Το 1921 πολλές πολιτείες διέπονταν από επίσημο ρατσιστικό νομικό πλαίσιο (πολύ αργότερα σε μία άλλη χώρα θα ονομαζόταν Απαρτχάιντ).
Η δεύτερη γενιά της Κου Κλουξ Κλαν βρισκόταν σε άνοδο και πολλά από τα μέλη της ήταν άνθρωποι της "μεσαίας τάξης" η αλλιώς "νοικοκυραίοι" της εποχής.
Στον Νότο, τα λιντσαρίσματα ήταν ο κανόνας. Kόντρα σε όλα αυτά, η κοινότητα του Γκρίνγουντ (Τούλσα, Οκλαχόμα) είχε καταφέρει να οικοδομήσει κάτι. Οι περίπου 11000 κάτοικοί της είχαν καταφέρει να έχουν ένα μικρό μερίδιο από την ευμάρεια που είχε φέρει στην πόλη η ανακάλυψη πετρελαίου (η Τούλσα θεωρούνταν επί δεκαετίες η πρωτεύουσα του αμερικανικού πετρελαίου). Για την ακρίβεια, ξεχώριζαν σε παναμερικάνικο επίπεδο. Η συνοικία περηφανευόταν για πάνω από 300 επιχειρήσεις που ανήκαν σε μαύρους: Θέατρα, ιατρεία, φαρμακεία, 2 εφημερίδες. Ο ρατσισμός τους υποχρέωνε να συναναστρέφονται και άρα να συναλλάσσονται μεταξύ τους και έτσι δημιούργησαν μια δεμένη και σχετικά ακμάζουσα κοινότητα.
Γρήγορα οι ρατσιστές της Κου Κλουξ Κλαν -που είχε ισχυρή παρουσία στην πόλη- άρχισαν προπαγάνδα με ρατσιστικό δηλητήριο για τους "νέγρους" που τολμούσαν να έχουν "ανέσεις".
Καθώς το μίσος άρχισε να εξαπλώνεται, αρκούσε μόνο μια αφορμή για να κλιμακωθεί η ρατσιστική βία. Και αφού δεν βρέθηκε, την κατασκεύασαν: 30 Μαΐου 1921, ένας 19χρονος μαύρος άντρας (ο Ντικ Ρόουλαντ) και μία 17χρονη λευκή κοπέλα (η Σάρα Πέιτζ) βρέθηκαν αρχικά μέσα σε ένα ασανσέρ. Αυτή ισχυρίστηκε ότι της επιτέθηκε, αν και αρνήθηκε να κινηθεί νομικά. Ο Ρόουλαντ συνελήφθη αμέσως και μέχρι το βράδυ, η Κου Κλουξ Κλαν και οι "νοικοκυραίοι" είχαν φροντίσει ώστε μεγάλο τμήμα της πόλης να θεωρεί σίγουρο ότι ένας "νέγρος" είχε βιάσει μια νεαρή λευκή.
Το λιντσάρισμα του νεαρού από τον ρατσιστικό όχλο ήταν θέμα ωρών. Την επόμενη μέρα, κάποιοι από τους μαύρους κατοίκους της πόλης, βετεράνοι του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου προσπάθησαν να γλιτώσουν τον Ρόουλαντ και συγκρούστηκαν με λευκούς στα δικαστήρια. Ακολούθησε μαζική κινητοποίηση από έναν όχλο ενόπλων λευκών ρατσιστών με καθοδήγηση της Κου Κλουξ Κλαν και ντόπιων κυβερνητικών στελεχών, που έχρισαν βοηθούς τους κάποιους από τους συμμετέχοντες στο πογκρόμ και τους μοίρασαν όπλα και πυρομαχικά.
Οι ένοπλοι ρατσιστές ισοπέδωσαν-κυριολεκτικά-την συνοικία καταστρέφοντας ότι έβρισκαν μπροστά τους σε ένα ντελίριο λεηλασίας, εμπρησμών και ρατσιστικών φόνων: Η φωτιά έκαψε 35 οικοδομικά τετράγωνα και 1200 σπίτια, 10.000 Αφροαμερικανοί έμειναν άστεγοι ενώ οι δολοφονημένοι υπολογίστηκε τότε ότι ήταν 36. Σύμφωνα με πιο σύγχρονες εκτιμήσεις της Ιστορικής Εταιρείας της Τούλσα, ένας πιο ρεαλιστικός αριθμός είναι το 300.Όλες οι κρατικές και δημοτικές υπηρεσίες (πυροσβεστική, αστυνομία κλπ) όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να σταματήσουν την σφαγή αλλά πολλές βρέθηκαν βοήθησαν και ενίσχυσαν τους ρατσιστές.
Μετά τέλος των ταραχών, οι κατηγορίες εναντίον του Ρόουλαντ κατέπεσαν. Ο έφηβος δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα που του αποδόθηκε. Κανείς δεν τιμωρήθηκε για τις ρατσιστικές δολοφονίες και τις λεηλασίες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Αφροαμερικανοί της Τούλσα εργάστηκαν για να ανοικοδομήσουν τη συνοικία τους. Οι διακρίσεις και οι ρατσιστικές επιθέσεις συνεχίστηκαν.
Μετά τα γεγονότα το κατεστημένο στις ΗΠΑ έσβησε την ιστορία της σφαγής και χρειάστηκαν σχεδόν 80 χρόνια για να αρχίσουν ξανά οι έρευνες (που αποκάλυψαν έναν μαζικό τάφο δολοφονημένων Αφροαμερικανών στην περιοχή), οι εκδηλώσεις, η διδασκαλία των γεγονότων στα τοπικά σχολεία κ.α.
Η πόλη βέβαια δεν πλήρωσε ποτέ τις αποζημιώσεις που ζήτησαν θύματα που επέζησαν. Oι δε έρευνες για ομαδικούς τάφους των δολοφονημένων από τους ρατσιστές συνεχιζόντουσαν μέχρι πρόσφατα.
Πηγή: Praxis Review - twitter
Δημοσίευση σχολίου