Του Χρήστου Κάτσικα - "Αλφαβήτα"
Γνωρίζω πολύ καλά, αναπνέοντας την κιμωλία μέσα στις σχολικές αίθουσες 25 χρόνια ως εκπαιδευτικός και άλλα 12 ως μαθητής, ότι πολλές φορές οι σχολικές γιορτές για αυτή ή την άλλη εθνική επέτειο μόνο χασμουρητά προκαλούν σε όσους, μαθητές και εκπαιδευτικούς, είναι υποχρεωμένοι να τις παρακολουθήσουν. Ίσως γιατί η κυρίαρχη πολιτική προωθεί την άγνοια του παρελθόντος καθώς γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν. Ίσως γιατί στο κλίμα της εποχής ευδοκιμεί η υποταγή σ΄ ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, ενώ συγχρόνως ξεριζώνονται ερωτήματα που μπορούν να υπονομεύσουν αυτή την εικόνα. Ίσως και γιατί οι περισσότεροι δεν αντέχουμε να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για πατρίδα, αγώνες, θυσίες και «εθνική υπερηφάνεια», για «εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία» αυτοί που εκποιούν κομμάτι κομμάτι την ελληνική γη και φτωχοποιούν το λαό. Ίσως δεν αντέχουμε πια να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για «τα περήφανα νιάτα και τα τιμημένα γηρατειά» οι ίδιοι που καταδικάζουν τη νεολαία στην ανεργία και στα μεροκάματα πείνας, σε ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο, ενώ την ίδια στιγμή υπογράφουν τον γρήγορο θάνατο των πατεράδων και των μανάδων μας που βγήκαν στη σύνταξη.
Ίσως για κάποιους από αυτούς τους λόγους να κοιτάμε, δάσκαλοι και μαθητές, συχνά τα ρολόγια μας πότε θα τελειώσει κι αυτή η σχολική γιορτή. Κι όμως, οφείλω να σας πω ότι στην πρώτη επέτειο του ΟΧΙ, το 1941, στα πιο μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής, χιλιάδες απλοί άνθρωποι, με κίνδυνο της ζωής τους ξεχύθηκαν στους δρόμους της σιδηρόφρακτης Αθήνας για να τιμήσουν την ίδια τους την ιστορία.
Γιατί αγαπητοί μου αυτή η ιστορία μας ανήκει. Ανήκει στον εργαζόμενο λαό μας, αυτόν που παράγει με τα χέρια του και το μυαλό του τα μύρια αγαθά ενώ την ίδια ώρα γεύεται πείνα και ανασφάλεια. Ανήκει σε αυτούς που αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση γιατί κάτι σαν και αυτούς τόλμησαν πριν από εβδομήντα χρόνια να πούνε ΟΧΙ στην σκλαβιά την ίδια ώρα που το σύνολο της άρχουσας τάξης, των πλουσίων, των κομμάτων που εξουσίαζαν, οι πολιτικοί πρόγονοι αυτών που σήμερα μιλάνε στις τηλεοράσεις για ανεξαρτησία και δημοκρατία, είτε έφευγαν στο εξωτερικό είτε συγκυβερνούσαν με τον κατακτητή στα μαύρα χρόνια 1940-1944.
Ήταν αυτοί που έγραφαν το 1941 για τη νύχτα που κατέβηκε η Σβάστικα από το Μανόλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα τα παρακάτω: «Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο πράξιν. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματός της περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της πατρίδος μας».
(Eφημερίδα «Βραδυνή», 2/6/1941).
ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ!
Αγαπητοί φίλοι και φίλες την Ιστορία μας τη φόρτωσαν χρόνια τώρα με ψέματα ή μαλάματα και έκρυψαν το πρόσωπό της. Και είναι καιρός να αποκαλύψουμε το αληθινό της πρόσωπο. Εμείς οι δάσκαλοι πρώτοι από όλους οφείλουμε να αφήσουμε τα παραμύθια και να δώσουμε στο δράκο το πραγματικό του όνομα, να δείξουμε με το χέρι τους κακούς, να αποκαταστήσουμε την αλήθεια, να ξεσαβανώσουμε τους νεκρούς μας και να τους βάλουμε μπροστά οδηγούς στη δράση μας.
Να πούμε την αλήθεια. Αυτή που κρύβουν επιμελώς οι σύγχρονοι φαναριώτες, ο καλός κόσμος των σαλονιών, οι δούκες και οι βαρώνοι, το κηφηναριό με τα άσπρα κολάρα, που θέλουν το λαό μας, εμάς τους ίδιους να κοιμόμαστε βαθιά την ώρα που μας γδύνουν. Να πούμε την αλήθεια:
• Ότι ο φασισμός είναι γέννημα-θρέμμα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού.
• Ότι τα πραγματικά αίτια του πολέμου ήταν το μοίρασμα του κόσμου απ΄ τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε σφαίρες επιρροής, αλλά και το τσάκισμα του εργατικού κινήματος.
• Ότι οι κύριοι αιμοδότες και πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης, ήταν το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ – ότι αυτοί ξεσήκωσαν τον κόσμο και αυτοί σήκωσαν το βάρος της αντίστασης.
• Ότι το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα, καθώς η πλειονότητα από τους πολιτικούς που κυβερνούσαν τη χώρα έφυγαν στην Αίγυπτο ενώ δεν έλειψαν και αυτοί που στελέχωσαν τις τρεις «ελληνικές» κατοχικές κυβερνήσεις των κουίσλιγκ, χτυπώντας μαζί με τους κατακτητές τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, φορώντας ακόμη και την αποκρουστική κουκούλα του προδότη.
Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο αστός πολιτικός Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Λίγους μήνες πριν, στις 31 Οκτωβρίου 1940 μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας ο Νίκος Ζαχαριάδης, Γ.Γ. του ΚΚΕ με το γράμμα του προς τον ελληνικό λαό τόνιζε:
«Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ…Ολοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα 'ναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της»
Και τότε αίφνης ξαναζωντάνεψαν οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Ανδρούτσοι, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Καραϊσκάκηδες και πιάστηκαν χέρι με χέρι με τους μαυροσκούφηδες του Άρη, με τα παλικάρια της Καισαριανής και της Κοκκινιάς και ενώθηκε ο λαός και οργανώθηκε ο λαός και αγωνίστηκε ο λαός
Αλήθεια δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτε πιο λυτρωτικό στη σημερινή βαρβαρότητα από μια σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου!
Από τον καιρό εκείνο, την εποχή των παππούδων και των πατεράδων μας πέρασαν 71 χρόνια. Σήμερα, δεν κατεβάζουν πια την ελληνική σημαία απ΄ την Ακρόπολη, μόνο κάτι απλήρωτους συμβασιούχους του υπουργείου πολιτισμού ψεκάζουν σαν τα κουνούπια οι δυνάμεις καταστολής, χτυπώντας και σέρνοντάς τους σαν τα σκυλιά. Σήμερα, δεν πουλά κανείς το σπίτι του για ένα τσουβάλι σιτάρι στους μαυραγορίτες, αλλά του το κατάσχει η τράπεζα για λίγα Ευρώ. Σήμερα, δεν μας πολεμάν οι Γερμανοί με τανκς και στούκας, απλώς, μας πουλάν τα παλιοσιδερικά τους, έτσι που καταχρεωμένοι δε μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι. Σήμερα, δεν κλέβουν τη σοδιά μας, αλλά μας επιβάλλουν πρόστιμα, αν παράγουμε έστω κι ένα κιλό παραπάνω απ΄ το πλαφόν που έχει καθοριστεί στις Βρυξέλλες. Xιλιάδες οι άνεργοι, η βιομηχανία και η μεταποίηση πέφτει σαν τραπουλόχαρτο και οικονομικά τζάκια, αφού ξεζούμισαν τον εργάτη, το μετανάστη, τον ελαστικό τετραωρίτη μεταφέρουν σαν ύαινες που οσμίζονται το αίμα τα εργοστάσιά “τους” στις διπλανές χώρες των φτηνών χεριών.
Και εμείς; Τι περιμένουμε;
Ότι οι κουφοί παραχωρήσεις θα μας κάνουν
κι οι αχόρταγοι κάτι θε να μας δώσουν;
Ότι οι λύκοι θα μας ταΐσουνε αντί να μας καταβροχθίσουν;
Ότι από φιλία θα μας προσκαλέσει η τίγρη
να της βγάλουμε τα δόντια;
Τέτοια περιμένουμε;
Μπ. Μπρέχτ
Σ’ αυτήν την περίοδο, όπου η κρίση φτάνει με τη μορφή της κόλασης και άρχισε να ανάβει τις φωτιές των θυσιαστηρίων, για να κάψει δικαιώματα και κατακτήσεις, πρέπει να σκεφτούμε πολλαπλά και καίρια. Όταν το κυρίαρχο σύστημα ετοιμάζει για μας και τα παιδιά μας το κολαστήριο της ανεργίας, των ιδιωτικοποιήσεων, των περικοπών μισθών και συντάξεων, τότε πρέπει ν’ αντιδράσουμε! Να σκεφτούμε πώς δε θα παραδώσουμε ένα κοινωνικό, εργασιακό και πολιτικό καθεστώς χειρότερο απ’ ότι παραλάβαμε. Να αναλύσουμε την κατάσταση με «νου παγερό» και «φλογερή καρδιά», με «μάτι φώσφορο» και «κουμάντο γερό», έτσι ώστε ο φόβος να μένει μονάχος του και κανείς να μην αισθάνεται μόνος.
Πολλοί άνθρωποι υπήρξαν πάντοτε στην πολιτική τ’ αφελή θύματα των άλλων εφ’ όσον δεν θα ‘χουν μάθει, πίσω από τις φράσεις, τις διακηρύξεις και τις υποσχέσεις, ηθικές, θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές, να διακρίνουν τα συμφέροντα αυτών ή των άλλων τάξεων.
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ
Να το καταλάβουμε. Η μια πατρίδα μας ταξιδεύει στα ελβετικά σαλέ, παίρνει μίζες από τις Siemens, αγοράζει κάμερες που φωτογραφίζουν το λαό, έχει εφεύρει δεκάδες τρόπους για να θωρακίζει το «είναι» και το «αντέχειν» της από τον εσωτερικό εχθρό της. Η άλλη πατρίδα τρέχει για το μεροκάματα, ζει με 500 ευρώ, πεθαίνει στην ανεργία και στην αλλότρια εργασία, αναγκάζεται να πληρώνει τις θηλιές των τραπεζών που βλέπουν τα αμύθητα κέρδη τους να αυξάνονται.
Αυτές οι δύο πατρίδες συγκρούονται. Άτυπα και φανερά.. Υπόγεια και στους δρόμους. Άλλοτε δυνατά κι άλλοτε αδύναμα. Αλλά συγκρούονται. Ο ένας κόσμος δεν έχει τίποτε κοινό με τον άλλον. Στη Ρώμη, το χειρότερο μαρτύριο ήταν όταν έδεναν ένα υγιές κορμί με ένα σαπισμένο ώσπου να σαπίσει και αυτό. Οφείλουμε να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο γιατί αν συνηθίσουμε το κακό, θα του μοιάσουμε!
Ε, λοιπόν να το καταλάβουν: η δική μας πατρίδα δεν είναι οι εντολές των τοκογλύφων! Η δική μας πατρίδα δεν είναι οι κυβερνητικοί εντολοδόχοι της οικονομικής ολιγαρχίας και της τρόικας που κάνοντας την ανομία «νόμο», ψήφισαν και επικύρωσαν τους προσυμφωνημένους όρους των ξένων κηδεμόνων. Η δική μας πατρίδα δεν είναι αυτοί που το λίπος γουργουρίζει ακόμη και στη φωνή τους την ίδια στιγμή που ο γιατρός διέγνωσε υποσιτισμό των μαθητών μας. Η δική μας πατρίδα δεν είναι αυτοί που φέρνουν τα κοινωνικά δικαιώματα στο απόσπασμα, την ελληνική οικονομία ανέκκλητα στη χρεοκοπία και τη χώρα στη νεοαποικιακή υποδούλωση και λεηλασία.
Δεκάδες φορές ως τώρα στην Ιστορία τον μονόδρομο προς τα Τάρταρα τον έχουν φράξει τα οδοφράγματα. Kάθε Mινώταυρος και κάθε Λαβύρινθος μπορεί να αντιμετωπιστεί!
Μόνη προοπτική για τον εργαζόμενο λαό, είναι η οργάνωση και το δυνάμωμα των αγώνων του. Ας δώσουμε ενεργητικά τη συμβολή μας γι’ αυτό το σκοπό. Κάτω η αντιλαϊκή και ξενόδουλη κυβερνητική πολιτική. Όλοι στον αγώνα.
Όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων, γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες των ανθρώπων.
ΖΗΤΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΧΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Χρήστος Κάτσικας
Γνωρίζω πολύ καλά, αναπνέοντας την κιμωλία μέσα στις σχολικές αίθουσες 25 χρόνια ως εκπαιδευτικός και άλλα 12 ως μαθητής, ότι πολλές φορές οι σχολικές γιορτές για αυτή ή την άλλη εθνική επέτειο μόνο χασμουρητά προκαλούν σε όσους, μαθητές και εκπαιδευτικούς, είναι υποχρεωμένοι να τις παρακολουθήσουν. Ίσως γιατί η κυρίαρχη πολιτική προωθεί την άγνοια του παρελθόντος καθώς γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν. Ίσως γιατί στο κλίμα της εποχής ευδοκιμεί η υποταγή σ΄ ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, ενώ συγχρόνως ξεριζώνονται ερωτήματα που μπορούν να υπονομεύσουν αυτή την εικόνα. Ίσως και γιατί οι περισσότεροι δεν αντέχουμε να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για πατρίδα, αγώνες, θυσίες και «εθνική υπερηφάνεια», για «εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία» αυτοί που εκποιούν κομμάτι κομμάτι την ελληνική γη και φτωχοποιούν το λαό. Ίσως δεν αντέχουμε πια να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για «τα περήφανα νιάτα και τα τιμημένα γηρατειά» οι ίδιοι που καταδικάζουν τη νεολαία στην ανεργία και στα μεροκάματα πείνας, σε ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο, ενώ την ίδια στιγμή υπογράφουν τον γρήγορο θάνατο των πατεράδων και των μανάδων μας που βγήκαν στη σύνταξη.
Ίσως για κάποιους από αυτούς τους λόγους να κοιτάμε, δάσκαλοι και μαθητές, συχνά τα ρολόγια μας πότε θα τελειώσει κι αυτή η σχολική γιορτή. Κι όμως, οφείλω να σας πω ότι στην πρώτη επέτειο του ΟΧΙ, το 1941, στα πιο μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής, χιλιάδες απλοί άνθρωποι, με κίνδυνο της ζωής τους ξεχύθηκαν στους δρόμους της σιδηρόφρακτης Αθήνας για να τιμήσουν την ίδια τους την ιστορία.
Γιατί αγαπητοί μου αυτή η ιστορία μας ανήκει. Ανήκει στον εργαζόμενο λαό μας, αυτόν που παράγει με τα χέρια του και το μυαλό του τα μύρια αγαθά ενώ την ίδια ώρα γεύεται πείνα και ανασφάλεια. Ανήκει σε αυτούς που αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση γιατί κάτι σαν και αυτούς τόλμησαν πριν από εβδομήντα χρόνια να πούνε ΟΧΙ στην σκλαβιά την ίδια ώρα που το σύνολο της άρχουσας τάξης, των πλουσίων, των κομμάτων που εξουσίαζαν, οι πολιτικοί πρόγονοι αυτών που σήμερα μιλάνε στις τηλεοράσεις για ανεξαρτησία και δημοκρατία, είτε έφευγαν στο εξωτερικό είτε συγκυβερνούσαν με τον κατακτητή στα μαύρα χρόνια 1940-1944.
Ήταν αυτοί που έγραφαν το 1941 για τη νύχτα που κατέβηκε η Σβάστικα από το Μανόλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα τα παρακάτω: «Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο πράξιν. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματός της περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της πατρίδος μας».
(Eφημερίδα «Βραδυνή», 2/6/1941).
ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ!
Αγαπητοί φίλοι και φίλες την Ιστορία μας τη φόρτωσαν χρόνια τώρα με ψέματα ή μαλάματα και έκρυψαν το πρόσωπό της. Και είναι καιρός να αποκαλύψουμε το αληθινό της πρόσωπο. Εμείς οι δάσκαλοι πρώτοι από όλους οφείλουμε να αφήσουμε τα παραμύθια και να δώσουμε στο δράκο το πραγματικό του όνομα, να δείξουμε με το χέρι τους κακούς, να αποκαταστήσουμε την αλήθεια, να ξεσαβανώσουμε τους νεκρούς μας και να τους βάλουμε μπροστά οδηγούς στη δράση μας.
Να πούμε την αλήθεια. Αυτή που κρύβουν επιμελώς οι σύγχρονοι φαναριώτες, ο καλός κόσμος των σαλονιών, οι δούκες και οι βαρώνοι, το κηφηναριό με τα άσπρα κολάρα, που θέλουν το λαό μας, εμάς τους ίδιους να κοιμόμαστε βαθιά την ώρα που μας γδύνουν. Να πούμε την αλήθεια:
• Ότι ο φασισμός είναι γέννημα-θρέμμα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού.
• Ότι τα πραγματικά αίτια του πολέμου ήταν το μοίρασμα του κόσμου απ΄ τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε σφαίρες επιρροής, αλλά και το τσάκισμα του εργατικού κινήματος.
• Ότι οι κύριοι αιμοδότες και πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης, ήταν το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ – ότι αυτοί ξεσήκωσαν τον κόσμο και αυτοί σήκωσαν το βάρος της αντίστασης.
• Ότι το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα, καθώς η πλειονότητα από τους πολιτικούς που κυβερνούσαν τη χώρα έφυγαν στην Αίγυπτο ενώ δεν έλειψαν και αυτοί που στελέχωσαν τις τρεις «ελληνικές» κατοχικές κυβερνήσεις των κουίσλιγκ, χτυπώντας μαζί με τους κατακτητές τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, φορώντας ακόμη και την αποκρουστική κουκούλα του προδότη.
Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο αστός πολιτικός Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Λίγους μήνες πριν, στις 31 Οκτωβρίου 1940 μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας ο Νίκος Ζαχαριάδης, Γ.Γ. του ΚΚΕ με το γράμμα του προς τον ελληνικό λαό τόνιζε:
«Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ…Ολοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα 'ναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της»
Και τότε αίφνης ξαναζωντάνεψαν οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Ανδρούτσοι, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Καραϊσκάκηδες και πιάστηκαν χέρι με χέρι με τους μαυροσκούφηδες του Άρη, με τα παλικάρια της Καισαριανής και της Κοκκινιάς και ενώθηκε ο λαός και οργανώθηκε ο λαός και αγωνίστηκε ο λαός
Αλήθεια δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτε πιο λυτρωτικό στη σημερινή βαρβαρότητα από μια σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου!
Από τον καιρό εκείνο, την εποχή των παππούδων και των πατεράδων μας πέρασαν 71 χρόνια. Σήμερα, δεν κατεβάζουν πια την ελληνική σημαία απ΄ την Ακρόπολη, μόνο κάτι απλήρωτους συμβασιούχους του υπουργείου πολιτισμού ψεκάζουν σαν τα κουνούπια οι δυνάμεις καταστολής, χτυπώντας και σέρνοντάς τους σαν τα σκυλιά. Σήμερα, δεν πουλά κανείς το σπίτι του για ένα τσουβάλι σιτάρι στους μαυραγορίτες, αλλά του το κατάσχει η τράπεζα για λίγα Ευρώ. Σήμερα, δεν μας πολεμάν οι Γερμανοί με τανκς και στούκας, απλώς, μας πουλάν τα παλιοσιδερικά τους, έτσι που καταχρεωμένοι δε μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι. Σήμερα, δεν κλέβουν τη σοδιά μας, αλλά μας επιβάλλουν πρόστιμα, αν παράγουμε έστω κι ένα κιλό παραπάνω απ΄ το πλαφόν που έχει καθοριστεί στις Βρυξέλλες. Xιλιάδες οι άνεργοι, η βιομηχανία και η μεταποίηση πέφτει σαν τραπουλόχαρτο και οικονομικά τζάκια, αφού ξεζούμισαν τον εργάτη, το μετανάστη, τον ελαστικό τετραωρίτη μεταφέρουν σαν ύαινες που οσμίζονται το αίμα τα εργοστάσιά “τους” στις διπλανές χώρες των φτηνών χεριών.
Και εμείς; Τι περιμένουμε;
Ότι οι κουφοί παραχωρήσεις θα μας κάνουν
κι οι αχόρταγοι κάτι θε να μας δώσουν;
Ότι οι λύκοι θα μας ταΐσουνε αντί να μας καταβροχθίσουν;
Ότι από φιλία θα μας προσκαλέσει η τίγρη
να της βγάλουμε τα δόντια;
Τέτοια περιμένουμε;
Μπ. Μπρέχτ
Σ’ αυτήν την περίοδο, όπου η κρίση φτάνει με τη μορφή της κόλασης και άρχισε να ανάβει τις φωτιές των θυσιαστηρίων, για να κάψει δικαιώματα και κατακτήσεις, πρέπει να σκεφτούμε πολλαπλά και καίρια. Όταν το κυρίαρχο σύστημα ετοιμάζει για μας και τα παιδιά μας το κολαστήριο της ανεργίας, των ιδιωτικοποιήσεων, των περικοπών μισθών και συντάξεων, τότε πρέπει ν’ αντιδράσουμε! Να σκεφτούμε πώς δε θα παραδώσουμε ένα κοινωνικό, εργασιακό και πολιτικό καθεστώς χειρότερο απ’ ότι παραλάβαμε. Να αναλύσουμε την κατάσταση με «νου παγερό» και «φλογερή καρδιά», με «μάτι φώσφορο» και «κουμάντο γερό», έτσι ώστε ο φόβος να μένει μονάχος του και κανείς να μην αισθάνεται μόνος.
Πολλοί άνθρωποι υπήρξαν πάντοτε στην πολιτική τ’ αφελή θύματα των άλλων εφ’ όσον δεν θα ‘χουν μάθει, πίσω από τις φράσεις, τις διακηρύξεις και τις υποσχέσεις, ηθικές, θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές, να διακρίνουν τα συμφέροντα αυτών ή των άλλων τάξεων.
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ
Να το καταλάβουμε. Η μια πατρίδα μας ταξιδεύει στα ελβετικά σαλέ, παίρνει μίζες από τις Siemens, αγοράζει κάμερες που φωτογραφίζουν το λαό, έχει εφεύρει δεκάδες τρόπους για να θωρακίζει το «είναι» και το «αντέχειν» της από τον εσωτερικό εχθρό της. Η άλλη πατρίδα τρέχει για το μεροκάματα, ζει με 500 ευρώ, πεθαίνει στην ανεργία και στην αλλότρια εργασία, αναγκάζεται να πληρώνει τις θηλιές των τραπεζών που βλέπουν τα αμύθητα κέρδη τους να αυξάνονται.
Αυτές οι δύο πατρίδες συγκρούονται. Άτυπα και φανερά.. Υπόγεια και στους δρόμους. Άλλοτε δυνατά κι άλλοτε αδύναμα. Αλλά συγκρούονται. Ο ένας κόσμος δεν έχει τίποτε κοινό με τον άλλον. Στη Ρώμη, το χειρότερο μαρτύριο ήταν όταν έδεναν ένα υγιές κορμί με ένα σαπισμένο ώσπου να σαπίσει και αυτό. Οφείλουμε να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο γιατί αν συνηθίσουμε το κακό, θα του μοιάσουμε!
Ε, λοιπόν να το καταλάβουν: η δική μας πατρίδα δεν είναι οι εντολές των τοκογλύφων! Η δική μας πατρίδα δεν είναι οι κυβερνητικοί εντολοδόχοι της οικονομικής ολιγαρχίας και της τρόικας που κάνοντας την ανομία «νόμο», ψήφισαν και επικύρωσαν τους προσυμφωνημένους όρους των ξένων κηδεμόνων. Η δική μας πατρίδα δεν είναι αυτοί που το λίπος γουργουρίζει ακόμη και στη φωνή τους την ίδια στιγμή που ο γιατρός διέγνωσε υποσιτισμό των μαθητών μας. Η δική μας πατρίδα δεν είναι αυτοί που φέρνουν τα κοινωνικά δικαιώματα στο απόσπασμα, την ελληνική οικονομία ανέκκλητα στη χρεοκοπία και τη χώρα στη νεοαποικιακή υποδούλωση και λεηλασία.
Δεκάδες φορές ως τώρα στην Ιστορία τον μονόδρομο προς τα Τάρταρα τον έχουν φράξει τα οδοφράγματα. Kάθε Mινώταυρος και κάθε Λαβύρινθος μπορεί να αντιμετωπιστεί!
Μόνη προοπτική για τον εργαζόμενο λαό, είναι η οργάνωση και το δυνάμωμα των αγώνων του. Ας δώσουμε ενεργητικά τη συμβολή μας γι’ αυτό το σκοπό. Κάτω η αντιλαϊκή και ξενόδουλη κυβερνητική πολιτική. Όλοι στον αγώνα.
Όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων, γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες των ανθρώπων.
ΖΗΤΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΧΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Χρήστος Κάτσικας
+ σχόλια + 2 σχόλια
Ρε Γιώργη τι εθνικιστικά παραληρήματα είναι αυτά?
Ο Κάτσικας αντλεί αναφορές από το εθνικαπελευθερωτικό, που μέσα από ιστορικά ανάλογα (βλ. ιστορική πορεία Μουσολινι- Φασισμού ) μήπως οδηγούν σε εθνικοσοσιαλιστική στροφή?
Μήπως οι αναφορές αυτές δεν έχουν καμία αναλογία με τις σημερινές συνθήκες?
Μήπως οι κοινωνικές ομάδες είναι διασπασμένες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σαν κάτι ξεχωριστό και δεν έχουν καμία συνοχή απέναντι στην κοινή εκμετάλλευση,
Συγνώμη φίλε μου. Εσύ αυτό κατάλαβες από το κείμενο; Ότι είναι εθνικιστικό παραλήρημα; Και συγνώμη πάλι, αλλά μήπως από το ένα άκρο έχουμε φτάσει στο άλλο; Από το φόβο μας μη γίνουμε εθνικιστές, χάσαμε εντελώς το νόημα της εθνικής συνείδησης, της εθνικής υπερηφάνειας; Κατά τη γνώμη μου, αυτό που μας κάνει κακό είναι ο φανατισμός, ο δογματισμός κι η εθελοτυφλία, το να θυμόμαστε την ιστορία μας, το να διεκδικούμε και να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμά μας στην ύπαρξη ως λαός κι ως έθνος, δεν νομίζω πως αντιτίθεται στους κοινωνικούς μας αγώνες. Άλλωστε πότε οι εθνικοαπελευθερωτικοί μας αγώνες ΔΕΝ ήταν ΚΑΙ κοινωνικοί; Μήπως ΔΕΝ ήταν το '21; Μήπως δεν ήταν το '40; Μην πέφτουμε στις παγίδες που στήνουν! Σχετικά παραπέμπω σε ανάρτηση του μπλογκ σχετικά με τη δικτατορία του Μεταξά.
Δημοσίευση σχολίου