Του Γ. Γ.
«Το κεφάλαιο γεννιέται βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια στο αίμα και στη βρωμιά στάζοντας αίμα απ' όλους τους πόρους».
(Καρλ Μαρξ «Κεφάλαιο», τόμος Α', σελίδα 785)
Στην ίδια κατεύθυνση, από τον 18ο ακόμα αιώνα περιέγραφε αυτή την πραγματικότητα ο Πορτογάλος ποιητής Αλμέιντα Γκαρέτ: «Κι εγώ ρωτώ τους οικονομολόγους, τους πολιτικούς, τους ηθικολόγους: υπολόγισαν ποτέ τον αριθμό των ατόμων που υποχρεωτικά καταδικάζονται σε αθλιότητα, σε άνιση εργασία, σε εξαχρείωση, σε αφροσύνη, σε διεφθαρμένη άγνοια, σε ανίκητη δυστυχία, σε απόλυτη ένδεια, για να παραχθεί ένας πλούσιος;».
Το θράσος του καπιταλιστή αλητάμπουρα, -στο δημοσίευμα παρουσιάζεται σαν "επιχειρηματίας της χρονιάς" και λέγεται Χρήστος Κριμίζης- που βγαίνει δημοσίως και μας λέει ότι τα θύματα της "νόμιμης" ληστείας, οι μοναδικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου που χάρη σ' αυτούς ο ίδιος και η τάξη του συσσωρεύουν αμύθητα κέρδη, πρέπει να "ντρέπονται" για την εξαθλίωση που τους έχει οδηγήσει το πολιτικό σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας, ξεπερνάει κάθε όριο.
Σ' αυτό το γραβατωμένο τίποτα που παρουσιάζεται να χλευάζει και να ενοχοποιεί τα θύματα τα του ίδιου και της κάστας των πλουτοκρατών που ανήκει μόνο οι στίχοι του κομμουνιστή ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα μπορούν να δώσουν την πρέπουσα απάντηση:
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θάβγουμε κι’ εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου τούχατε χαλκά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θάστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός.
κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θάβγουμε κι’ εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου τούχατε χαλκά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θάστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός.
+ σχόλια + 1 σχόλια
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή
[...]
κι όποιος θέλει καταλαβαίνει, τα υπόλοιπα είναι
κούφιες φλυαρίες ...
Δημοσίευση σχολίου