Το κλεπτοκρατικό πολιτικό σύστημα της χώρας, μετά από 35 χρόνια συστηματικής κλοπής του δημόσιου πλούτου, εξοβελισμού του λαού από τις πολιτικές αποφάσεις και διαπλοκής με την ευρωπαϊκή κεφαλαιοκρατία, επιχειρεί την αποφυγή λογοδοσίας μέσω της δομικής αλλαγής του κράτους. Η υπονόμευση του κοινωνικού κράτους αποτελεί το πρώτο στάδιο για την μετάλλαξη του κρατικού θεσμού και της κυβέρνησης, που ανάλογα με τα τεκταινόμενα στην ζώνη του ευρώ, μπορεί να πάρει δύο μορφές: κατοχική διοίκηση σε ένα κράτος προτεκτοράτο του ευρω-γερμανικού κυρίως κεφαλαίου, είτε διακυβέρνηση με ένα «κούφιο» αναδομημένο κράτος, του οποίου οι αρμοδιότητες έχουν μεταφερθεί στις αγορές. Το νέο μετακράτος, με μειωμένη εθνική κυριαρχία, μεταφέρει τις αρμοδιότητές του σε υπερεθνικά και υποεθνικά κέντρα, ενώ η απορρύθμιση των κολεκτιβιστικών στοιχείων του παραδοσιακού κράτους, επιφέρει μείωση των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Ο ελληνικός «Σοβιετικού τύπου» δημόσιος τομέας
Βασικά μότο της γκεμπελικής προπαγάνδας-που διακινείται από τα καλοπληρωμένα δημοσιογραφικά ηχεία της κοινοβουλευτικής χούντας- είναι το τεράστιο μέγεθος του δημόσιου τομέα, που κατηγορείται ως ο τελευταίος «Σοβιετικού τύπου» στην Ευρώπη-υπονοώντας ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας που τον διεύθυνε, λάμβανε εντολές από τη Μόσχα!
Τα φερέφωνα των δανειστών, πρόσφατα, μεγέθυναν τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων σε 1.000.000, με σκοπό να εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, ώστε η πλειονότητα της κοινής γνώμης να συναινέσει σιωπηρά στην διάλυση του κοινωνικού κράτους και στην εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων. Η διπλή κατοχή του κράτους, από την κοινοβουλευτική χούντα και την χούντα των ευρωκρατών, κατέχει όλα τα αδιαφανή μέσα ώστε με την αλλοίωση των στατιστικών στοιχείων, να παραπλανεί, να εκβιάζει και να τρομοκρατεί, για να πραγματοποιήσει το κατά τα άλλα φιλελεύθερο πρόγραμμά της.
Το αντικειμενικό μέγεθος του δημόσιου τομέα
Στην έγκυρη έκθεση του H. Handler και τριών επιπλέον πανεπιστημιακών, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής επιτροπής, (“The size and performance of public sector activities in Europe”) βασισμένη σε στοιχεία του 2003, η Ελλάδα βρίσκεται στην 15η θέση-με ποσοστό 11,4 %-αναφορικά με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Από το 2003 έως σήμερα, υπολογίζεται ότι η Ελλάδα έχει ανέλθει περίπου στο μέσο ευρωπαϊκό όρο, δηλαδή στο 15%, με 768.000 υπαλλήλους κατά την πρόσφατη απογραφή, η οποία χαλκεύτηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανίσει το δημόσιο ως τον μεγάλο ασθενή και υπαίτιο της δημοσιονομικής κατάρρευσης. Αφαιρώντας τους υπαλλήλους αορίστου και ορισμένου χρόνου με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, τους συμβασιούχους και τους αιρετούς-που παραπλανητικά περιλήφθηκαν στην απογραφή-ο τελικός αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων είναι στις 625.738. Αν μάλιστα εξαιρέσει κανείς το σύνολο των ένστολων, του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, ο αριθμός μειώνεται στους 461.000. Τον αριθμό αυτό επιβεβαιώνει το Διεθνές Γραφείο Εργασίας Laborsta, δεδομένου ότι οι αντικειμενικές μετρήσεις του δημόσιου τομέα υπηρεσιών, δεν περιλαμβάνουν τους ένστολους, καθότι αποτελούν δομικά στοιχεία του κρατικού θεσμού και δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία της συμβατικής διοίκησης.
Η έρευνα της Eurostat για το 2009 επιβεβαιώνει τον ίδιο αριθμό-373.800 χωρίς τον τομέα υγείας και παιδείας- αν και επιχειρεί να εμφανίσει το ποσοστό του ελληνικού δημοσίου ως ένα από τα ψηλότερα στην Ευρώπη, υπολογίζοντας το ποσοστό των υπαλλήλων εν σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Η αφερεγγυότητα των μετρήσεων της Eurostat είναι γνωστή από την παραπλανητική μεγέθυνση του ελληνικού ελλείμματος, με σκοπό την νομιμοποίηση των απεχθών μέτρων της τρόικας- με την πρωτοφανή υπαγωγή σε αυτό, των ελλειμμάτων των ΔΕΚΟ!
Αντίθετα από τα όσα διατείνεται η γκεμπελική προπαγάνδα,-όπως και η έκθεση του ΕΒΕΑ που προβλήθηκε ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ- ο στενός δημόσιος τομέας στην Ελλάδα καταλαμβάνει ένα ποσοστό περίπου της τάξης του 4,5%, ενώ με την άθροιση του ευρύτερου τομέα ανέρχεται στο 6,5 έως 7% σε σχέση με τον πληθυσμό. Το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 11,4% εν σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού και το οποίο πάλι αποτελεί πλασματικό μέγεθος, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα-τόσο στο χώρο των οικογενειακών επιχειρήσεων όσο και της απασχόλησης των μεταναστών- παραμένει αδήλωτο.
Επιπλέον, μια αντικειμενική και όχι ιδεολογικά προσανατολισμένη έρευνα, θα έπρεπε να λάβει υπόψη την παράμετρο του μισθολογικού κόστους. Δεδομένου ότι το μισθολογικό κόστος του ελληνικού δημοσίου βρίσκεται το λιγότερο στο μισό του μέσου ευρωπαϊκού όρου, το αντικειμενικό και όχι ποσοτικό μέγεθος του δημόσιου τομέα είναι στο μισό από αυτό που παρουσιάζουν οι στατιστικές ποσοτικές μετρήσεις. Αν επιπλέον ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα της γεωφυσικής διαμόρφωσης της χώρας (νησιωτικά συμπλέγματα και εκτεταμένη ορεινή δόμηση), γίνεται φανερό ότι ο κατασυκοφαντημένος δημόσιος τομέας είναι αρκετά ελλιπής.
Οι γκαουλάιτερ των αγορών και των δανειστών, για να επιτύχουν την υπονόμευση του κράτους πρόνοιας, και με τη μέθοδο του κοινωνικού αυτοματισμού, έχουν στρέψει τον ιδιωτικό ενάντια στον δημόσιο τομέα, το μισθολογικό κόστος του οποίου θεωρείται υπαίτιο για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Εντούτοις η προπαγάνδα αυτή είναι άσχετη από την πραγματικότητα. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, όπως έχει αποδειχθεί από πάμπολλες μελέτες, οφείλεται σε σύνθετους παράγοντες, που περιλαμβάνουν την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων από την μείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου έναντι των εταίρων και κυρίως της Γερμανίας- γεγονός που δημιούργησε η ένταξη στην ΟΝΕ, τη συνειδητή υπονόμευση του κράτους από το διαπλεκόμενο πολιτικό κλεπτοκρατικό συνδικάτο, τη συστημική διαπλοκή ντόπιου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου που μεταφέρει πλεονάσματα στο κέντρο και ελλείμματα στη περιφέρεια. Είναι φανερό ότι το δημόσιο χρέος υπήρξε συνειδητή πολιτική επιλογή της διεφθαρμένης πολιτικο-οικονομικής ελίτ, η οποία είχε και προσδοκά πολλαπλά οφέλη από αυτό.
Αντίθετα από την ασκούμενη προπαγάνδα, η οποία κάνει λόγο για το άχρηστο γραφειοκρατικό δημόσιο, η όποια παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα οφείλεται αποκλειστικά στο δημόσιο. Αυτό συντελείται είτε με την άμεση χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα από το κράτος-με τη μορφή των επιχορηγήσεων και την ανάθεση δημόσιων έργων-είτε έμμεσα, με την αύξηση της ζήτησης μέσω της καταναλωτικής ικανότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός του ότι η παύση πληρωμών του δημοσίου προς τους ιδιώτες και οι ταυτόχρονες μισθολογικές μειώσεις, κυριολεκτικά συμπαρέσυραν τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος λειτουργούσε μεταπρατικά και στο μέγιστο βαθμό σε βάρος του δημοσίου. Αναπόφευκτα, οι περαιτέρω μισθολογικές μειώσεις και απολύσεις στο δημόσιο, θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα επιφέρουν τέτοια μείωση ζήτησης και ανισορροπία, ώστε ο ιδιωτικός τομέας θα υποστεί πλήρη αποδιάρθρωση. Σε κάθε απολυμένο δημόσιο υπάλληλο θα αντιστοιχούν τουλάχιστον δύο του ιδιωτικού.
Αντίθετα από τη προπαγάνδα κατά του κοινωνικού κράτους-όπως δείχνει και η μελέτη του Handler-ένα αξιοπρεπές κράτος- σαν αυτά της Νορβηγίας και της Σουηδίας- οφείλει να έχει έκταση και μάλιστα στο 30%! Με την προϋπόθεση βέβαια να υφίσταται πολιτικό προσωπικό που λογοδοτεί. Η μείωση του κράτους στο 30%-προς το παρών-που προβλέπει το σχέδιο της τρόικας, οδηγεί αναπόφευκτα στην κοινωνική, αναπτυξιακή, και γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας και στην μετατροπή της σε τριτοκοσμική μπανανία.
Κομματοκρατία, κλεπτοκρατία και δημόσιος τομέας
Η ρευστότητα των σχέσεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, εκκινεί από το γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξε ένας οικονομικός σχεδιασμός με βάση τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του τόπου. Το αναπτυξιακό ευρωπαϊκό μοντέλο είναι αδύνατο να ευδοκιμήσει στο πολιτισμικό πλαίσιο της Μεσογείου, δεδομένου ότι η παράδοση ευνοεί εναλλακτικά μοντέλα ως προς το καπιταλιστικό, όπως αυτό της αποανάπτυξης. Αποτέλεσμα της έλλειψης πραγματικού ενδιαφέροντος στην ανάπτυξη εναλλακτικών μοντέλων και του πολιτικού εξερωπαϊστικού μύθου της ελληνικής επαρχιώτικης ελίτ, υπήρξε η ραγδαία αποβιομηχάνιση και η μετατροπή του κράτους σε βασικό πυλώνα στήριξης της οικονομίας. Τούτο εντάθηκε προσθετικά από την μεταπολεμική επικράτηση του μοντέλου κράτους πρόνοιας και ευημερίας.
Στη μεταπολίτευση, το κράτος μεταμορφώνεται σταδιακά από αποθήκη ανθρώπων της δεξιάς, σε κεϋνσιανό κράτος, ενώ η μείωση της ανεργίας και η ανάπτυξη επιδιώκεται με προσλήψεις, μισθολογικές αυξήσεις και επιχορηγήσεις. Το μοντέλο αυτό απέτυχε, όχι μόνο λόγω του προσανατολισμού του στον φονταμενταλισμό της ανάπτυξης, αλλά και για λόγους θεσμικούς. Ενώ αρχικά οι προσλήψεις στο δημόσιο γίνονταν με κριτήρια κοινωνικά-εκτός από αξιακά- και οι επιχορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα, με γνώμονα την ανάπτυξη, σταδιακά, η διαπλοκή ευρωπαϊκής και ελληνικής πολιτικο-οικονομικής ελίτ, επέδρασε στην διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος, μεταβάλλοντας τους όρους του παιχνιδιού. Η κομματοκρατία, οι ελίτ των κομμάτων, η διαπλοκή και το ισχυρό νόμισμα του ευρώ, δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε το θεσμικό πλαίσιο να μεταμορφωθεί σε τέτοιο που αντιστοιχεί σε μια κλεπτοκρατία. Οι κρατικοί μηχανισμοί, μπήκαν αποκλειστικά στην υπηρεσία της πολιτικο-οικονομικής ελίτ, των ψηλών και μεσαίων στρωμάτων της κομματοκρατίας που αποίκισαν τον κρατικό μηχανισμό και των υποστηρικτών της- κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών-σε συνάφεια με συγκεκριμένα δίκτυα ομάδων συμφερόντων που πλούτισαν μέσω φοροαπαλλαγών και διαπλοκής. Αυτό είχε ως συνέπεια το κράτος να αποκτήσει έντονα ενδοταξικά χαρακτηριστικά: μια πολιτική αριστοκρατία διαχειριστών, ένα μεσαίο στρατό κομματικών προνομιούχων και χειροκροτητών και τέλος ένα χαμηλό στρώμα μισθοσυντήρητων υπαλλήλων χωρίς δικαιώματα, έρμαιο της κομματοκρατίας.
Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια ώστε το κράτος, από μοχλός ανάπτυξης και αφομοίωσης της ανεργίας-κάτι που επέτρεψε και την δημιουργία κοινωνικού κράτους-, να μετατραπεί σε μοχλό διαπλοκής, αναξιοκρατίας και εύκολου πλουτισμού. Η υποανάπτυξη του κράτους, η αδιαφάνεια, η ατιμωρησία και η υπονόμευσή του, υπήρξαν απαραίτητοι όροι για τον πλουτισμό της κλεπτοκρατίας, ένα φαινόμενο σύνηθες στα «κούφια» κράτη του τρίτου κόσμου, όπου οι ελίτ συσσωρεύουν πλούτο στις τράπεζες της Ελβετίας.
Η νέα δεξιά ωφελείται πολλαπλώς από την υπονόμευση του δημοσίου και του κράτους. Αποτελεί μια ακόμα επιχείρηση αρπαγής πλούτου και αναβάθμισης της ελληνικής επαρχιώτικης ελίτ, από βαλκανική σε ευρωπαϊκή, το αποκορύφωμα του εκσυγχρονισμού. Τούτο το όραμα της γκλάμουρ ελληνικής ψευδοαστικής τάξης είναι αυτό που υπονοούν οι εκπρόσωποί της στο πολιτικό σύστημα με τη φράση: «εθνική προσπάθεια». Το θέατρο σκιών και η ρητορεία των παραγόντων του ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ-ΔΗΣΥ και εν μέρει της ευρωπαϊκά προσανατολισμένης αριστεράς, μπορεί να ειδωθεί και από μια άλλη σκοπιά. Είναι το κλείσιμο των λογαριασμών με το λαό, που αφενός δεν έδειξε υποταγή στα κελεύσματα της ψευδοαστικής τάξης σε όλη την μεταπολεμική ιστορία και αφετέρου δεν απώλεσε την πολιτισμική του ιδιομορφία, παρά τους εκσυγχρονισμούς και τις παραχαράξεις της νέας δεξιάς ιστοριογραφίας.
Η «δημιουργική καταστροφή» που επιχειρεί να πραγματώσει το φασιστικό πρόγραμμα της τρόικας, επιδιώκει αφενός την εκμηδένιση των παραγωγικών δυνάμεων και αφετέρου τη μετατροπή του κράτους σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο διαχειριστικό μοντέλο, που περιλαμβάνει την μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων-κοινωνικών και διοικητικών-στις αγορές. Το θεωρητικό αυτό μοντέλο που εδράζεται δήθεν στην αρχή της ελευθερίας του ατόμου, πρακτικά μετατρέπει τους αγοραστές του κράτους σε κροίσους, αφού η κερδοφορία των επιχειρήσεών τους εδράζεται στην άγρια εκμετάλλευση των κοινωνικών αναγκών και αφετέρου αναβαθμίζει την πολιτική ελίτ σε κοσμοπολιτική.
Το επίμαχο εντούτοις ζήτημα, που δημιουργείται με την απορρύθμιση του δημόσιου τομέα, είναι το γεγονός ότι λόγω του ότι το παραδοσιακό κράτος, διατηρεί κολεκτιβιστικά στοιχεία που προϋπήρχαν και επιπλέον ενσωματώθηκαν σε αυτό μετά την κρίση της φιλελεύθερης κεφαλαιοκρατικής ηγεμονίας κατά τον μεσοπόλεμο, περισώζει μια προστατευτική εργατική νομοθεσία που έχει ενσωματωθεί στο κρατικό δίκαιο και αποτελεί πρότυπο για τον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα από τις μονοδιάστατες απόψεις για το κράτος, αυτό, αντανακλά την κοινωνική διαστρωμάτωση, λόγω των παραχωρήσεων που έχει εξαναγκαστεί να κάνει η εξουσία, έτσι ώστε να είναι δυνατό να μιλάει κανείς για επίπεδα του κράτους που αντανακλούν διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Ακριβώς αυτή η διαστρωμάτωση λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα ως προς την ροπή της εξουσίας να επιδιώκει την δημιουργία ολοκληρωτικού κράτους.
Η αντίθεση δημόσιου-ιδιωτικού τομέα είναι ένας άλλος μύθος της εξουσίας, μέσω του οποίου επιχειρεί να διασπάσει την κοινωνική αλληλεγγύη και να αφαιρέσει δικαιώματα. Υποχώρηση δικαιωμάτων στο δημόσιο, σημαίνει πλήρης κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων στον ιδιωτικό. Υποχώρηση του κοινωνικού κράτους σημαίνει επιστροφή στον ληστρικό φιλελευθερισμό του μεσοπόλεμου. Υποχώρηση του ίδιου του κράτους που νομιμοποιείται από την λαϊκή βούληση-έστω και υποκριτικά-και αντικατάσταση της κυβέρνησης από την διακυβέρνηση της διαχειριστικής ελίτ σημαίνει απώλεια πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ολοκληρωτική κυριαρχία της ελίτ των αγορών.
Πηγή: Kritik-Μωρίας Εγκώμειον
Ο ελληνικός «Σοβιετικού τύπου» δημόσιος τομέας
Βασικά μότο της γκεμπελικής προπαγάνδας-που διακινείται από τα καλοπληρωμένα δημοσιογραφικά ηχεία της κοινοβουλευτικής χούντας- είναι το τεράστιο μέγεθος του δημόσιου τομέα, που κατηγορείται ως ο τελευταίος «Σοβιετικού τύπου» στην Ευρώπη-υπονοώντας ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας που τον διεύθυνε, λάμβανε εντολές από τη Μόσχα!
Τα φερέφωνα των δανειστών, πρόσφατα, μεγέθυναν τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων σε 1.000.000, με σκοπό να εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, ώστε η πλειονότητα της κοινής γνώμης να συναινέσει σιωπηρά στην διάλυση του κοινωνικού κράτους και στην εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων. Η διπλή κατοχή του κράτους, από την κοινοβουλευτική χούντα και την χούντα των ευρωκρατών, κατέχει όλα τα αδιαφανή μέσα ώστε με την αλλοίωση των στατιστικών στοιχείων, να παραπλανεί, να εκβιάζει και να τρομοκρατεί, για να πραγματοποιήσει το κατά τα άλλα φιλελεύθερο πρόγραμμά της.
Το αντικειμενικό μέγεθος του δημόσιου τομέα
Στην έγκυρη έκθεση του H. Handler και τριών επιπλέον πανεπιστημιακών, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής επιτροπής, (“The size and performance of public sector activities in Europe”) βασισμένη σε στοιχεία του 2003, η Ελλάδα βρίσκεται στην 15η θέση-με ποσοστό 11,4 %-αναφορικά με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Από το 2003 έως σήμερα, υπολογίζεται ότι η Ελλάδα έχει ανέλθει περίπου στο μέσο ευρωπαϊκό όρο, δηλαδή στο 15%, με 768.000 υπαλλήλους κατά την πρόσφατη απογραφή, η οποία χαλκεύτηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανίσει το δημόσιο ως τον μεγάλο ασθενή και υπαίτιο της δημοσιονομικής κατάρρευσης. Αφαιρώντας τους υπαλλήλους αορίστου και ορισμένου χρόνου με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, τους συμβασιούχους και τους αιρετούς-που παραπλανητικά περιλήφθηκαν στην απογραφή-ο τελικός αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων είναι στις 625.738. Αν μάλιστα εξαιρέσει κανείς το σύνολο των ένστολων, του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, ο αριθμός μειώνεται στους 461.000. Τον αριθμό αυτό επιβεβαιώνει το Διεθνές Γραφείο Εργασίας Laborsta, δεδομένου ότι οι αντικειμενικές μετρήσεις του δημόσιου τομέα υπηρεσιών, δεν περιλαμβάνουν τους ένστολους, καθότι αποτελούν δομικά στοιχεία του κρατικού θεσμού και δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία της συμβατικής διοίκησης.
Η έρευνα της Eurostat για το 2009 επιβεβαιώνει τον ίδιο αριθμό-373.800 χωρίς τον τομέα υγείας και παιδείας- αν και επιχειρεί να εμφανίσει το ποσοστό του ελληνικού δημοσίου ως ένα από τα ψηλότερα στην Ευρώπη, υπολογίζοντας το ποσοστό των υπαλλήλων εν σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Η αφερεγγυότητα των μετρήσεων της Eurostat είναι γνωστή από την παραπλανητική μεγέθυνση του ελληνικού ελλείμματος, με σκοπό την νομιμοποίηση των απεχθών μέτρων της τρόικας- με την πρωτοφανή υπαγωγή σε αυτό, των ελλειμμάτων των ΔΕΚΟ!
Αντίθετα από τα όσα διατείνεται η γκεμπελική προπαγάνδα,-όπως και η έκθεση του ΕΒΕΑ που προβλήθηκε ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ- ο στενός δημόσιος τομέας στην Ελλάδα καταλαμβάνει ένα ποσοστό περίπου της τάξης του 4,5%, ενώ με την άθροιση του ευρύτερου τομέα ανέρχεται στο 6,5 έως 7% σε σχέση με τον πληθυσμό. Το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 11,4% εν σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού και το οποίο πάλι αποτελεί πλασματικό μέγεθος, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα-τόσο στο χώρο των οικογενειακών επιχειρήσεων όσο και της απασχόλησης των μεταναστών- παραμένει αδήλωτο.
Επιπλέον, μια αντικειμενική και όχι ιδεολογικά προσανατολισμένη έρευνα, θα έπρεπε να λάβει υπόψη την παράμετρο του μισθολογικού κόστους. Δεδομένου ότι το μισθολογικό κόστος του ελληνικού δημοσίου βρίσκεται το λιγότερο στο μισό του μέσου ευρωπαϊκού όρου, το αντικειμενικό και όχι ποσοτικό μέγεθος του δημόσιου τομέα είναι στο μισό από αυτό που παρουσιάζουν οι στατιστικές ποσοτικές μετρήσεις. Αν επιπλέον ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα της γεωφυσικής διαμόρφωσης της χώρας (νησιωτικά συμπλέγματα και εκτεταμένη ορεινή δόμηση), γίνεται φανερό ότι ο κατασυκοφαντημένος δημόσιος τομέας είναι αρκετά ελλιπής.
Η αντιστροφή της προπαγάνδας: ο ιδιωτικός τομέας ζει σε βάρος του δημόσιου.
Οι γκαουλάιτερ των αγορών και των δανειστών, για να επιτύχουν την υπονόμευση του κράτους πρόνοιας, και με τη μέθοδο του κοινωνικού αυτοματισμού, έχουν στρέψει τον ιδιωτικό ενάντια στον δημόσιο τομέα, το μισθολογικό κόστος του οποίου θεωρείται υπαίτιο για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Εντούτοις η προπαγάνδα αυτή είναι άσχετη από την πραγματικότητα. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, όπως έχει αποδειχθεί από πάμπολλες μελέτες, οφείλεται σε σύνθετους παράγοντες, που περιλαμβάνουν την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων από την μείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου έναντι των εταίρων και κυρίως της Γερμανίας- γεγονός που δημιούργησε η ένταξη στην ΟΝΕ, τη συνειδητή υπονόμευση του κράτους από το διαπλεκόμενο πολιτικό κλεπτοκρατικό συνδικάτο, τη συστημική διαπλοκή ντόπιου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου που μεταφέρει πλεονάσματα στο κέντρο και ελλείμματα στη περιφέρεια. Είναι φανερό ότι το δημόσιο χρέος υπήρξε συνειδητή πολιτική επιλογή της διεφθαρμένης πολιτικο-οικονομικής ελίτ, η οποία είχε και προσδοκά πολλαπλά οφέλη από αυτό.
Αντίθετα από την ασκούμενη προπαγάνδα, η οποία κάνει λόγο για το άχρηστο γραφειοκρατικό δημόσιο, η όποια παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα οφείλεται αποκλειστικά στο δημόσιο. Αυτό συντελείται είτε με την άμεση χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα από το κράτος-με τη μορφή των επιχορηγήσεων και την ανάθεση δημόσιων έργων-είτε έμμεσα, με την αύξηση της ζήτησης μέσω της καταναλωτικής ικανότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός του ότι η παύση πληρωμών του δημοσίου προς τους ιδιώτες και οι ταυτόχρονες μισθολογικές μειώσεις, κυριολεκτικά συμπαρέσυραν τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος λειτουργούσε μεταπρατικά και στο μέγιστο βαθμό σε βάρος του δημοσίου. Αναπόφευκτα, οι περαιτέρω μισθολογικές μειώσεις και απολύσεις στο δημόσιο, θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα επιφέρουν τέτοια μείωση ζήτησης και ανισορροπία, ώστε ο ιδιωτικός τομέας θα υποστεί πλήρη αποδιάρθρωση. Σε κάθε απολυμένο δημόσιο υπάλληλο θα αντιστοιχούν τουλάχιστον δύο του ιδιωτικού.
Αντίθετα από τη προπαγάνδα κατά του κοινωνικού κράτους-όπως δείχνει και η μελέτη του Handler-ένα αξιοπρεπές κράτος- σαν αυτά της Νορβηγίας και της Σουηδίας- οφείλει να έχει έκταση και μάλιστα στο 30%! Με την προϋπόθεση βέβαια να υφίσταται πολιτικό προσωπικό που λογοδοτεί. Η μείωση του κράτους στο 30%-προς το παρών-που προβλέπει το σχέδιο της τρόικας, οδηγεί αναπόφευκτα στην κοινωνική, αναπτυξιακή, και γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας και στην μετατροπή της σε τριτοκοσμική μπανανία.
Κομματοκρατία, κλεπτοκρατία και δημόσιος τομέας
Η ρευστότητα των σχέσεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, εκκινεί από το γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξε ένας οικονομικός σχεδιασμός με βάση τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του τόπου. Το αναπτυξιακό ευρωπαϊκό μοντέλο είναι αδύνατο να ευδοκιμήσει στο πολιτισμικό πλαίσιο της Μεσογείου, δεδομένου ότι η παράδοση ευνοεί εναλλακτικά μοντέλα ως προς το καπιταλιστικό, όπως αυτό της αποανάπτυξης. Αποτέλεσμα της έλλειψης πραγματικού ενδιαφέροντος στην ανάπτυξη εναλλακτικών μοντέλων και του πολιτικού εξερωπαϊστικού μύθου της ελληνικής επαρχιώτικης ελίτ, υπήρξε η ραγδαία αποβιομηχάνιση και η μετατροπή του κράτους σε βασικό πυλώνα στήριξης της οικονομίας. Τούτο εντάθηκε προσθετικά από την μεταπολεμική επικράτηση του μοντέλου κράτους πρόνοιας και ευημερίας.
Στη μεταπολίτευση, το κράτος μεταμορφώνεται σταδιακά από αποθήκη ανθρώπων της δεξιάς, σε κεϋνσιανό κράτος, ενώ η μείωση της ανεργίας και η ανάπτυξη επιδιώκεται με προσλήψεις, μισθολογικές αυξήσεις και επιχορηγήσεις. Το μοντέλο αυτό απέτυχε, όχι μόνο λόγω του προσανατολισμού του στον φονταμενταλισμό της ανάπτυξης, αλλά και για λόγους θεσμικούς. Ενώ αρχικά οι προσλήψεις στο δημόσιο γίνονταν με κριτήρια κοινωνικά-εκτός από αξιακά- και οι επιχορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα, με γνώμονα την ανάπτυξη, σταδιακά, η διαπλοκή ευρωπαϊκής και ελληνικής πολιτικο-οικονομικής ελίτ, επέδρασε στην διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος, μεταβάλλοντας τους όρους του παιχνιδιού. Η κομματοκρατία, οι ελίτ των κομμάτων, η διαπλοκή και το ισχυρό νόμισμα του ευρώ, δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε το θεσμικό πλαίσιο να μεταμορφωθεί σε τέτοιο που αντιστοιχεί σε μια κλεπτοκρατία. Οι κρατικοί μηχανισμοί, μπήκαν αποκλειστικά στην υπηρεσία της πολιτικο-οικονομικής ελίτ, των ψηλών και μεσαίων στρωμάτων της κομματοκρατίας που αποίκισαν τον κρατικό μηχανισμό και των υποστηρικτών της- κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών-σε συνάφεια με συγκεκριμένα δίκτυα ομάδων συμφερόντων που πλούτισαν μέσω φοροαπαλλαγών και διαπλοκής. Αυτό είχε ως συνέπεια το κράτος να αποκτήσει έντονα ενδοταξικά χαρακτηριστικά: μια πολιτική αριστοκρατία διαχειριστών, ένα μεσαίο στρατό κομματικών προνομιούχων και χειροκροτητών και τέλος ένα χαμηλό στρώμα μισθοσυντήρητων υπαλλήλων χωρίς δικαιώματα, έρμαιο της κομματοκρατίας.
Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια ώστε το κράτος, από μοχλός ανάπτυξης και αφομοίωσης της ανεργίας-κάτι που επέτρεψε και την δημιουργία κοινωνικού κράτους-, να μετατραπεί σε μοχλό διαπλοκής, αναξιοκρατίας και εύκολου πλουτισμού. Η υποανάπτυξη του κράτους, η αδιαφάνεια, η ατιμωρησία και η υπονόμευσή του, υπήρξαν απαραίτητοι όροι για τον πλουτισμό της κλεπτοκρατίας, ένα φαινόμενο σύνηθες στα «κούφια» κράτη του τρίτου κόσμου, όπου οι ελίτ συσσωρεύουν πλούτο στις τράπεζες της Ελβετίας.
Η νέα δεξιά, το «κούφιο» κράτος και τα δικαιώματα
Η νέα δεξιά ωφελείται πολλαπλώς από την υπονόμευση του δημοσίου και του κράτους. Αποτελεί μια ακόμα επιχείρηση αρπαγής πλούτου και αναβάθμισης της ελληνικής επαρχιώτικης ελίτ, από βαλκανική σε ευρωπαϊκή, το αποκορύφωμα του εκσυγχρονισμού. Τούτο το όραμα της γκλάμουρ ελληνικής ψευδοαστικής τάξης είναι αυτό που υπονοούν οι εκπρόσωποί της στο πολιτικό σύστημα με τη φράση: «εθνική προσπάθεια». Το θέατρο σκιών και η ρητορεία των παραγόντων του ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ-ΔΗΣΥ και εν μέρει της ευρωπαϊκά προσανατολισμένης αριστεράς, μπορεί να ειδωθεί και από μια άλλη σκοπιά. Είναι το κλείσιμο των λογαριασμών με το λαό, που αφενός δεν έδειξε υποταγή στα κελεύσματα της ψευδοαστικής τάξης σε όλη την μεταπολεμική ιστορία και αφετέρου δεν απώλεσε την πολιτισμική του ιδιομορφία, παρά τους εκσυγχρονισμούς και τις παραχαράξεις της νέας δεξιάς ιστοριογραφίας.
Η «δημιουργική καταστροφή» που επιχειρεί να πραγματώσει το φασιστικό πρόγραμμα της τρόικας, επιδιώκει αφενός την εκμηδένιση των παραγωγικών δυνάμεων και αφετέρου τη μετατροπή του κράτους σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο διαχειριστικό μοντέλο, που περιλαμβάνει την μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων-κοινωνικών και διοικητικών-στις αγορές. Το θεωρητικό αυτό μοντέλο που εδράζεται δήθεν στην αρχή της ελευθερίας του ατόμου, πρακτικά μετατρέπει τους αγοραστές του κράτους σε κροίσους, αφού η κερδοφορία των επιχειρήσεών τους εδράζεται στην άγρια εκμετάλλευση των κοινωνικών αναγκών και αφετέρου αναβαθμίζει την πολιτική ελίτ σε κοσμοπολιτική.
Το επίμαχο εντούτοις ζήτημα, που δημιουργείται με την απορρύθμιση του δημόσιου τομέα, είναι το γεγονός ότι λόγω του ότι το παραδοσιακό κράτος, διατηρεί κολεκτιβιστικά στοιχεία που προϋπήρχαν και επιπλέον ενσωματώθηκαν σε αυτό μετά την κρίση της φιλελεύθερης κεφαλαιοκρατικής ηγεμονίας κατά τον μεσοπόλεμο, περισώζει μια προστατευτική εργατική νομοθεσία που έχει ενσωματωθεί στο κρατικό δίκαιο και αποτελεί πρότυπο για τον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα από τις μονοδιάστατες απόψεις για το κράτος, αυτό, αντανακλά την κοινωνική διαστρωμάτωση, λόγω των παραχωρήσεων που έχει εξαναγκαστεί να κάνει η εξουσία, έτσι ώστε να είναι δυνατό να μιλάει κανείς για επίπεδα του κράτους που αντανακλούν διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Ακριβώς αυτή η διαστρωμάτωση λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα ως προς την ροπή της εξουσίας να επιδιώκει την δημιουργία ολοκληρωτικού κράτους.
Η αντίθεση δημόσιου-ιδιωτικού τομέα είναι ένας άλλος μύθος της εξουσίας, μέσω του οποίου επιχειρεί να διασπάσει την κοινωνική αλληλεγγύη και να αφαιρέσει δικαιώματα. Υποχώρηση δικαιωμάτων στο δημόσιο, σημαίνει πλήρης κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων στον ιδιωτικό. Υποχώρηση του κοινωνικού κράτους σημαίνει επιστροφή στον ληστρικό φιλελευθερισμό του μεσοπόλεμου. Υποχώρηση του ίδιου του κράτους που νομιμοποιείται από την λαϊκή βούληση-έστω και υποκριτικά-και αντικατάσταση της κυβέρνησης από την διακυβέρνηση της διαχειριστικής ελίτ σημαίνει απώλεια πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ολοκληρωτική κυριαρχία της ελίτ των αγορών.
Πηγή: Kritik-Μωρίας Εγκώμειον
Δημοσίευση σχολίου