Το ακόλουθο κείμενο του Τζον Στάινμπεκ (1902-1968) αναφέρεται στη μεγάλη κρίση του 1929 και περιέχεται στο βιβλίο του «L' America e gli americani» (ιταλική έκδοση «Alet», 2008), που συγκεντρώνει τριάντα πέντε μικρά κείμενα του μεγάλου αμερικανού νομπελίστα συγγραφέα.
"Θυμάμαι πολύ καλά το 1929. Είχαμε πιάσει την καλή (εγώ όχι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ναι). Θυμάμαι τα ζαλισμένα και ευτυχισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που έφτιαχναν χάρτινες περιουσίες με τις μετοχές του χρηματιστηρίου. «Σήμερα κέρδισα δέκα χιλιάδες δολάρια μέσα σε δέκα λεπτά. Συνολικά, αυτή τη βδομάδα κέρδισα ογδόντα χιλιάδες». Στη μικρή μας πόλη οι διευθυντές τραπεζών και οι εργάτες οδοποιίας έτρεχαν στους τηλεφωνικούς θαλάμους για να καλέσουν τους παίκτες. Ολοι έπαιζαν στο χρηματιστήριο, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Στη διακοπή για γεύμα, υπάλληλοι και γραμματείς μελετούσαν το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου μασώντας σάντουιτς και λογάριαζαν τις περιουσίες που συσσωρεύονταν. Τα μάτια τους είχαν την ίδια έκφραση που βλέπουμε στο τραπέζι της ρουλέτας. Εγώ είχα μια διαυγή αντίληψη, γιατί βρισκόμουν έξω από όλα αυτά, γράφοντας βιβλία που κανείς δεν αγόραζε. Δεν είχα ούτε τα ελάχιστα που ήταν αναγκαία, για να αρχίσω να φτιάχνω μια δική μου περιουσία. Από τις βιτρίνες έβλεπα τα τρελά ψώνια, το χαβιάρι και τη σαμπάνια, μύριζα το μεθυστικό άρωμα των ντυμένων με γούνες κυριών, που έβγαιναν λάμποντας από το θέατρο.
Επειτα οι άνθρωποι έπαψαν να επενδύουν και αυτό το είδα με διαύγεια, επειδή είχα ασκηθεί από καιρό στην οικονομική ύφεση. Δεν συμπαρασύρθηκα στην πτώση. Θυμάμαι ότι έδιναν συνεντεύξεις και ξανά συνεντεύξεις οι Big Boys, εκείνοι που γνώριζαν. Ορισμένοι αγόραζαν διαφημιστικό χώρο για να καθησυχάσουν τους εκατομμυριούχους που καταστρέφονταν: «Είναι μόνο μια φυσιολογική υποτίμηση», «Μη φοβάστε, αγοράστε, συνεχίστε να αγοράζετε». Ωστόσο, οι Big Boys πουλούσαν και η αγορά έκανε το μπαμ.
Επειτα ήρθε ο πανικός και ο πανικός μετατράπηκε σε απαθές σοκ. Οταν το χρηματιστήριο κατέρρευσε, έκλεισαν τα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα χαλυβουργεία και τότε κανείς δεν μπορούσε πλέον να αγοράσει τίποτα, ούτε καν για να φάει. Οι άνθρωποι γυρνούσαν από δω κι από κει σαν δαρμένοι. Οι εφημερίδες έγραφαν για κατεστραμμένους ανθρώπους που έπεφταν από τα παράθυρα.
Από τη στιγμή που θα κατέληγαν στο πεζοδρόμιο είχαν καταστραφεί σοβαρά. Ενας φίλος είχε έναν θείο, πλουσιότατο εκατομμυριούχο. Μέσα σε λίγες βδομάδες πέρασε από τα εφτά εκατομμύρια στα δύο εκατομμύρια, αλλά δύο εκατομμύρια σε μετρητά. Ελεγε ότι δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να τρώει και για κολατσιό έτρωγε μόνον ένα αυγό. Βαθούλωσαν τα μάγουλά του και τα μάτια του γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό. Κατέληξε να αυτοκτονήσει. Με δυο εκατομμύρια δολάρια νόμιζε ότι θα πεθάνει από πείνα. Αυτές ήταν οι αξίες.
Επειτα οι άνθρωποι θυμήθηκαν τον μικρό λογαριασμό που είχαν στην τράπεζα, μοναδική βεβαιότητα σε έναν ανασφαλή κόσμο. Εκαναν αγώνες δρόμου για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Υπήρξαν αγώνες και εξεγέρσεις και πλήθη αστυνομικών. Ορισμένες τράπεζες χρεοκόπησαν. Οι ειδήσεις άρχισαν να κυκλοφορούν. Επειτα, τρομαγμένοι και οργισμένοι, οι άνθρωποι κατέληξαν να επιτίθενται στις τράπεζες και οι πόρτες τους έκλεισαν για πάντα.
Ο Χούβερ στον Λευκό Οίκο μου προκαλούσε τον οίκτο. Στηρίχθηκε στο εγκυκλοπαιδικό του οπλοστάσιο των πεπαλαιωμένων διακηρύξεων. Η έμφυτη ανικανότητά του στον λόγο άγγιξε το μάξιμουμ του ταλέντου του. Η συμβουλή του προς τους ανέργους να πουλάνε μέλι έγινε το «ας φάνε παντεσπάνι» της δεκαετίας του '30. Τα συνθήματα της προεκλογικής του εκστρατείας -«Η ευημερία έρχεται σύντομα· ένα κοτόπουλο σε κάθε τσουκάλι»- ηχούσαν σαρκαστικά στους ανήσυχους αρχάριους που περίμεναν στις ουρές για να πάρουν λίγο ψωμί. Ομάδες μικρομετόχων έκαναν πορεία και ξεχύθηκαν στην Ουάσιγκτον. Το Κογκρέσο είχε εγκρίνει την πληρωμή των αποζημιώσεων, αλλά μόνο σε έναν μεταγενέστερο χρόνο.
Υπήρχαν κάποιοι αγκιτάτορες ακόμη και κάποιοι κομμουνιστές, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν πρώην στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει την πατρίδα, άνθρωποι φοβισμένοι με οικογένειες πεινασμένες. Τα διαλυμένα πλήθη μπλοκάρισαν την κυκλοφορία και κόλλησαν σαν ένα μελίσσι στα σκαλοπάτια της πρωτεύουσας. Τα χρήματα χρησίμευαν αμέσως. Εφτιαξαν μια παραγκούπολη στην περιφέρεια της Ουάσιγκτον. Πολλοί είχαν μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους.
Οι αφηγήσεις εκείνης της εποχής αναφέρονται στην τάξη και την πειθαρχία εκείνων των κακότυχων στρατιωτών. Τι συνέβαινε στα ανώτερα επίπεδα; Ενας ωραίος φόβος φαινόταν τότε -και φαίνεται μέχρι τώρα- ότι τους είχε καταλάβει. Οι κορδέλες που είχαν τοποθετηθεί γύρω από τον Λευκό Οίκο και οι στρατιώτες που τον περιφρουρούσαν ήταν ένδειξη ότι ο πρόεδρος φοβόταν τους συμπολίτες του (...).
Αναδημοσίευση από "Ελευθεροτυπία"
Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η αγάπη» του Κώστα Ουράνη
-
Δεν ωφελεί να καρτεράς: αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ'...
Πριν από 3 ώρες
Δημοσίευση σχολίου