Τις μέρες εκείνες το λιμάνι της Καλαμάτας ήταν ένα από τα πλέον δραστήρια εμπορικά λιμάνια της χώρας. Εκεί λειτουργούσαν οι αλευρόμυλοι «Ευαγγελίστρια» και πολλά καράβια μετέφεραν εκεί σιτηρά για την παραγωγή αλευριού.
Στους Μύλους, εκείνες τις μέρες, θα έφτανε ένα νέο μηχάνημα, που θα απορροφούσε το σιτάρι απ’ ευθείας από το καράβι στον αλευρόμυλο. Το αποτέλεσμα θα ήταν πολλοί εργαζόμενοι να μείνουν χωρίς δουλειά.
Η «ρουφήχτρα» τελικώς εγκαταστάθηκε. Στις 8 του Μάη, ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις μαζί με το στρατό περιφρουρούν το χώρο του λιμανιού, έχοντας παράλληλα στήσει και ένα οπλοπολυβόλο στο έδαφος. Η απεργιακή διαδήλωση των λιμενεργατών, μαζί με αλληλέγγυους πολίτες, είναι μεγαλύτερη από όσο φαντάζονταν. Η πόλη νεκρώνει και όλοι μεταφέρονται στο λιμάνι, να συμπαρασταθούν στους εργαζόμενους.
Κανένα πλοίο δεν ξεφόρτωσε εκείνη τη μέρα. Πολλοί διαδηλωτές έμειναν εκεί όλη τη νύχτα και όσοι έφυγαν από το μέρος επέστρεψαν στις 6 το πρωί.
Τότε, πλησιάζει στην προκυμαία και το πλοίο «Λίμνη». Ο στρατός περιφρουρεί εντατικά την περιοχή των μύλων και παίρνει θέσεις ακόμα και πάνω στο πλοίο! Δυο ώρες αργότερα, η «ρουφήχτρα» παίρνει μπρος. Η πρώτη εκφόρτωση πραγματοποιείται και επικρατεί τρομερή ένταση. Εξουσιαστές απειλούν τον κόσμο, λέγοντάς τους πως θα το μετανιώσουν και πως το κράτος έχει τη δύναμη να επιβληθεί!»
Οι διαδηλωτές επιτίθενται στις κατασταλτικές δυνάμεις αλλά δεν καταφέρνουν να σπάσουν τον κλοιό. Βλέπωντας πως είναι αδύνατο να προσεγγίσουν το μέρος εκφόρτωσης της «ρουφήχτρας», κάποιο προσπαθούν να φτάσουν εκεί από τη θάλασσα. Καθώς αυτοί πλησίαζαν ακούγεται από τους στρατιωτικούς «Σταματήστε! Μην Προχωρείτε Άλλο». Οι διαδηλωτές συνεχίζουν και το πλήθος τους επικροτεί.
Τότε ακούστηκε το «Πύρ!»
Πυροβολισμοί ακούγονται στο λιμάνι. Αναρίθμητοι, για περίπου 20λεπτά. Πυροβολισμοί προς τη βάρκα και μετά προς το συγκεντρωμένο πλήθος στην προκυμαία. Έριχνε και το πολυβόλο του στρατού. Έριχναν και τα τσιράκια των αφεντών των Μύλων.
Επικρατεί πανικός. Ο κόσμος προστατεύεται από τις σφαίρες αλλά δεν διαλύεται. Αντεπιτίθεται. Καταφέρνει να απομακρύνει το «Λίμνη» και σηκώνει στα χέρια του, ψηλά, τα νεκρά σώματα.
Οι νεκροί της ημέρας είναι οι: Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Παναγιώτης Μπλίκος, Γιάννης Κολιτσιδάκης, Π. Πηλίκας και Βασίλης Γιαλατσινός. Ένας από τους τραυματίες, ο Βασίλης Καπετανέας, θα πεθάνει αργότερα στο νοσοκομείο.
“…- Μα γιατί τους σκοτώσανε; Σκεβότανε λίγο ο γέρος μου και δεν εύρισκε ν’ απαντήσει. Μόνο κούναγε το κεφάλι του και σιγανά έλεγε: – Το κράτος βλέπεις, η εξουσία, πήγανε ενάντιά της…
Τ’ άκουγα από μικρό παιδί, σαν κουβάλαγα καρέκλες με το καρότσι ή έκανα κουβέντα με τους τσαγκαράδες της πλατείας ή τους μουλάδες, στην οδό Τριπολιτσάς, που δουλεύανε ξύλα ή φέρετρα. Τότενες θυμάμαι, πως μέρες πολλές ήταν σα να ‘χα αγναντέψει ο ίδιος, από τη μεγάλη πόρτα της «Ηλεχτρικής Εταιρίας», την εργατιά, ν’ ανεβαίνει από την παραλία με σηκωμένες γροθιές, κουβαλώντας νεκρούς και κόκκινα λάβαρα. Να σκούζει για τις ζωές και το ψωμί που της παίρνανε. Άλλες φορές ήταν, σα να ‘χα καθίσει χάμω κοντά στις μανάδες που κλαίγανε τα νεκρά εργατόπουλα. Ακόμα και τώρα, σα βγεις κατά κείνες τις φτωχοσυνοικίες, που σα ζωντόβολα μείνανε να χαζεύουνε το χρόνο… σαν κάτσεις στη «Φυτεία» στο καπηλειό του «Θείου», ή ρωτήσεις τους ασπρομάλληδες λιμενεργάτες, όσοι μείνανε, θα σου πουν για «τότενες». Για τη Σφαγή», που γράψανε οι φυλλάδες… για το κίνημα το δικό τους, που λέγανε όσοι το ζήσανε… για τα εφτά εργατόπουλα, που θέρισαν οι σφαίρες των μακελάρηδων του λαού μας… για τους ανήμπορους και τους σακατεμένους από τα χτυπήματα…
Χρόνια τώρα, με παιδεύανε αυτές οι εικόνες. Δεν μπορώ παρά να μιλήσω για τους νεκρούς, να ιστορίσω όσα άκουσα. Το αίμα μαθές δεν ξεπλένεται, δεν συχάζει, παρά μόνο στη θύμηση και τον αγώνα. Το να ξεχνάς είναι κατάρα…
Οδοιπορικό από τα χίλια εννιακόσια μέχρι 1934: τα χρόνια της αντάρας και της μαζικής πάλης. Η κοινωνική εξέγερση στα χέρια των αριστερών. Το όνειρο, για την ουτοπία, την αδελφοσύνη, την καλύτερη ζωή, το ανέβασμα του ανθρώπου πάνω από τη βαθμίδα του ζώου. Η Εξέγερση. Η εξαθλίωση της εργατιάς και η απελπισία των λαϊκών μαζών. Το τζάμπα μεροκάματο και το ψωμί που έλειπε από τις φαμίλιες. Αναγκαστικό δάνειο, για τις βουλγάρικες αποζημιώσεις, διχοτόμηση του νομίσματος. Η ταξική πάλη στο αποκορύφωμά της. Όλο νεκροί και αίματα και συγκρούσεις και εξεγέρσεις…”
Πηγές: Εφημερίδα “Διαδρομή Ελευθερίας”, φ.9, Δεκ. 2002, Εφημερίδα “Ελευθερία” 21/4/2002, σελ.10 - μέσω antifasi.wordpress.com
Εκτενή σχετικό αφιέρωμα με τίτλο "Τα «λιμενεργατικά» της Καλαμάτας το 1934" έχει δημοσιευτεί στον "Ριζοσπάστη"
Στους Μύλους, εκείνες τις μέρες, θα έφτανε ένα νέο μηχάνημα, που θα απορροφούσε το σιτάρι απ’ ευθείας από το καράβι στον αλευρόμυλο. Το αποτέλεσμα θα ήταν πολλοί εργαζόμενοι να μείνουν χωρίς δουλειά.
Η «ρουφήχτρα» τελικώς εγκαταστάθηκε. Στις 8 του Μάη, ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις μαζί με το στρατό περιφρουρούν το χώρο του λιμανιού, έχοντας παράλληλα στήσει και ένα οπλοπολυβόλο στο έδαφος. Η απεργιακή διαδήλωση των λιμενεργατών, μαζί με αλληλέγγυους πολίτες, είναι μεγαλύτερη από όσο φαντάζονταν. Η πόλη νεκρώνει και όλοι μεταφέρονται στο λιμάνι, να συμπαρασταθούν στους εργαζόμενους.
Κανένα πλοίο δεν ξεφόρτωσε εκείνη τη μέρα. Πολλοί διαδηλωτές έμειναν εκεί όλη τη νύχτα και όσοι έφυγαν από το μέρος επέστρεψαν στις 6 το πρωί.
Τότε, πλησιάζει στην προκυμαία και το πλοίο «Λίμνη». Ο στρατός περιφρουρεί εντατικά την περιοχή των μύλων και παίρνει θέσεις ακόμα και πάνω στο πλοίο! Δυο ώρες αργότερα, η «ρουφήχτρα» παίρνει μπρος. Η πρώτη εκφόρτωση πραγματοποιείται και επικρατεί τρομερή ένταση. Εξουσιαστές απειλούν τον κόσμο, λέγοντάς τους πως θα το μετανιώσουν και πως το κράτος έχει τη δύναμη να επιβληθεί!»
Οι διαδηλωτές επιτίθενται στις κατασταλτικές δυνάμεις αλλά δεν καταφέρνουν να σπάσουν τον κλοιό. Βλέπωντας πως είναι αδύνατο να προσεγγίσουν το μέρος εκφόρτωσης της «ρουφήχτρας», κάποιο προσπαθούν να φτάσουν εκεί από τη θάλασσα. Καθώς αυτοί πλησίαζαν ακούγεται από τους στρατιωτικούς «Σταματήστε! Μην Προχωρείτε Άλλο». Οι διαδηλωτές συνεχίζουν και το πλήθος τους επικροτεί.
Τότε ακούστηκε το «Πύρ!»
Πυροβολισμοί ακούγονται στο λιμάνι. Αναρίθμητοι, για περίπου 20λεπτά. Πυροβολισμοί προς τη βάρκα και μετά προς το συγκεντρωμένο πλήθος στην προκυμαία. Έριχνε και το πολυβόλο του στρατού. Έριχναν και τα τσιράκια των αφεντών των Μύλων.
Επικρατεί πανικός. Ο κόσμος προστατεύεται από τις σφαίρες αλλά δεν διαλύεται. Αντεπιτίθεται. Καταφέρνει να απομακρύνει το «Λίμνη» και σηκώνει στα χέρια του, ψηλά, τα νεκρά σώματα.
Οι νεκροί της ημέρας είναι οι: Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Παναγιώτης Μπλίκος, Γιάννης Κολιτσιδάκης, Π. Πηλίκας και Βασίλης Γιαλατσινός. Ένας από τους τραυματίες, ο Βασίλης Καπετανέας, θα πεθάνει αργότερα στο νοσοκομείο.
“…- Μα γιατί τους σκοτώσανε; Σκεβότανε λίγο ο γέρος μου και δεν εύρισκε ν’ απαντήσει. Μόνο κούναγε το κεφάλι του και σιγανά έλεγε: – Το κράτος βλέπεις, η εξουσία, πήγανε ενάντιά της…
Τ’ άκουγα από μικρό παιδί, σαν κουβάλαγα καρέκλες με το καρότσι ή έκανα κουβέντα με τους τσαγκαράδες της πλατείας ή τους μουλάδες, στην οδό Τριπολιτσάς, που δουλεύανε ξύλα ή φέρετρα. Τότενες θυμάμαι, πως μέρες πολλές ήταν σα να ‘χα αγναντέψει ο ίδιος, από τη μεγάλη πόρτα της «Ηλεχτρικής Εταιρίας», την εργατιά, ν’ ανεβαίνει από την παραλία με σηκωμένες γροθιές, κουβαλώντας νεκρούς και κόκκινα λάβαρα. Να σκούζει για τις ζωές και το ψωμί που της παίρνανε. Άλλες φορές ήταν, σα να ‘χα καθίσει χάμω κοντά στις μανάδες που κλαίγανε τα νεκρά εργατόπουλα. Ακόμα και τώρα, σα βγεις κατά κείνες τις φτωχοσυνοικίες, που σα ζωντόβολα μείνανε να χαζεύουνε το χρόνο… σαν κάτσεις στη «Φυτεία» στο καπηλειό του «Θείου», ή ρωτήσεις τους ασπρομάλληδες λιμενεργάτες, όσοι μείνανε, θα σου πουν για «τότενες». Για τη Σφαγή», που γράψανε οι φυλλάδες… για το κίνημα το δικό τους, που λέγανε όσοι το ζήσανε… για τα εφτά εργατόπουλα, που θέρισαν οι σφαίρες των μακελάρηδων του λαού μας… για τους ανήμπορους και τους σακατεμένους από τα χτυπήματα…
Χρόνια τώρα, με παιδεύανε αυτές οι εικόνες. Δεν μπορώ παρά να μιλήσω για τους νεκρούς, να ιστορίσω όσα άκουσα. Το αίμα μαθές δεν ξεπλένεται, δεν συχάζει, παρά μόνο στη θύμηση και τον αγώνα. Το να ξεχνάς είναι κατάρα…
Οδοιπορικό από τα χίλια εννιακόσια μέχρι 1934: τα χρόνια της αντάρας και της μαζικής πάλης. Η κοινωνική εξέγερση στα χέρια των αριστερών. Το όνειρο, για την ουτοπία, την αδελφοσύνη, την καλύτερη ζωή, το ανέβασμα του ανθρώπου πάνω από τη βαθμίδα του ζώου. Η Εξέγερση. Η εξαθλίωση της εργατιάς και η απελπισία των λαϊκών μαζών. Το τζάμπα μεροκάματο και το ψωμί που έλειπε από τις φαμίλιες. Αναγκαστικό δάνειο, για τις βουλγάρικες αποζημιώσεις, διχοτόμηση του νομίσματος. Η ταξική πάλη στο αποκορύφωμά της. Όλο νεκροί και αίματα και συγκρούσεις και εξεγέρσεις…”
Πηγές: Εφημερίδα “Διαδρομή Ελευθερίας”, φ.9, Δεκ. 2002, Εφημερίδα “Ελευθερία” 21/4/2002, σελ.10 - μέσω antifasi.wordpress.com
Εκτενή σχετικό αφιέρωμα με τίτλο "Τα «λιμενεργατικά» της Καλαμάτας το 1934" έχει δημοσιευτεί στον "Ριζοσπάστη"
Δημοσίευση σχολίου