Του Γ.Γ
Συφιλιάστικε πρωί πρωί ο Γιάννης. Είχε βάλει το μπρίκι για καφέ, ν' ανοίξει το βλέφαρο, και το ραδιόφωνο να δει τι γίνεται στα πέριξ. Ο εκφωνητής είπε το τροπάριο με τις παπαριές του Σαμαρά, τα τράβαλα που γίνονται στο ΠΑΣΟΚ και προχώρησε: «Ο επιχειρηματίας Μπάμπης Βωβός, κατηγορείται για χρέη ύψους 1.010.000 ευρώ προς το ΙΚΑ, φόρο μισθωτών υπηρεσιών και προς το Δημόσιο….». Σκέφτηκε ο Γιάννης: Εγώ καθυστέρησα την δόση στο παπάκι μου, και παρ' ολίγο, αν δεν την πλήρωνα, να βρεθώ στη στενή. Πως διάολο αυτός ο τύπος χρωστάει τόσα λεφτά και δεν τρέχει κάστανο. Κάτι δεν πάει καλά.
Αστο, πρέπει να πάω για μεροκάματο Μην πολυσκέφτομαι. Αρκετά μου ζαλίζει τα ούμπαλα το αφεντικό. Σάλταρε στο παπί, το’ χε και "πειραγμένο", σε δέκα λεφτά ήταν στην δουλειά. Οχι και σε τίποτα σπουδαίο δηλαδή. Ωρομίσθιος, σε μια εταιρία μεταφορών. Εντάξει, δεν έψαχνε γωνία στο δεκάρικο, αλλά τα λεφτά που έπαιρνε, ξεφτίλα ρε φίλε μου. Το ‘ξερε κι αυτός. Επιλογή δεν είχε. Μπορεί να μην τέλειωσε Πανεπιστήμιο, αλλά είχε δίπλωμα πεζοδρομίου εφτά επί οχτώ. Από χαμίνι στην πιάτσα. Ξεκίνησε σερβιτόρος, αργότερα στην οικοδομή, τώρα μοιράζει συστημένα. Πάντως τα κουτσόφερνε. Και πέρα από πάρτι του, δεν είχε δερβέναγα. Με τους γέρους του, τα ‘χε σπάσει. Αστο, το πως και το γιατί.
Κάνει την περατζάδα του, τρώει το καυσαέριο με το κιλό, καταπίνει τις προσβολές του αφεντικού. Μεροκάματο της απελπισίας' τέλος.
Ντουγρού για το σπίτι. Μπάνιο στο καυτό, κόντρα ξούρα. Σουλουπώνεται το κατά δύναμη, καβαλάει το παπί και βάζει ρότα για παραλιακή. Στο δρόμο θα ‘παιρνε και την κοπελιά του. Τους έβγαινε σήμερα για δυο καθαρά. Να ξεδώσουν, βρε αδελφέ.
Με το Λενιώ δίπλα του, ξεκινούν την τσάρκα τους. Πέφτουν σε μπλόκο. Αργησε να σταματήσει. Βρέθηκε να τους σημαδεύουν με τα πιστόλια τους τρεις μπάτσοι. «Σιγά ρε παιδιά. Τον Ρωχάμη τον πιάσαν, και ο Μαζιώτης δεν είμαι». Πήγε να κάνει πλάκα.
«Πουλάς πνεύμα για οινόπνευμα, μαλακισμένο; Ακίνητοι και τα χέρια στον τοίχο, κι οι δυό σας», ουρλιάζει ο αρχιμπάτσος. Τρέμει απ' τα νεύρα του ο Γιάννης, αλλά το βουλώνει.
Με την άκρη του ματιού του μπανίζει το μπάτσο να χουφτώνει την δικιά του. Ανάβουν τα λαμπάκια. Αυτό δεν υποφερόταν. Χέρι στο αίσθημα, πήγαινε πολύ. Δεν ήταν και φλώρος. Ξηγιέται τσαμπουκαλίδικα και κατεβάζει δυο ξεσυγυρισμένα μπουκέτα στα μούτρα του γαλονά. Του έκανε την φάτσα να χρειάζεται γενική επισκευή.
Στο μπάχαλο που ακολούθησε, ο δικός μας βρέθηκε, αφού έφαγε το ξύλο της αρκούδας, από τρεις μπάτσους, μπουζουριασμένος στο μπουντρούμι.
Πρώτη φορά που είχε αλισβερίσια με μπάτσους και να το αποτέλεσμα. Τον τύλιξαν σε μια κόλα χαρτί, του φόρτωσαν στην πλάτη τον μισό ποινικό κώδικα, κι άντε να καθαρίσει.
Ούτε που του πέρασε απ' το μυαλό για δικηγόρους και τα τοιαύτα. Πάντα καθάριζε μόνος του. Τούτη τη φορά όμως ήθελε κολλητούς. Να τον καταλαβαίνουν. Δεν τους είχε βρει, δεν τον βρήκαν μέχρι σήμερα. Να ξελασπώσω πρώτα, και θα βρούμε άκρη σκέπτεται.
Το πρωί τον φωνάζουν για ανάκριση. Ενας γραβατωμένος τζιτζιφιόγκος πίσω από μια στοίβα χαρτιά, πάει ν' αρχίσει το κήρυγμα.
Ο δικός μας τον κόβει στο απότομο και του σπικάρει δυο εμπορικά φωνήεντα. «Ακου, χαρτογιακά και ας τις τσιριτσάτζουλες. Μια αξιοπρέπεια μας έμεινε σ’ αυτή την ζωή. Μας στερήσατε τα όνειρα μας, ισοπεδώσατε την ζωή μας, αλλά όχι να αφήσουμε κάθε κομπλεξικό μπάτσο να μας φτύνει κατάμουτρα».
Στην τελική ο Γιάννης έριξε σύρμα σε έναν κολλητό του που είναι και σύντροφος, έσκασε μύτη δικηγόρος και τώρα περιμένει τακτική δικάσιμο.
Μετά απ’ αυτό το αφεντικό τον απέλυσε –τυχαίο;- και μπήκε κι αυτός στις ατέλειωτες στρατιές των ανέργων.
Εχουν φουρτουνιάσει οι σκέψεις και η καρδιά του Γιάννη. Θέλει κάποιες απαντήσεις. Μας ψάχνει. Να τον συναντήσουμε.
+ σχόλια + 1 σχόλια
Ποτε ρε Γιώργη θα βρεθούμε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ,γαμω το κερατό μου.ΠΟΤΕ;
Δημοσίευση σχολίου