Μαριάννα Τζιαντζή
Με το έργο του ο Πάνος Γεραμάνης αποτύπωσε πτυχές του λαϊκού πολιτισμού που χωρίς αυτόν θα είχαν χαθεί, όμως ο ίδιος ήταν κάτι παραπάνω από απλός διασώστης. Στο μυαλό όσων των γνώρισαν, τον διάβαζαν η τον άκουγαν αποτυπώθηκε ο ίδιος σαν σπάνιο παράδειγμα ευφυΐας, γενναιοδωρίας και ευγένειας.
Δεν χρειάζεται να φτάσει το Μεγάλο Σάββατο ή η παραμονή της Πρωτομαγιάς για να θυμηθούμε τον Πάνο Γεραμάνη που πέθανε το 2005.
Το παράξενο είναι ότι δεν τον θυμούνται μόνο οι στενοί φίλοι και οι συγγενείς του, αλλά και άνθρωποι που τον έχουν συναντήσει πολύ λίγες φορές ή που τον γνώρισαν μόνο μέσα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές και τα κείμενά του.
Η μοίρα του δημοσιογράφου είναι να ξεχνιέται μόλις απομακρυνθεί από το Μέσο όπου εργάζεται. Η αναγνωρισιμότητα δεν κρατά πολύ. Πολύ όμως κρατά η αγάπη – και ο Πάνος αγαπήθηκε όσο λίγοι. Να τι έγραφε πριν λίγα χρόνια ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στη στήλη του «Ματιές» των Νέων για έναν διακεκριμένο δημοσιογράφο του Βήματος, τον Παύλο Παλαιολόγο που κάποτε τα χρονογραφήματά του ήταν ευαγγέλιο για πολλούς:
«Έγραφε δεκάδες χρόνια στην Ακαδημία του Τύπου, το Βήμα. Δεκάδες χιλιάδες οι αναγνώστες του. Περάσανε τα χρόνια, παραιτήθηκε, πήγε σπίτι του. Τον συνάντησα ένα βράδυ σε κάποιο θέατρο.
«Τι γίνεσαι;» του λέω.
«Όλα μαύρα», μου απάντησε.
«Δηλαδή;»
«Εγώ που έπαιρνα εκατό επιστολές τη μέρα, που το τηλέφωνο μου χτυπούσε από το πρωί ίσαμε τη νύχτα, που με πολιορκούσαν καθημερινώς δεκάδες παρέες, από τότε που άφησα την εφημερίδα και δεν γράφω, έμεινα μόνος -ολομόναχος! Το τηλέφωνό μου είναι ζήτημα αν χτυπάει μία φορά την
εβδομάδα!»»
Το τηλέφωνο του Πάνου ακόμα χτυπάει. Ανθρωποι απ” όλη την Ελλάδα, ναυτικοί και ομογενείς από το εξωτερικό παίρνουν και μιλούν με τη σύντροφο του, τη Ναυσικά, της λένε ό,τι θα έλεγαν στον Πάνο.
Και κάθε χρόνο, στην επέτειο του θανάτου του, ένα μικρό συλλαλητήριο γίνεται προς τιμήν του σε μια ουζερί που σύχναζε, στην πλατεία του Χαλανδρίου.
Σύντροφοι από τον αντιδικτατορικό αγώνα, φίλοι,μουσικοί, συχωριανοί, συνάδελφοι, ακόμα και οδηγοί ταξί που τον είχαν πελάτη έρχονται για τον «κύριο Πάνο». «Απλοί ακροατές», όπως αυτοσυστήνονται, φέρνουν πιατέλες με βουνά από κεφτέδες, φέρνουν χειροποίητα τυροπιτάκια, με νταμιτζάνες με εκλεκτό κρασί.
Η εκδήλωση θυμίζει λαϊκή γιορτή, όχι μνημόσυνο, όχι πανηγύρι ή ξεφάντωμα.
Η ίδια κοσμοσυρροή παρατηρήθηκε στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ κατά την παρουσίαση της βιογραφίας του, γραμμένη από τον Βασίλη Καρδάση (Πάνος Γεραμάνης. Σε δρόμους λαϊκούς, εκδ. Άγκυρα), αλλά και νωρίτερα, το 2007, όταν κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με κείμενά του με επιμέλεια του Βασίλη Λουμπρίνη (Η ζωή μου ένα τραγούδι, εκδ. Καστανιώτη).
Ο Πάνος Γεραμάνης ήταν παιδί και πατέρας της Αριστεράς, παιδί και πατέρας του λαϊκού τραγουδιού, του ποδοσφαίρου, της ταβέρνας.
Ταυτόχρονα, και χωρίς να το έχει επιδιώξει, έγινε εκφραστής μιας Αριστεράς που δεν είχε ανάγκη από τίτλους ιδιοκτησίας και πιστοποιητικά κομματικής καθαρότητας: αρκούσε η ανιδιοτέλεια και το ήθος της.
Οχτώ χρόνια μετά το θάνατο του, κάθε Μάη, ανένταχτοι και οργανωμένοι, κουκουέδες και «οπορτουνιστές» (σύμφωνα με την ορολογία του Περισσού), ενεργοί και παραιτημένοι, συνυπάρχουν για λίγη ώρα στον ίδιο χώρο, στην άκρη μιας πλατείας στο Χαλάνδρι.
Με το έργο του ο Πάνος αποτύπωσε πτυχές του λαϊκού πολιτισμού που χωρίς αυτόν θα είχαν χαθεί, όμως ο ίδιος ήταν κάτι παραπάνω από απλός διασώστης.
Κυρίως όμως αποτυπώθηκε ο ίδιος στο μυαλό όσων των γνώρισαν, τον διάβαζαν ή τον άκουγαν σαν σπάνιο παράδειγμα ευφυΐας, γενναιοδωρίας και ευγένειας.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ, 4/5/2013 - μέσω της ιστοσελίδας μας
Με το έργο του ο Πάνος Γεραμάνης αποτύπωσε πτυχές του λαϊκού πολιτισμού που χωρίς αυτόν θα είχαν χαθεί, όμως ο ίδιος ήταν κάτι παραπάνω από απλός διασώστης. Στο μυαλό όσων των γνώρισαν, τον διάβαζαν η τον άκουγαν αποτυπώθηκε ο ίδιος σαν σπάνιο παράδειγμα ευφυΐας, γενναιοδωρίας και ευγένειας.
Δεν χρειάζεται να φτάσει το Μεγάλο Σάββατο ή η παραμονή της Πρωτομαγιάς για να θυμηθούμε τον Πάνο Γεραμάνη που πέθανε το 2005.
Το παράξενο είναι ότι δεν τον θυμούνται μόνο οι στενοί φίλοι και οι συγγενείς του, αλλά και άνθρωποι που τον έχουν συναντήσει πολύ λίγες φορές ή που τον γνώρισαν μόνο μέσα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές και τα κείμενά του.
Η μοίρα του δημοσιογράφου είναι να ξεχνιέται μόλις απομακρυνθεί από το Μέσο όπου εργάζεται. Η αναγνωρισιμότητα δεν κρατά πολύ. Πολύ όμως κρατά η αγάπη – και ο Πάνος αγαπήθηκε όσο λίγοι. Να τι έγραφε πριν λίγα χρόνια ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στη στήλη του «Ματιές» των Νέων για έναν διακεκριμένο δημοσιογράφο του Βήματος, τον Παύλο Παλαιολόγο που κάποτε τα χρονογραφήματά του ήταν ευαγγέλιο για πολλούς:
«Έγραφε δεκάδες χρόνια στην Ακαδημία του Τύπου, το Βήμα. Δεκάδες χιλιάδες οι αναγνώστες του. Περάσανε τα χρόνια, παραιτήθηκε, πήγε σπίτι του. Τον συνάντησα ένα βράδυ σε κάποιο θέατρο.
«Τι γίνεσαι;» του λέω.
«Όλα μαύρα», μου απάντησε.
«Δηλαδή;»
«Εγώ που έπαιρνα εκατό επιστολές τη μέρα, που το τηλέφωνο μου χτυπούσε από το πρωί ίσαμε τη νύχτα, που με πολιορκούσαν καθημερινώς δεκάδες παρέες, από τότε που άφησα την εφημερίδα και δεν γράφω, έμεινα μόνος -ολομόναχος! Το τηλέφωνό μου είναι ζήτημα αν χτυπάει μία φορά την
εβδομάδα!»»
Το τηλέφωνο του Πάνου ακόμα χτυπάει. Ανθρωποι απ” όλη την Ελλάδα, ναυτικοί και ομογενείς από το εξωτερικό παίρνουν και μιλούν με τη σύντροφο του, τη Ναυσικά, της λένε ό,τι θα έλεγαν στον Πάνο.
Και κάθε χρόνο, στην επέτειο του θανάτου του, ένα μικρό συλλαλητήριο γίνεται προς τιμήν του σε μια ουζερί που σύχναζε, στην πλατεία του Χαλανδρίου.
Σύντροφοι από τον αντιδικτατορικό αγώνα, φίλοι,μουσικοί, συχωριανοί, συνάδελφοι, ακόμα και οδηγοί ταξί που τον είχαν πελάτη έρχονται για τον «κύριο Πάνο». «Απλοί ακροατές», όπως αυτοσυστήνονται, φέρνουν πιατέλες με βουνά από κεφτέδες, φέρνουν χειροποίητα τυροπιτάκια, με νταμιτζάνες με εκλεκτό κρασί.
Η εκδήλωση θυμίζει λαϊκή γιορτή, όχι μνημόσυνο, όχι πανηγύρι ή ξεφάντωμα.
Η ίδια κοσμοσυρροή παρατηρήθηκε στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ κατά την παρουσίαση της βιογραφίας του, γραμμένη από τον Βασίλη Καρδάση (Πάνος Γεραμάνης. Σε δρόμους λαϊκούς, εκδ. Άγκυρα), αλλά και νωρίτερα, το 2007, όταν κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με κείμενά του με επιμέλεια του Βασίλη Λουμπρίνη (Η ζωή μου ένα τραγούδι, εκδ. Καστανιώτη).
Ο Πάνος Γεραμάνης ήταν παιδί και πατέρας της Αριστεράς, παιδί και πατέρας του λαϊκού τραγουδιού, του ποδοσφαίρου, της ταβέρνας.
Ταυτόχρονα, και χωρίς να το έχει επιδιώξει, έγινε εκφραστής μιας Αριστεράς που δεν είχε ανάγκη από τίτλους ιδιοκτησίας και πιστοποιητικά κομματικής καθαρότητας: αρκούσε η ανιδιοτέλεια και το ήθος της.
Οχτώ χρόνια μετά το θάνατο του, κάθε Μάη, ανένταχτοι και οργανωμένοι, κουκουέδες και «οπορτουνιστές» (σύμφωνα με την ορολογία του Περισσού), ενεργοί και παραιτημένοι, συνυπάρχουν για λίγη ώρα στον ίδιο χώρο, στην άκρη μιας πλατείας στο Χαλάνδρι.
Με το έργο του ο Πάνος αποτύπωσε πτυχές του λαϊκού πολιτισμού που χωρίς αυτόν θα είχαν χαθεί, όμως ο ίδιος ήταν κάτι παραπάνω από απλός διασώστης.
Κυρίως όμως αποτυπώθηκε ο ίδιος στο μυαλό όσων των γνώρισαν, τον διάβαζαν ή τον άκουγαν σαν σπάνιο παράδειγμα ευφυΐας, γενναιοδωρίας και ευγένειας.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ, 4/5/2013 - μέσω της ιστοσελίδας μας
Δημοσίευση σχολίου