12 Φλεβάρη 1945. Οι αντιπροσωπείες του ΕΑΜ και της κυβέρνησης αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 ανάμεσα στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και την αντίστοιχη «εθνική» αντιπροσωπεία, υπό την εποπτεία των Βρετανών.
Το ΕΑΜ εκπροσωπούνταν από τα στελέχη του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντο (γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ) και Δημήτρη Παρτσαλίδη (γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΕΑΜ) και τον Ηλία Τσιριμώκο, ηγέτη ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος, της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) που συμμετείχε στο ΕΑΜ. Η «εθνική» αντιπροσωπεία, αποτελούταν από τους αστούς πολιτικούς Ιωάννη Σοφιανόπουλο (υπουργός Εξωτερικών), Περικλή Ράλλη (υπουργός Εσωτερικών) και Ιωάννη Μακρόπουλο (υπουργός Γεωργίας), εκπροσωπώντας την ορισμένη από τους Άγγλους κυβέρνηση του στρατηγού Πλαστήρα, που διαδέχθηκε τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά την παραίτηση του τελευταίου κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών».
Δίκαια θεωρείται πως αυτή η Συμφωνία αποτέλεσε μια κρίσιμη ήττα για την ελληνική επανάσταση, που αναπτύχθηκε με την ηρωική πάλη των εργατών και των φτωχών αγροτών μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) ενάντια στις δυνάμεις της γερμανο-ιταλικής κατοχής και τους έλληνες αστούς συνεργάτες της και κορυφώθηκε με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν προέβλεπε απλά την ανακωχή μεταξύ των «εμπόλεμων μερών», δηλαδή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά – δηλαδή της δύναμης που οργάνωσε την αντίσταση στο μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας, απελευθέρωσε την ελληνική ύπαιθρο και εισήγαγε την αυτοδιοίκηση, μοίρασε τρόφιμα στις πόλεις που θερίζονταν από τον υποσιτισμό, ακύρωσε με τη διοργάνωση γενικών απεργιών στην Αθήνα τη χιτλερική πολιτική επιστράτευση και κινητοποίησε τις λαϊκές μάζες για το χτίσιμο μιας καλύτερης κοινωνίας μετά τον πόλεμο – και των λεγόμενων «εθνικών» δυνάμεων από την άλλη, οι οποίες ασφαλώς ούτε το έθνος εκπροσωπούσαν, ούτε είχαν καμιά σημαντική κοινωνική βάση και στηρίζονταν στη προστασία των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Προέβλεπε τον πλήρη αφοπλισμό και την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και το σχηματισμό ενιαίου ταχτικού εθνικού στρατού, υπό τον έλεγχο της αστικής κυβέρνησης, ενώ το βασικό αίτημα του ΕΑΜ για γενική αμνηστία για τα γεγονότα των «Δεκεμβριανών», δεν έγινε δεκτό. Το κείμενο της Συμφωνίας ανέφερε συγκεκριμένα : «…Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος…».
Πώς φθάσαμε στη Βάρκιζα
Την «εθνική» κυβέρνηση αποτελούσε ο αστικός πολιτικός κόσμος, ο οποίος μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά (1936) είχε εκτοπιστεί από την πολιτική ζωή και με την έναρξη του πολέμου άρχισε να συγκεντρώνεται στο βρετανικό στρατηγείο του Καΐρου, σχηματίζοντας μια κυβέρνηση «άνευ χαρτοφυλακίου», περιμένοντας τη λήξη του πολέμου. Αυτοί οι αστοί πολιτικοί, όπως και η τάξη τους συνολικά, δε συμμετείχαν σε κανένα στάδιο της αντίστασης και η εξουσία τους δεν είχε καμία πραγματική ισχύ στην ελληνική επικράτεια. Σταδιακά την κυβέρνηση επάνδρωσαν και πολιτικοί που είχαν συνεργαστεί ανοιχτά με τους Γερμανούς, δημιουργώντας ένα συμπαγές μπλοκ της αντίδρασης απέναντι στις δυνάμεις του εργαζόμενου λαού, που μέσα από την εμπειρία της αντίστασης είχαν μπει στο δρόμο της χειραφέτησης και δε σκόπευαν να επιτρέψουν την επαναφορά, μετά τον πόλεμο, του άθλιου προπολεμικού κοινωνικού καθεστώτος.
Επειδή σε τελική ανάλυση κάθε εξουσία συνίσταται σε οπλισμένα σώματα ανδρών, οφείλουμε να αναζητήσουμε το στρατιωτικό εκείνο σώμα στο οποίο στήριζε την ύπαρξή της αυτή η «εθνική κυβέρνηση». Αυτό το σώμα δεν ήταν ασφαλώς η ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση) της Μέσης Ανατολής, η οποία αποτελούσε την εκτός Ελλάδας δύναμη πυρός της ελληνικής αντίστασης (και φρόντισαν οι αστοί να διαλύσουν εγκαίρως, δείχνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις τους), ούτε καν ο πενιχρός φιλομοναρχικός «Ιερός Λόχος» και η Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία («Ρίμινι»), αλλά ο ιμπεριαλιστικός βρετανικός στρατός. Η κυβέρνηση του Καΐρου ήταν λοιπόν τόσο «εθνική» που για να επιβάλει την εξουσία της έπρεπε να εγκαθιδρύσει επισήμως την κυριαρχία του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην απελευθερωμένη από το ΕΑΜ χώρα.
Όσο η κυριαρχία και η αποτελεσματικότητα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην Ελλάδα έφερνε βαριά πλήγματα στις δυνάμεις του Άξονα και εφόσον αποτύγχαναν διαδοχικά όλες οι προσπάθειες για δημιουργία μαζικών αντικομουνιστικών αντιστασιακών ομάδων – ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα και η ΕΚΚΑ του Ψαρρού, παρά τη συνεισφορά τους σε ορισμένες φάσεις της Αντίστασης, ποτέ δεν απέκτησαν σοβαρή μαζική βάση και εμπλέκονταν διαρκώς σε αψιμαχίες και προκλητικές ενέργειες απέναντι στον ΕΛΑΣ – οι Βρετανοί διατηρούσαν ισορροπίες, προκειμένου να μη διαρραγεί το μέτωπο στην κρίσιμη περιοχή της Βαλκανικής. Όταν όμως η ήττα του Άξονα είχε εξασφαλιστεί, το κρίσιμο ζήτημα για τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες αστούς ήταν ο αφοπλισμός των ανταρτών του ΕΛΑΣ.
Όπως φαίνεται, οι μόνοι που δε μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό ήταν οι ίδιοι οι ηγέτες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, οι οποίοι επεδίωκαν με κάθε τρόπο τη συνεννόηση με τους Βρετανούς για το σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής» ενότητας με τους αστούς της κυβέρνησης του Καΐρου, εξαιρουμένων των συνεργατών του ναζισμού – που όμως οι Βρετανοί δεν έλεγαν να τους εξαιρέσουν, καθώς υπολόγιζαν, όχι πολύ αργότερα, στη βοήθειά τους.
Με τη Συνθήκη του Λιβάνου αρχικά και της Καζέρτας στη συνέχεια, η ηγεσία του ΕΑΜ συμφώνησε στο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, συμμετέχοντας με έξι υπουργούς. Ο Παπανδρέου σύντομα έθεσε ως προτεραιότητα τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, την ίδια στιγμή που οι δεξιές δυνάμεις του «Ιερού Λόχου» και της Τρίτης Ορεινής Ταξιαρχίας παρέμεναν πάνοπλες (για να αποτελέσουν τη βάση του νέου εθνικού στρατού) και οι συνεργάτες των Γερμανών ατιμώρητοι. Η παραίτηση των υπουργών του ΕΑΜ από την κυβέρνηση στις 2 Δεκεμβρίου 1944 και η μεγάλη διαδήλωση του λαού της Αθήνας την επόμενη ημέρα, η οποία κατεστάλη βίαια και αιματοκυλίστηκε από δυνάμεις της αστυνομίας και των Βρετανών, προκάλεσε την έναρξη της μάχης της Αθήνας – την πρώτη πράξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που διήρκησε μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου του 1945. Καθ’ όλη τη διάρκεια των κρίσιμων ημερών του Δεκέμβρη του 1944 και υπό την παγερή αδιαφορία της σοβιετικής σταλινικής ηγεσίας (χαρακτηριστικά η «Πράβδα» δεν δημοσίευσε ούτε μια λέξη συμπάθειας για το κίνημα του «Δεκέμβρη»), η ηγεσία του ΚΚΕ επέδειξε φόβο να καταλάβει την εξουσία, αποφεύγοντας να ρίξει στη μάχη το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και περιορίστηκε σε μια στάση χρησιμοποίησης του ηρωικού κινήματος σαν ένα μέσο διαπραγμάτευσης για μια «ευνοϊκότερη» συμφωνία με τους αστούς και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας έκλεισε ο κύκλος των «Δεκεμβριανών», με μια ακόμα σοβαρή συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΕΑΜ απέναντι στις ξεκάθαρες προθέσεις της αντίδρασης για απόλυτη κυριαρχία, αφήνοντας εκτεθειμένους τους εργάτες και τους αγρότες στο ρεβανσισμό των συνεργατών των Ναζί που είχαν ενταχθεί πλέον στο πλευρό των Βρετανών και δέχονταν την προστασία τους.
Ο ρόλος του σταλινισμού
Ασφαλώς, το ερώτημα που προκύπτει είναι, πώς μια πολιτική οργάνωση που είχε τη στήριξη (και την ενεργό συμμετοχή) της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και στρατιωτική κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, στις πόλεις και στην ύπαιθρο, βρέθηκε στην κατάσταση να συνθηκολογεί με το συγκροτημένο μπλοκ της αντίδρασης, με όρους μάλιστα που δε διασφάλιζαν τους χιλιάδες αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η ηγεσία του ΚΚΕ αποδείχθηκε τελείως ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση. Πάνω από μία δεκαετία ζαχαριαδικών εκκαθαρίσεων μέσα στο κόμμα υπό την καθοδήγηση του σοβιετικού σταλινισμού, το στέρησαν από τον ανθό της μαρξιστικής σκέψης και την εσωκομματική δημοκρατία. Το κόμμα, όπως και όλα τα κόμματα της Τρίτης Διεθνούς, είχε μετατραπεί σε πρακτορείο της σταλινικής γραφειοκρατίας. Η αδυναμία της ηγεσίας να σταθεί πάνω από τα γεγονότα και να εντοπίσει τους πραγματικούς συσχετισμούς και τις προοπτικές που αναπτύσσονταν, ήταν τόσο εμφανής, που δεν ήταν λίγες οι φορές που κινδύνευσε η ίδια η ενότητα του κινήματος της αντίστασης από τις ακατανόητες και απαράδεκτες αποφάσεις της ηγεσίας. Ήταν πάνω απ’ όλα εγκλωβισμένη στην αντίληψη του «δημοκρατικού σταδίου» της ελληνικής επανάστασης, το οποίο υποτίθεται θα επιτυγχανόταν ανεξάρτητα από την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων και με βάση την ενότητα με τις «προοδευτικές» αστικές δυνάμεις. Αυτή την αντίληψη επέβαλε επίσημα το 1934 η ηγεσία του Ζαχαριάδη στην περίφημη 6η Ολομέλεια της ΚΕ, αντανακλώντας την αναπτυσσόμενη στροφή του διεθνούς σταλινισμού προς τα «Λαϊκά Μέτωπα» και ενάντιά της άσκησε δριμύτατη κριτική ο διαγραμένος πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ Παντελής Πουλιόπουλος («Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα»), προειδοποιώντας για τις ολέθριες συνέπειές της.
Η ηγεσία του ΚΚΕ υπολόγιζε στη δυνατότητα μιας «δημοκρατικής» κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», στην οποία το κόμμα θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο (χάρη στην ισχύ και το κύρος που είχε αποκτήσει το ΕΑΜ) και θα μπορούσε να θέσει με ασφάλεια το πολιτειακό ζήτημα – σε πρώτη φάση την τύχη της μοναρχίας. Η πραγματικότητα δε μπορούσε παρά να ξεπεράσει αυτήν την ανιστόρητη και αντιμαρξιστική σταλινική αντίληψη, δυστυχώς σε βάρος των Ελλήνων εργατών και αγροτών, σε βάρος της ελληνικής και της ευρωπαϊκής τελικά επανάστασης. Στις αφηρημένες εξαγγελίες περί «λαοκρατίας», δεν έβρισκε χώρο η προτροπή προς τους εργάτες να καταλάβουν τα εργοστάσια και τους αγρότες να ξεκινήσουν άμεσα την ενοποίηση της γης σε συνεταιριστική βάση, ούτε βέβαια το διεθνιστικό κάλεσμα προς τους λαούς της Ευρώπης και της ΕΣΣΔ. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα υποστήριζαν την «εθνική ενότητα» σε όλες τις χώρες, όπως είχε κάνει η προδοτική σοσιαλδημοκρατία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και όχι τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζόμενων τάξεων.
Έτσι, η τύχη της επανάστασης δεν κρίθηκε μόνο από τη μυωπική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Τις ημέρες της υπογραφής της συμφωνίας της Βάρκιζας, συνέρχονταν οι ηγέτες των Μεγάλων Συμμάχων, Τσώρτσιλ, Στάλιν και Ρούσβελτ, στη Γιάλτα της νότιας Ουκρανίας. Στη συμφωνία που υπογράφτηκε μία μέρα πριν τη συνθήκη της Βάρκιζας (11 Φεβρουαρίου 1945), καθορίστηκε το μεταπολεμικό στάτους-κβο της Ευρώπης, που αποτέλεσε τη βάση του σαραντάχρονου Ψυχρού πολέμου. Η Ελλάδα παραχωρούνταν οριστικά στη σφαίρα επιρροής των Βρετανών, ενώ στις συζητήσεις ο Στάλιν επιβράβευσε τον Τσώρτσιλ για τη στάση του στα ελληνικά ζητήματα.
Είναι σαφές πως η επιτυχία της ελληνικής επανάστασης θα ήταν καταστροφική για τις συμφωνίες της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Ο Ντιμιτρώφ, πρώην γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς (το απολίθωμα της οποίας διαλύθηκε από τον Στάλιν το 1943) και ηγέτης του ΚΚ Βουλγαρίας, διαμήνυε στην κεντρική επιτροπή του ΕΛΑΣ : «…Μια βοήθεια από την πλευρά της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας που θα τις έβαζε στο πλευρό του ΕΛΑΣ και κατά των αγγλικών δυνάμεων, πολύ λίγο θα βοηθούσε σήμερα τους Έλληνες συντρόφους, ενώ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Όλα αυτά οι Έλληνες φίλοι μας πρέπει να τα λάβουν υπόψη τους. Οι Έλληνες και ο ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν την πορεία τους ξεκινώντας ακριβώς από αυτή την κατάσταση που δεν τους ευνοεί. Δεν πρέπει να σπρώξουν τα πράγματα ως την άκρη, αλλά να δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και επιδεξιότητα στον χειρισμό ώστε να διατηρήσουν όσο είναι δυνατό τις δυνάμεις τους, περιμένοντας μια πιο κατάλληλη στιγμή για την πραγματοποίηση του δημοκρατικού τους προγράμματος» (Dominique Eudes, «Οι Καπετάνιοι», σελ. 335, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ).
Στη δυτική Ευρώπη τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αφού ήδη είχαν υλοποιήσει πολλά ζιγκ-ζαγκ ανάλογα με τις στρατηγικές κινήσεις του Στάλιν (σε πλείστες περιπτώσεις αποτελούσαν κύριο απεργοσπαστικό μηχανισμό), πλέον έμπαιναν το ένα μετά το άλλο σε αστικές κυβερνήσεις συνεργασίας. Στη Μεγάλη Βρετανία το Εργατικό Κόμμα και το μικρό Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετείχαν στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Τσώρτσιλ (1940-45) και οι αντιδράσεις τους σε σχέση με τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα ήταν αναιμικές έως ανύπαρκτες. Ο λενινιστικός διεθνισμός είχε προ πολλού αποκηρυχθεί (στο όνομα του Λένιν! – υπενθυμίζουμε πως ο διεθνισμός αποτέλεσε βασική παράμετρο διάσπασης της Β΄ Διεθνούς και ίδρυσης της Γ΄ Διεθνούς). Ο Τσώρτσιλ στο βρετανικό κοινοβούλιο σχολίαζε ειρωνικά την υποκριτική παρατήρηση του βουλευτή του Κ.Κ., Willie Gallacher, πως η στάση της Βρετανίας θα μπορούσε να είναι πιο ισορροπημένη ως προς τις αντιμαχόμενες δυνάμεις στην Ελλάδα, ως εξής : «Ο κύριος Gallacher δεν πρέπει να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με αυτά τα ζητήματα, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να κατηγορηθεί για τροτσκιστική παρέκκλιση προς στα αριστερά. (γέλια)…Θα συνεχίσω να εξετάζω προσεκτικά την ακριβή πολιτική χροιά των θέσεων που υιοθετεί...» (Ted Grant, British Labour Betrayed Greek Workers, February 1945).
Μετά τη Βάρκιζα
Η Συμφωνία της Βάρκιζας δε σήμανε το τέλος της ελληνικής επανάστασης, αλλά μια σοβαρή ήττα στην πιο κρίσιμη καμπή. Η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αφού είχε επιτρέψει στους Βρετανούς και τους αστούς να επιστρέψουν στην Ελλάδα με τον στρατό τους, μετά τη Βάρκιζα εγκατέλειπε την Αθήνα. Ο λαός στην πόλη παρέμενε έκθετος στις διαθέσεις της αντίδρασης, ενώ ο νεοσύστατος εθνικός στρατός και οι διάφορες φασιστικές συμμορίες, πάνοπλες και με τη στήριξη των Βρετανών έσπερναν τον τρόμο στις λαϊκές μάζες στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Ο εμφύλιος θα ξεσπούσε αναπόφευκτα ένα χρόνο περίπου αργότερα. Ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε πλέον γύρει αποφασιστικά προς την πλευρά της αντίδρασης, ενώ η απόφαση για αφοπλισμό είχε επιφέρει εκτός των άλλων ένα ισχυρότατο ψυχολογικό πλήγμα στους αντάρτες.
Ο Άρης Βελουχιώτης, η ψυχή της Αντίστασης και ηγέτης του ΕΛΑΣ, αρνήθηκε να συνθηκολογήσει. Διακήρυξε την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας για να προστατευτεί ο πληθυσμός και με την ομάδα του συνέχισε τη δράση στην ύπαιθρο. Οι δυνάμεις της «εθνοφυλακής» τον καταδίωξαν και στις 16 Ιουνίου 1945 έβαλε τέρμα στη ζωή του προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των διωκτών του. Την ίδια ημέρα το ΚΚΕ αποκήρυττε τη δράση του με την παρακάτω ντροπιαστική δήλωση: «Το ΠΓ ενέκρινε τη δημοσίευση στο "Ριζοσπάστη", της απόφασης της 1ης Ολομέλειας της ΚΕ για τον Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια). Ο Κλάρας, αφού μια φορά πρόδωσε και αποκήρυξε το ΚΚΕ γιατί λύγισε μπροστά στην τρομοκρατία του Μανιαδάκη ξαναζήτησε στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα να ξανα...στρώσει με το αίμα του την προδοσία του εκείνη που αναγνώρισε και καταδίκασε. Το ΚΚΕ τούδωσε τη δυνατότητα αυτή. Σήμερα όμως σε μια δύσκολη και κρίσιμη στιγμή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίδει το ΚΚΕ με την τυχοδιωκτική και ύποπτη δράση του που μονάχα τον εχθρό ευνοεί. Στο ΚΚΕ δεν έχει θέση κανένας οσοδήποτε ψηλά κι αν στέκει και οσοδήποτε μεγάλος κι αν είναι, όταν οι πράξεις του δεν συμβιβάζονται με το κοινό συμφέρον και όταν παραβιάζεται η δημοκρατική εσωκομματική πειθαρχία.». «Ριζοσπάστης» (16/06/1945)
Αναδημοσίευση από www.marxismos.com
Διαβάστε επίσης: Από την συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι το τέλος του εμφύλιου πολέμου
Το ΕΑΜ εκπροσωπούνταν από τα στελέχη του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντο (γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ) και Δημήτρη Παρτσαλίδη (γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΕΑΜ) και τον Ηλία Τσιριμώκο, ηγέτη ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος, της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) που συμμετείχε στο ΕΑΜ. Η «εθνική» αντιπροσωπεία, αποτελούταν από τους αστούς πολιτικούς Ιωάννη Σοφιανόπουλο (υπουργός Εξωτερικών), Περικλή Ράλλη (υπουργός Εσωτερικών) και Ιωάννη Μακρόπουλο (υπουργός Γεωργίας), εκπροσωπώντας την ορισμένη από τους Άγγλους κυβέρνηση του στρατηγού Πλαστήρα, που διαδέχθηκε τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά την παραίτηση του τελευταίου κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών».
Δίκαια θεωρείται πως αυτή η Συμφωνία αποτέλεσε μια κρίσιμη ήττα για την ελληνική επανάσταση, που αναπτύχθηκε με την ηρωική πάλη των εργατών και των φτωχών αγροτών μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) ενάντια στις δυνάμεις της γερμανο-ιταλικής κατοχής και τους έλληνες αστούς συνεργάτες της και κορυφώθηκε με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν προέβλεπε απλά την ανακωχή μεταξύ των «εμπόλεμων μερών», δηλαδή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά – δηλαδή της δύναμης που οργάνωσε την αντίσταση στο μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας, απελευθέρωσε την ελληνική ύπαιθρο και εισήγαγε την αυτοδιοίκηση, μοίρασε τρόφιμα στις πόλεις που θερίζονταν από τον υποσιτισμό, ακύρωσε με τη διοργάνωση γενικών απεργιών στην Αθήνα τη χιτλερική πολιτική επιστράτευση και κινητοποίησε τις λαϊκές μάζες για το χτίσιμο μιας καλύτερης κοινωνίας μετά τον πόλεμο – και των λεγόμενων «εθνικών» δυνάμεων από την άλλη, οι οποίες ασφαλώς ούτε το έθνος εκπροσωπούσαν, ούτε είχαν καμιά σημαντική κοινωνική βάση και στηρίζονταν στη προστασία των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Προέβλεπε τον πλήρη αφοπλισμό και την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και το σχηματισμό ενιαίου ταχτικού εθνικού στρατού, υπό τον έλεγχο της αστικής κυβέρνησης, ενώ το βασικό αίτημα του ΕΑΜ για γενική αμνηστία για τα γεγονότα των «Δεκεμβριανών», δεν έγινε δεκτό. Το κείμενο της Συμφωνίας ανέφερε συγκεκριμένα : «…Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος…».
Πώς φθάσαμε στη Βάρκιζα
Την «εθνική» κυβέρνηση αποτελούσε ο αστικός πολιτικός κόσμος, ο οποίος μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά (1936) είχε εκτοπιστεί από την πολιτική ζωή και με την έναρξη του πολέμου άρχισε να συγκεντρώνεται στο βρετανικό στρατηγείο του Καΐρου, σχηματίζοντας μια κυβέρνηση «άνευ χαρτοφυλακίου», περιμένοντας τη λήξη του πολέμου. Αυτοί οι αστοί πολιτικοί, όπως και η τάξη τους συνολικά, δε συμμετείχαν σε κανένα στάδιο της αντίστασης και η εξουσία τους δεν είχε καμία πραγματική ισχύ στην ελληνική επικράτεια. Σταδιακά την κυβέρνηση επάνδρωσαν και πολιτικοί που είχαν συνεργαστεί ανοιχτά με τους Γερμανούς, δημιουργώντας ένα συμπαγές μπλοκ της αντίδρασης απέναντι στις δυνάμεις του εργαζόμενου λαού, που μέσα από την εμπειρία της αντίστασης είχαν μπει στο δρόμο της χειραφέτησης και δε σκόπευαν να επιτρέψουν την επαναφορά, μετά τον πόλεμο, του άθλιου προπολεμικού κοινωνικού καθεστώτος.
Επειδή σε τελική ανάλυση κάθε εξουσία συνίσταται σε οπλισμένα σώματα ανδρών, οφείλουμε να αναζητήσουμε το στρατιωτικό εκείνο σώμα στο οποίο στήριζε την ύπαρξή της αυτή η «εθνική κυβέρνηση». Αυτό το σώμα δεν ήταν ασφαλώς η ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση) της Μέσης Ανατολής, η οποία αποτελούσε την εκτός Ελλάδας δύναμη πυρός της ελληνικής αντίστασης (και φρόντισαν οι αστοί να διαλύσουν εγκαίρως, δείχνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις τους), ούτε καν ο πενιχρός φιλομοναρχικός «Ιερός Λόχος» και η Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία («Ρίμινι»), αλλά ο ιμπεριαλιστικός βρετανικός στρατός. Η κυβέρνηση του Καΐρου ήταν λοιπόν τόσο «εθνική» που για να επιβάλει την εξουσία της έπρεπε να εγκαθιδρύσει επισήμως την κυριαρχία του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην απελευθερωμένη από το ΕΑΜ χώρα.
Όσο η κυριαρχία και η αποτελεσματικότητα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην Ελλάδα έφερνε βαριά πλήγματα στις δυνάμεις του Άξονα και εφόσον αποτύγχαναν διαδοχικά όλες οι προσπάθειες για δημιουργία μαζικών αντικομουνιστικών αντιστασιακών ομάδων – ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα και η ΕΚΚΑ του Ψαρρού, παρά τη συνεισφορά τους σε ορισμένες φάσεις της Αντίστασης, ποτέ δεν απέκτησαν σοβαρή μαζική βάση και εμπλέκονταν διαρκώς σε αψιμαχίες και προκλητικές ενέργειες απέναντι στον ΕΛΑΣ – οι Βρετανοί διατηρούσαν ισορροπίες, προκειμένου να μη διαρραγεί το μέτωπο στην κρίσιμη περιοχή της Βαλκανικής. Όταν όμως η ήττα του Άξονα είχε εξασφαλιστεί, το κρίσιμο ζήτημα για τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες αστούς ήταν ο αφοπλισμός των ανταρτών του ΕΛΑΣ.
Όπως φαίνεται, οι μόνοι που δε μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό ήταν οι ίδιοι οι ηγέτες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, οι οποίοι επεδίωκαν με κάθε τρόπο τη συνεννόηση με τους Βρετανούς για το σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής» ενότητας με τους αστούς της κυβέρνησης του Καΐρου, εξαιρουμένων των συνεργατών του ναζισμού – που όμως οι Βρετανοί δεν έλεγαν να τους εξαιρέσουν, καθώς υπολόγιζαν, όχι πολύ αργότερα, στη βοήθειά τους.
Με τη Συνθήκη του Λιβάνου αρχικά και της Καζέρτας στη συνέχεια, η ηγεσία του ΕΑΜ συμφώνησε στο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, συμμετέχοντας με έξι υπουργούς. Ο Παπανδρέου σύντομα έθεσε ως προτεραιότητα τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, την ίδια στιγμή που οι δεξιές δυνάμεις του «Ιερού Λόχου» και της Τρίτης Ορεινής Ταξιαρχίας παρέμεναν πάνοπλες (για να αποτελέσουν τη βάση του νέου εθνικού στρατού) και οι συνεργάτες των Γερμανών ατιμώρητοι. Η παραίτηση των υπουργών του ΕΑΜ από την κυβέρνηση στις 2 Δεκεμβρίου 1944 και η μεγάλη διαδήλωση του λαού της Αθήνας την επόμενη ημέρα, η οποία κατεστάλη βίαια και αιματοκυλίστηκε από δυνάμεις της αστυνομίας και των Βρετανών, προκάλεσε την έναρξη της μάχης της Αθήνας – την πρώτη πράξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που διήρκησε μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου του 1945. Καθ’ όλη τη διάρκεια των κρίσιμων ημερών του Δεκέμβρη του 1944 και υπό την παγερή αδιαφορία της σοβιετικής σταλινικής ηγεσίας (χαρακτηριστικά η «Πράβδα» δεν δημοσίευσε ούτε μια λέξη συμπάθειας για το κίνημα του «Δεκέμβρη»), η ηγεσία του ΚΚΕ επέδειξε φόβο να καταλάβει την εξουσία, αποφεύγοντας να ρίξει στη μάχη το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και περιορίστηκε σε μια στάση χρησιμοποίησης του ηρωικού κινήματος σαν ένα μέσο διαπραγμάτευσης για μια «ευνοϊκότερη» συμφωνία με τους αστούς και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας έκλεισε ο κύκλος των «Δεκεμβριανών», με μια ακόμα σοβαρή συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΕΑΜ απέναντι στις ξεκάθαρες προθέσεις της αντίδρασης για απόλυτη κυριαρχία, αφήνοντας εκτεθειμένους τους εργάτες και τους αγρότες στο ρεβανσισμό των συνεργατών των Ναζί που είχαν ενταχθεί πλέον στο πλευρό των Βρετανών και δέχονταν την προστασία τους.
Ο ρόλος του σταλινισμού
Ασφαλώς, το ερώτημα που προκύπτει είναι, πώς μια πολιτική οργάνωση που είχε τη στήριξη (και την ενεργό συμμετοχή) της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και στρατιωτική κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, στις πόλεις και στην ύπαιθρο, βρέθηκε στην κατάσταση να συνθηκολογεί με το συγκροτημένο μπλοκ της αντίδρασης, με όρους μάλιστα που δε διασφάλιζαν τους χιλιάδες αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η ηγεσία του ΚΚΕ αποδείχθηκε τελείως ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση. Πάνω από μία δεκαετία ζαχαριαδικών εκκαθαρίσεων μέσα στο κόμμα υπό την καθοδήγηση του σοβιετικού σταλινισμού, το στέρησαν από τον ανθό της μαρξιστικής σκέψης και την εσωκομματική δημοκρατία. Το κόμμα, όπως και όλα τα κόμματα της Τρίτης Διεθνούς, είχε μετατραπεί σε πρακτορείο της σταλινικής γραφειοκρατίας. Η αδυναμία της ηγεσίας να σταθεί πάνω από τα γεγονότα και να εντοπίσει τους πραγματικούς συσχετισμούς και τις προοπτικές που αναπτύσσονταν, ήταν τόσο εμφανής, που δεν ήταν λίγες οι φορές που κινδύνευσε η ίδια η ενότητα του κινήματος της αντίστασης από τις ακατανόητες και απαράδεκτες αποφάσεις της ηγεσίας. Ήταν πάνω απ’ όλα εγκλωβισμένη στην αντίληψη του «δημοκρατικού σταδίου» της ελληνικής επανάστασης, το οποίο υποτίθεται θα επιτυγχανόταν ανεξάρτητα από την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων και με βάση την ενότητα με τις «προοδευτικές» αστικές δυνάμεις. Αυτή την αντίληψη επέβαλε επίσημα το 1934 η ηγεσία του Ζαχαριάδη στην περίφημη 6η Ολομέλεια της ΚΕ, αντανακλώντας την αναπτυσσόμενη στροφή του διεθνούς σταλινισμού προς τα «Λαϊκά Μέτωπα» και ενάντιά της άσκησε δριμύτατη κριτική ο διαγραμένος πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ Παντελής Πουλιόπουλος («Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα»), προειδοποιώντας για τις ολέθριες συνέπειές της.
Η ηγεσία του ΚΚΕ υπολόγιζε στη δυνατότητα μιας «δημοκρατικής» κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», στην οποία το κόμμα θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο (χάρη στην ισχύ και το κύρος που είχε αποκτήσει το ΕΑΜ) και θα μπορούσε να θέσει με ασφάλεια το πολιτειακό ζήτημα – σε πρώτη φάση την τύχη της μοναρχίας. Η πραγματικότητα δε μπορούσε παρά να ξεπεράσει αυτήν την ανιστόρητη και αντιμαρξιστική σταλινική αντίληψη, δυστυχώς σε βάρος των Ελλήνων εργατών και αγροτών, σε βάρος της ελληνικής και της ευρωπαϊκής τελικά επανάστασης. Στις αφηρημένες εξαγγελίες περί «λαοκρατίας», δεν έβρισκε χώρο η προτροπή προς τους εργάτες να καταλάβουν τα εργοστάσια και τους αγρότες να ξεκινήσουν άμεσα την ενοποίηση της γης σε συνεταιριστική βάση, ούτε βέβαια το διεθνιστικό κάλεσμα προς τους λαούς της Ευρώπης και της ΕΣΣΔ. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα υποστήριζαν την «εθνική ενότητα» σε όλες τις χώρες, όπως είχε κάνει η προδοτική σοσιαλδημοκρατία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και όχι τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζόμενων τάξεων.
Έτσι, η τύχη της επανάστασης δεν κρίθηκε μόνο από τη μυωπική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Τις ημέρες της υπογραφής της συμφωνίας της Βάρκιζας, συνέρχονταν οι ηγέτες των Μεγάλων Συμμάχων, Τσώρτσιλ, Στάλιν και Ρούσβελτ, στη Γιάλτα της νότιας Ουκρανίας. Στη συμφωνία που υπογράφτηκε μία μέρα πριν τη συνθήκη της Βάρκιζας (11 Φεβρουαρίου 1945), καθορίστηκε το μεταπολεμικό στάτους-κβο της Ευρώπης, που αποτέλεσε τη βάση του σαραντάχρονου Ψυχρού πολέμου. Η Ελλάδα παραχωρούνταν οριστικά στη σφαίρα επιρροής των Βρετανών, ενώ στις συζητήσεις ο Στάλιν επιβράβευσε τον Τσώρτσιλ για τη στάση του στα ελληνικά ζητήματα.
Είναι σαφές πως η επιτυχία της ελληνικής επανάστασης θα ήταν καταστροφική για τις συμφωνίες της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Ο Ντιμιτρώφ, πρώην γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς (το απολίθωμα της οποίας διαλύθηκε από τον Στάλιν το 1943) και ηγέτης του ΚΚ Βουλγαρίας, διαμήνυε στην κεντρική επιτροπή του ΕΛΑΣ : «…Μια βοήθεια από την πλευρά της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας που θα τις έβαζε στο πλευρό του ΕΛΑΣ και κατά των αγγλικών δυνάμεων, πολύ λίγο θα βοηθούσε σήμερα τους Έλληνες συντρόφους, ενώ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Όλα αυτά οι Έλληνες φίλοι μας πρέπει να τα λάβουν υπόψη τους. Οι Έλληνες και ο ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν την πορεία τους ξεκινώντας ακριβώς από αυτή την κατάσταση που δεν τους ευνοεί. Δεν πρέπει να σπρώξουν τα πράγματα ως την άκρη, αλλά να δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και επιδεξιότητα στον χειρισμό ώστε να διατηρήσουν όσο είναι δυνατό τις δυνάμεις τους, περιμένοντας μια πιο κατάλληλη στιγμή για την πραγματοποίηση του δημοκρατικού τους προγράμματος» (Dominique Eudes, «Οι Καπετάνιοι», σελ. 335, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ).
Στη δυτική Ευρώπη τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αφού ήδη είχαν υλοποιήσει πολλά ζιγκ-ζαγκ ανάλογα με τις στρατηγικές κινήσεις του Στάλιν (σε πλείστες περιπτώσεις αποτελούσαν κύριο απεργοσπαστικό μηχανισμό), πλέον έμπαιναν το ένα μετά το άλλο σε αστικές κυβερνήσεις συνεργασίας. Στη Μεγάλη Βρετανία το Εργατικό Κόμμα και το μικρό Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετείχαν στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Τσώρτσιλ (1940-45) και οι αντιδράσεις τους σε σχέση με τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα ήταν αναιμικές έως ανύπαρκτες. Ο λενινιστικός διεθνισμός είχε προ πολλού αποκηρυχθεί (στο όνομα του Λένιν! – υπενθυμίζουμε πως ο διεθνισμός αποτέλεσε βασική παράμετρο διάσπασης της Β΄ Διεθνούς και ίδρυσης της Γ΄ Διεθνούς). Ο Τσώρτσιλ στο βρετανικό κοινοβούλιο σχολίαζε ειρωνικά την υποκριτική παρατήρηση του βουλευτή του Κ.Κ., Willie Gallacher, πως η στάση της Βρετανίας θα μπορούσε να είναι πιο ισορροπημένη ως προς τις αντιμαχόμενες δυνάμεις στην Ελλάδα, ως εξής : «Ο κύριος Gallacher δεν πρέπει να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με αυτά τα ζητήματα, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να κατηγορηθεί για τροτσκιστική παρέκκλιση προς στα αριστερά. (γέλια)…Θα συνεχίσω να εξετάζω προσεκτικά την ακριβή πολιτική χροιά των θέσεων που υιοθετεί...» (Ted Grant, British Labour Betrayed Greek Workers, February 1945).
Μετά τη Βάρκιζα
Η Συμφωνία της Βάρκιζας δε σήμανε το τέλος της ελληνικής επανάστασης, αλλά μια σοβαρή ήττα στην πιο κρίσιμη καμπή. Η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αφού είχε επιτρέψει στους Βρετανούς και τους αστούς να επιστρέψουν στην Ελλάδα με τον στρατό τους, μετά τη Βάρκιζα εγκατέλειπε την Αθήνα. Ο λαός στην πόλη παρέμενε έκθετος στις διαθέσεις της αντίδρασης, ενώ ο νεοσύστατος εθνικός στρατός και οι διάφορες φασιστικές συμμορίες, πάνοπλες και με τη στήριξη των Βρετανών έσπερναν τον τρόμο στις λαϊκές μάζες στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Ο εμφύλιος θα ξεσπούσε αναπόφευκτα ένα χρόνο περίπου αργότερα. Ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε πλέον γύρει αποφασιστικά προς την πλευρά της αντίδρασης, ενώ η απόφαση για αφοπλισμό είχε επιφέρει εκτός των άλλων ένα ισχυρότατο ψυχολογικό πλήγμα στους αντάρτες.
Ο Άρης Βελουχιώτης, η ψυχή της Αντίστασης και ηγέτης του ΕΛΑΣ, αρνήθηκε να συνθηκολογήσει. Διακήρυξε την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας για να προστατευτεί ο πληθυσμός και με την ομάδα του συνέχισε τη δράση στην ύπαιθρο. Οι δυνάμεις της «εθνοφυλακής» τον καταδίωξαν και στις 16 Ιουνίου 1945 έβαλε τέρμα στη ζωή του προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των διωκτών του. Την ίδια ημέρα το ΚΚΕ αποκήρυττε τη δράση του με την παρακάτω ντροπιαστική δήλωση: «Το ΠΓ ενέκρινε τη δημοσίευση στο "Ριζοσπάστη", της απόφασης της 1ης Ολομέλειας της ΚΕ για τον Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια). Ο Κλάρας, αφού μια φορά πρόδωσε και αποκήρυξε το ΚΚΕ γιατί λύγισε μπροστά στην τρομοκρατία του Μανιαδάκη ξαναζήτησε στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα να ξανα...στρώσει με το αίμα του την προδοσία του εκείνη που αναγνώρισε και καταδίκασε. Το ΚΚΕ τούδωσε τη δυνατότητα αυτή. Σήμερα όμως σε μια δύσκολη και κρίσιμη στιγμή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίδει το ΚΚΕ με την τυχοδιωκτική και ύποπτη δράση του που μονάχα τον εχθρό ευνοεί. Στο ΚΚΕ δεν έχει θέση κανένας οσοδήποτε ψηλά κι αν στέκει και οσοδήποτε μεγάλος κι αν είναι, όταν οι πράξεις του δεν συμβιβάζονται με το κοινό συμφέρον και όταν παραβιάζεται η δημοκρατική εσωκομματική πειθαρχία.». «Ριζοσπάστης» (16/06/1945)
Αναδημοσίευση από www.marxismos.com
Διαβάστε επίσης: Από την συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι το τέλος του εμφύλιου πολέμου
Δημοσίευση σχολίου