Διαβάσαμε στα σημερινά «Νέα» προδημοσίευση από το βιβλίο του Νίκου Παπανδρέου «Ερωτες στο παρασκήνιο», με τίτλο «Μια μέρα στο Μπέρκλεϊ με τον Ανδρέα και τη Μαργαρίτα». Μιλάμε ότι μπροστά του τα «Αρλεκιν» μοιάζουν με… ομηρικές εξιστορήσεις. Υπάρχει ένα είδος «λογοτεχνίας» που είναι τόσο γελοία που δεν σου επιτρέπει ούτε να γελάσεις.
«Ηταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, φωτισμένη με μια λαμπερή κανονικότητα. Είχε σηκωθεί στις επτά το πρωί όπως πάντα, είχε κοπεί ελαφρά στο ξύρισμα, τόσο που έτσουξε ευχάριστα όταν χαστούκισε το πρόσωπό του με την Old Spice. Αισθανόταν νέος, δυνατός, χωρίς πόνους στο σώμα, απολύτως υγιής, αλλά ήξερε ότι τέτοιες φιλοφρονήσεις φλέρταραν με την ύβριν στους θεούς κι έτσι βρήκε κάτι για να αναιρέσει τη σκέψη αυτή – ότι δεν γυμναζόταν ποτέ, κάπνιζε δυο πακέτα την ημέρα και κάθε Σαββατοκύριακο έβρισκε τη σωστή παρέα για να κατεβάσουν αρκετά ποτά.
Εδεσε τη λεπτή γραβάτα που ταίριαζε με το γκρίζο σακάκι ψαροκόκκαλο. Μετά από ένα σύντομο πρωινό μπουρίνι, οι απαλοί λόφοι του Μπέρκλεϊ τώρα έλαμπαν στον ήλιο. Ανοιξε το παράθυρο. Το άρωμα από το βρεγμένο γκαζόν χύθηκε στην κρεβατοκάμαρα». (…)
«Η πάντα οργανωτική Μαργαρίτα ετοίμαζε το πρωινό για τα τέσσερα παιδιά. Είχε μαζί και τη μαύρη βοηθό, τη μεγαλόσωμη και γελαστή Τζούλια. Εφτιαχνε πάνκεϊκς, τραγανά απέξω και μαλακά από μέσα, όπως άρεσε σε όλους. Τότε ήταν που άκουσε τη μελωδία. Η Τζούλια σιγοτραγουδούσε ένα μπλουζ στα παιδιά, τόσο μελωδικό, που ήταν αδύνατον να ξεχαστεί».
Δημοσίευση σχολίου