Της Βάλιας Μπαζού - Hot Report
Παθιασμένη, φλογερή ρήτορας, ατρόμητη και με μια εκπληκτική ικανότητα να συγκινεί και να κινητοποιεί τα πλήθη, η Μαίρη Χάρις «Μάδερ» Τζόουνς είναι η γυναίκα-θρύλος του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε ότι από τις διωκτικές αρχές έμεινε στην ιστορία ως «η πιο επικίνδυνη γυναίκα της Αμερικής» και από τα εκατομμύρια των εργαζομένων ως η «μητέρα» τους.
Ο απόλυτος τίτλος τιμής και επιβράβευσης για τη Μαίρη Χάρις «Μάδερ» Τζόουνς, την οποία η ζωή έφερε αντιμέτωπη με μια τραγωδία που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανθρώπινη σχέση. Αυτή του θανάτου και των τεσσάρων παιδιών της όπως και του συζύγου της από την επιδημία κίτρινου πυρετού το 1867.
Η νευρώδης, μικροκαμωμένη «Μάδερ» Τζόουνς γεννήθηκε μεταξύ του 1830 και του 1844 (οι ιστορικοί δεν έχουν βρει στοιχεία για τον πραγματικό χρόνο γέννησής της) στην Ιρλανδία και σε πολύ μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά της στον Καναδά για να γλιτώσουν από την πείνα. Εκεί έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής αλλά παράλληλα σπούδασε δασκάλα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 μετακόμισε στο Σικάγο και από εκεί στο Μέμψις όπου γνώρισε τον σύζυγό της Τζορτζ Τζόουνς, σιδερά το επάγγελμα και σθεναρό συνδικαλιστή, με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Η μοίρα την έφερε αντιμέτωπη με την απόλυτη τραγωδία όταν από την επιδημία του κίτρινου πυρετού έχασε τα παιδιά και τον σύζυγό της. Το Μέμψις δεν τη χωρούσε και επέστρεψε στο Σικάγο όπου άρχισε να εργάζεται ως μοδίστρα.
Η φήμη της προσέλκυσε γρήγορα τις πιο πλούσιες γυναίκες του Σικάγου. Και ακριβώς αυτή η επαφή της «Μάδερ» Τζόουνς με την ελίτ και με τις ακραίες αντιθέσεις της πόλης ήταν που ξύπνησε μέσα της το πάθος για αγώνα, για την υπεράσπιση των φτωχών, των λιμοκτονούντων εργαζομένων.
Το έτος-καμπή και η αρχή της πορείας της που την έκανε «μητέρα» εκατομμυρίων εργατών ήταν το 1871. Χρονιά που ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στο Σικάγο και η τραγωδία καθόρισε και πάλι τη μοίρα της. Το μοδιστράδικό της καταστράφηκε και τότε εκείνη αποφάσισε να ξεκινήσει την πορεία της προς τους σκληρά δοκιμαζόμενους εργάτες σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ.
Ντυμένη πάντα με μαύρο φόρεμα, μαύρο καπέλο και λευκή δαντέλα στον λαιμό, μεταμορφώθηκε στην αεικίνητη προστάτιδα των μεταλλωρύχων, των σιδηροδρομικών και εμβληματική φιγούρα για τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδάκια που φυτοζωούσαν εργαζόμενα υπό άθλιες συνθήκες στα εργοστάσια. Η δράση της τρομοκράτησε τις αρχές.
Ο φλογερός της λόγος προκάλεσε μια από τις μεγαλύτερες απεργίες στη Φιλαδέλφεια, όπου 100.000 εργάτες, ανάμεσά τους 16.000 παιδιά, έκαναν απεργία με αίτημα τη μείωση των ωρών εργασίας. Προκειμένου να διασπείρει παντού το αίτημα για κατάργηση της παιδικής εργασίας, πραγματοποίησε το 1903 πορεία διαμαρτυρίας μαζί με 100 παιδάκια που δούλευαν σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και έφτασαν από τη 4 Φιλαδέλφεια μέχρι το σπίτι του προέδρου Ρούσβελτ στο Λονγκ Αϊλαντ.
Η «Μάδερ» Τζόουνς είναι η συνδικαλίστρια που μπήκε στη φυλακή περισσότερες φορές από κάθε άλλο συνδικαλιστή, ενώ της είχε απαγορευτεί η είσοδος σε πλήθος πολιτειών.
Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1930 και θάφτηκε στο κοιμητήριο της Ενωσης Ανθρακωρύχων στο Μάουντ Ολιβ, μια μικρή πόλη όπου κάποτε ήταν το κέντρο μιας ανυπότακτης ομάδας εργαζομένων στα ορυχεία.
Παθιασμένη, φλογερή ρήτορας, ατρόμητη και με μια εκπληκτική ικανότητα να συγκινεί και να κινητοποιεί τα πλήθη, η Μαίρη Χάρις «Μάδερ» Τζόουνς είναι η γυναίκα-θρύλος του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε ότι από τις διωκτικές αρχές έμεινε στην ιστορία ως «η πιο επικίνδυνη γυναίκα της Αμερικής» και από τα εκατομμύρια των εργαζομένων ως η «μητέρα» τους.
Ο απόλυτος τίτλος τιμής και επιβράβευσης για τη Μαίρη Χάρις «Μάδερ» Τζόουνς, την οποία η ζωή έφερε αντιμέτωπη με μια τραγωδία που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανθρώπινη σχέση. Αυτή του θανάτου και των τεσσάρων παιδιών της όπως και του συζύγου της από την επιδημία κίτρινου πυρετού το 1867.
Η νευρώδης, μικροκαμωμένη «Μάδερ» Τζόουνς γεννήθηκε μεταξύ του 1830 και του 1844 (οι ιστορικοί δεν έχουν βρει στοιχεία για τον πραγματικό χρόνο γέννησής της) στην Ιρλανδία και σε πολύ μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά της στον Καναδά για να γλιτώσουν από την πείνα. Εκεί έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής αλλά παράλληλα σπούδασε δασκάλα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 μετακόμισε στο Σικάγο και από εκεί στο Μέμψις όπου γνώρισε τον σύζυγό της Τζορτζ Τζόουνς, σιδερά το επάγγελμα και σθεναρό συνδικαλιστή, με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Η μοίρα την έφερε αντιμέτωπη με την απόλυτη τραγωδία όταν από την επιδημία του κίτρινου πυρετού έχασε τα παιδιά και τον σύζυγό της. Το Μέμψις δεν τη χωρούσε και επέστρεψε στο Σικάγο όπου άρχισε να εργάζεται ως μοδίστρα.
Η φήμη της προσέλκυσε γρήγορα τις πιο πλούσιες γυναίκες του Σικάγου. Και ακριβώς αυτή η επαφή της «Μάδερ» Τζόουνς με την ελίτ και με τις ακραίες αντιθέσεις της πόλης ήταν που ξύπνησε μέσα της το πάθος για αγώνα, για την υπεράσπιση των φτωχών, των λιμοκτονούντων εργαζομένων.
Το έτος-καμπή και η αρχή της πορείας της που την έκανε «μητέρα» εκατομμυρίων εργατών ήταν το 1871. Χρονιά που ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στο Σικάγο και η τραγωδία καθόρισε και πάλι τη μοίρα της. Το μοδιστράδικό της καταστράφηκε και τότε εκείνη αποφάσισε να ξεκινήσει την πορεία της προς τους σκληρά δοκιμαζόμενους εργάτες σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ.
Ντυμένη πάντα με μαύρο φόρεμα, μαύρο καπέλο και λευκή δαντέλα στον λαιμό, μεταμορφώθηκε στην αεικίνητη προστάτιδα των μεταλλωρύχων, των σιδηροδρομικών και εμβληματική φιγούρα για τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδάκια που φυτοζωούσαν εργαζόμενα υπό άθλιες συνθήκες στα εργοστάσια. Η δράση της τρομοκράτησε τις αρχές.
Ο φλογερός της λόγος προκάλεσε μια από τις μεγαλύτερες απεργίες στη Φιλαδέλφεια, όπου 100.000 εργάτες, ανάμεσά τους 16.000 παιδιά, έκαναν απεργία με αίτημα τη μείωση των ωρών εργασίας. Προκειμένου να διασπείρει παντού το αίτημα για κατάργηση της παιδικής εργασίας, πραγματοποίησε το 1903 πορεία διαμαρτυρίας μαζί με 100 παιδάκια που δούλευαν σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και έφτασαν από τη 4 Φιλαδέλφεια μέχρι το σπίτι του προέδρου Ρούσβελτ στο Λονγκ Αϊλαντ.
Η «Μάδερ» Τζόουνς είναι η συνδικαλίστρια που μπήκε στη φυλακή περισσότερες φορές από κάθε άλλο συνδικαλιστή, ενώ της είχε απαγορευτεί η είσοδος σε πλήθος πολιτειών.
Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1930 και θάφτηκε στο κοιμητήριο της Ενωσης Ανθρακωρύχων στο Μάουντ Ολιβ, μια μικρή πόλη όπου κάποτε ήταν το κέντρο μιας ανυπότακτης ομάδας εργαζομένων στα ορυχεία.
Δημοσίευση σχολίου