Της Μαρίας Π.
Με οδηγό τα λόγια της Λιλής Ζωγράφου που δημοσιεύτηκαν πριν λίγες μέρες στο ΒΚ ( "...Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη"...), έπιασα τον εαυτό μου να βυθίζεται σε περίεργες σκέψεις.
Με οδηγό τα λόγια της Λιλής Ζωγράφου που δημοσιεύτηκαν πριν λίγες μέρες στο ΒΚ ( "...Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη"...), έπιασα τον εαυτό μου να βυθίζεται σε περίεργες σκέψεις.
Συνήθως οι συγγραφείς προβαίνουν σε λεκτικές υπερβάσεις και ενίοτε κινούνται σε μη ρεαλιστικές ατραπούς, αποτυπώνουν πομπώδεις φράσεις που μερικές από αυτές θα διατηρήσουν την υστεροφημία τους στο πέρασμα των χρόνων.
Όμως εδώ, η Λιλή Ζωγράφου κάθε άλλο παρά τούτο επιχειρεί. Διαβάστε άλλη μία φορά τις παραπάνω σειρές και πάμε μαζί να προσεγγίσουμε τη σκέψη της.
Τι μας προτρέπει; Η προσωπική επανάσταση του καθενός και συνολικά η επανάσταση μιας μειοψηφίας που προσπαθεί να σηκώσει ανάστημα απέναντι στην αθλιότητα της εξουσίας, να στραφεί όχι απέναντι στους λίγους που κατοικούν στα απροσπέλαστα ρετιρέ των κέντρων που παίρνονται οι αποφάσεις, όχι απέναντι στους πλούσιους και τις στρατιές των μπάτσων ή των σωματοφυλάκων που τους φρουρούν, όχι απέναντι στους δικαστές-φύλακες του συστήματος, αλλά αυτή η επανάσταση να χτυπήσει τους υποταγμένους, τους κακομοίρηδες, όλους εκείνους/ες που συνήθισαν στις αλυσίδες τους, όλους εκείνους/ες που σπούδασαν (με μεταπτυχιακό) στην οσφυοκαμψία.
Δηλαδή να στραφεί απέναντι στην συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού, στους κυρ Παντελήδες που συνήθισαν να είναι ευχαριστημένοι μ’ένα ψίχουλο και προφανώς η ιστορία που θα’χουν να διηγηθούν στα γεράματά τους δεν θα’ναι άλλη από μια σαν και τούτη: «Άστα παιδί μου, πέρασα δύσκολα χρόνια, ανέχεια, φτώχεια, καταπίεση, αλλά τα κατάφερα, μάζεψα ένα κομπόδεμα, πήρα και ένα σπιτάκι και μπλα, μπλα, μπλα….».
Ερχόμαστε σ’αυτή τη ζωή συνδεδεμένοι μ’ένα ομφάλιο λώρο να μας συνοδεύει ως σύντομο αξεσουάρ για τον κόσμο που συναντούμε και άπαξ και κοπεί, τον αναπληρώνουν άμεσα με μία αλυσίδα που όσο περνούν τα χρόνια τόσο σφίγγει τριγύρω σου και όσο δεν αντιδράς τόσο εκείνη μπλέκεται και στο μυαλό σου.
Το παιδί πρέπει να πάρει το πιστοποιητικό γέννησης, ακολούθως να βουτηχτεί στα βρώμικα νερά του χριστιανισμού και πια ως καλό χριστιανόπουλο αποτελεί ένα ακόμα ποίμνιο στο μαντρί.
Τώρα το παιδί έχει αποκτήσει ένα όνομα και ένα σταυρό/καδένα ως τον πρώτο εξουσιαστικό σύμβολο πάνω του, ως τον πρώτο κρίκο εκείνης της αλυσίδας που λέγαμε πιο πριν.
Το καλό χριστιανόπουλο θα διανύσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του συνήθως σε βαθύτατα εξουσιαστικές σχέσεις όπως είναι εκείνες μιας πατριαρχικής οικογένειας (όπου η μητέρα – πάλι συνήθως – εξασκεί πάνω του μία εξίσου εξουσιαστική σχέση με τον πατέρα).
Είναι η εποχή που το παιδί θα μάθει να μιλά, να κάνει το σταυρό του, να πηγαίνει στην εκκλησία, να αρχίσει τα πρώτα στάδιο κοινωνικοποίησης με τους πρώτους φίλους του (αφού έχουν προηγηθεί οι σχέσεις με τους συγγενείς).
Τώρα ήρθε η ώρα το παιδί να πάει στο σχολείο. Έφτασε ο καιρός να διδαχθεί ότι κατάγεται από την πιο ηρωική χώρα του πλανήτη.
Θα μάθει να γράφει και να διαβάζει και μαζί μ’αυτά θα αρχίσει η σταδιακή πλύση εγκεφάλου.
Θα μάθει να μισεί όλους τους γειτονικούς λαούς που επιβουλεύονται τα κάλλη της πιο όμορφης χώρας του κόσμου και άλλα αδιάφορα.
Καινούριοι κρίκοι μπαίνουν στην αλυσίδα του.
Είναι η εξουσία του δασκάλου και του καθηγητή που προσπαθούν να περάσουν στο μαθητή όχι σφαιρική και πολύπλευρη γνώση, αλλά ασήμαντες πληροφορίες, άχρηστα δεδομένα που δεν ευνοούν την ανάπτυξη κριτικής σκέψης.
Άλλωστε ο μαθητής θα χρησιμεύσει ως ένα εξάρτημα της συστημικής μηχανής, εκείνο που απαιτείται είναι η εξειδίκευση και όχι η ευρυμάθεια.
Ο μαθητής σιγά σιγά θα αρχίσει να δηλώνει επαγγέλματα που θα ήθελε να ακολουθήσει, συνήθως εκείνα που του πιπιλίζει στο μυαλό το οικογενειακό του περιβάλλον, τα οποία θα προσδώσουν στο νεαρό κοινωνική αίγλη, καταξίωση και χρήματα.
Σ’αυτή την ηλικία μαθαίνει ότι πρέπει να διαβάζει πολύ, να είναι καλός μαθητής γιατί στη ζωή κανείς δεν πρόκειται να τον βοηθήσει. Αποτυπώνει πως το διαβατήριο για τα πάνω στρώματα είναι το μότο «ο θάνατός σου, η ζωή μου».
Ο μαθητής γίνεται έφηβος, ενηλικιώνεται, γίνεται ίσως φοιτητής, δηλαδή μελλοντικός άνεργος στη μεγάλη στρατιά των ανέργων, ή ίσως βγαίνει λίγο νωρίτερα στην αγορά εργασίας και μαθαίνει από πρώτο χέρι την τρομοκρατία της μισθωτής δουλείας.
Λίγο πιο πριν ή πιο μετά, οι άνδρες θα πάνε και στο στρατό γιατί κάθε κράτος οφείλει να θυμίσει στους πολίτες του ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από αναλώσιμη ύλη για τα κανόνια.
Μπροστά από το δίπτυχο θρησκεία, οικογένεια, έρχεται και στρογγυλοκάθεται πια και η πατρίς.
Κάπου εκεί έρχεται και το κομβικό σημείο πολιτικοποίησης. Το σημείο μηδέν που καθείς συνειδητοποιεί το εύρος της αδικίας και της εκμετάλλευσης και καλείται να πάρει θέση και στάση απέναντι στα τεκταινόμενα.
Παρά τα δεδομένα που έως εκείνη τη στιγμή- σχεδόν όλα τους- συνηγορούν στην αφομοίωση του νέου ανθρώπου και στη μετατροπή του σ’ένα άβουλο και υποτακτικό πιόνι, μια ιερή μειοψηφία ξεφεύγει, είτε εξαιτίας των συναναστροφών, είτε μέσω της αυτομόρφωσης, είτε συνδυάζοντας την αυθόρμητη νεανική αντίδραση με το συνειδητό του ταξικού πολέμου, είτε έτσι είτε αλλιώς παύει πια να συμβαδίζει με τα ανθρώπινα ζόμπι.
Εις το εξής θέτει εαυτόν σ’εκείνο που αποκαλούμε κίνημα αντίστασης που από μόνο του ζητά πολλά και μεγάλα άρθρα για να περιγραφούν το εύρος του και οι πολλαπλές αντιφάσεις του.
Για να μη παρεκτραπώ όμως το αφήνω για μια άλλη φορά. Επιστρέφω στα λόγια της Ζωγράφου.
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τα 20 μου και απ’όταν θυμάμαι τον εαυτό μου ανέκαθεν πίστευα ότι οι επαναστάσεις έχουν συγκεκριμένο πρόσημο και πρόταγμα και ότι στρέφονται κατά των λίγων και εκλεκτών.
Και οι κυρ Παντελήδες στο απυρόβλητο; Τι, όχι;
Πρώτη δημοσίευση
Δημοσίευση σχολίου