινήματος αντίστασης που ιδρύθηκε στα τέλη του 1941, ύστερα από πρωτοβουλία του ΚΚΕ. Μετά τους 300.000 θανάτους του μεγάλου λιμού του 1941-1942, το ΕΑΜ μαζικοποιήθηκε κι εξαπλώθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και το ένοπλο σκέλος του, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), ήταν το μαζικότερο και κυριότερο κίνημα της ελληνικής αντίστασης - περιλαμβάνοντας κομμουνιστές, αριστερούς όλων των τάσεων και αποχρώσεων και εκπροσώπους του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου.
Το 1944, στις παραμονές της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα, το ΕΑΜ οργάνωσε εκλογές για εθνοσυνέλευση και συγκρότησε μια προσωρινή Κυβέρνηση του Βουνού στην κατεχόμενη χώρα, θέτοντας υπό τον έλεγχό του το ένα τρίτο της επικράτειας, το ΕΑΜικό κίνημα είχε αποκτήσει ντε φάκτο επαναστατικό χαρακτήρα.
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ
Η αντεπανάσταση που ξεκίνησε από τους πιο αντιδραστικούς, αντικομμουνιστικούς κύκλους των οικονομικών ελίτ και του βαθέως κράτους, απέκτησε χαρακτηριστικά ενός μαζικού φασιστικού κινήματος μετά το 1943. Τα Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλες ομάδες τις οποίες συγκροτούσε η ελληνική κατοχική κυβέρνηση και διοικούσαν Γερμανοί αξιωματικοί, συγκέντρωσαν περισσότερους από 40.000 άνδρες. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν ακόμη μερικές χιλιάδες αντικομμουνιστικές εθνικιστικές συμμορίες, που ανέπτυξαν δράση ανεξάρτητα ή υπό γερμανική διοίκηση.
Μετά την Απελευθέρωση και την επέμβαση των Βρετανών ενάντια στο ΕΑΜ στα Δεκεμβριανά του 1944, ακολούθησε ένα κύμα Λευκής Τρομοκρατίας, το οποίο διοργανώθηκε από μοναρχικούς και φασίστες παραστρατιωτικούς αλλά και από δυνάμεις του επίσημου κράτους. Η περίοδος ανάμεσα στη μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, και τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου στα τέλη του 1949, παρείχε πολλές ευκαιρίες στα μέλη και στελέχη του μπλοκ του δωσιλογισμού να επανενταχθούν στον κρατικό μηχανισμό. Η δικαστική και διοικητική εκκαθάριση που έγινε εκείνα τα χρόνια οδήγησε μεν στην καταδίκη μιας μικρής μερίδας συνεργατών του Αξονα, απάλλαξε όμως ταυτόχρονα πολλούς επιφανείς εκπροσώπους των πολιτικών και οικονομικών ελίτ για το κατοχικό τους παρελθόν, ενώ επανένταξε αμέσως στον στρατό και τη χωροφυλακή τους πρώην ταγματασφαλίτες.
ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟ ΕΝΤΑΣΗ
Η τριακονταετία που ακολούθησε το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν για την Ελλάδα περίοδος που εγκαινιάστηκε με πάνω από τρεις χιλιάδες εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων, που έθεσαν τα θεμέλια ενός αυταρχικού αντικομμουνιστικού καθεστώτος, ενός αστυνομικού κράτους με δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένους, εξόριστους και πολιτικούς πρόσφυγες, πολιτικές δολοφονίες, καταστολή και συνεχή επιτήρηση. Αν και ο αυταρχισμός του ελληνικού καθεστώτος προσέλκυσε κάπου κάπου το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης, όπως συνέβη με την κατακραυγή που προκάλεσε η καταδίκη σε θάνατο (για κατασκοπία) και η εκτέλεση, το 1952, του στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Μπελογιάννη, αυτό δεν στάθηκε ικανό να αλλάξει την πολιτική των διαδοχικών κυβερνήσεων της Δεξιάς.
Η ψήφιση ενός δημοκρατικού Συντάγματος συνδυάστηκε με την εφαρμογή ενός «παρασυντάγματος»: ένα σύνολο έκτακτων νόμων που είχαν ψηφιστεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και διατηρήθηκαν σε ισχύ για σχεδόν τρεις δεκαετίες, θέτοντας εκτός νόμου την κομμουνιστική Αριστερά και διαμορφώνοντας το πλαίσιο συγκρότησης ενός αστυνομικού κράτους κι ενός καθεστώτος απηνών πολιτικών διώξεων. Σε εκείνη την περίοδο συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν στο εσωτερικό ή τις παρυφές του κρατικού μηχανισμού τα δίκτυα του λεγάμενου «παρακράτους», ακροδεξιές λέσχες, αντικομμουνιστικές ομάδες, αντικοινοβουλευτικοί κύκλοι και μυστικοί όμιλοι, που συνέδεαν κρυφά και φανερά τους διαδρόμους του Παλατιού, τις ελληνικές και «συμμαχικές» μυστικές υπηρεσίες, ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και το πολιτικό προσωπικό της δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ισως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της εμπλοκής της Ακροδεξιάς στο εσωτερικό του κράτους να είναι η ιστορία του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) που δημιουργήθηκε από βασιλόφρονες αξιωματικούς του στρατού το 1944 προκειμένου να καταστείλει το δημοκρατικό κίνημα στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής. Ο ΙΔΕΑ συνέχισε τη δράση του στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση, στρατολογώντας τους αντικομμουνιστές αξιωματικούς και πρώην συνεργάτες των Γερμανών και αποκτώντας πάνω από 1.500 μέλη, για να διαλυθεί επίσημα το 1951.
Στη συνέχεια, κάποια από τα παλαιό μέλη του συμμετείχαν στον ελληνικό κλάδο των παραστρατιωτικών ΝΑΤΟΪκών δικτύων «stay behind», γνωστών κυρίως από την ιταλική τους εκδοχή, την επιχείρηση Γκλάντιο, που λειτούργησαν ωστόσο σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και σε όλες τις χώρες της Συμμαχίας, με στόχο -ή πρόσχημα- την αποτροπή ενδεχόμενης απόπειρας κομμουνιστικής εισβολής ή επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας,
ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
Η δολοφονία, τον Μάιο του 1963, του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη σηματοδότησε μια κρίσιμη στροφή στην πολιτική ζωή του τόπου. Εν γνώσει υψηλόβαθμων αξιωματούχων της αστυνομίας της Θεσσαλονίκης, η δολοφονία εκτελέστηκε από μέλη μιας αντικομμουνιστικής παραστρατιωτικής ομάδας και πρώην δωσίλογους.
Ο Βασίλης Βασιλικός μετέγραψε λογοτεχνικά το γεγονός και ό,τι ακολούθησε στο βιβλίο «Ζ», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά το 1969.
Η ήττα της Δεξιάς στις εκλογές που ακολούθησαν τη δολοφονία έθεσε σε κίνηση τους μηχανισμούς του βαθέως κράτους. Υπό την αιγίδα του βασιλιά, ο στρατός σταδιακά αυτονομήθηκε. Με το πρόσχημα της «κομμουνιστικής απειλής», μια ομάδα συνταγματαρχών πραγματοποίησε πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967 και εγκαθίδρυσε δικτατορικό καθεστώς.
Εμβληματική για τις συνέχειες των ακροδεξιών θυλάκων στο εσωτερικό του κράτους ήταν η μορφή του πρώτου πρωθυπουργού της χούντας, του Κωνσταντίνου Κόλλια, ενός εισαγγελέα που είχε οργανώσει τους μηχανισμούς απαλλαγής των δωσίλογων είκοσι χρόνια νωρίτερα, ενώ αργότερα είχε επέμβει καταχρηστικά στη δικαστική έρευνα για τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη με σκοπό να συγκαλύψει τις ευθύνες των επίσημων κρατικών λειτουργών. Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα που έλαβαν οι συνταγματάρχες ήταν η αποκατάσταση των Ταγμάτων Ασφαλείας, που συνοδεύτηκε από τιμητικές συντάξεις για τις υπηρεσίες τους στην Εθνική Αντίσταση και διορισμούς σε θέσεις-κλειδιά. Εξάλλου, πολλοί ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, όπως κατασκευαστές που είδαν τις δραστηριότητές τους να απελευθερώνονται από τον κρατικό έλεγχο, ή εφοπλιστές, που εξασφάλισαν φοροαπαλλαγές, στήριξαν το καθεστώς.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974
ΜΕΤΑ ΤΟ 2009, ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΥΝ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Η πτώση των συνταγματαρχών ξεκίνησε το 1973, υπό την πίεση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και ολοκληρώθηκε με τον πόλεμο της Κύπρου το 1974. Το πραξικόπημα που οργανώθηκε με εμπλοκή του καθεστώτος των Αθηνών και επιχειρούσε να ανατρέψει τις διεθνείς συνθήκες εις βάρος της τουρκοκυπριακής πλευράς, προκάλεσε την τουρκική εισβολή και τη διαίρεση μέχρι σήμερα του νησιού σε δύο τμήματα.
Η κάθαρση που ακολούθησε την επάνοδο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία υπήρξε επιφανειακή: ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ορισμένοι ακόμα «πρωταίτιοι» κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ποινές μακροχρόνιας φυλάκισης ή σε θάνατο, με την ποινή να μετατρέπεται σε ισόβια (ο Παπαδόπουλος πέθανε στη φυλακή το 1999).
Μια διαδικασία «αποχουντοποίησης» έλαβε χώρα στα Πανεπιστήμια υπό την πίεση του φοιτητικού ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του 1970, ωστόσο στο μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου τομέα, βασικοί παράγοντες και συνεργάτες της δικτατορίας παρέμειναν σε καθεστώς ασυλίας. Ανάμεσα στο 1974 και το 1980, επίγονοι και πρώην στελέχη της δικτατορίας σε συνεργασία με τους Ιταλούς νεοφασίστες του Movimento Politico Ordine Nuovo (Πολιτικό Κίνημα Νέας Τάξης, μία ένοπλη ακροδεξιά ομάδα που ιδρύθηκε το 1969), επιχείρησαν να επιβάλουν μια ελληνική εκδοχή της «στρατηγικής της έντασης» με εκβιασμούς, απόπειρες δολοφονίας και βομβιστικές επιθέσεις σε κινηματογράφους και θέατρα. Μέλος αυτών των δικτύων υπήρξε και ο Νίκος Μιχαλολιάκος. Καταδικάστηκε μόλις σε δεκατρείς μήνες φυλάκιση για κλοπή στρατιωτικού υλικού, για να βγει στη συνέχεια και να εμπλακεί ενεργά στους νεοφασιστικούς ακροδεξιούς κύκλους και να ιδρύσει το 1980 τη Χρυσή Αυγή.
0 φυλακισμένος δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος ίδρυσε το 1984 από τη φυλακή την ΕΠΕΝ (Εθνική Πολιτική Ενωσις) και ανέθεσε την ηγεσία της νεολαίας διαδοχικά στον Μιχαλολιάκο και τον Μάκη Βορίδη, ακροδεξιό ακτιβιστή και μετέπειτα υπουργό και κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας.
Από το 1987, η Χρυσή Αυγή μετασχηματίστηκε σε Λαϊκό Σύνδεσμο. Το κόμμα συγκροτήθηκε στη βάση της «αρχής του αρχηγού» (Fiihrerprinzip), με αδιαμφισβήτητο ηγέτη τον Μιχαλολιάκο.
Επειτα από μια σειρά επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες και αριστερούς αγωνιστές, και κάτω από την πίεση των αρχών, η Χ.Α. ανέστειλε τη δράση της για μερικούς μήνες, μεταξύ 2005 και 2006, προκειμένου να καλύψει τα νώτα της.
Το 2009 επανεμφανίζεται και συμμετέχει στις βουλευτικές εκλογές. Τα σαράντα χρόνια που ακολούθησαν τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών αποτελούν την πιο μακρά περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα. Η Τρίτη Δημοκρατία στηρίχτηκε σε ένα διπολικό πολιτικό σύστημα, με πυλώνες δύο κόμματα που δημιουργήθηκαν το 1974: το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του Γεωργίου, πρώην πρωθυπουργού και ηγέτη της Ενωσης Κέντρου κατά τη δεκαετία του 1960. Το 2009, ηγέτες των δύο αυτών κομμάτων ήταν για τη Ν.Δ. ο Κώστας Καραμανλής, ανιψιός του ιδρυτή της, και για το ΠΑΣΟΚ ο Γιώργος Παπανδρέου, γιος του Ανδρέα και τρίτος στην πολιτική δυναστεία των Παπανδρέου. Συμπτώματα νεποτισμού που φανερώνουν τον σχεδόν αιμομικτικό χαρακτήρα του συστήματος αναπαραγωγής των ελληνικών πολιτικών ελίτ και μας επιτρέπουν να υποψιαστούμε τη στενή διαπλοκή τους με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και ανώτερους κρατικούς λειτουργούς.
ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ
Ενδυναμωμένες από τη στήριξη των Βρυξελλών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την είσοδο στην ευρωζώνη, και σε αγαστή συνεργασία με τους επικεφαλής μεγάλων τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων που ταυτόχρονα είχαν τον έλεγχο των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, οι πολιτικές ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων συγκρότησαν έναν συνασπισμό εξουσίας που έθεσε υπό τον έλεγχό του το σύνολο σχεδόν της οικονομικής ζωής της χώρας. Η κρίση, ωστόσο, κλόνισε τους πυλώνες του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, αφού, χάνοντας τα διεθνή ερείσματά τους, τα δύο μεγάλα κόμματα απώλεσαν παράλληλα και τα μέσα να διασφαλίζουν τη λαϊκή υποστήριξη μέσα από τη διανομή δημόσιου χρήματος και θέσεων στον κρατικό μηχανισμό. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της κρίσης, και μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 2012, μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού φτωχοποιήθηκε, οδηγήθηκε στην ανεργία ή στη μετανάστευση.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Χρυσή Αυγή παρέμενε μια μικρή εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση με λίγες εκατοντάδες μέλη και ποσοστό 0,2% στις εκλογές.
Στο μεταξύ, στον βαθμό που οι ομάδες κρούσης της παρείχαν τακτικά, ως «αγανακτισμένοι πολίτες», χείρα βοήθειας στην αστυνομία ενάντια σε απεργούς, διαδηλωτές και αριστερούς αγωνιστές, ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 διεξήγαν και τα πρώτα μαζικά αντιμεταναστευτικά πογκρόμ, η οργάνωση απολάμβανε τη διακριτική στήριξη παραγόντων του επιχειρηματικού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα διέθετε ισχυρά ερείσματα στο εσωτερικό της αστυνομίας, που της παρείχαν σχεδόν πλήρη ασυλία.
Οι συνέπειες που είχε στην Ελλάδα η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008, επρόκειτο να δώσουν νέα ώθηση στο φασιστικό φαινόμενο.
Δημοσίευση σχολίου