Πηγή: Λεωνίδας Βατικιώτης - "Επίκαιρα"
Δάφνες φιλολαϊκής πολιτικής θα επιχειρήσει να δρέψει η κυβέρνηση με την καθιέρωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, που ξεκίνησε να εφαρμόζεται πιλοτικά τον Σεπτέμβριο σε δεκατρείς δήμους και εντός του 2015 σχεδιάζεται να εφαρμοστεί σε όλη τη χώρα. Το ύψος του ξεκινά από 200 ευρώ το άτομο και αυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Έτσι, οι έγγαμοι θα λαμβάνουν 100 ευρώ για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας και 50 ευρώ για κάθε παιδί. Χαρακτηριστικά, ένα ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά θα λαμβάνει 400 ευρώ.
Παρότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην προεκλογική περίοδο, που έχει ήδη ξεκινήσει, επιχειρώντας να κλείσει το χάσμα που έχει ανοίξει με τα λαϊκά στρώματα, η αλήθεια είναι πως η εφαρμογή του δεν πρόκειται να επιφέρει ουσιαστική βελτίωση των όρων ζωής στους εκατομμύρια πολίτες που επλήγησαν από την κρίση.
Το ίδιο το ύψος της δαπάνης είναι αστείο, καθώς προβλέπεται ότι στην πλήρη εφαρμογή του, όταν θα καλύπτει το 7% του πληθυσμού που βρίσκεται σε ανάγκη, θα στοιχίσει στον κρατικό προϋπολογισμό 1 δις ευρώ. Μια ματιά, ωστόσο, στον κρατικό προϋπολογισμό αρκεί για να φανεί ότι στα «πέτρινα χρόνια» των Μνημονίων έχουν αφαιρεθεί από την κοινωνική πολιτική πολλές δεκάδες δις ευρώ. Για παράδειγμα, οι επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία το 2012 ανέρχονταν στα 13,44 δις ευρώ, ενώ για φέτος έχουν προβλεφθεί 9,85 δις ευρώ. Σε τρία χρόνια αφαιρέθηκαν, δηλαδή, από τα Ταμεία 4 δις ευρώ! Επομένως, το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μας επιστρέφει ένα μικρό, πολύ μικρό, μέρος όσων χρημάτων μάς στέρησαν οι πολιτικές λιτότητας από το 2010 και μετά.
Το ότι το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα θα συναγωνίζεται την αποτελεσματικότητα της... ασπιρίνης στον καρκίνο φαίνεται καθαρά αν το αντιπαραβάλουμε στην έκταση που έχει προσλάβει μέχρι σήμερα το κοινωνικό ζήτημα. Για παράδειγμα, ενώ κυβέρνηση και τρόικα (ΕΕ/ΔΝΤ) διατυμπανίζουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, την ίδια ώρα σφυρίζουν αδιάφορα απέναντι στο δράμα των ανέργων, καθώς μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα παίρνει επίδομα ανεργίας. Το ίδιο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής παρατηρεί ότι «το πρώτο τρίμηνο του 2013 το επίδομα ανεργίας έλαβαν 233.000 άνεργοι, όταν ο συνολικός αριθμός ανέργων ανερχόταν σε 1.355.000 άτομα, δηλαδή το 17% του συνόλου. Το δεύτερο τρίμηνο του 2013 το ποσοστό δικαιούχων μειώθηκε περαιτέρω στο 12%».
Αν ήθελαν, επομένως, να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δυστυχία, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνουν θα ήταν να επεκτείνουν τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας (360 ευρώ για δώδεκα μήνες, πλέον 30 ευρώ για κάθε παιδί) σε όλους τους ανέργους! Δεδομένου ότι το κόστος αυτού του μέτρου ξεπερνά τα 5 δις ετησίως, είναι προφανές ότι όσο δίνεται προτεραιότητα στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς δεν υπάρχει πιθανότητα υλοποίησής του.
Τεράστια είναι επίσης η απόκλιση μεταξύ των δικαιούχων του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και των φτωχών. Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρεται ότι 2,5 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας και 3,8 εκατομμύρια βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας. Δηλαδή 6,3 εκατομμύρια πολίτες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας ή σε κίνδυνο φτώχειας, την ίδια ώρα που Σαμαράς και Βενιζέλος μιλούν για success story και υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια για να αποφύγουν τη σίγουρη εκλογική εξαφάνιση!
Αστείο είναι και το ύψος του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Τον Οκτώβριο του 2012 έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας είχε υπολογίσει σε 360 ευρώ το ύψος της εισοδηματικής ενίσχυσης που έπρεπε να λαμβάνει κάθε άτομο για να ξεφύγει από την ακραία φτώχεια, ενώ τετραμελής οικογένεια με δύο παιδιά έπρεπε να λαμβάνει 972 ευρώ. Προσοχή: όχι για να
ξεφύγουν από τη φτώχεια ούτε, πολύ περισσότερο, για να ενσωματωθούν στην κοινωνία! Μόνο για να ξεφύγει από την ακραία φτώχεια ένα άτομο χρειάζεται 360 ευρώ τον μήνα. Και το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δίνει περίπου τα μισά χρήματα σε ένα μονοψήφιο κλάσμα όσων το έχουν ανάγκη...
Η κυβέρνηση, βέβαια, και οι συν αυτή, όπως το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, εμφανίζουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ως βήμα εξορθολογισμού της κοινωνικής πολιτικής. Σε αυτή την κατεύθυνση πλειοδοτούν σε επιθέσεις για την κατάσταση που ίσχυε μέχρι τώρα, στοχοποιώντας συχνά την πληθώρα επιδομάτων που προστίθεντο στους μισθούς. Παραλείπουν, ωστόσο, να
αναφέρουν ότι για πολλά χρόνια στο Ελληνικό Δημόσιο η εισοδηματική πολιτική είχε αντικατασταθεί από την... επιδοματική. Με κοινή συμφωνία κράτους και συνδικάτων, αντί να προσαυξάνονται με αυξήσεις, οι μισθοί προσαυξάνονταν με επιδόματα.
Αντίθετα με την Ελλάδα, που είναι το μοναδικό κράτος-μέλος της ΕΕ το οποίο δεν έχει υλοποιήσει το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, απ' όλες τις υπόλοιπες χώρες υφίσταται χρόνια και αξιόλογη εμπειρία.
Κοινή συνισταμένη των σχετικών παραδειγμάτων είναι ότι η νέας κοπής κοινωνική πολιτική, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, συμπληρώνει και δεν αναιρεί την τάση διάλυσης του κοινωνικού κράτους που άκμασε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ό,τι συμβαίνει στη Γερμανία με τα επιδόματα Χαρτζ4 που καθιερώθηκαν ταυτόχρονα με τα μέτρα ελαστικοποίησηςτης εργασίας, τα οποία επιβλήθηκαν επί καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Όπως και στην Ελλάδα, είναι ένα μικρό μόνο μέρος όσων έδινε στο παρελθόν το γερμανικό κράτος στους πολίτες του. Οπότε η τάση μείωσης των κοινωνικών δαπανών δεν αναιρείται. το σημαντικότερο είναι ότι, στον βαθμό που αξιοπρόσεκτο μέρος των επιδομάτων παρέχεται σε εργαζόμενους στις λεγάμενες «μικροδουλειές» που αφορούν σε κακοπληρωμένες και πλήρως ελαστικές θέσεις εργασίας, δεν πρόκειται για πολιτική επανένταξης, αλλά για πολιτική χρηματοδότησης -με λεφτά, μάλιστα, των φορολογουμένων- του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας και της πτώσης των μισθών.
Έτσι, το κράτος στηρίζει και η κοινωνία χρηματοδοτεί τους μισθούς πείνας, σε μια εποχή που πλέον η δουλειά έχει πάψει να ισοδυναμεί με την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Τέλος, αυστηρή προϋπόθεση για οποιοσδήποτε μορφής ενίσχυση είναι η κατάργηση κάθε έννοιας ιδιωτικότητας και προσωπικού χώρου.
Ελεγκτές των κοινωνικών υπηρεσιών στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες εισβάλλουν απροειδοποίητα στα σπίτια των δικαιούχων, ελέγχοντας ακόμη και το ψυγείο για να κρίνουν κατά πόσο η κατανάλωση συμβαδίζει με το δηλωθέν εισόδημα!
Άπειρα παραδείγματα ανεπίτρεπτων πριν από λίγα χρόνια προσβολών, που βοηθούν επιπλέον στον στιγματισμό των δικαιούχων ώστε να μειώνονται κι οι σειρές στις αιτήσεις, αποδεικνύουν ότι εργαλεία όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα όχι μόνο συνάδουν με τη λιτότητα, αλλά ανοίγουν, μάλιστα, την πόρτα και στον Μεγάλο Αδελφό.
Δάφνες φιλολαϊκής πολιτικής θα επιχειρήσει να δρέψει η κυβέρνηση με την καθιέρωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, που ξεκίνησε να εφαρμόζεται πιλοτικά τον Σεπτέμβριο σε δεκατρείς δήμους και εντός του 2015 σχεδιάζεται να εφαρμοστεί σε όλη τη χώρα. Το ύψος του ξεκινά από 200 ευρώ το άτομο και αυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Έτσι, οι έγγαμοι θα λαμβάνουν 100 ευρώ για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας και 50 ευρώ για κάθε παιδί. Χαρακτηριστικά, ένα ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά θα λαμβάνει 400 ευρώ.
Παρότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην προεκλογική περίοδο, που έχει ήδη ξεκινήσει, επιχειρώντας να κλείσει το χάσμα που έχει ανοίξει με τα λαϊκά στρώματα, η αλήθεια είναι πως η εφαρμογή του δεν πρόκειται να επιφέρει ουσιαστική βελτίωση των όρων ζωής στους εκατομμύρια πολίτες που επλήγησαν από την κρίση.
Πήραν το καρβέλι, επιστρέφουν ψίχουλα
Το ίδιο το ύψος της δαπάνης είναι αστείο, καθώς προβλέπεται ότι στην πλήρη εφαρμογή του, όταν θα καλύπτει το 7% του πληθυσμού που βρίσκεται σε ανάγκη, θα στοιχίσει στον κρατικό προϋπολογισμό 1 δις ευρώ. Μια ματιά, ωστόσο, στον κρατικό προϋπολογισμό αρκεί για να φανεί ότι στα «πέτρινα χρόνια» των Μνημονίων έχουν αφαιρεθεί από την κοινωνική πολιτική πολλές δεκάδες δις ευρώ. Για παράδειγμα, οι επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία το 2012 ανέρχονταν στα 13,44 δις ευρώ, ενώ για φέτος έχουν προβλεφθεί 9,85 δις ευρώ. Σε τρία χρόνια αφαιρέθηκαν, δηλαδή, από τα Ταμεία 4 δις ευρώ! Επομένως, το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μας επιστρέφει ένα μικρό, πολύ μικρό, μέρος όσων χρημάτων μάς στέρησαν οι πολιτικές λιτότητας από το 2010 και μετά.
Το ότι το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα θα συναγωνίζεται την αποτελεσματικότητα της... ασπιρίνης στον καρκίνο φαίνεται καθαρά αν το αντιπαραβάλουμε στην έκταση που έχει προσλάβει μέχρι σήμερα το κοινωνικό ζήτημα. Για παράδειγμα, ενώ κυβέρνηση και τρόικα (ΕΕ/ΔΝΤ) διατυμπανίζουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, την ίδια ώρα σφυρίζουν αδιάφορα απέναντι στο δράμα των ανέργων, καθώς μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα παίρνει επίδομα ανεργίας. Το ίδιο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής παρατηρεί ότι «το πρώτο τρίμηνο του 2013 το επίδομα ανεργίας έλαβαν 233.000 άνεργοι, όταν ο συνολικός αριθμός ανέργων ανερχόταν σε 1.355.000 άτομα, δηλαδή το 17% του συνόλου. Το δεύτερο τρίμηνο του 2013 το ποσοστό δικαιούχων μειώθηκε περαιτέρω στο 12%».
Αν ήθελαν, επομένως, να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δυστυχία, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνουν θα ήταν να επεκτείνουν τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας (360 ευρώ για δώδεκα μήνες, πλέον 30 ευρώ για κάθε παιδί) σε όλους τους ανέργους! Δεδομένου ότι το κόστος αυτού του μέτρου ξεπερνά τα 5 δις ετησίως, είναι προφανές ότι όσο δίνεται προτεραιότητα στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς δεν υπάρχει πιθανότητα υλοποίησής του.
Τεράστια είναι επίσης η απόκλιση μεταξύ των δικαιούχων του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και των φτωχών. Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρεται ότι 2,5 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας και 3,8 εκατομμύρια βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας. Δηλαδή 6,3 εκατομμύρια πολίτες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας ή σε κίνδυνο φτώχειας, την ίδια ώρα που Σαμαράς και Βενιζέλος μιλούν για success story και υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια για να αποφύγουν τη σίγουρη εκλογική εξαφάνιση!
Αστείο είναι και το ύψος του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Τον Οκτώβριο του 2012 έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας είχε υπολογίσει σε 360 ευρώ το ύψος της εισοδηματικής ενίσχυσης που έπρεπε να λαμβάνει κάθε άτομο για να ξεφύγει από την ακραία φτώχεια, ενώ τετραμελής οικογένεια με δύο παιδιά έπρεπε να λαμβάνει 972 ευρώ. Προσοχή: όχι για να
ξεφύγουν από τη φτώχεια ούτε, πολύ περισσότερο, για να ενσωματωθούν στην κοινωνία! Μόνο για να ξεφύγει από την ακραία φτώχεια ένα άτομο χρειάζεται 360 ευρώ τον μήνα. Και το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δίνει περίπου τα μισά χρήματα σε ένα μονοψήφιο κλάσμα όσων το έχουν ανάγκη...
Η κυβέρνηση, βέβαια, και οι συν αυτή, όπως το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, εμφανίζουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ως βήμα εξορθολογισμού της κοινωνικής πολιτικής. Σε αυτή την κατεύθυνση πλειοδοτούν σε επιθέσεις για την κατάσταση που ίσχυε μέχρι τώρα, στοχοποιώντας συχνά την πληθώρα επιδομάτων που προστίθεντο στους μισθούς. Παραλείπουν, ωστόσο, να
αναφέρουν ότι για πολλά χρόνια στο Ελληνικό Δημόσιο η εισοδηματική πολιτική είχε αντικατασταθεί από την... επιδοματική. Με κοινή συμφωνία κράτους και συνδικάτων, αντί να προσαυξάνονται με αυξήσεις, οι μισθοί προσαυξάνονταν με επιδόματα.
Αρνητική εμπειρία από Γερμανία - Γαλλία
Αντίθετα με την Ελλάδα, που είναι το μοναδικό κράτος-μέλος της ΕΕ το οποίο δεν έχει υλοποιήσει το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, απ' όλες τις υπόλοιπες χώρες υφίσταται χρόνια και αξιόλογη εμπειρία.
Κοινή συνισταμένη των σχετικών παραδειγμάτων είναι ότι η νέας κοπής κοινωνική πολιτική, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, συμπληρώνει και δεν αναιρεί την τάση διάλυσης του κοινωνικού κράτους που άκμασε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ό,τι συμβαίνει στη Γερμανία με τα επιδόματα Χαρτζ4 που καθιερώθηκαν ταυτόχρονα με τα μέτρα ελαστικοποίησηςτης εργασίας, τα οποία επιβλήθηκαν επί καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Όπως και στην Ελλάδα, είναι ένα μικρό μόνο μέρος όσων έδινε στο παρελθόν το γερμανικό κράτος στους πολίτες του. Οπότε η τάση μείωσης των κοινωνικών δαπανών δεν αναιρείται. το σημαντικότερο είναι ότι, στον βαθμό που αξιοπρόσεκτο μέρος των επιδομάτων παρέχεται σε εργαζόμενους στις λεγάμενες «μικροδουλειές» που αφορούν σε κακοπληρωμένες και πλήρως ελαστικές θέσεις εργασίας, δεν πρόκειται για πολιτική επανένταξης, αλλά για πολιτική χρηματοδότησης -με λεφτά, μάλιστα, των φορολογουμένων- του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας και της πτώσης των μισθών.
Έτσι, το κράτος στηρίζει και η κοινωνία χρηματοδοτεί τους μισθούς πείνας, σε μια εποχή που πλέον η δουλειά έχει πάψει να ισοδυναμεί με την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Τέλος, αυστηρή προϋπόθεση για οποιοσδήποτε μορφής ενίσχυση είναι η κατάργηση κάθε έννοιας ιδιωτικότητας και προσωπικού χώρου.
Ελεγκτές των κοινωνικών υπηρεσιών στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες εισβάλλουν απροειδοποίητα στα σπίτια των δικαιούχων, ελέγχοντας ακόμη και το ψυγείο για να κρίνουν κατά πόσο η κατανάλωση συμβαδίζει με το δηλωθέν εισόδημα!
Άπειρα παραδείγματα ανεπίτρεπτων πριν από λίγα χρόνια προσβολών, που βοηθούν επιπλέον στον στιγματισμό των δικαιούχων ώστε να μειώνονται κι οι σειρές στις αιτήσεις, αποδεικνύουν ότι εργαλεία όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα όχι μόνο συνάδουν με τη λιτότητα, αλλά ανοίγουν, μάλιστα, την πόρτα και στον Μεγάλο Αδελφό.
Δημοσίευση σχολίου