Του Γ. Γ.
Ένα πολύ ωραίο μπλογκ έχει σύντροφος και φίλος απ’ την Αγία Παρασκευή της Μυτιλήνης. Σκοπός του, όπως γράφει, είναι να προβάλει «την κουλτούρα και τις παραδόσεις του χωριού» του.
Εκεί, λοιπόν, συναντήσαμε μια ιστορία που διαδραματίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου, με πρωταγωνιστή έναν μπάτσο. Την παραθέτουμε.
Είναι γραμμένη στην ντοπιολαλιά του χωριού μας και αυτονόητο είναι να μην είναι απόλυτα κατανοητή σε όλους/ες:
Στα ζαμάνια που η δικτατορία του Παπαδόπουλου ήταν στα ντουζένια της, στο χωριό μας είχαμε έξι χωροφύλακες που νόμιζαν ότι έχουν πιάσει τον παπά απ’ τα’ αμελέτητα του.
Δυό ήταν οι μπάτσοι που άφησαν ιστορία. Ο πρώτος ήταν μια στέκα αλόρτη που τον λέγαν Χρήστο. Του ‘χε κολλήσει όμως το παρατσούκλι «γ’ ορθάς», κι αυτό γιατί κυνηγούσε τις γυναίκες του χωριού μας που είχαν αλανιάρικες κότες.
Χαλούσε, λέει, την μόστρα του χωριού, να σουλατσάρουν στα καλντερίμια του χωριού μας αδέσποτες οι όρθες (κότες). Μιλάμε ότι είχε κάλο ο τύπος και δεν κουβαλούσε πιο πολύ μυαλό απ’ του Πουλβέλ. (σ.σ. ένας γραφικός "αλαφροΐσκιωτος", χαζούλης τύπος του χωριού). Δεν ήταν κανένας να τον παίρνει σοβαρά.
Ο άλλος μπάτσος που άφησε παρελθόν ήταν ο ενωματάρχης του χωριού μας. Τούτος ήταν μια σαπιοκοιλιά -σαν τον Πάγκαλο ένα πράμα- και πολύ τσιγκούνης. Ούτε στον άγιο νερό δεν έδινε. Πλάκα είχε τα γαλόνια τσι τ’ άβαζε να δλευγν για να περνά μπέικα.
Τα΄χει κανουνισμένα ούλα.
Τότε, που λεγ’τει είχαμε πέντε μπιχτσήδης (αγροφύλακες) στο χωριό. Είχε, λοιπόν δωσ’ τσι διαταγές του ο νουματάρχς και τ’ κβαλούσαν οι μπιχτσήδες, ζιμπίλια από φρούτα, λαχανικά, ντομάτες τα πάντα.
Τα κλέβαν φτοιν απ’ τσι μπαχτέδες τσι τα παγαίναν για να τα χλαπατσιάζ η γαλονάτη σαπιοκοιλιά.
Τσι τα’ άλλα όμως τα πρεπούμενα τάχει κανουνσμένα ο κουμανταδόρος των χωροφυλάκων. Τη μια πάγινι στου χασάπκου τ' Μπογιατζή και καβάτζαρει τα γλυκάδια, τσι τ' αρχιδέλια, ντ’ άλλη στου χασάπκου του Πανάν’ τσι βούταγε σκουτέλια, μπριζόλες ..
Τέσσερα χασάπκα είχαμε τότις στου χουριό μας, τσι τα παιρνι σβάρναμε τη σειρά.
Πάγαινε τσι στου μπακάλκου τ’ Αματζή τσι γέμζι σακούλες με τα πρεπούμενα του. Τυριά, πατάτες, φακές … τέτοια πράματα.
Ελαχε τσινου ντου τσιρό να έχει ένα καφενέ η Γιανκούλα. (σ.σ το παρατσούκλι του καφετσή). Τέσσερα τραπεζέλια ήνταν ούλα τσ’ ούλα, απ’ αυτά τα στρουτζλά τα σιδερένια ποχν' στ’ αυλές. Καμιά δεκαριά ψάθινες καρέκλες είχε, ενώ απ’ τα κουλάγιατ’, σάλια μπάλια.
Πεντ’ έξ φυλντζανέλια τ’ καφέ. όσο για πιώμα μια μπουκάλα χύμα ούζου, τ’ Γαληνού, και κανένα μπουκάλ κουνιάκ.
Ηταν τσι κουμαρτζής η Γιανκούλα τσι στου καφενετ’ μαζιβγόταν όλοι οι τσογαδόρ τ’ χουριού μας. Ζάρια τσι πόκα παίζαν.
Η χωρουφύλακας, η "γιουρθάς", όλο τσι τους τσνίγαγε και τους είχι κάνει μαυρ’ ντ' ζουή ντους.
"Αμα σας πιάσου να παίζντι τζόγο, θα σας βάλω κελεπτσέδες και θα σας χώσου στο μπουντρούμ’" τους είχε πει.
Ελα όμους ντε, που του χουγ τ’ τζουγαδόρου δεν κόβγητι.
Ένα βράδυ λοιπόν, μπαιν’ η γιουρθάς στου καφενέ τσι Γιανκούλας. Βλέπει 4-5 να κάθουνται γύρω απ’ ένα τραπιζέλ' να έχει ου καθένας ένα ποτήρ' ρακί μπροστά τ’, τσι ένα πιατέλι που είχε μέσα ένα κουματ' τυρί, δυο-τρεις ελιές, τσι λίγου ψουμέλ.
Μουρμπούριζαν αναμεταξύ τους, και αντάλλασσαν λεφτά. Ξυν τσιφάλατ' ο χωροφύλακας, τσι δεν καταλαβαίνει τι γίνεται.
- Τι κάνετε εσείς εδώ;, τους λέει ο Γιουρθάς
- Μην μας σαλαγάς και παίζουμε τζόγου, τ’ λεγ η Γιανκούλα.
Τα ‘χανει η χωρουφύλακας τσι τους λεγ:
- Τι λες ρε συ. Αφού ούτε χαρτιά, ούτε ζάρια έχετε μπροστά σας.
- Καλά, στον χαβά σου εσύ, του λέει η Γιανκούλα.
Τσι δώστου τσ’ ανταλάσαν παράδις αυτοί που καθόταν γύρω απ’ του τραπέζ.
Φτου, πάλι έχασα μουρμούριζε ο ένας, που θα πάει θα ριφάρω απαντούσε ο άλλος.
Τσι δώστου τα κουσάρια τσι τα πιντάρια να αλλάζουν χέρια.
Να τσέντας τουν "Ουρθά" αίμα δεν θα 'βγαινε. Δεν μπόργει να του χουνέψ’, ότι αυτοί που είχε μπροστά έπαιζαν τζόγο.
- Ρε Γιανκούλα, αλήθεια μου λέτε ότι παίζιτι τζόγου; Ρωτάει τον καφετζή.
- Ε, τάπαμι, κυρ χωροφύλακα. Τζόγο παίζουμι τσι τώρα έχου ρέντα, μη με μπερδεύεις.
Ετριψε την γκλάβα τ’ η γιουρθάς, τσι για να μην κάν μπαμ απ’ την τσατίλα τ' τους λέγ:
- Λοιπόν, άμα μου πείτε πώς παίζεται τζόγο, εγώ δεν ξαναπατώ εδώ. Δεν μπορώ να σας κάνω ζαφτ.
- Ορκίζισι στ’ Παναγιά τα’ λέγ η Γιανκούλα, ότι δεν θα ξαναπατήσ’ το πουδάρς στου μαγαζίμ;
Είδι τσι αποείδι ο μπάτσους και ορκίστηκε μπροστά σε όλους.
Καλά τότι, τ’ λεγ η Γιανκούλας. Θα σπω πώς κάνουμι κουμάρ. Βλεπς που η καθένας μας έχει μπροστά του ένα πιατέλ που έχ' μεζέδες. λιούδις τσι τυρέλ;
Ε σε όποιου πιατέλ πάει τσι καθήσει η μύγια αυτός κερδίζ.
Ζουρλάθκι η χουρουφύλακας τσι απι τότις δεν τσ’ ξανασαλάγιτς.
Ένα πολύ ωραίο μπλογκ έχει σύντροφος και φίλος απ’ την Αγία Παρασκευή της Μυτιλήνης. Σκοπός του, όπως γράφει, είναι να προβάλει «την κουλτούρα και τις παραδόσεις του χωριού» του.
Εκεί, λοιπόν, συναντήσαμε μια ιστορία που διαδραματίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου, με πρωταγωνιστή έναν μπάτσο. Την παραθέτουμε.
Είναι γραμμένη στην ντοπιολαλιά του χωριού μας και αυτονόητο είναι να μην είναι απόλυτα κατανοητή σε όλους/ες:
«Η Γιουρθάς»
Στα ζαμάνια που η δικτατορία του Παπαδόπουλου ήταν στα ντουζένια της, στο χωριό μας είχαμε έξι χωροφύλακες που νόμιζαν ότι έχουν πιάσει τον παπά απ’ τα’ αμελέτητα του.
Δυό ήταν οι μπάτσοι που άφησαν ιστορία. Ο πρώτος ήταν μια στέκα αλόρτη που τον λέγαν Χρήστο. Του ‘χε κολλήσει όμως το παρατσούκλι «γ’ ορθάς», κι αυτό γιατί κυνηγούσε τις γυναίκες του χωριού μας που είχαν αλανιάρικες κότες.
Χαλούσε, λέει, την μόστρα του χωριού, να σουλατσάρουν στα καλντερίμια του χωριού μας αδέσποτες οι όρθες (κότες). Μιλάμε ότι είχε κάλο ο τύπος και δεν κουβαλούσε πιο πολύ μυαλό απ’ του Πουλβέλ. (σ.σ. ένας γραφικός "αλαφροΐσκιωτος", χαζούλης τύπος του χωριού). Δεν ήταν κανένας να τον παίρνει σοβαρά.
Ο άλλος μπάτσος που άφησε παρελθόν ήταν ο ενωματάρχης του χωριού μας. Τούτος ήταν μια σαπιοκοιλιά -σαν τον Πάγκαλο ένα πράμα- και πολύ τσιγκούνης. Ούτε στον άγιο νερό δεν έδινε. Πλάκα είχε τα γαλόνια τσι τ’ άβαζε να δλευγν για να περνά μπέικα.
Τα΄χει κανουνισμένα ούλα.
Τότε, που λεγ’τει είχαμε πέντε μπιχτσήδης (αγροφύλακες) στο χωριό. Είχε, λοιπόν δωσ’ τσι διαταγές του ο νουματάρχς και τ’ κβαλούσαν οι μπιχτσήδες, ζιμπίλια από φρούτα, λαχανικά, ντομάτες τα πάντα.
Τα κλέβαν φτοιν απ’ τσι μπαχτέδες τσι τα παγαίναν για να τα χλαπατσιάζ η γαλονάτη σαπιοκοιλιά.
Τσι τα’ άλλα όμως τα πρεπούμενα τάχει κανουνσμένα ο κουμανταδόρος των χωροφυλάκων. Τη μια πάγινι στου χασάπκου τ' Μπογιατζή και καβάτζαρει τα γλυκάδια, τσι τ' αρχιδέλια, ντ’ άλλη στου χασάπκου του Πανάν’ τσι βούταγε σκουτέλια, μπριζόλες ..
Τέσσερα χασάπκα είχαμε τότις στου χουριό μας, τσι τα παιρνι σβάρναμε τη σειρά.
Πάγαινε τσι στου μπακάλκου τ’ Αματζή τσι γέμζι σακούλες με τα πρεπούμενα του. Τυριά, πατάτες, φακές … τέτοια πράματα.
Ελαχε τσινου ντου τσιρό να έχει ένα καφενέ η Γιανκούλα. (σ.σ το παρατσούκλι του καφετσή). Τέσσερα τραπεζέλια ήνταν ούλα τσ’ ούλα, απ’ αυτά τα στρουτζλά τα σιδερένια ποχν' στ’ αυλές. Καμιά δεκαριά ψάθινες καρέκλες είχε, ενώ απ’ τα κουλάγιατ’, σάλια μπάλια.
Πεντ’ έξ φυλντζανέλια τ’ καφέ. όσο για πιώμα μια μπουκάλα χύμα ούζου, τ’ Γαληνού, και κανένα μπουκάλ κουνιάκ.
Ηταν τσι κουμαρτζής η Γιανκούλα τσι στου καφενετ’ μαζιβγόταν όλοι οι τσογαδόρ τ’ χουριού μας. Ζάρια τσι πόκα παίζαν.
Η χωρουφύλακας, η "γιουρθάς", όλο τσι τους τσνίγαγε και τους είχι κάνει μαυρ’ ντ' ζουή ντους.
"Αμα σας πιάσου να παίζντι τζόγο, θα σας βάλω κελεπτσέδες και θα σας χώσου στο μπουντρούμ’" τους είχε πει.
Ελα όμους ντε, που του χουγ τ’ τζουγαδόρου δεν κόβγητι.
Ένα βράδυ λοιπόν, μπαιν’ η γιουρθάς στου καφενέ τσι Γιανκούλας. Βλέπει 4-5 να κάθουνται γύρω απ’ ένα τραπιζέλ' να έχει ου καθένας ένα ποτήρ' ρακί μπροστά τ’, τσι ένα πιατέλι που είχε μέσα ένα κουματ' τυρί, δυο-τρεις ελιές, τσι λίγου ψουμέλ.
Μουρμπούριζαν αναμεταξύ τους, και αντάλλασσαν λεφτά. Ξυν τσιφάλατ' ο χωροφύλακας, τσι δεν καταλαβαίνει τι γίνεται.
- Τι κάνετε εσείς εδώ;, τους λέει ο Γιουρθάς
- Μην μας σαλαγάς και παίζουμε τζόγου, τ’ λεγ η Γιανκούλα.
Τα ‘χανει η χωρουφύλακας τσι τους λεγ:
- Τι λες ρε συ. Αφού ούτε χαρτιά, ούτε ζάρια έχετε μπροστά σας.
- Καλά, στον χαβά σου εσύ, του λέει η Γιανκούλα.
Τσι δώστου τσ’ ανταλάσαν παράδις αυτοί που καθόταν γύρω απ’ του τραπέζ.
Φτου, πάλι έχασα μουρμούριζε ο ένας, που θα πάει θα ριφάρω απαντούσε ο άλλος.
Τσι δώστου τα κουσάρια τσι τα πιντάρια να αλλάζουν χέρια.
Να τσέντας τουν "Ουρθά" αίμα δεν θα 'βγαινε. Δεν μπόργει να του χουνέψ’, ότι αυτοί που είχε μπροστά έπαιζαν τζόγο.
- Ρε Γιανκούλα, αλήθεια μου λέτε ότι παίζιτι τζόγου; Ρωτάει τον καφετζή.
- Ε, τάπαμι, κυρ χωροφύλακα. Τζόγο παίζουμι τσι τώρα έχου ρέντα, μη με μπερδεύεις.
Ετριψε την γκλάβα τ’ η γιουρθάς, τσι για να μην κάν μπαμ απ’ την τσατίλα τ' τους λέγ:
- Λοιπόν, άμα μου πείτε πώς παίζεται τζόγο, εγώ δεν ξαναπατώ εδώ. Δεν μπορώ να σας κάνω ζαφτ.
- Ορκίζισι στ’ Παναγιά τα’ λέγ η Γιανκούλα, ότι δεν θα ξαναπατήσ’ το πουδάρς στου μαγαζίμ;
Είδι τσι αποείδι ο μπάτσους και ορκίστηκε μπροστά σε όλους.
Καλά τότι, τ’ λεγ η Γιανκούλας. Θα σπω πώς κάνουμι κουμάρ. Βλεπς που η καθένας μας έχει μπροστά του ένα πιατέλ που έχ' μεζέδες. λιούδις τσι τυρέλ;
Ε σε όποιου πιατέλ πάει τσι καθήσει η μύγια αυτός κερδίζ.
Ζουρλάθκι η χουρουφύλακας τσι απι τότις δεν τσ’ ξανασαλάγιτς.
Δημοσίευση σχολίου