Home » , » Πάρε το πράγμα και σφάξ’ το

Πάρε το πράγμα και σφάξ’ το

Από giorgis , Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016 | 3:21 π.μ.

Του Γ. Γ.

Το παρακάτω κείμενο είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο χρώματα και εικόνες που σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, στον Πειραιά, τότε που οι πρόσφυγες εκεί ζούσαν σε παράγκες και το ρεμπέτικο ήταν απαγορευμένο. Το βιβλίο επικεντρώνεται στην ζωή του «πατριάρχη» του ρεμπέτικου Μάρκου Βαμβακάρη.

Πάρε το πράγμα και σφάξ’ το

Θα ήταν σχεδόν μεσημεράκι κατά τις δώδεκα και μίση αυτήν την άνοιξη του 1932, στα Σφαγεία Πειραιώς. Στον ευρύ, εξωτερικό, περιφραγμένο χώρο, κοντά στο σύρμα, ο Μάρκος, ψηλός, σωματώδης, ντυμένος χασάπης, 27 χρονών, με ματωμένη ποδιά, μπότες, σκούφο και μαχαίρι στη ζώνη, κουβαλάει ένα μικρό δεμάτι σανό.

Πηγαίνει στην άκρη, όπου είναι δεμένο ένα μοσχαράκι έξι-εφτά μηνών, με χαλκά και σκοινί. Δίπλα, ένας κουβάς νερό. Λίγες σβουνιές πιο εκεί. Ο Μάρκος το πλησιάζει και του χαϊδεύει το κεφάλι τρυφερά. Το μοσχαράκι τού γλείφει με τη γλωσσάρα του τα χέρια. Οι δυο τους έχουνε πολύ αγαπητική σχέση από καιρό - το ξαναχαϊδεύει στην πλάτη, στα πλευρά.

- Μαριώ μου, όμορφη, Μαριώ...

Του δίνει λίγα χόρτα στο στόμα και μετά αφήνει το δεμάτι. Του κάνει ακόμα ένα χάδι γύρω απ’ τα μάτια. Μετά πάει πιο εκεί και διευθετεί καλά τον κουβά. Ξανακοιτάζει επίμονα, τρυφερά τη Μαριώ και γυρίζει προς τα Σφαγεία.

Στην άκρη της περίφραξης, μετά το κτίσμα, η θάλασσα είναι κόκκινη-βυσσινιά στην άκρη, στο μέρος όπου χύνεται το αίμα απ’ τα σφαγμένα ζώα, και σιγά σιγά προς το βάθος μπλεδιάζει, σκουραίνει.
Ο Μάρκος μπαίνει στα Σφαγεία. Κι ενώ προχωρεί, παίρνει το μάτι του κομματιαστές, φευγαλέες σκηνές σφαγής - ακούει θανατερά μουγκανητά. Πιο εκεί, άλλοι εκδοροσφαγείς φουσκώνουν ζώα και τα γδέρνουν ψυχρά, αδιάφορα, σαν να καθαρίζουν ένα αχλάδι - κάποιος νεαρός χασάπης τού λέει:

-              Μάρκο, τράβα μέσα, σε θέλει το αφεντικό...

Ο Μάρκος στρίβει στον διάδρομο και πάει και μπαίνει σε ένα υποτυπώδες γραφείο.

Μια αγριόφατσα μεγαλοχασάπη μουστακαλή είναι πίσω από έναν πάγκο, γεμάτον με χαρτιά και τιμολόγια. Ένα βαλσαμωμένο κατσίκι κι ένα αρνί είναι στημένα πάνω σε φτηνά ράφια. Δεξιά, πιο ψηλά, έχει ένα ζευγάρι κέρατα ταύρου, καρφωμένα στον τοίχο.

Ο Μάρκος στέκεται όρθιος.

Ο αρχιχασάπης, επαγγελματικά:

-              Μάρκο, στην πιάτσα έχει έλλειψη από ζώα... το αβέρτο τέλειωσε... πάρε σφάξε το μοσχαράκι που έχεις έξω, στο σύρμα...

Ο Μάρκος αιφνιδιάζεται. Σωπαίνει για λίγο και μετά, έκπληκτος:

-              Τι... τι λες τώρα... τη Μαριώ;...

Ο άλλος, σκυφτός, ψυχρά:

-              Ναι..

-              Δε... δεν γίνεται... Την... την έβγαλα ζωντανή από την κοιλιά της σφαγμένης μάνας της. Το... το έχω εδώ το ζώο εφτά μήνες και το ταΐζω ζάχαρη. Όλα τα παιδιά το αγαπάμε, το φροντίζουμε. Δεν γίνεται. Το μεγαλώνουμε, σαν μωρό... σαν παιδί...

Ο αρχιχασάπης, επιτακτικά:

-              Έχουμε έλλειψη, είπα. Πάρ’ το πράμα και σφάξ’ το. Τώρα. Άντε, τέλειωνε.

-              Δεν μπορώ... δεν γίνεται.

Ο άλλος πετιέται όρθιος και βρυχιέται:

-              Τόσα χρόνια σφάζεις ζώα εδώ μέσα, ρε... και τώρα τι...

Ο Μάρκος βγάζει, πετάει την ποδιά και τα μαχαίρια κάτω. Βουτάει απ’ τον λαιμό τον αρχιχασάπη και τον σέρνει και τον κολλάει στον τοίχο, λέγοντάς του έξαλλος:

-              Δεν το σφάζω, ρε παλιοκαργιόλη. Εγώ, τη Μαριώ δεν την σφάζω. Κι από σήμερα σταματάω αυτή τη δουλειά. Δεν αντέχω άλλο... παλιόπουστα, γαμώ τις πολυκατοικίες σου...
Τον σαβουρντίζει πάνω στον πάγκο και τον παρατάει μισοπεσμένο. Κι ενώ βγαίνει θυμωμένος από το γραφείο, ακούγεται η φωνή του άλλου:

-              Γυρνά, τότε, εκεί που ήσουνα, ρε, χαμάλη, στα καρβουνιάρικα. Τράβα πάλι να σαμαρωθείς στην πλάτη τη χαμαλίκα...

Απέξω έχουνε παρατήσει τη δουλειά και έχουνε μαζευτεί άλλοι χασάπηδες με μαχαίρια και ματωμένες ποδιές (σαν χορός τραγωδίας), και κοιτάζουνε σιωπηλοί, με λύπη, τον Μάρκο που βγαίνει ανάμεσά τους, μέσα στα αίματα, κρατώντας ένα μασάτι, κι ο Φραγκίσκος, ψηλός, γαλανομάτης, με μουστάκι, ωραίος άντρας, σκληρός, αψύς, αδερφός του Μάρκου.

Δίπλα τους, ένα ζώο με ανοιγμένη κοιλιά κρέμεται ανάποδα, στο τσιγκέλι - ένα ρυάκι από μαύρο αίμα τρέχει ήρεμα απ’ τον κομμένο λαιμό του στο δάπεδο.

Ο Μάρκος πάει δεξιά, σ’ ένα δωμάτιο-αποδυτήριο. Βγάζει τις μπότες, την ποδιά και τη φανέλα. Μπαίνει σε ένα απ’ τα πέντε καμαράκια-μπάνια και πλένεται καλά, σχολαστικά, με το λάστιχο. Σκουπίζεται με μια γαριασμένη πετσέτα. Ντύνεται, φοράει το παλιό κοστούμι, τη φανέλα και την τραγιάσκα που τα είχε κρεμασμένα σ’ ένα καρφί. Παίρνει τα βρόμικα ρούχα της δουλειάς και τα αφήνει στο ντουλάπι του, όπου έχει κρυμμένο ένα μπουζούκι. Βγάζει το όργανο με προσοχή και το σκεπάζει με τη ματωμένη ποδιά. Το φασκιώνει. Έπειτα το βάζει μέσα σ’ ένα τσουβάλι που το ’χει για θήκη.

Βγαίνει, κρατώντας το τσουβάλι με το μπουζούκι, περνάει μέσα από τους παγερούς χώρους σφαγής και εκδοράς, από ρυάκια με αίμα, εντόσθια, γδαρμένες κεφαλές και κρεμασμένα δέρματα. Μερικοί συνάδερφοι τον κοιτάζουνε, ενώ περνάει, μην ξέροντας τι να του πούνε.

Βγαίνει, περνάει τον περίβολο και στέκει στην έξοδο των Σφαγείων. Γυρίζει, βλέπει από μακριά το μοσχαράκι. Τον κοιτάζει κι αυτό σταθερά, παρακαλεστικά - σαν να ζητάει, σιωπηλά, βοήθεια. Ο Μάρκος κλείνει τα μάτια.


Ανασαίνει βαθιά τρεις φορές. Κοιτάζει πάνω, προς τον ουρανό . Ανασαίνει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Τελικά, με δυσκολία. νιώθοντας μολυβένια τα πόδια του, στρέφει και φεύγει αργά, περπατώντας σκυφτός.
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger