Γράφει ο mitsos275
Στην Πόλη την πεντάμορφη, του Βόσπορου στολίδι, Τούρκος Σουλτάνος κάθεται και βάζει με νου του πως μ' ένα τρόπο πονηρό τους δόλιους υπηκόους, που από την πείνα έρεψαν, κάπως ν' απασχολήσει. Να μην ακούν του στομαχιού τα τρομερά ταμπούρλα, κι αυτός πάνω στο θρόνο του ήσυχος να κοιμάται.
- Φωνάξτε το βεζίρη μου, φωνάξτε τους πασάδες, να τσακιστούν να έρθουνε, γιατί θα βγει φιρμάνι!
- Ω πολυχρονεμένε μας, σ' ακούμε τι προστάζεις. Είμαστε δούλοι ταπεινοί, κι εσύ τρανός αφέντης.
- Εκείνο κει το 'κτήριο, που Αγιά Σοφιά το λένε, που το 'χτισαν Βυζαντινοί και άριστοι τεχνίτες και που Μουσείο το 'χουμε, μου ήρθε να το κάνω ξανά τζαμί για προσευχή! Θα βάλω και Ιμάμη.
- Μα πολυχρονεμένε μας, όλοι μας απορούμε. Χρήματα δεν θα χάσουμε, γιατί έρχονται τουρίστες, κι αφήσουν το συνάλλαγμα, από τον κόσμο όλο; Τζαμιά έχουμε μπόλικα, λεφτά μας λιγοστεύουν. Το κέρδος δεν το βλέπουμε, ούτε και την αιτία, γιατί να το πειράξουμε τέτοιο καλό Μουσείο;
- Κι εγώ να μη νομίζετε πως δεν τα ξέρω τούτα. Μα η ανάγκη μ' έκανε να βρω κάποιο τερτίπι, να ασχοληθούν οι υπήκοοι μ' αυτό που με συμφέρει. Γιατί αλλιώς καήκαμε, σηκώσανε μπαϊράκι!
Το σχέδιο μου είναι απλό και έξυπνο συνάμα: Κάνουμε τώρα το τζαμί, ταΐζουμε τον κόσμο υπερηφάνεια και σανό, κι αργότερα στο μέλλον με κάποιο Ελληνικό νησί ευθύς θα τ' ανταλλάξω.
- Οι Έλληνες, Σουλτάνε μου, σαν τι θα πουν αλήθεια;
- Θα πουν αυτό που θέλουμε! Τάχα πως αντιδρούνε. Κι όσο φωνάζουν πιο πολύ, τόσο θα ακούν οι Τούρκοι Ελληναράδων τις κραυγές και τόσο θα ασχολούνται. Κι εγώ θα γίνω ήρωας, μάγκας, τρανός ηγέτης, που έγραψε στα τέτοια του τους Έλληνες και πάλι.
Σας έχω κι άλλη έκπληξη ευχάριστη και τούτη. Το γιουσουφάκι Γερμανών, δούλος Αμερικάνων, ο Κούλης ο Γκαντέμαρος, ο γιος του Αποστάτη, με παρακάλεσε κι αυτός να κάνω το Μουσείο ξανά τζαμί! Να έχουνε κάτι να ασχολούνται οι πεινασμένοι Έλληνες, γιατί κι εκεί τουρίστας φέτος δεν είναι να φανεί...
Έχει κι αυτός προβλήματα, με κάποιον υπουργό του, που τα παιδάκια έδερνε και πήδαγε συνάμα. Κι αν τα κανάλια δεν θα βρουν κανένα θεματάκι, να το τραβήξουνε πολύ - για κάνα χρόνο ακόμα, θα πρέπει τον ανώμαλο να υπερασπιστούνε!
Ο Κούλης έδωσε πολλά, εκατομμύρια γρόσια, σε παπαγάλους, κόλακες, σ' όλα τα βαφτιστήρια. Μας το χρωστάει άλλωστε από τον Έβρο τότε... Που στείλαμε τους πρόσφυγες να τους δολοφονήσουν φασίστες, ακροδεξιοί, εθνίκια και ναζίδες.
Όλα αυτά είναι σικέ και πριν συμφωνημένα.
Όμως σαν να 'παμε πολλά. Και τώρα τσακιστείτε, να κάμετε τη διαταγή και μάλιστα αμέσως!
-Αμέσως τώρα αφέντη μας και πολυχρονεμένε! Κι εμείς με περισσή χαρά θα ακούμε τους ραγιάδες να αφρίζουνε από θυμό και να χτυπάν τα χέρια από το κακό τους το πολύ! Έχουν μεγάλη πλάκα. Να 'ναι καλά ο Δράκουλας, υιός Ανθρωποφάγου, που στους ραγιάδες έφερε καταστροφές μεγάλες!
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω γιουσουφάκια
Στα Μνημόνια ξεσκισμένα, γιουσουφάκια τα καημένα
Τσιφτετέλι μας χορεύουν, αεροπλάνα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας τουρίστες τραγουδούν και λένε
Θέλουμε τώρα τον ξένο, έχω σπίτι ρημαγμένο
Πάρε Τούρκε, τα νησιά μας, τοκογλύφε, τα βρακιά μας!
Στην ουρά της Τράπεζας μας ειν' να μας λυπάσαι
Και στις ρέγγες να μας κλαίνε, Πανωτόκια μας το λένε
Κι ο ανώμαλος κρυμμένος μέσα στο Υπουργείο
Κοριτσάκια δε θ’ αργήσει, να βρει για να ασελγήσει
Και σε λίγο βγαίνει η Χούντα μες του Φοίνικα τη φούντα.
Στην Πόλη την πεντάμορφη, του Βόσπορου στολίδι, Τούρκος Σουλτάνος κάθεται και βάζει με νου του πως μ' ένα τρόπο πονηρό τους δόλιους υπηκόους, που από την πείνα έρεψαν, κάπως ν' απασχολήσει. Να μην ακούν του στομαχιού τα τρομερά ταμπούρλα, κι αυτός πάνω στο θρόνο του ήσυχος να κοιμάται.
- Φωνάξτε το βεζίρη μου, φωνάξτε τους πασάδες, να τσακιστούν να έρθουνε, γιατί θα βγει φιρμάνι!
- Ω πολυχρονεμένε μας, σ' ακούμε τι προστάζεις. Είμαστε δούλοι ταπεινοί, κι εσύ τρανός αφέντης.
- Εκείνο κει το 'κτήριο, που Αγιά Σοφιά το λένε, που το 'χτισαν Βυζαντινοί και άριστοι τεχνίτες και που Μουσείο το 'χουμε, μου ήρθε να το κάνω ξανά τζαμί για προσευχή! Θα βάλω και Ιμάμη.
- Μα πολυχρονεμένε μας, όλοι μας απορούμε. Χρήματα δεν θα χάσουμε, γιατί έρχονται τουρίστες, κι αφήσουν το συνάλλαγμα, από τον κόσμο όλο; Τζαμιά έχουμε μπόλικα, λεφτά μας λιγοστεύουν. Το κέρδος δεν το βλέπουμε, ούτε και την αιτία, γιατί να το πειράξουμε τέτοιο καλό Μουσείο;
- Κι εγώ να μη νομίζετε πως δεν τα ξέρω τούτα. Μα η ανάγκη μ' έκανε να βρω κάποιο τερτίπι, να ασχοληθούν οι υπήκοοι μ' αυτό που με συμφέρει. Γιατί αλλιώς καήκαμε, σηκώσανε μπαϊράκι!
Το σχέδιο μου είναι απλό και έξυπνο συνάμα: Κάνουμε τώρα το τζαμί, ταΐζουμε τον κόσμο υπερηφάνεια και σανό, κι αργότερα στο μέλλον με κάποιο Ελληνικό νησί ευθύς θα τ' ανταλλάξω.
- Οι Έλληνες, Σουλτάνε μου, σαν τι θα πουν αλήθεια;
- Θα πουν αυτό που θέλουμε! Τάχα πως αντιδρούνε. Κι όσο φωνάζουν πιο πολύ, τόσο θα ακούν οι Τούρκοι Ελληναράδων τις κραυγές και τόσο θα ασχολούνται. Κι εγώ θα γίνω ήρωας, μάγκας, τρανός ηγέτης, που έγραψε στα τέτοια του τους Έλληνες και πάλι.
Σας έχω κι άλλη έκπληξη ευχάριστη και τούτη. Το γιουσουφάκι Γερμανών, δούλος Αμερικάνων, ο Κούλης ο Γκαντέμαρος, ο γιος του Αποστάτη, με παρακάλεσε κι αυτός να κάνω το Μουσείο ξανά τζαμί! Να έχουνε κάτι να ασχολούνται οι πεινασμένοι Έλληνες, γιατί κι εκεί τουρίστας φέτος δεν είναι να φανεί...
Έχει κι αυτός προβλήματα, με κάποιον υπουργό του, που τα παιδάκια έδερνε και πήδαγε συνάμα. Κι αν τα κανάλια δεν θα βρουν κανένα θεματάκι, να το τραβήξουνε πολύ - για κάνα χρόνο ακόμα, θα πρέπει τον ανώμαλο να υπερασπιστούνε!
Ο Κούλης έδωσε πολλά, εκατομμύρια γρόσια, σε παπαγάλους, κόλακες, σ' όλα τα βαφτιστήρια. Μας το χρωστάει άλλωστε από τον Έβρο τότε... Που στείλαμε τους πρόσφυγες να τους δολοφονήσουν φασίστες, ακροδεξιοί, εθνίκια και ναζίδες.
Όλα αυτά είναι σικέ και πριν συμφωνημένα.
Όμως σαν να 'παμε πολλά. Και τώρα τσακιστείτε, να κάμετε τη διαταγή και μάλιστα αμέσως!
-Αμέσως τώρα αφέντη μας και πολυχρονεμένε! Κι εμείς με περισσή χαρά θα ακούμε τους ραγιάδες να αφρίζουνε από θυμό και να χτυπάν τα χέρια από το κακό τους το πολύ! Έχουν μεγάλη πλάκα. Να 'ναι καλά ο Δράκουλας, υιός Ανθρωποφάγου, που στους ραγιάδες έφερε καταστροφές μεγάλες!
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω γιουσουφάκια
Στα Μνημόνια ξεσκισμένα, γιουσουφάκια τα καημένα
Τσιφτετέλι μας χορεύουν, αεροπλάνα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας τουρίστες τραγουδούν και λένε
Θέλουμε τώρα τον ξένο, έχω σπίτι ρημαγμένο
Πάρε Τούρκε, τα νησιά μας, τοκογλύφε, τα βρακιά μας!
Στην ουρά της Τράπεζας μας ειν' να μας λυπάσαι
Και στις ρέγγες να μας κλαίνε, Πανωτόκια μας το λένε
Κι ο ανώμαλος κρυμμένος μέσα στο Υπουργείο
Κοριτσάκια δε θ’ αργήσει, να βρει για να ασελγήσει
Και σε λίγο βγαίνει η Χούντα μες του Φοίνικα τη φούντα.
Δημοσίευση σχολίου