Μετά από αλλεπάλληλες αναβολές –που δεν προκάλεσαν οι κατηγορούμενοι- ξεκίνησε σήμερα η δίκη για τον εμπρησμό του υποκαταστήματος της τράπεζας MARFIN με τα τρία θύματα, καθώς και για την επίθεση στο βιβλιοπωλείο «Ϊανός» γεγονότα που είχαν εξελιχθεί κατά την διάρκεια συλλαλητηρίου ενάντια στο πρώτο Μνημόνιο τον Μάη του 2010.
Στην πρώτη περίπτωση, στον εμπρησμό της τράπεζας δηλαδή, κατηγορούμενος βρίσκεται ο αναρχικός Θοδωρής Σίψας και στην δεύτερη ο Παύλος Αντρέεβ.
Εμείς ρισκάρουμε να κάνουμε την εκτίμηση ότι στην διάρκεια της ακροαματικής διαδικασία θα καταπέσουν οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι αναρχικοί και θα αποδειχτεί –όπως τόσες φορές στο παρελθόν- ότι πρόκειται για μια ακόμα ασφαλίτικη σκευωρία.
Τα παραπάνω γράφαμε, μεταξύ άλλων σε μια ανάρτηση που είχαμε κάνει στις 19 Σεπτέμβρη. Και στο κείμενο, που αναφέραμε, παραθέταμε το σκεπτικό μας στο οποίο βασίζεται αυτή η εκτίμηση. Δηλαδή ότι αυτά τα άτομα που σήμερα βρίσκονται στο ειδώλιο του κατηγορουμένου έχουν να αντιμετωπίσουν μια κακοστημένη μπατσάδικη σκευωρία, η οποία δεν θα μπορούσε να σταθεί παρά μόνο σε μετεμφυλιακό στρατοδικείο.
Και φαίνεται ότι η εκτίμησή μας δικαιώνεται απόλυτα αν πάρουμε υπ’ όψιν μας το ρεπορτάζ που μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ σχετικά με την χθεσινή ακροαματική διαδικασία.
Το παραθέτουμε:
Ως μία οργανωμένη ομάδα κρούσης, περίπου 11 ατόμων, με αρχηγό και δεύτερη υποστηρικτική ομάδα που τους προμήθευε με μαντίλια, πέτρες κ.α., περιέγραψε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, τους δράστες των εμπρησμών στην ΜΑΡΦΙΝ και στον ΙΑΝΟ, ο δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας των δύο βομβιστικών επιθέσεων, κατά τη διάρκεια συλλαλητηρίου για το πρώτο μνημόνιο, στις 5 Μαΐου 2010.
Ο δημοσιογράφος, που φωτογράφισε τους δράστες, τόνισε στην κατάθεσή του πως δεν αναγνωρίζει τόσο τον κατηγορούμενο για την ΜΑΡΦΙΝ, Θοδωρή Σίψα, όσο και τον κατηγορούμενο για τον ΙΑΝΟ, Παύλο Αντρέεβ, ως μέλη της ομάδας που είδε.
Όπως ανέφερε ο κ. Προβόπουλος: «Ο κύριος όγκος της πορείας ήταν στο Σύνταγμα. Εγώ βρισκόμουν στο πατάρι του ΙΑΝΟΥ και παρακολουθούσα. Ξαφνικά, μέσα στην πορεία εμφανίζεται μια ομάδα ανθρώπων, ντυμένοι όλοι ίδια και με μαντίλια. Αυτή η ομάδα χωρίστηκε στα δυο και η μια πάει στη ΜΑΡΦΙΝ, ενώ και η άλλη έρχεται στον ΙΑΝΟ.
Στο βιβλιοπωλείο επιτέθηκαν με βαριοπούλα και αμέσως μετά έριξαν μολότοφ και πήρε φωτιά, που καταφέραμε να την σβήσουμε. Ήταν μία ομάδα των 11 ατόμων, στην οποία ήταν και μία κοπέλα ξανθιά. Η ομάδα έχει αρχηγό, ο οποίος φοράει ένα μαντίλι κόκκινο για να αναγνωρίζεται και φαίνεται να δίνει εντολές. Υπήρξε και υποστηρικτική ομάδα που τους προμήθευσε με μαντίλια πέτρες κ.α. Όλοι φορούσαν μαύρα, ενώ ο αρχηγός φορούσε τζιν».
Ο μάρτυρας εξήγησε στο δικαστήριο τα στιγμιότυπα από τις φωτογραφίες που τράβηξε, ενώ επεσήμανε, πως παρατηρώντας και αναλύοντας το υλικό που κατέγραψε, κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα άτομα που είδε να καίνε το βιβλιοπωλείο και την Τράπεζα «δεν ήταν τα συνηθισμένα που πάνε στις πορείες».
Στην προανακριτική του κατάθεση ο μάρτυρας είχε αναφερθεί σε ένα πρόσωπο ψηλό, που όπως φαίνεται στις φωτογραφίες του, σπάει την ΜΑΡΦΙΝ και ρίχνει μέσα «ένα υλικό μάλλον καινούργιο».
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο: «Μέσα από τον φακό βλέπω έναν ψηλό να σπάει την τζαμαρία και να πετάει ένα καινούργιο, μάλλον, υλικό, στην Τράπεζα και παίρνει αμέσως φωτιά...φόρεσαν μαντίλια τη στιγμή που ξεκίνησε η επιχείρηση... είδα τρία άτομα, τα είδα να βγάζουν από τα σακίδια γάντια και να τα φοράνε. Φορούσαν τα ίδια ρούχα… μου έκανε εντύπωση αυτό. Οι δύο επιθέσεις έγιναν με τρία λεπτά διαφορά».
Στο δικαστήριο κατέθεσε ως αυτόπτης μάρτυρας ο ιδιοκτήτης περιπτέρου στην οδό Σταδίου, Θεοδωρής Γιαννακούλιας, ο οποίος περιέγραψε μία ομάδα άνω των 60 ατόμων που είχαν «μοιρασμένες αρμοδιότητες» και ότι από αυτούς, έξι άτομα έσπαγαν πιθανά με βαριοπούλες. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στην ύπαρξη «μίας ξανθιάς κοπέλας με γαλλική κοτσίδα». Ο μάρτυρας ρωτήθηκε από την Έδρα για τα τρία άτομα που έχει αναγνωρίσει προανακριτικά, την επομένη των επεισοδίων, με βάση υλικό από τις κάμερες που του επέδειξαν αστυνομικοί. Ο κ. Γιαννακούλιας, όταν του επισημάνθηκε πως τότε «αναγνώρισε με σιγουριά», απάντησε πως «απόλυτα σίγουρος δεν είναι κανένας».
Κατά την επίδειξη φωτογραφιών, ο μάρτυρας, που έχει προηγουμένως αναφέρει ότι «έχει ικανότητα αναγνώρισης γιατί έχει υπηρετήσει στο Β' Γραφείο Στρατού», δήλωσε πως «τώρα δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει κανέναν».
Χρειάστηκαν πολλές ερωτήσεις από τους δικαστές ώστε να διευκρινίσει αν η περιγραφή του «στον ψηλό» που ήταν αρχηγός της ομάδας των δραστών, αναφέρεται στον κατηγορούμενο Θοδωρή Σίψα, για να καταλήξει πως αναφέρεται σε αντίστοιχο σωματότυπο και λίγο πιο ψηλό από τον κατηγορούμενο.
Μάρτυρας: Τον θυμάμαι να είναι μπροστά στα μάτια μου, στην όλη διαδικασία. Εγώ θυμάμαι την ομάδα που έκανε τον εμπρησμό… θυμάμαι το συγκεκριμένο σωματότυπο να με προσπερνάει από αριστερά.
Μέλος δικαστηρίου: Ο συγκεκριμένος σωματότυπος ή ο συγκεκριμένος άνθρωπος κύριε;
Μάρτυρας: Ο συγκεκριμένος σωματότυπος.
Μέλος: Είχε κάποιο χαρακτηριστικό στο περπάτημά του;
Μάρτυρας: Ήταν άκομψο… αντρικό....
Εισαγγελέας: Ήταν μέλος της ομάδας των έξι;
Μάρτυρας: Εσείς πιάνεστε από μια λέξη...
Εισαγγελέας: Κύριε μάρτυρα, για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο λέτε ότι πέρασε εξ αριστερά σας;
Μάρτυρας: Εντάξει αυτό..
Μέλος έδρας: Κύριε με έχετε μπερδέψει, είστε ένας βασικός μάρτυρας…
Μάρτυρας: Με προσπερνούσαν από αριστερά, δεν είδα πρόσωπα...
Οι καταθέσεις των τριών πυροσβεστών
Οι τρεις πυροσβέστες που κατέθεσαν στο δικαστήριο αναφέρθηκαν στις προσπάθειες που έκαναν να απεγκλωβίσουν από την ΜΑΡΦΙΝ τους εγκλωβισμένους, στα μπαλκόνια του κτιρίου, υπαλλήλους και να θέσουν την μεγάλη φωτιά υπό έλεγχο. Και οι τρεις μάρτυρες αναφέρθηκαν σε ομάδα διαδηλωτών που εμπόδισαν το όχημα τους να σπεύσει στο σημείο της φωτιάς, πιστεύοντας ότι οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να διαλύσουν την πορεία, σε άλλους από τους διαδηλωτές που τους καλούσαν να φύγουν, αλλά και σε πολλούς, που όταν τους έλεγαν πως προσπαθούσαν να φτάσουν για να απεγκλωβίσουν κόσμο, έκαναν στην άκρη και βοήθησαν το όχημά τους να διασχίσει τον κόσμο.
Οι μαρτυρίες των υπαλλήλων
Νωρίτερα, στις καταθέσεις τους, υπάλληλοι της Τράπεζας περιέγραψαν την κόλαση που έζησαν μέσα στο φλεγόμενο υποκατάστημα, το οποίο είχε μόνο μία έξοδο διαφυγής και αυτή κλειστή την επίμαχη μέρα.
Κάποιοι από αυτούς έκαναν λόγο για μία ομάδα που παρεισέφρησαν στην πορεία και «βλέπαμε να σπάνε τον Ιανό. Δεν ήταν οι διαδηλωτές που ήρθαν να διαδηλώσουν για το μνημόνιο. Είχαν μπει μέσα στη πορεία. Είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους. Στις 2 παρά 5 ακούσαμε το σπάσιμο της τζαμαρίας μας». Σύμφωνα με την κατάθεση υπαλλήλου, ένας από τους δράστες του εμπρησμού που φορούσε χακί «και κρατούσε κάτι σαν μπουκάλα καταδύσεων, η οποία μπροστά είχε πράσινο λάστιχο ποτίσματος… είχα την αίσθηση που πετούσε κάτι στη φωτιά που φούντωνε. Ήταν γεροδεμένος με έντονη τριχοφυΐα στα χέρια».
Κάποιοι από τους μάρτυρες υπαλλήλους της ΜΑΡΦΙΝ, ανέφεραν πως είχαν «άνωθεν εντολή» να δουλέψουν κανονικά εκείνη την μέρα και πως «τους είπαμε ότι αναμένεται μεγάλη συγκέντρωση και μας είπαν μην σας νοιάζει πηγαίνετε να δουλέψετε».
Στις καταθέσεις τους κάποιοι από τους υπαλλήλους της Τράπεζας ανέφεραν πως το συμβάν ξεκίνησε αμέσως μόλις αποχώρησε από το σημείο μία ομάδα αστυνομικών που ήταν έξω από την Τράπεζα, που μετακινήθηκε «γιατί έγινε κάποια φασαρία πιο πέρα». Ένας εκ των υπαλλήλων που είδε όλο το συμβάν χαρακτήρισε τους δράστες «ομάδα με οργάνωση που είχαν δομή και πήγαιναν συντεταγμένα».
Μία υπάλληλος ανέφερε στην κατάθεσή της ότι είδε γραμμένη στην τζαμαρία της Τράπεζας, λίγο πριν δεχθούν επίθεση, την φράση «φωτιά στους υπαλλήλους», ενώ άλλη μάρτυρας τόνισε πως «το πλήθος ήταν άγριο... μας πέταγαν πέτρες ενώ τους φωνάζαμε πως καιγόμαστε».
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 27 Οκτωβρίου.
Διαβάστε επίσης ένα σχετικό κείμενο του Ν. Μπογιόπουλου
Δημοσίευση σχολίου