Του Γ. Γ.
Η φωτογραφία που παραθέτουμε έγινε viral στο facebook με δεκάδες χρήστες που έχουν καταγωγή την Λέσβο να θυμούνται την ντοπιολαλιά τους.
Η φωτογραφία που παραθέτουμε έγινε viral στο facebook με δεκάδες χρήστες που έχουν καταγωγή την Λέσβο να θυμούνται την ντοπιολαλιά τους.
Ευκαιρία μου δόθηκε, λοιπόν, να «πειράξω» ένα «ηθογράφημα» που υπάρχει σε μπλοκ, συντρόφου και φίλου γραμμένο στην ντοπιολαλιά του χωριού μας –Αγία Παρασκευή Λέσβου- και ίσως να μην είναι απόλυτα κατανοητό σε όλους/ες.
Αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία που διαδραματίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου, με πρωταγωνιστή έναν μπάτσο.
«Η Γιουρθάς»
Στα ζαμάνια που η δικτατορία του Παπαδόπουλου ήταν στα ντουζένια της, στο χωριό μας είχαμε έξι χωροφύλακες που νόμιζαν ότι έχουν πιάσει τον παπά απ’ τα’ κουλάγιατ..
Δυο ήταν οι μπάτσοι που άφηκαν ιστορία. Ο πρώτος ήταν μια στέκα αλόρτη που τον λέγαν Χρήστο. Του ‘χε κολλήσει όμως το παρατσούκλι «γ’ ορθάς», τσι αυτό γιατί τσνίγα τσι γναίτσις του χωριού μας που είχαν αλανιάρικες όρθες.
Χαλούσε, λέει, ντ μάπα του χωριού, να σουλατσάρουν στα καλντερίμιατ αδέσποτες. Ραδίτσια σντη γλάβατ ειχε η γιάθρουπους, ένα πράμα σα του Πουλβέλ. (σ/σ γραφικός τύπος του χωριού)
Η γι’ άλλους μπάτσους που άφησε τα χνάριατ ήταν η νωματάρχης τ’ χωριού μας. Τούτος ήταν μια σαπιουτσιλιά –σαν τον Πάγκαλο - και πολύ τσγκούνς. Ούτε στον άγιο νερό δεν ίδινι. Πλάκα είχε τα γαλόνια τσι τα βαζι να δλευγν για να περνά μπέικα. Τα΄ χε κανουνισμένα ούλα.
Τότε, που λεγ’τει είχαμε πέντε μπιχτσήδης (αγροφύλακες) στο χωριό. Είχε, λοιπόν δωσ’ τσι διαταγές του η νουματάρχς και τ’ κβαλούσαν οι μπιχτσήδες ζιμπίλια από φρούτα, λαχανικά, ντομάτες ούλα τα καλά που βγαζν τα χουράφια.. Τα κλέβαν φτοιν απ’ τσι μπαχτέδες τσι τα παγαίναν για να τα χλαπατσιάζ η γαλονάτη σαπιοτσλιά.
Τσι τ' άλλα όμως τα πρεπούμενα τάχει κανουνσμένα ο κουμανταδόρος των χωροφυλάκων. Τη μια πάγινι στου χασάπκου τ' Μπογιατζή τσι καβάτζαρει τα γλυκάδια, ντ’ άλλη στου χασάπκου του Πανάν’ τσι βούταγε σκουτέλια, μπριζόλες .. Τέσσερα χασάπκα είχαμε τότις στου χουριό μας τσι τα παιρνι με τη σειρά. Πάγαινε τσι στου μπακάλκου τ’ Αματζή τσι γέμζι σακούλες με τα πρεπούμενα του. Τυριά, πατάτες, φακές … τέτοια πράματα.
Ελαχε τσινου ντουν τσιρό να έχει στου χουριό μας ένα καφενέ η Γιανκούλα. Τέσσερα τραπεζέλια ήνταν ούλα τσ’ ούλα, απ’ αυτά τα στρουτζλά τα σιδερένια ποχν' στ’ αυλές. Καμιά δεκαριά ψάθινες καρεκλούδες είχε ενώ απ’ τα κουλάγιατ’, σάλια μπάλια. Πεντ’ έξ φυλντζανέλια τ’ καφέ όσο για πιώμα μια μπουκάλα χύμα ούζου τ’ Γαληνού τσι ένα μπουκάλ κουνιάκ. Ηταν τσι κουμαρτζής η Γιανκούλα τσι στου καφενετ’ μαζιβγόταν όλοι οι τσογαδόρ τ’ χουριού μας. Ζάρια τσι πόκα παίζαν.
Η χωρουφύλακας, η γιουρθάς, όλο τσι τους τσνιγαγε και τους είχι κάνει μαυρ’ ντ ζγουγί τους. "Αμα σας πιάσου να παίζντι τζόγο, θα σας βάλω κελεπτσέδες και θα σας χώσου στο μπουντρούμ’" τους είχε πει.
Ελα όμους ντε που του χουγ τ’ τζουγαδόρου δεν κόβγητι. Ένα βράδυ λοιπόν, μπαιν’ η γιουρθάς στου καφενέ τσι Γιανκούλας. Βλέπει 4-5 να καθούντην γύρω απ’ ένα τραπέζ’ να έχει ου καθένας ένα ποτήρ' ρακί μπροστά τ’ τσι ένα πιατέλι που είχε ένα κουματ' τυρί, δυο-τρεις ελιές, τσι λίγου ψουμί.
Μπαιν η Γιουρθάς στου μαγαζί, τσ ακούγ΄ μια παρέα να ψιλοτσακώνεται
- Τι καντι σεις έδιου, τους λέει ο Γιουρθάς
- Μην μας σαλαγάς και παίζουμε τζόγου, τ’ λεγ΄ η Γιανκούλα.
Ξυν τν τσιφάλα τ΄ η χωρουφύλακας:
- Τι λεγς βρε συ. Αφού δεν έχιτι τράπουλα ή ζάρια μπροστά σας.
- Καλά, τραγούδα, σύ του λέει η Γιανκούλα.
Τσι δώστου τσ’ ανταλλάσαν παράδις αυτοί που καθόταν γύρω απ’ του τραπέζ. Φτου, πάλι έχασα μουρμούριζε ο ένας, που θα πάει θα ριφάρω απαντούσε ο άλλος. Τσι δώστου τα κουσάρια τσι τα πιντάρια να αλλάζουν χέρια.
Να τσέντας τουν Ορθά αίμα δεν έβγαινε. Δεν μπόργει να του χουνέψ’ ότι αυτοί που είχε μπροστά έπαιζαν τζόγο.
- Ρε Γιανκούλα, αλήθεια μου λέτε ότι παίζιτι τζόγου; Ρωτάει τον καφετζή.
- Ε, τάπαμι, κυρ χωροφύλακα. Τζόγο παίζουμι τσι τώρα έχου ρέντα μη με μπιρδεύγς.
Ετριψε την γκλάβα τ’ η γιουρθάς τσι για να μην κάν μπαμ απ’ την τσατίλα τ' τους λέγ:
- Λοιπόν, άμα μου πείτι τούλουγια παιζιτι τζόγο εγώ δεν ξαναπατώ έδιου. Δεν μπορώ να σας κάνου ζαφτ.
- Ορκίζισι στ’ Παναγιά τ' λέγ΄ η Γιανκούλα, ότι δεν θα ξαναπατήσ’ το πουδάρς στου μαγαζίμ;
Είδι τσι αποείδι ο μπάτσους και ορκίστηκε μπροστά σε όλους.
Καλά τότι, τ’ λεγ η Γιανκούλας. Θα σπω πώς κάνουμι κουμάρ. Βλεπς που η καθένας μας έχει μπροστά του ένα πιατέλ που έχ' μεζέδες. λιούδις τσι τυρέλ; Ε σε όποιου πιατέλ' πάει τσι καθήσει η μύγια αυτός κερδίζ.
Ζουρλάθκι η χουρουφύλακας τσι απι τότις δεν τσ’ ξανασαλάγιτς.
Δημοσίευση σχολίου