Του Γιάννη Χλιουνάκη*
«Έκατσε η στραβή» και φέτος στις Πανελλήνιες. Πλήθος οι οργισμένες διαμαρτυρίες από αγχωμένους μαθητές και αναστατωμένους γονείς. Σε αδιέξοδο οι βαθμολογητές, αμήχανο το υπουργείο. Μπάχαλο!... Για πολλοστή φορά ο βασιλιάς φανερώνεται γυμνός. Το «αδιάβλητο» σύστημα αποδεικνύεται διάτρητο.
Τα λάθη της ΚΕΕ είναι βέβαια καταφανή. Όμως θα ήταν μέγιστη αφέλεια και εθελοτυφλία ο καταλογισμός σε αυτήν της βασικής ενοχής. Δεν υπάρχουν «σωστά» θέματα για εξετάσεις σαν αυτές στις οποίες σέρνονται τα παιδιά μας. Ασφαλώς, στις όποιες εξετάσεις, είναι ανεπίτρεπτα τα «επιστημονικά λάθη» στα θέματα –πόσο σοβαρά και καθοριστικά ήταν αυτά στη φετεινή Φυσική ομολογώ ότι δεν γνωρίζω. Όμως, θέματα κατάλληλα για να κρίνουν ποιος θα σπουδάσει τι και πού, στο πλαίσιο μάλιστα μιας τρίωρης εξέτασης, είναι σίγουρο ότι δεν μπορούν να υπάρχουν. «Ευκολότερα» είτε «δυσκολότερα» θέματα δίνουν βέβαια τη δυνατότητα για κραυγές και θρήνους περί «σφαγής των υποψηφίων» τη στιγμή που η πραγματική σφαγή των μορφωτικών και επαγγελματικών προοπτικών της νεολαίας συντελείται, χωρίς λάθη, ανελλιπώς.
Όλα τούτα είναι βέβαια κοινοί τόποι για όλους εκείνους που, χωρίς να εθελοτυφλούν, ζουν τον αγώνα και την αγωνία του Σχολείου. Όλοι γνωρίζουμε άριστα τις ολέθριες συνέπειες του συγκεκριμένου εξεταστικού συστήματος. Η τρομακτική οικονομική αιμορραγία των οικογενειών είναι η λιγότερο οδυνηρή από αυτές και η μόνη μετρήσιμη. Πώς να μετρήσεις όμως τη ζημιά από την αποσάθρωση του σχολείου, από την επίμονη και συστηματική προσπάθεια να μετατραπεί το εφηβικό μυαλό σε κουτί σκόρπιων και ασύνδετων «πληροφόριών» με τη συνακόλουθη εξόντωση της κριτικής και συνθετικής σκέψης; Πώς να μετρήσεις τις συνέπειες της βίαιης αποστέρησης από δεκαεξάχρονα –και συχνά μικρότερα- παιδιά αυτού που περισσότερο απ’ όλα έχουν ανάγκη, του ελεύθερου χρόνου; Τέλος, πώς θα υπολογίσεις το ψυχολογικό κόστος, τι σημαίνουν όλα αυτά για το συγκεκριμένο παιδί, για τη Σ, για τη Β, για τον Κ, για τόσα και τόσα παιδιά που βιώνουν τον εφιάλτη μιας «αποτυχίας» που δεν είναι δική τους;
«Ξέρετε, εμείς ό,τι δίνουμε το μισούμε. Ό,τι δεν δίνουμε το κάνουμε delete». Αυτή η απαράμιλλη σε περιεκτικότητα και λακωνικότητα περιγραφή του συνολικού συστήματος δόθηκε στον γράφοντα από μαθητή –μόνο ένα παιδί θα μπορούσε! Τι άλλο να προσθέσει κανείς;
Όμως –το είπαμε ήδη- όλα τα παραπάνω είναι κοινοτοπίες. Όλοι συμφωνούν, ανώτεροι και κατώτεροι, υπουργοί και «ειδικοί», δάσκαλοι και γονείς
Γιατί λοιπόν μένουμε στα ίδια; Γιατί η συζήτηση, οι προτάσεις, τα «σχέδια» μονίμως ανακυκλώνουν τριτεύουσας (το λιγότερο) σημασίας αλλαγές –τέσσερα ή έξι μαθήματα κ.λπ. Γιατί, πολύ περισσότερο, τα ήδη γνωστά «σχέδια» των απερχόμενων (και των ερχόμενων;) κυβερνητών φέρνουν βαθύτερα μέσα στο σχολείο τον εξεταστικό Μινώταυρο; (πανελλαδικές και στη Β΄ Λυκείου κ. λπ.)
Σίγουρα κάθε απάντηση στο ερώτημα αυτό φέρνει σε πρώτο πλάνο τα ουσιαστικά προτάγματα των κυρίαρχων πολιτικών, τους ομολογημένους και ανομολόγητους μόνιμους στόχους των. Ο γράφων δεν είναι, ελπίζει, αφελής. Έχει ακούσει για το «σχολείο της αγοράς», για τους «δια βίου απασχολήσιμους» εργαζόμενους, για τη νέα σχέση εκπαίδευσης και κατάρτισης. Τούτο το μικρό κείμενο όμως θα τα παρακάμψει –αν είναι δυνατόν- όλα αυτά αυτοπεριοριζόμενο στη «στενή» περιοχή του εξεταστικού , για ορισμένες –νομίζουμε σημαντικές- επισημάνσεις.
Η διαιώνιση ενός τέτοιου παραλογισμού είναι, πέρα από όλα τα άλλα, μια χαρακτηριστικότατη μαρτυρία για το πνεύμα με το οποίο μια ολόκληρη κοινωνία αντιμετωπίζει, για δεκαετίες, τα σοβαρότερα από τα προβλήματά της, «σπρώχνοντας τα κάτω από το χαλί», αναζητώντας τη «βολική» λύση (για ποιους;), βαδίζοντας σταθερά στο δρόμο της επανάπαυσης και του κομφορμισμού. Το σύστημα αυτό «βόλεψε» και εξακολουθεί να «βολεύει» ακόμη σήμερα μ’ όλη την πανθομολογούμενη χρεοκοπία του. Σανίδα επιβίωσης για πάρα πολλούς, μέσο πλουτισμού για αρκετούς άλλους, οι Πανελλήνιες Εξετάσεις έφτασαν να γίνουν το υπέρτατο μέτρο επαγγελματικής καταξίωσης για τους εκπαιδευτικούς, μέσα σε ένα δημόσιο σχολείο που αντιλαμβάνεται ως υπέρτατο στόχο του την αναγνώρισή του ως καλού φροντιστήριου –στόχος, φευ, ανέφικτος.
Όμως το «βαρύ χαρτί» του συγκεκριμένου συστήματος δεν είναι βέβαια οι (παρα)οικονομικές και άλλες λειτουργίες του αλλά η νομιμοποιητική – ιδεολογική αποτελεσματικότητά του. Αναφερόμαστε βέβαια στο περίφημο αδιάβλητο, τόσο βολικό για τους εκάστοτε κυβερνώντες που κρατούν στα χέρια τους μια πραγματικά καυτή πατάτα και βέβαια δε θέλουν να τσουρουφλιστούν. Είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο που μετατρέπει μια λάμια σε ιερή αγελάδα, άξια για το μεγαλύτερο σεβασμό ως «το μόνο θεσμό που παραμένει όρθιος στην ελληνική κοινωνία». Η φράση ανήκει –δυστυχώς- σε συνδικαλιστή εκπαιδευτικό και είναι χαρακτηριστική των εμπεδωμένων νοοτροπιών.
Αυτονόητο είναι ότι η εξασφάλιση της γνησιότητας μιας εξεταστικής διαδικασίας είναι σημαντικότατο ζήτημα, είναι μια απαρέγκλιτη σε κάθε περίπτωση υποχρέωση της πολιτείας. Όμως η υπεράσπιση, χάριν της γνησιότητας και μόνο, ενός πανολέθριου συστήματος, το οποίο υποχρεώνει δεκαεπτάχρονα παιδιά σε ένα ανταγωνισμό ζωής και θανάτου, με κλειστό αριθμό επιτυχόντων είναι άλλο ζήτημα. Η απομάκρυνση κάθε εξεταστικής διαδικασίας τέτοιου είδους από την ακτίνα του Λυκείου είναι πρωταρχική προϋπόθεση οποιασδήποτε ανορθωτικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στο σημερινό ορίζοντα της κατάστασης πραγμάτων θα ήταν βέβαια πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πραγματικά ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, με μοναδικό προαπαιτούμενο το απολυτήριο Λυκείου. Αν όμως κάποιες εξετάσεις είναι, ακόμα, απαραίτητες για την πρόσβαση σε ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές, τότε σίγουρα οι εξετάσεις αυτές το μόνο για το οποίο θα πρέπει να αποφασίζουν θα είναι αν ο συγκεκριμένος υποψήφιος κατέχει ή όχι τον ελάχιστο εκείνο γνωστικό εξοπλισμό που απαιτούν οι σπουδές στο συγκεκριμένο πεδίο. Αναφερόμαστε δηλαδή σε μια εξεταστική διαδικασία παρόμοια μ’ εκείνη που συναντάμε κατά την απόκτηση των διάφορων τίτλων γλωσσομάθειας. Χωρίς κλειστό αριθμό επιτυχόντων, χωρίς ανταγωνιστικό χαρακτήρα και βέβαια με θέματα σε επαφή με ό,τι πραγματικά διδάσκεται (ή μπορεί να διδαχθεί) σε μια μέση σχολική τάξη. Όλα τα περαιτέρω (δηλαδή ποιος θα σπουδάσει τι και πού) δεν μπορεί να αποφασίζονται στο πλαίσιο του Λυκείου, αλλά σε μια μεταγενέστερη φάση της ζωής και της πνευματικής εξέλιξης του νέου ανθρώπου, οπωσδήποτε μέσα στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια; Η χώρα αγωνιά ακυβέρνητη, στη μέγγενη ανελέητων δανειστών, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανέργους, με την απειλή της άτακτης χρεωκοπίας… Τι λέμε τώρα;
Λοιπόν ακριβώς τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή, πιστεύουμε, να τεθεί αυτό το ζήτημα, μαζί με άλλα παρεμφερή θέματα, απείρως σοβαρότερα από το αν θα στέρξει ο …Καμένος να στηρίξει μια …αριστερή κυβέρνηση. Τη στιγμή που τίποτα δε φαίνεται να λειτουργεί, τη στιγμή που όλα παίζονται ας ακούσουμε την οργισμένη κα. Αρβελέρ να μιλά ακριβώς επί του θέματος
«Τι δίνετε στα παιδιά; Τι πράγματα είναι αυτά;»
* Μαθηματικός
Εφημερίδα "Δράση"
«Έκατσε η στραβή» και φέτος στις Πανελλήνιες. Πλήθος οι οργισμένες διαμαρτυρίες από αγχωμένους μαθητές και αναστατωμένους γονείς. Σε αδιέξοδο οι βαθμολογητές, αμήχανο το υπουργείο. Μπάχαλο!... Για πολλοστή φορά ο βασιλιάς φανερώνεται γυμνός. Το «αδιάβλητο» σύστημα αποδεικνύεται διάτρητο.
Τα λάθη της ΚΕΕ είναι βέβαια καταφανή. Όμως θα ήταν μέγιστη αφέλεια και εθελοτυφλία ο καταλογισμός σε αυτήν της βασικής ενοχής. Δεν υπάρχουν «σωστά» θέματα για εξετάσεις σαν αυτές στις οποίες σέρνονται τα παιδιά μας. Ασφαλώς, στις όποιες εξετάσεις, είναι ανεπίτρεπτα τα «επιστημονικά λάθη» στα θέματα –πόσο σοβαρά και καθοριστικά ήταν αυτά στη φετεινή Φυσική ομολογώ ότι δεν γνωρίζω. Όμως, θέματα κατάλληλα για να κρίνουν ποιος θα σπουδάσει τι και πού, στο πλαίσιο μάλιστα μιας τρίωρης εξέτασης, είναι σίγουρο ότι δεν μπορούν να υπάρχουν. «Ευκολότερα» είτε «δυσκολότερα» θέματα δίνουν βέβαια τη δυνατότητα για κραυγές και θρήνους περί «σφαγής των υποψηφίων» τη στιγμή που η πραγματική σφαγή των μορφωτικών και επαγγελματικών προοπτικών της νεολαίας συντελείται, χωρίς λάθη, ανελλιπώς.
Όλα τούτα είναι βέβαια κοινοί τόποι για όλους εκείνους που, χωρίς να εθελοτυφλούν, ζουν τον αγώνα και την αγωνία του Σχολείου. Όλοι γνωρίζουμε άριστα τις ολέθριες συνέπειες του συγκεκριμένου εξεταστικού συστήματος. Η τρομακτική οικονομική αιμορραγία των οικογενειών είναι η λιγότερο οδυνηρή από αυτές και η μόνη μετρήσιμη. Πώς να μετρήσεις όμως τη ζημιά από την αποσάθρωση του σχολείου, από την επίμονη και συστηματική προσπάθεια να μετατραπεί το εφηβικό μυαλό σε κουτί σκόρπιων και ασύνδετων «πληροφόριών» με τη συνακόλουθη εξόντωση της κριτικής και συνθετικής σκέψης; Πώς να μετρήσεις τις συνέπειες της βίαιης αποστέρησης από δεκαεξάχρονα –και συχνά μικρότερα- παιδιά αυτού που περισσότερο απ’ όλα έχουν ανάγκη, του ελεύθερου χρόνου; Τέλος, πώς θα υπολογίσεις το ψυχολογικό κόστος, τι σημαίνουν όλα αυτά για το συγκεκριμένο παιδί, για τη Σ, για τη Β, για τον Κ, για τόσα και τόσα παιδιά που βιώνουν τον εφιάλτη μιας «αποτυχίας» που δεν είναι δική τους;
«Ξέρετε, εμείς ό,τι δίνουμε το μισούμε. Ό,τι δεν δίνουμε το κάνουμε delete». Αυτή η απαράμιλλη σε περιεκτικότητα και λακωνικότητα περιγραφή του συνολικού συστήματος δόθηκε στον γράφοντα από μαθητή –μόνο ένα παιδί θα μπορούσε! Τι άλλο να προσθέσει κανείς;
Όμως –το είπαμε ήδη- όλα τα παραπάνω είναι κοινοτοπίες. Όλοι συμφωνούν, ανώτεροι και κατώτεροι, υπουργοί και «ειδικοί», δάσκαλοι και γονείς
Γιατί λοιπόν μένουμε στα ίδια; Γιατί η συζήτηση, οι προτάσεις, τα «σχέδια» μονίμως ανακυκλώνουν τριτεύουσας (το λιγότερο) σημασίας αλλαγές –τέσσερα ή έξι μαθήματα κ.λπ. Γιατί, πολύ περισσότερο, τα ήδη γνωστά «σχέδια» των απερχόμενων (και των ερχόμενων;) κυβερνητών φέρνουν βαθύτερα μέσα στο σχολείο τον εξεταστικό Μινώταυρο; (πανελλαδικές και στη Β΄ Λυκείου κ. λπ.)
Σίγουρα κάθε απάντηση στο ερώτημα αυτό φέρνει σε πρώτο πλάνο τα ουσιαστικά προτάγματα των κυρίαρχων πολιτικών, τους ομολογημένους και ανομολόγητους μόνιμους στόχους των. Ο γράφων δεν είναι, ελπίζει, αφελής. Έχει ακούσει για το «σχολείο της αγοράς», για τους «δια βίου απασχολήσιμους» εργαζόμενους, για τη νέα σχέση εκπαίδευσης και κατάρτισης. Τούτο το μικρό κείμενο όμως θα τα παρακάμψει –αν είναι δυνατόν- όλα αυτά αυτοπεριοριζόμενο στη «στενή» περιοχή του εξεταστικού , για ορισμένες –νομίζουμε σημαντικές- επισημάνσεις.
Η διαιώνιση ενός τέτοιου παραλογισμού είναι, πέρα από όλα τα άλλα, μια χαρακτηριστικότατη μαρτυρία για το πνεύμα με το οποίο μια ολόκληρη κοινωνία αντιμετωπίζει, για δεκαετίες, τα σοβαρότερα από τα προβλήματά της, «σπρώχνοντας τα κάτω από το χαλί», αναζητώντας τη «βολική» λύση (για ποιους;), βαδίζοντας σταθερά στο δρόμο της επανάπαυσης και του κομφορμισμού. Το σύστημα αυτό «βόλεψε» και εξακολουθεί να «βολεύει» ακόμη σήμερα μ’ όλη την πανθομολογούμενη χρεοκοπία του. Σανίδα επιβίωσης για πάρα πολλούς, μέσο πλουτισμού για αρκετούς άλλους, οι Πανελλήνιες Εξετάσεις έφτασαν να γίνουν το υπέρτατο μέτρο επαγγελματικής καταξίωσης για τους εκπαιδευτικούς, μέσα σε ένα δημόσιο σχολείο που αντιλαμβάνεται ως υπέρτατο στόχο του την αναγνώρισή του ως καλού φροντιστήριου –στόχος, φευ, ανέφικτος.
Όμως το «βαρύ χαρτί» του συγκεκριμένου συστήματος δεν είναι βέβαια οι (παρα)οικονομικές και άλλες λειτουργίες του αλλά η νομιμοποιητική – ιδεολογική αποτελεσματικότητά του. Αναφερόμαστε βέβαια στο περίφημο αδιάβλητο, τόσο βολικό για τους εκάστοτε κυβερνώντες που κρατούν στα χέρια τους μια πραγματικά καυτή πατάτα και βέβαια δε θέλουν να τσουρουφλιστούν. Είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο που μετατρέπει μια λάμια σε ιερή αγελάδα, άξια για το μεγαλύτερο σεβασμό ως «το μόνο θεσμό που παραμένει όρθιος στην ελληνική κοινωνία». Η φράση ανήκει –δυστυχώς- σε συνδικαλιστή εκπαιδευτικό και είναι χαρακτηριστική των εμπεδωμένων νοοτροπιών.
Αυτονόητο είναι ότι η εξασφάλιση της γνησιότητας μιας εξεταστικής διαδικασίας είναι σημαντικότατο ζήτημα, είναι μια απαρέγκλιτη σε κάθε περίπτωση υποχρέωση της πολιτείας. Όμως η υπεράσπιση, χάριν της γνησιότητας και μόνο, ενός πανολέθριου συστήματος, το οποίο υποχρεώνει δεκαεπτάχρονα παιδιά σε ένα ανταγωνισμό ζωής και θανάτου, με κλειστό αριθμό επιτυχόντων είναι άλλο ζήτημα. Η απομάκρυνση κάθε εξεταστικής διαδικασίας τέτοιου είδους από την ακτίνα του Λυκείου είναι πρωταρχική προϋπόθεση οποιασδήποτε ανορθωτικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στο σημερινό ορίζοντα της κατάστασης πραγμάτων θα ήταν βέβαια πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πραγματικά ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, με μοναδικό προαπαιτούμενο το απολυτήριο Λυκείου. Αν όμως κάποιες εξετάσεις είναι, ακόμα, απαραίτητες για την πρόσβαση σε ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές, τότε σίγουρα οι εξετάσεις αυτές το μόνο για το οποίο θα πρέπει να αποφασίζουν θα είναι αν ο συγκεκριμένος υποψήφιος κατέχει ή όχι τον ελάχιστο εκείνο γνωστικό εξοπλισμό που απαιτούν οι σπουδές στο συγκεκριμένο πεδίο. Αναφερόμαστε δηλαδή σε μια εξεταστική διαδικασία παρόμοια μ’ εκείνη που συναντάμε κατά την απόκτηση των διάφορων τίτλων γλωσσομάθειας. Χωρίς κλειστό αριθμό επιτυχόντων, χωρίς ανταγωνιστικό χαρακτήρα και βέβαια με θέματα σε επαφή με ό,τι πραγματικά διδάσκεται (ή μπορεί να διδαχθεί) σε μια μέση σχολική τάξη. Όλα τα περαιτέρω (δηλαδή ποιος θα σπουδάσει τι και πού) δεν μπορεί να αποφασίζονται στο πλαίσιο του Λυκείου, αλλά σε μια μεταγενέστερη φάση της ζωής και της πνευματικής εξέλιξης του νέου ανθρώπου, οπωσδήποτε μέσα στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια; Η χώρα αγωνιά ακυβέρνητη, στη μέγγενη ανελέητων δανειστών, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανέργους, με την απειλή της άτακτης χρεωκοπίας… Τι λέμε τώρα;
Λοιπόν ακριβώς τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή, πιστεύουμε, να τεθεί αυτό το ζήτημα, μαζί με άλλα παρεμφερή θέματα, απείρως σοβαρότερα από το αν θα στέρξει ο …Καμένος να στηρίξει μια …αριστερή κυβέρνηση. Τη στιγμή που τίποτα δε φαίνεται να λειτουργεί, τη στιγμή που όλα παίζονται ας ακούσουμε την οργισμένη κα. Αρβελέρ να μιλά ακριβώς επί του θέματος
«Τι δίνετε στα παιδιά; Τι πράγματα είναι αυτά;»
* Μαθηματικός
Εφημερίδα "Δράση"
Δημοσίευση σχολίου