Πηγή: Δήμητρα Μυρίλλα - "Ημεροδρόμος"
Όλα ετούτα, ο χαμός και ο θάνατος, ο θρήνος και το μοιρολόι, οι τελετουργίες και η κατάνυξη, το πένθος, η προσμονή και η Ανάσταση, όλα ετούτα που επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο την Ανοιξη, και όχι κάποια άλλη εποχή του χρόνου, δεν είναι καθόλου μεταφυσικά. Ανθρώπινα (με Α κεφαλαίο) και του Ανθρώπου (με Α κεφαλαίου) είναι… Όχι του θεανθρώπου, μα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ στο δύσκολο και οδυνηρό διάβα του μέσα στους αιώνες.
Κι ας φρόντισαν τα ιερατεία να τα εγκλωβίσουν σε βολικές, μεταφυσικές και ακίνδυνες κατασκευές για μια ζωή που δεν είναι του παρόντος, ούτε και του μέλλοντος, αλλά κάποιας άλλης εξωκοσμικής και μη υλικής διάστασης.
Πολύς ο δρόμος και δύσκολος ο αγώνας του Ανθρώπου ώσπου να βγει στο ξέφωτο, αυτό που λαχταράει κάθε φορά που επαναλαμβάνει Χριστός Ανέστη. Σκλάβος, δούλος, δουλοπάροικος, σκυμμένος, πεινασμένος, βομβαρδισμένος, κυνηγημένος, με το άψυχο παιδί στα χέρια του, με τον ανήμπορο πατέρα στην πλάτη, η μάνα που κρύβει σε χέρια – φτερούγες τα παιδιά της να μην τα καταπιεί ο όλεθρος. Αυτός ο Ανθρωπος, ακόμα δεν … ανέστη. Σταυρώνεται και πεθαίνει κάθε μέρα.
Και μόνο μια προσμονή και μια ελπίδα επαναλαμβάνει έχοντας ακόμα πίσω από το χαμόγελο για το υπέρκοσμο θαύμα που ετελέστη, την πίκρα ότι κάπου άλλου είναι το ΘΑΥΜΑ και έναν υπόκωφο θρήνο, που βαστάει ακόμα, κι ας έκλαψε μπροστά στον Εσταυρωμένο τη Μεγάλη Πέμπτη, κι ας ακολούθησε με το κεράκι του αναμμένο το άψυχο σώμα τη Μεγάλη Παρασκευή. Και ίσως βαθειά μέσα του να γνωρίζει ότι ακριβώς εκεί, σε αυτόν το δρόμο που συναντιώνται πολλοί με το αναμμένο κερί τους, εκεί σε αυτόν το κοινό δρόμο και το «όλοι μαζί» να ετοιμάζεται η πραγματική Ανάσταση του Ανθρώπου. Η Ανάσταση μέσα στη ζωή και όχι έξω από αυτή. Κάπου εκεί, στον ίδιο κοινό δρόμο, το κεράκι που τρεμοσβήνει ίσως μπορεί να γίνει φλόγα και φωτιά που θα ξεριζώσει την πείνα, την ανέχεια, τον κατατρεγμό, τον πόλεμο. Κάπου εκεί ζεσταίνεται το γάλα του παιδιού και ζυμώνεται το ψωμί στο τραπέζι. Κι ας μην ξέρουν να το πουν με τα λόγια του Ποιητή:
«Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Εχουμε πατρίδα.
(…) Επαιξες τη φωτιά. Επαιξες το Χριστό.
Επαιξες τον Αη-Γιώργη και το Διγενή.
(…) Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξες τον Ανθρωπο!»
(Νικηφόρος Βρεττάκος, «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή»)
Ξέρουν όμως ότι:
«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να `ν’ ήμερος να `ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση»
(Οδυσσέας Ελύτης «Ο Ηλιος ο ηλιάτορας).
Όλα ετούτα, ο χαμός και ο θάνατος, ο θρήνος και το μοιρολόι, οι τελετουργίες και η κατάνυξη, το πένθος, η προσμονή και η Ανάσταση, όλα ετούτα που επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο την Ανοιξη, και όχι κάποια άλλη εποχή του χρόνου, δεν είναι καθόλου μεταφυσικά. Ανθρώπινα (με Α κεφαλαίο) και του Ανθρώπου (με Α κεφαλαίου) είναι… Όχι του θεανθρώπου, μα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ στο δύσκολο και οδυνηρό διάβα του μέσα στους αιώνες.
Κι ας φρόντισαν τα ιερατεία να τα εγκλωβίσουν σε βολικές, μεταφυσικές και ακίνδυνες κατασκευές για μια ζωή που δεν είναι του παρόντος, ούτε και του μέλλοντος, αλλά κάποιας άλλης εξωκοσμικής και μη υλικής διάστασης.
Πολύς ο δρόμος και δύσκολος ο αγώνας του Ανθρώπου ώσπου να βγει στο ξέφωτο, αυτό που λαχταράει κάθε φορά που επαναλαμβάνει Χριστός Ανέστη. Σκλάβος, δούλος, δουλοπάροικος, σκυμμένος, πεινασμένος, βομβαρδισμένος, κυνηγημένος, με το άψυχο παιδί στα χέρια του, με τον ανήμπορο πατέρα στην πλάτη, η μάνα που κρύβει σε χέρια – φτερούγες τα παιδιά της να μην τα καταπιεί ο όλεθρος. Αυτός ο Ανθρωπος, ακόμα δεν … ανέστη. Σταυρώνεται και πεθαίνει κάθε μέρα.
Και μόνο μια προσμονή και μια ελπίδα επαναλαμβάνει έχοντας ακόμα πίσω από το χαμόγελο για το υπέρκοσμο θαύμα που ετελέστη, την πίκρα ότι κάπου άλλου είναι το ΘΑΥΜΑ και έναν υπόκωφο θρήνο, που βαστάει ακόμα, κι ας έκλαψε μπροστά στον Εσταυρωμένο τη Μεγάλη Πέμπτη, κι ας ακολούθησε με το κεράκι του αναμμένο το άψυχο σώμα τη Μεγάλη Παρασκευή. Και ίσως βαθειά μέσα του να γνωρίζει ότι ακριβώς εκεί, σε αυτόν το δρόμο που συναντιώνται πολλοί με το αναμμένο κερί τους, εκεί σε αυτόν το κοινό δρόμο και το «όλοι μαζί» να ετοιμάζεται η πραγματική Ανάσταση του Ανθρώπου. Η Ανάσταση μέσα στη ζωή και όχι έξω από αυτή. Κάπου εκεί, στον ίδιο κοινό δρόμο, το κεράκι που τρεμοσβήνει ίσως μπορεί να γίνει φλόγα και φωτιά που θα ξεριζώσει την πείνα, την ανέχεια, τον κατατρεγμό, τον πόλεμο. Κάπου εκεί ζεσταίνεται το γάλα του παιδιού και ζυμώνεται το ψωμί στο τραπέζι. Κι ας μην ξέρουν να το πουν με τα λόγια του Ποιητή:
«Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Εχουμε πατρίδα.
(…) Επαιξες τη φωτιά. Επαιξες το Χριστό.
Επαιξες τον Αη-Γιώργη και το Διγενή.
(…) Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξες τον Ανθρωπο!»
(Νικηφόρος Βρεττάκος, «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή»)
Ξέρουν όμως ότι:
«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να `ν’ ήμερος να `ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση»
(Οδυσσέας Ελύτης «Ο Ηλιος ο ηλιάτορας).
Δημοσίευση σχολίου