Ο προπάππους μου, ο Λαμπογιώργης, ήξερε όλο τον Ερωτόκριτο απέξω κι ανεκατωτά.
Τον άκουγα, σαν ήμουν κοπελάκι, να παίζει θιαμπόλι και να τραγουδά Ερωτόκριτο ή παλιά τραγούδια και όμορφα σκοπουλάκια.
Έπινε ρακί ή κρασί και κερνούσε και μένα, σε ένα μικρό, σκαλισμένο από τον ίδιο, ποτηράκι. Χόρευε πολύ μερακλίδικα και, ώρες – ώρες, παρατούσε τη φλογέρα κι άρχιζε να χορεύει μαζί μου.
Σαν τραγουδούσε το ριζίτικο:
"Μηλίτσα που 'σαι στο γκρεμνό με μήλα φορτωμένη,
τα μήλα σου λιμπίζομαι μα το γκρεμνό φοβούμαι,
μα αν το φοβάσαι το γκρεμνό έλα απ' το μονοπάτι..." έπιανε μια θεόρατη κούπα και την άδειαζε μονομιάς!
Μετά τα έβαζε με τα γερατιά! Σαν περνούσε το ξόδι την ανηφόρα για το κοιμητήρι, έβγαινε και αποχαιρετούσε τραγουδώντας.
Στη μέση της αυλής του οντά με θέα τα βουνά και το κάμπο, τα φαράγγια και τις χιονισμένες κορφές, τα δασωμένα πλάγια με τις ανθισμένες αμυγδαλιές έπινε τη ρακή και έπαιζε τα σκοπουλάκια που του άρεσαν με τη φλογέρα του.
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν μας αποχαιρέτησε, και λίγες στιγμές πριν αναχωρήσει ζήτησε από τον πατέρα μου να τον βοηθήσει να χορέψει στο παράθυρο του οντά, βλέποντας για τελευταία φορά, τον τόπο, τα βουνά και τον κάμπο. Άνοιξη του καιρού εκείνου.
Είχε πέσει άρρωστος με ημιπληγία, για λίγες μέρες, εκεί που καθόταν στο λιατσάκι, πίνοντας ρακή, μα και παίζοντας θιαμπόλι. Βάδιζε στα 95. Η μια πλευρά του σώματος είχε παραλύσει ! Κι όμως χόρεψε μπροστά στο παραθύρι του οντά αγναντεύοντας τα βουνά, αποχαιρέτησε τραγουδώντας το τόπο και σαν ξάπλωσε έδωσε την ευχή του στους απογόνους, κάλεσε τους προγόνους του κι έφυγε μαζί τους.
Ο έρωτας για τη ζωή και χορεύοντας με το θάνατο έφυγε στο στερνό ταξίδι! Από τότε στα μάτια μου στοχάζομαι πως είναι όλα μάταια στο ψεύτη κόσμο απου 'μαι!
Μου άρεσε που με έσπρωχνε να ανάβω το κερί της ζωής και από τις δυο πλευρές και να χορεύω πάνω στις φλόγες!
+ σχόλια + 1 σχόλια
Ήταν μια περίοδος που δεν είχαμε λεφτά. Ένα βράδυ γυρνώντας από το μάθημα είδα ένα σημείωμα στο τραπέζι. “Φίλε, βρήκα σήμερα μεροκάματο και σου αφήνω δυο κατοστάρικα κι ένα μπολ με ρεβίθια. ΝΒ”. Βρήκα τα χρήματα αλλά τα ρεβίθια δεν τα έβλεπα πουθενά. Πάω στη κουζινίτσα και βλέπω το μπολ με ένα σημείωμα.”Επειδή πεινούσαμε, σου αφήσαμε τα δυο κατοστάρικα και φάγαμε τα ροβίθια. Αδερφοί Κ.”.
Δημοσίευση σχολίου