Πηγή: Θανάσης Τσιριγιώτης – Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης
Η κριτική σ’ έναν λογοτέχνη που ασχολείται φανερά με τα κοινά πράγματα και την πολιτική είναι «εύκολη» και πάντως δεν είσαι αναγκασμένος να μπεις στο λαβύρινθο των προσωπικών γούστων.
Η Κική Δημουλά, με τα γνωστά βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, όπως είναι γνωστό μίλησε απαξιωτικά για τους μετανάστες στην Κυψέλη που της παίρνουν τα παγκάκια, υπέγραψε δήλωση για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα το 2015, εξέφρασε με τους «μένουμε Ευρώπη» την αγωνία της (μαζί με τον Δ. Σαββόπουλο και άλλους ευρωλιγούρηδες “διανοούμενους”), δήλωσε πως θα ψηφίσει -με το Μάνο Ελευθερίου- τον… Ηλία Ψινάκη στο δήμο της Αθήνας.
Δεν χρειάζονται και άλλα πολλά για να καταλάβουμε ότι έχουμε ένα δεξιό στερεότυπο και ας ανεβάζει ο Ριζοσπάστης -τρομάρα του- σε δυσθεώρητα ύψη τις επευφημίες και τα παλαμάκια του για την ποιήτρια.Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με την ποιήτρια Κική Δημουλά. Θεωρούμε –το λέμε εξ’ αρχής– το ποιητικό της έργο υπερεκτιμημένο, μονότονο, επαναλαμβανόμενο, ανέμπνευστο, αχρονικό. Τα λεκτικά ευρήματα, οι ευρεσιτεχνίες στις προτάσεις, δεν συνιστούν ποίηση, που είναι ψυχή ζώσα, αιμάτινος δρόμος, πυρπόληση των λέξεων.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη χρονική σειρά τους. Η Κική Δημουλά (Βασιλική Ράδου) γεννιέται το 1931 στην Καλαμάτα, το 1952 παντρεύεται τον πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, αποκτά 2 παιδιά και εργάζεται ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 1972 παίρνει το Β΄ βραβείο Κρατικής Ποίησης, το 2001 Αριστείο από την Ακαδημία για το έργο της, το 2009 Ευρωπαϊκό βραβείο για το σύνολο του έργου της, το 2010 Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Από το 2002 είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.Εξέδωσε τις συλλογές Ποιήματα (1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευταίο σήμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ποιήματα (Ίκαρος-Συγκεντρωτική έκδοση), Ενός λεπτού μαζί (1998), Ήχος απομακρύνσεων (2001), Χλόη θερμοκηπίου (2005), Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007), Τα εύρετρα (2010), Δημόσιος καιρός (2014), Άνω τελεία (2016).
Η ποίηση της Δημουλά πραγματεύεται -κατά βάση- την υπαρξιακή αγωνία και τη φθορά. Οι πρώτες συλλογές της «Έρεβος», «Ερήμην» και «Επί τα ίχνη», δηλαδή αυτά που γράφτηκαν τις δεκαετίες ’50-’60, είναι σαφέστατα επηρεασμένες από το Καβαφικό έργο· σχεδόν σαν απομιμήσεις. Η ποιήτρια σιωπά την περίοδο της χούντας, εκδίδει μόνο «Το λίγο του κόσμου» (1973), αλλά λίγο την απασχολεί η στρατιωτικοφασιστική μπότα. Η ίδια σιωπή «επανέρχεται» και σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, που πύρωσε τον νου χιλιάδων νέων ανθρώπων.
Γίνεται παραγωγική μετά την πρώτη πεντηκονταετία της, ενδεχομένως πιο ώριμη και «σοφή». Ωστόσο, η απαισιοδοξία, η αγωνία για την σκόνη του χρόνου και ο καθαρός πεσιμισμός είναι έκδηλα σ’ όλη τη γραφή της. Δίπλα στην καθαρεύουσα, καθαρά εγκεφαλική (πχ «ερωτομανής λαμπρότης»), στοιχίζει άτεχνα λίγες λέξεις της αργκό, όπως «λαϊκά σουξέ».
Η Κ. Δημουλά αναζητάει, όπως ο χρυσωρύχος, τις καθαρές απαστράπτουσες λέξεις, βάζοντάς τες με σχολαστική τεχνική, αποστειρωμένες, σαν τούβλα. Όμως οι άνθρωποι απουσιάζουν, ενώ περισσεύει η νύχτα, η απελπισία, το έρεβος, η εγκατάλειψη, η ματαιότητα. Υπάρχει μία πλήρης απουσία ελπίδας και παντελής έλλειψη νοήματος στη δράση των πραγμάτων. Θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε με τη θρησκευτική της πίστη και την ενόραση στο άγνωστο επέκεινα. Ακόμα κι όταν γράφει για το αίμα, το εμφανίζει ως… κορνίζα. «Αυτό το πρόσωπο για να δείξει, θέλει κορνίζα αιμάτινη», γράφει.
Ο χρόνος στην ποίησή της, δεν είναι ιστορικός κι ανθρώπινος, κομμάτι της κοινωνικής δράσης, αλλά άχρονος, αλύπητος, μαστιγωτής. Η ποίησή της είναι «αποκαθαρμένη» από κάθε τι που εκτρέπει από την κανονικότητα. Οι αποκλίσεις στους στίχους της αφορούν κατά βάση τα άψυχα πράγματα, τα δέντρα, τα πουλιά και τη φύση. Απουσιάζει ο ανθρώπινος μόχθος, η εργασία, η σύγκρουση και η αντίθεση. Η ποιήτρια παρατηρεί, καταλογογράφει, συμπάσχει -ενίοτε- με καλβινιστικό τρόπο, δηλαδή εγκεφαλικά και εργαστηριακά. Σαν γιατρός που αναγκάζεται να κάνει ψυχρά μια εγχείριση.
Τα ποιήματά της έχουν τη μυρωδιά του οξυζενέ και όχι την «ανθρωπίλα» που κάνει την ποίηση πυρπολητή, ανατροπέα και οργοτόμο, για να θυμηθούμε τον Κ. Παλαμά.
Έγραφε ο Μαγιακόφσκι στο «Σύννεφο με παντελόνια»: «Μπορείτε εσείς να φέρετε τα μέσα-έξω και να κάνετε την καρδιά σας ματωμένη σημαία;», εικόνα που είναι βουτηγμένη στα ανθρώπινα πάθη, αλλά δεν είναι τσελεμεντές, για να τον ξεφυλλίζεις ήσυχα-ήσυχα, πράγμα που κάνει η ποίηση της Δημουλά. Ωραίο είναι να διαβάζεις τα ποιήματα στη σπιτική γαλήνη, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, με το παράθυρο ν’ αγναντεύει την «αρυτίδιαστη θάλασσα που τεντώθηκε σαν σεντόνι από τα βράχια».
Είναι απολύτως σαφές ότι η άρχουσα ελίτ της χώρας μας αναζητούσε εναγώνια τον ποιητή της, μετά τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Φρονούμε ότι τον βρήκε στο πρόσωπο της Δημουλά, γι’ αυτό και την γέμισε «μαλάματα», επαίνους και βραβεία. Στα σχολεία οι βιβλιοθήκες πήραν τ’ όνομά της και δεκάδες συμπόσια αφιερώθηκαν στην Κ. Δημουλά, μέσα σε καταιγισμό διθυράμβων και χειροκροτημάτων. Συνεπώς ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει ωστόσο εμείς οφείλουμε να κρίνουμε τους ποιητές με τη σάρκα και τα όνειρα των ανθρώπων, με το μικρό που βρίσκεται στο μέγα και με τη θλίψη που βρίσκει διέξοδο. Μόνο έτσι μπορούμε να ξελασπώσουμε το μέλλον.
Η κριτική σ’ έναν λογοτέχνη που ασχολείται φανερά με τα κοινά πράγματα και την πολιτική είναι «εύκολη» και πάντως δεν είσαι αναγκασμένος να μπεις στο λαβύρινθο των προσωπικών γούστων.
Η Κική Δημουλά, με τα γνωστά βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, όπως είναι γνωστό μίλησε απαξιωτικά για τους μετανάστες στην Κυψέλη που της παίρνουν τα παγκάκια, υπέγραψε δήλωση για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα το 2015, εξέφρασε με τους «μένουμε Ευρώπη» την αγωνία της (μαζί με τον Δ. Σαββόπουλο και άλλους ευρωλιγούρηδες “διανοούμενους”), δήλωσε πως θα ψηφίσει -με το Μάνο Ελευθερίου- τον… Ηλία Ψινάκη στο δήμο της Αθήνας.
Δεν χρειάζονται και άλλα πολλά για να καταλάβουμε ότι έχουμε ένα δεξιό στερεότυπο και ας ανεβάζει ο Ριζοσπάστης -τρομάρα του- σε δυσθεώρητα ύψη τις επευφημίες και τα παλαμάκια του για την ποιήτρια.Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με την ποιήτρια Κική Δημουλά. Θεωρούμε –το λέμε εξ’ αρχής– το ποιητικό της έργο υπερεκτιμημένο, μονότονο, επαναλαμβανόμενο, ανέμπνευστο, αχρονικό. Τα λεκτικά ευρήματα, οι ευρεσιτεχνίες στις προτάσεις, δεν συνιστούν ποίηση, που είναι ψυχή ζώσα, αιμάτινος δρόμος, πυρπόληση των λέξεων.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη χρονική σειρά τους. Η Κική Δημουλά (Βασιλική Ράδου) γεννιέται το 1931 στην Καλαμάτα, το 1952 παντρεύεται τον πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, αποκτά 2 παιδιά και εργάζεται ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 1972 παίρνει το Β΄ βραβείο Κρατικής Ποίησης, το 2001 Αριστείο από την Ακαδημία για το έργο της, το 2009 Ευρωπαϊκό βραβείο για το σύνολο του έργου της, το 2010 Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Από το 2002 είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.Εξέδωσε τις συλλογές Ποιήματα (1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευταίο σήμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ποιήματα (Ίκαρος-Συγκεντρωτική έκδοση), Ενός λεπτού μαζί (1998), Ήχος απομακρύνσεων (2001), Χλόη θερμοκηπίου (2005), Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007), Τα εύρετρα (2010), Δημόσιος καιρός (2014), Άνω τελεία (2016).
Η ποίηση της Δημουλά πραγματεύεται -κατά βάση- την υπαρξιακή αγωνία και τη φθορά. Οι πρώτες συλλογές της «Έρεβος», «Ερήμην» και «Επί τα ίχνη», δηλαδή αυτά που γράφτηκαν τις δεκαετίες ’50-’60, είναι σαφέστατα επηρεασμένες από το Καβαφικό έργο· σχεδόν σαν απομιμήσεις. Η ποιήτρια σιωπά την περίοδο της χούντας, εκδίδει μόνο «Το λίγο του κόσμου» (1973), αλλά λίγο την απασχολεί η στρατιωτικοφασιστική μπότα. Η ίδια σιωπή «επανέρχεται» και σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, που πύρωσε τον νου χιλιάδων νέων ανθρώπων.
Γίνεται παραγωγική μετά την πρώτη πεντηκονταετία της, ενδεχομένως πιο ώριμη και «σοφή». Ωστόσο, η απαισιοδοξία, η αγωνία για την σκόνη του χρόνου και ο καθαρός πεσιμισμός είναι έκδηλα σ’ όλη τη γραφή της. Δίπλα στην καθαρεύουσα, καθαρά εγκεφαλική (πχ «ερωτομανής λαμπρότης»), στοιχίζει άτεχνα λίγες λέξεις της αργκό, όπως «λαϊκά σουξέ».
Η Κ. Δημουλά αναζητάει, όπως ο χρυσωρύχος, τις καθαρές απαστράπτουσες λέξεις, βάζοντάς τες με σχολαστική τεχνική, αποστειρωμένες, σαν τούβλα. Όμως οι άνθρωποι απουσιάζουν, ενώ περισσεύει η νύχτα, η απελπισία, το έρεβος, η εγκατάλειψη, η ματαιότητα. Υπάρχει μία πλήρης απουσία ελπίδας και παντελής έλλειψη νοήματος στη δράση των πραγμάτων. Θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε με τη θρησκευτική της πίστη και την ενόραση στο άγνωστο επέκεινα. Ακόμα κι όταν γράφει για το αίμα, το εμφανίζει ως… κορνίζα. «Αυτό το πρόσωπο για να δείξει, θέλει κορνίζα αιμάτινη», γράφει.
Ο χρόνος στην ποίησή της, δεν είναι ιστορικός κι ανθρώπινος, κομμάτι της κοινωνικής δράσης, αλλά άχρονος, αλύπητος, μαστιγωτής. Η ποίησή της είναι «αποκαθαρμένη» από κάθε τι που εκτρέπει από την κανονικότητα. Οι αποκλίσεις στους στίχους της αφορούν κατά βάση τα άψυχα πράγματα, τα δέντρα, τα πουλιά και τη φύση. Απουσιάζει ο ανθρώπινος μόχθος, η εργασία, η σύγκρουση και η αντίθεση. Η ποιήτρια παρατηρεί, καταλογογράφει, συμπάσχει -ενίοτε- με καλβινιστικό τρόπο, δηλαδή εγκεφαλικά και εργαστηριακά. Σαν γιατρός που αναγκάζεται να κάνει ψυχρά μια εγχείριση.
Τα ποιήματά της έχουν τη μυρωδιά του οξυζενέ και όχι την «ανθρωπίλα» που κάνει την ποίηση πυρπολητή, ανατροπέα και οργοτόμο, για να θυμηθούμε τον Κ. Παλαμά.
Έγραφε ο Μαγιακόφσκι στο «Σύννεφο με παντελόνια»: «Μπορείτε εσείς να φέρετε τα μέσα-έξω και να κάνετε την καρδιά σας ματωμένη σημαία;», εικόνα που είναι βουτηγμένη στα ανθρώπινα πάθη, αλλά δεν είναι τσελεμεντές, για να τον ξεφυλλίζεις ήσυχα-ήσυχα, πράγμα που κάνει η ποίηση της Δημουλά. Ωραίο είναι να διαβάζεις τα ποιήματα στη σπιτική γαλήνη, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, με το παράθυρο ν’ αγναντεύει την «αρυτίδιαστη θάλασσα που τεντώθηκε σαν σεντόνι από τα βράχια».
Είναι απολύτως σαφές ότι η άρχουσα ελίτ της χώρας μας αναζητούσε εναγώνια τον ποιητή της, μετά τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Φρονούμε ότι τον βρήκε στο πρόσωπο της Δημουλά, γι’ αυτό και την γέμισε «μαλάματα», επαίνους και βραβεία. Στα σχολεία οι βιβλιοθήκες πήραν τ’ όνομά της και δεκάδες συμπόσια αφιερώθηκαν στην Κ. Δημουλά, μέσα σε καταιγισμό διθυράμβων και χειροκροτημάτων. Συνεπώς ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει ωστόσο εμείς οφείλουμε να κρίνουμε τους ποιητές με τη σάρκα και τα όνειρα των ανθρώπων, με το μικρό που βρίσκεται στο μέγα και με τη θλίψη που βρίσκει διέξοδο. Μόνο έτσι μπορούμε να ξελασπώσουμε το μέλλον.
+ σχόλια + 4 σχόλια
Το 1972 β' κρατικο βραβειο ποιησης απο τη χουντα????? Μαλιστα....
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ - ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΜΟΝΟΔΡΟΜΟ
«Διανοούμενοι» χειροκροτητές του μνημονίου
«Δε μας προκαλεί εντύπωση η στάση των γνωστών και μη εξαιρετέων στηριγμάτων του συστήματος», σχολιάζει το ΚΚΕ
Με μια δημόσια διακήρυξη - ύμνο στον ευρωμονόδρομο που βούτηξε στη φτώχεια το λαό, 32 καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί, προσφέρουν το δικό τους μερτικό στην προσπάθεια αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού, δίνοντας μια ακόμη «πάσα» στα κόμματα του κεφαλαίου να διαχειριστούν με επιθετική συναίνεση την έξαρση της λαϊκής αγανάκτησης με τρόπο ανώδυνο για την πολιτική τους. Ανάμεσα στους υπογράφοντες βρίσκονται ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ, καλλιτέχνες γνωστοί για τις φιλοκυβερνητικές τους απόψεις και ακαδημαϊκοί ταγμένοι στη συκοφάντηση του εργατικού λαϊκού κινήματος.
Στη διακήρυξη με τον βαρύγδουπο τίτλο «Τολμήστε», εκφράζουν την αγωνία τους, επειδή «η ισότιμη ένταξή μας στην Ευρώπη, αναγκαία για την επιβίωση της Ελλάδας ως σύγχρονης προηγμένης χώρας, αλλά και οι σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές κατακτήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της, απειλούνται σήμερα σοβαρά». Γι' αυτό απευθύνουν έκκληση «σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου (...) να παραμερίσουν τις προσχηματικές αντιμαχίες (...) και τις αγκυλωμένες στο παρελθόν ιδεολογικές και πολιτικές περιχαρακώσεις» και «σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους μας» να κάνουν «τα απαραίτητα για τη σωτηρία (...) Μόνο συντονισμένες ενέργειες, βασισμένες σε ένα νέο πνεύμα ομοψυχίας μπορούν να αποτρέψουν πλέον την καταστροφή».
Με άλλα λόγια, ζητάνε να παρθούν όλα εκείνα τα μέτρα που θα διασφαλίσουν την παραμονή της χώρας στην ΕΕ και τα οποία ταυτίζονται επί της ουσίας με τα αντιλαϊκά μέτρα που περιέχονται στις δανειακές συμβάσεις κυβέρνησης - τρόικας. Το κείμενο υπογράφουν, μεταξύ άλλων, οι: Κική Δημουλά, Απόστολος Δοξιάδης, Μένης Κουμανταρέας, Πέτρος Μάρκαρης, Τάσος Μπουλμέτης, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Αλέκος Φασιανός, Νίκος Αλιβιζάτος, Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Βούλγαρης, Ορέστης Καλογήρου, Στάθης Καλύβας, Βάσω Κιντή, Νίκος Μουζέλης, Χαράλαμπος Μ. Μουτσόπουλος, Γιώργος Παγουλάτος και Γιάννης Στουρνάρας.
Το ΚΚΕ
Σχολιάζοντας τη διακήρυξη των 32, το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ σημειώνει: «Δε μας προκαλεί εντύπωση η στάση των 32, γνωστών και μη εξαιρετέων στηριγμάτων του συστήματος. Η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα δε χρειάζονται διανοούμενους που υπερασπίζονται την πολιτική της φτώχειας, της ανεργίας, των μισθών πείνας. Χρειάζονται διανοούμενους που προβληματίζονται, αγανακτούν και δε σιωπούν μπροστά στο κρίσιμο ζήτημα, αλλά τοποθετούνται υπέρ της εργατικής τάξης: Να ανήκει στην κοινωνία και στο λαό η ιδιοκτησία των μεγάλων επιχειρήσεων, του φυσικού και ορυκτού πλούτου και όχι στο κεφάλαιο. Να ανατραπεί ο "ευρωμονόδρομος" της ανταγωνιστικότητας που τσακίζει το λαό της Ελλάδας, τους λαούς της Ευρώπης. Να κατακτήσει ο λαός τη δική του εξουσία».
Δεν είμαι ειδικός στην αποτίμηση της σύγχρονης μοντέρνας ποίησης, των δεκαετιών του 1970 και εξής,ώστε να αποτιμήσω σφαιρικά και βαθιά την ποιητική τέχνη της Κικής Δημουλά. Έχω όμως την αίσθηση ότι η λεγόμενη "υπαρξιακή" ποίηση, η γεμάτη από την απελπισία, τη φθορά και το σκοτάδι είναι χαρακτηριστική της αστικής τάξης στη φάση της τελικής παρακμής του συστήματος εξουσίας της και της ολοφάνερης προοπτικής εξάλειψής του από τον ιστορικό χάρτη. Η εποχή του 1960-1970 που η αστική λογοτεχνία στρέφεται πλησίστεια σε τέτοιες κατευθύνσεις φθοράς κι απελπισίας έμοιαζε πράγματι να ανοίγει το δρόμο μιας ταχείας κοινωνικής επαναστατικής αλλαγής σε όλο τον κόσμο, αφού Ασία, Λατινική Αμερική και Αφρική αποτελούσαν ήδη μια τεράστια ζώνη θυελλών, ενώ και στην Ευρώπη ήταν ισχυρό και δυνάμωνε το εργατικό-λαϊκό κίνημα και το κίνημα της νεολαίας. Αλλά ακόμη και μετά το μαύρο πισωγύρισμα της ιστορίας, στη δεκαετία του 1990, και πάλι η αστική λογοτεχνία δεν είχε κανένα ουσιαστικό λόγο να σταματήσει να τρέφει την απελπισία της,αφού και πάλι είναι ολοφάνερη η γενικευμένη μόνιμη κρίση και σήψη του συστήματος,όσες τονωτικές ενέσεις κι αν του έκανε η αντεπαναστατική συγκυρία,ενώ αφετέρου η ίδια η ζωή της αστικής τάξης έγινε ακόμα πιο παρασιτική, ακόμη πιο κούφια και χωρίς ουσιαστική διέξοδο από την τελματωμένη ανία που κρύβει το λούστρο της χλιδής και της εξουσίας. Ο Θανάσης Τσιριγώτης στο άρθρο του για την ποίηση της Κικής Δημουλά, παρατηρεί πολύ εύστοχα ότι η ελληνική αστική τάξη έψαχνε εναγωνίως να βρει έναν λογοτεχνικό εκπρόσωπο περιωπής για να εκφράσει τις ιδέες της και γιατί όχι τις αγωνίες, τους φόβους και τα αδιέξοδά της. Ωστόσο η υπαρξιακή-εγκεφαλική ποίηση των 3 τελευταίων δεκαετιών του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως από τις αρετές του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού ορισμένων αστών ποιητών του μεσοπολέμου και της εποχής του αντιφασιστικού αγώνα, όταν μάλιστα εκείνοι είχαν σε ένα βαθμό επηρεαστεί από τους αγώνες των λαών και που
καθρεφτίζουν στην ποιησή τους την ιστορική διαδικασία, όποια κοινωνική και πολιτική θέση κι αν είχαν πάρει οι ίδιοι. Επομένως η ποίηση της Δημουλά δεν μπορεί να συγκριθεί στα νοήματα και στην τέχνη της με την ποίηση του "Άξιον Εστί" και του "Άσματος Ηρωικού" του Ελύτη. Ούτε βέβαια με την τέχνη του Σεφέρη σε ποιήματα όπου συνδυάζεται η ιστορία και η υπαρξιακή φθορά, όπως τα 'Επιφάνεια',η "Ελένη", ο "Βασιλιάς της Ασίνης" και ο "Τελευταίος Σταθμός". Εκεί υπάρχουν γενικές αλήθειες που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Έχουμε λοιπόν τεράστια διαφορά δυναμικού! Την Κική Δημουλά προέβαλε, κυρίως για ιδεολογικούς λόγους και σκοπιμότητες, η εποχή Σημίτη, θέλοντας να απομακρύνει από το προσκήνιο την πολιτική ποίηση. Η εποχή αυτή και στη λογοτεχνική κριτική και στην εκπαίδευση προέβαλε το λογοτεχνικό φορμαλισμό και την υπαρξιακή τάση. Η ιδεολογία της Δημουλά, καθαρά συντηρητική ταίριαζε απόλυτα στα ζητούμενα αυτής της κατεύθυνσης.Αυτο πάντως δεν αποκλείει καθόλου την ύπαρξη ορισμενων ή πολλών αρετών στους στίχους της ποιήτριας, στο μέτρο πάντα που μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο η απλή μελέτη της φθοράς και η μεταφυσική.
🤔
Δημοσίευση σχολίου