Το απόγευμα της Τρίτης σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων έγινε η παρουσίαση του νέου βιβλίου του συγγραφέα και καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιώργου Ρούση που έχει τίτλο «Ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου».
Ελπίζουμε σύντομα να σας παραθέσουμε αποσπάσματα του.
Η πρώτη αίσθησή μας, από ένα απλό ξεφύλλισματου βιβλίου, είναι ότι πρόκειται για μια καταπληκτική μελέτη και τα στοιχεία που παρουσιάζει άκρως ενδιαφέροντα.
Για το βιβλίο μίλησαν οι: Μαρία Παπαγεωργίου, Ευθύμης Φλέγκας, Αλέκος Χαλβατζής, Ζωή Χρυσή, ενώ συντονιστής ήταν ο Κάρολος Ρούσης.
Αναλυτικό ρεπορτάζ από την παρουσίαση του βιβλίου το οποίο συνοδεύεται από βίντεο και φωτογραφίες υπάρχει στην ιστοσελίδα zougla.
Από την ιστοσελίδα των εκδόσεων «Γκοβόστη» διαβάζουμε σχετικά γι’ αυτό το βιβλίο:
Βιώνουμε τον παραλογισμό, οι παραγωγικές δυνάμεις να είναι πιο αναπτυγμένες από ποτέ και η κατάσταση της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων να χειροτερεύει. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Μια από τις πιο κραυγαλέες πτυχές αυτού του παραλογισμού συνίσταται στο ότι, αντί ο χρόνος που κερδίζεται με την αυτοματοποίηση να έχει ως επακόλουθο την απαλλαγή των ανθρώπων από τον βραχνά της καταναγκαστικής δουλειάς, αυτός να παίρνει τη μορφή της ανεργίας, ενώ παράλληλα να εντείνεται η εκμετάλλευση όσων συνεχίζουν να εργάζονται.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη των κεφαλαιοκρατών, μπροστά στη νέα πραγματικότητα, όχι μόνον δεν αυτοκαταργείται οικειοθελώς, όπως σε τελευταία ανάλυση διατείνονται ορισμένοι (λόγου χάρη ο Negri), αλλά για να διατηρήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία της στα σύγχρονα μέσα παραγωγής και την εξουσία της, οξύνει ακόμη παραπέρα τις αντιθέσεις του συστήματος, με κύριο θύμα τους εργαζόμενους.
Και όλα αυτά, ενώ σήμερα με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής είναι δυνατόν, με προϋπόθεση την ανατροπή του καπιταλισμού, ο ελεύθερος χρόνος να γίνει κυρίαρχος και να είναι αυτός και όχι ο βαθμός εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο το μέτρο του πλούτου.
Προς αυτήν την κατεύθυνση υποστηρίζεται ότι στο πλαίσιο ενός επαναστατικού πολέμου θέσεων, η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας –δίχως μείωση των απολαβών και εντατικοποίηση της εργασίας–, και όχι η διατήρησή του, πρέπει να αποτελέσει άμεση αγωνιστική διεκδίκηση για το λαϊκό κίνημα και τους φορείς του, ένα οχυρό προς άμεση κατάληψη.
Παρακάτω παραθέτουμε ολόκληρη την τοποθέτηση που έκανε μιλώντας γι’ αυτό το πόνημα η συντρόφισσα Μαρία Παπαγεωργίου:
Χαιρετώ όλους τους παρευρισκόμενους που επέλεξαν να έρθουν εδώ σήμερα για να πάρουν μία πρώτη γεύση από το καινούριο βιβλίο του Γιώργου Ρούση και εύχομαι να αναπτυχθεί μία όμορφη συζήτηση γύρω από αυτό, αντίστοιχη της σημαντικότητας των όσων συμπεριλαμβάνονται στο «Ο ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου».
Πριν περάσω στα του βιβλίου, θα ήθελα να κάνω μία μικρή αναφορά στο συγγραφέα. Αισθάνομαι την ανάγκη να του εκφράσω τις ευχαριστίες μου για το γεγονός ότι ανάμεσα σε εκείνους που θα τοποθετηθούν για το καινούριο του έργο, συμπεριέλαβε και εμένα, παρότι δεν προερχόμαστε από κοινό πολιτικό χώρο. Αν και αυτό δεν το κρατώ σα δεδομένο, καθώς δύσκολα μπορεί κανείς εκ του ασφαλούς να κατατάξει κάπου συγκεκριμένα το Ρούση. Είναι πολύ αναρχικός για να θεωρηθεί κομμουνιστής και αντιστοίχως πέραν του δέοντως κομμουνιστής για να χαρακτηριστεί αναρχικός.
Όμως, αν συνυπολογίσουμε ότι η αναρχία ενυπάρχει στο κομμουνισμό και δη στον ελευθεριακό και όχι στον γραφειοκρατικό/εξουσιαστικό, αλλά και ότι ο κομμουνισμός μπορεί να ολοκληρώσει την ιστορική του πορεία μόνο μέσω της αναρχίας, όπου στην πράξη θα αρχίσει να αχνοφαίνεται η αταξική κοινωνία, τότε, υπό αυτή την έννοια, ο Γιώργος Ρούσης εμφανίζει συμπυκνωμένες όλες τις αρετές που έχουν να προσφέρουν οι δύο όμορες τούτες ιδεολογίες, οι οποίες έχουν κοινές αφετηρίες, γιατί γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα αναγκών αλλά και κοινό προορισμό.
Διαχωρίζουν τη θέση τους κάπου στο μεσοδιάστημα του επαναστατικού ταξιδιού, όταν ένα καινούριο είδους κράτους θεωρητικά θα κάνει την εμφάνισή του. Αυτό το κράτος θα ονομάζεται εργατικό και αποστολή του θα είναι να εκριζώσει τις καπιταλιστικές συνήθειες από τη καθημερινή ζωή των ανθρώπων και να απονεκρώσει το σάπιο υπόβαθρο της κοινωνίας εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Τελικά η ιστορία έδειξε ότι εκείνο που απονεκρώνεται δεν είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης, αλλά η επαναστατική ιδεολογία των πρώην αγωνιστών που αίφνης στρογγυλοκάθονται στην εξουσία και μετατρέπονται σε καινούριο βάσανο για τους εξαθλιωμένους.
Ως γνωστόν η εξουσία διαφθείρει ακόμα και τους εντιμότερους συντρόφους και όπως είχε πει ο Κροπότκιν στον Λένιν σε μία από τις σπάνιες συναντήσεις τους, «η εξουσία είναι δηλητήριο στα χέρια εκείνου που την ασκεί».
Σ’εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή που θα εμφανιστεί το εργατικό ή το κομμουνιστικό κράτος, όπως θέλετε πες τε το, στη χώρα μας, που μάλλον ο βιολογικός μας κύκλος δεν είναι αρκετός για να το ζήσουμε ….. υποθετικά όμως μιλώντας ότι ίσως το προλαβαίναμε, σ’εκείνη την χρονική περίοδο είμαι απολύτως σίγουρη ότι ο Ρούσης παρότι ιδεολογικά θα έπρεπε να βρισκόταν ανάμεσα στους καινούριους εξουσιαστές, εκείνος θα συνέχιζε το μοναχικό, δύσβατο και ανηφορικό μονοπάτι της κριτικής και αμφισβήτησης της εξουσίας, όπως άλλωστε έχει πράξει σε όλη του τη ζωή, δίχως να υπολογίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα ή την κομματική του ανέλιξη.
Η γνώμη του έχει χαρακτηριστεί ουκ ολίγες φορές αιρετική και οφείλει τέτοια να’ναι, όταν στο συντριπτικό ποσοστό του χώρου της επαναστατικής αριστεράς κυριαρχούν ψευδοδιλλήματα, αλληλοκαρφώματα και προπάντως υποταγή στη σύναψη ταξικής ειρήνης με τους αστούς, γιατί σώνει και καλά δεν είναι ώριμες και ευνοϊκές οι συνθήκες για το παραπάνω βήμα. Τώρα αν αυτό ισχύει για τις υποκειμενικές συνθήκες για συγκεκριμένους λόγους, στον αντίποδα οι αντικειμενικές όχι απλά ωρίμασαν, αλλά σάπισαν κιόλας.
Ο επαναστάτης δεν καρτερά αμέριμνος το καρπό ενός δέντρου για το αν και πότε εκείνος θα ωριμάσει. Το φροντίζει, το ποτίζει, το σκαλίζει, προετοιμάζει την καρποφορία και την προφυλάσσει από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Αντιστοίχως, δρα μέσα στην κοινωνία, η επανάσταση δεν γίνεται κατόπιν παραγγελίας, γεννιέται και ωριμάζει μέσα στην ίδια την κοινωνία, η δράση του επαναστάτη διαμορφώνει τις ευνοϊκές συνθήκες και όχι κάποιο άυλο χέρι. Δεν στέκεται απομονωμένος και περιχαρακωμένος σα να φυλάττει την υπέρτατη αλήθεια που οι κοινοί θνητοί αγνοούν, σχολιάζοντας εκ του μακρώθεν τις εξελίξεις και κατακρίνοντας όσους με τις μικρές τους δυνάμεις προσπαθούν να επιτύχουν μικρές και πρόσκαιρες έστω νίκες στο εδώ και στο τώρα.
Οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. κατεβαίνοντας από κάποιο βουνό της Ηπειρωτικής Ελλάδας για να ριχτούν στη μάχη, γνωρίζοντας καλά ότι ορισμένοι από αυτούς δεν θα γυρίσουν πίσω, τραγουδούσαν ένα τραγούδι προτρέποντας τους ίδιους και τον κόσμο γύρω τους να μην αναβάλουν τίποτα για αύριο. Το τραγούδι εκείνο έλεγε:
«Κόψε το ρόδο πριν μαραθεί
Ο χρόνος φεύγει πετάει
Κι ο ανθός που σήμερα χαμογελά
Αύριο θα’χει πεθάνει».
Με αυτούς τους στίχους κάνω τη μετάβαση στο βιβλίο «Ο ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου». Είναι σα να ακούω να ύπταται από τώρα το είδος της κριτικής που θα ασκηθεί στο βιβλίο.
Εδώ έχουμε χάσει ως εργατική τάξη τα αυτονόητα, δικαιώματα που κερδήθηκαν με αίμα, δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο και ο συγγραφέας τη δεδομένη χρονική στιγμή επιλέγει να αναδείξει την αξία του ελεύθερου χρόνου ως μέτρο του πλούτου;
Ίσως το χαρακτηρίσουν ανεπίκαιρο, άστοχο και δίχως αξία. Και καλά θα κάνουν. Είναι πράγματι ανεπίκαιρο για όλους όσοι έχουν δεχτεί τη μοίρα του σκλάβου και του δούλου. Είναι ανεπίκαιρο για όλους εκείνους που έχουν μάθει να εκλιπαρούν για λίγα ψίχουλα παραπάνω, για όλους εκείνους που περιορίζουν τις διεκδικήσεις τους στα στενά όρια της αστικής νομιμότητας, βλέπε 24ωρες ή 48ωρες απεργιακές κινητοποιήσεις, ανακοινώσεις και καταγγελίες με ξύλινη γλώσσα, υπερεπαναστατική ρητορική που όμως δεν συνοδεύεται με αντίστοιχη πράξη, και λοιπές ίσως χρήσιμες μεν πτυχές του αγώνα, πλήρως ανεπαρκείς όμως εν συγκρίσει του κοινωνικού κανιβαλισμού και της εξαθλίωσης που επικρατεί στη χώρα μας την τελευταία επταετία.
Θα προσπαθήσω να μην αναφερθώ επί λέξει σε σημεία του βιβλίου, πέραν από μερικές αναγκαίες παραγράφους που κρίνω ως κομβικές, και τούτο γιατί δεν θα ήθελα να σας στερήσω τη χαρά από το να τα διαβάσετε και να ανακαλύψετε το κρυμμένο θησαυρό και πλούτο γνώσης από μόνοι σας. Εργάζομαι περιστασιακά κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, πολλές φορές και δωρεάν γιατί η γνώση δεν θα πρέπει να πωλείται και το θέμα που καταπιάνεται ο συγγραφέας με απασχολεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Έχω επιλέξει αυτό το δρόμο γιατί δεν δέχομαι να συμμετάσχω στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία με τους εξευτελιστικούς όρους και τις συνθήκες γαλέρας που επικρατούν στα σύγχρονα κάτεργα.
Στη δική μου ειδικότητα ως καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας, είναι μάλλον προτιμότερο κανείς να μην εργάζεται, παρά να λαμβάνει το πλουσιοπάροχο μισθό των 2,8 Ευρώ την ώρα. Αυτό είναι το ποσό που συμφώνησαν σχεδόν όλα τα φροντιστήρια της χώρας ως αμοιβή στους καθηγητές, ελλείψει ενός ακηδεμόνευτου σωματείου εργαζομένων που θα έβαζε ενδεχομένως ένα φρένο στην ασυδοσία των αφεντικών. Προσπαθώ να ζήσω πιο λιτά, επιλέγοντας συνειδητά να επενδύσω τον ελεύθερο χρόνο μου δημιουργικά. Μέσα στον καπιταλισμό όμως γίνεται να υπάρξει ελεύθερος και εποικοδομητικός ελεύθερος χρόνος;
Ο Δημήτρης Αποστολάκης των Χαϊνηδων, έγραψε στο πρόσφατο δισκοβιβλίο του ότι τα κράτη σε καιρό πολέμου επιτίθενται στους γείτονες, ενώ σε καιρό ειρήνης επιτίθενται στους πολίτες τους. Η ειρήνη λοιπόν κατάντησε πια να είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε 2 πολέμους. Κάπως αναλόγως και ο ελεύθερος χρόνος του σύγχρονου σκλάβου στα γρανάζια της εκμετάλλευσης είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο εργάσιμες ημέρες.
Από τα τρία κεφάλαια του βιβλίου θα σταθώ περισσότερο στο πρώτο, που φέρει τίτλο «Καπιταλισμός – Το κεφάλαιο, βρυκόλακας ζωντανής εργασίας» και τούτο γιατί νομίζω ότι για τα άλλα δύο, θα έχουν περισσότερα να πουν οι υπόλοιποι συνομιλητές στο πάνελ.
Πέραν από τις ιστορικές σκέψεις θεωρητικών και τη πληθώρα παραδειγμάτων από τις εργασιακές συνθήκες στις εγκαταστάσεις ακόμα και των καπιταλιστικών μεγαθηρίων, θέτει το βασικό επίδικο του ελεύθερου χρόνου. Ο πρόεδρος της Ουρουγουάης έως το 2015 και πρώην αντάρτης Τουπαμάρος, El Pepe, είχε πει σε συνέντευξή του: «Όταν εγώ και εσείς αγοράζουμε κάτι, δεν το πληρώνουμε με χρήμα αλλά με χρόνο ζωής που χρειάστηκε να δαπανήσουμε για να κερδίσουμε αυτό το χρήμα, με τη μόνη διαφορά ότι η ζωή δεν αγοράζεται, αλλά τρέχει και είναι τραγικό να τη σπαταλάμε με το να χάνουμε την ελευθερία μας».
Θα ήθελα λίγο να αναλογιστούμε ο καθένας ξεχωριστά αυτό που μόλις ακούσαμε. Την επόμενη φορά που θα ανοίξουμε το πορτοφόλι μας, ας σκεφτούμε ότι το χρηματικό αντίτιμο που θα πληρώσουμε για να αποκτήσουμε ένα προϊόν, δεν είναι άλλο από τον ελεύθερο χρόνο και κατ’επέκτασιν κομμάτι από την ίδια μας τη ζωή και την ελευθερία μας. Πόσο θα άλλαζε ο κόσμος αν αυτός ο απλός συλλογισμός γινόταν κτήμα του κάθε εργάτη και εργαζόμενου; Πόσο φειδωλοί θα γινόμασταν απέναντι στο κυνήγι του χρήματος;
Και πόσο θα εκτιμούσαμε την αξία του χρόνου που θυσιάζουμε για να αποκτήσουμε προϊόντα που τις περισσότερες φορές δεν έχουμε καν ανάγκη; Ως γνωστόν ζούμε σε μια κοινωνία που περικυκλωνόμαστε από τεχνολογικά προϊόντα, από πειρασμούς, από επίπλαστες ανάγκες τις οποίες σπεύδουμε να ικανοποιήσουμε, ενώ στην ουσία δεν εξυπηρετούν κάποιο ιδιαίτερο σκοπό.
Σήμερα, βέβαια, είναι λίγα τα στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας που απρόσκοπτα είναι σε θέση να ζήσουν καταναλωτικά, αυτό όμως μπορεί να είναι πρόσκαιρο, καθώς το διακύβευμα δεν έχει πάρει επαναστατική τροπή για μια τρομακτική αλλαγή στις σχέσεις παραγωγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αντιθέτως, οι περισσότεροι συνάθρωποί μας αναπολούν τις εποχές της ψεύτικης ευδαιμονίας, της επίπλαστης ευμάρειας, τότε που η φούσκα του δανεισμού και του πλαστικού χρήματος ικανοποιούσε πρόσκαιρα την δημιουργημένη από το σύστημα ανάγκη για άκρατο καταναλωτισμό. Για τον καπιταλισμό το μότο είναι «καταναλώνω, άρα υπάρχω». Για να καταναλώσει όμως κάποιος, αφήνει ενέχυρο την ελευθερία του, την δια του τη ζωή, τα πιο δημιουργικά του χρόνια.
«Η εργασία απελευθερώνει» ανέγραφε η διαβόητη ταμπέλα ντροπής στην πύλη εισόδου του στρατόπεδου Άουσβιτς. Και όμως το μήνυμα αποδίδει ακριβοδίκαια την πλήρη αλήθεια. Η εργασία απελευθερώνει το κεφάλαιο και ο χρόνος είναι χρήμα. Κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο μισθωτής σκλαβιάς αποφέρει κέρδη στους καπιταλιστές, γι’αυτό η υπερεντατικοποίηση της εργασίας μεγιστοποιεί την υπεραξία προσπαθώντας παράλληλα να ανακόψει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Θα πίστευε κανείς σήμερα, εν έτει 2017, ότι υπάρχουν εργάτες που φορούν πάνες εν ώρα εργασίας γιατί δεν μπορούν στο 8ωρο, 10ωρο, ή όσες ώρες τέλος πάντων εργάζονται, να αφήσουν το πόστο τους για λίγα λεπτά και να πάνε στην τουαλέτα;
Και όμως. Αντλώ πληροφορίες από το βιβλίο. Κατά την εφημερίδα Washington Post, σε κλάδο παραγωγής πουλερικών που απασχολεί 250.000 άτομα, η κατάσταση είναι τόσο καταπιεστική, ώστε οι εργάτες ουρούν και αφοδεύουν παραμένοντας στην αλυσίδα της παραγωγής, ενώ φορούν όρθιοι πάνες μπροστά στην αλυσίδα συναρμολόγησης. Αυτό συμβαίνει για να μην καθυστερεί η διαδικασία της παραγωγής, οι ρυθμοί της οποίας συνίστανται στον χειρισμό σαράντα πουλερικών το λεπτό από τον κάθε εργάτη.
Στην Ονδούρα η επιχείρηση Kyungshin Lear (Κίουγκσιν Λίαρ) που κατασκευάζει εξαρτήματα αυτοκινήτων απαγόρευσε το διάλειμμα για τουαλέτα με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν πάνες για να μη χάσουν τη δουλειά τους. Στο Βέλγιο, η εταιρία ψηφιακού μάρκετινγκ Newfusion (Νιου Φάσιον), τοποθέτησε κάτω από το δέρμα, ανάμεσα στα δάκτυλα των υπαλλήλων, ηλεκτρονικούς μικροκοριούς, μεγέθους ενός κόκκου ρυζιού, για να ελέγχει τις κινήσεις τους.
Επειδή αυτά τα παραδείγματα ακούγονται ακραία και ίσως κάποιοι θεωρήσουν ότι ο Ρούσης έψαξε και βρήκε μερικά πολύ τραβηγμένα παραδείγματα και τώρα προσπαθεί να μας πείσει ότι αυτά αποτελούν το κανόνα, θα συνεχίσω με μερικά μεγαθήρια. Είναι εκείνα που επάνω τους στηρίχθηκε το μύθευμα του Ιαπωνικού ή του Κινέζικου θαύματος. Είναι σαν το ματωμένο πλεόνασμα της κυβέρνησης των Συριζανέλ. Στην εταιρία Tokyoites (Τόκιο Άιτς) της IBM, οι εργαζόμενοι πέρα από την εργάσιμη εβδομάδα των 100 ωρών, είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται ακόμα και 18 έως 20 ώρες την ημέρα, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών.
Έμαθα από το βιβλίο του Γιώργου Ρούση τον όρο “Karoshi” που υπάρχει στην Ιαπωνία. Είναι ένας ειδικός όρος που εφευρέθηκε για να περιγράψει το θάνατο που προέρχεται από υπερκόπωση λόγω εργασίας. Το “Karoshi” αναγνωρίστηκε στην Ιαπωνία ως επαγγελματική ασθένεια. Ας κρατήσουμε το αποκαρδιωτικό ποσοστό του 5% επί του συνόλου των θυμάτων από καρδιακά προβλήματα στις ηλικίες 25 έως 29 ετών, το οποίο οφείλεται από Karoshi.
Από το θαύμα της Ιαπωνίας, ας μεταβούμε στη Κίνα. Εκεί λαμβάνει χώρα το θαύμα του παντρέματος του υποτιθέμενου κομμουνισμού σε θεωρητική βάση με τη χειρότερη μορφή του καπιταλισμού σε πρακτική βάση. Το Κινέζικο αυτό θαύμα είναι που εμπνέει όλους τους εξουσιαστές της ευρωπαϊκής ένωσης και όπως όλα δείχνουν αν οι ίδιοι οι εκμεταλλευόμενοι δεν αλλάξουν τους συσχετισμούς δύναμης και δεν σταματήσουν τις εξελίξεις, μάλλον προς τα εκεί οδεύουμε. Σε πλήρη κινεζοποίηση της εργασίας, με το πρόσχημα ότι για να γίνουν ανταγωνιστικά τα προϊόντα και οι υπηρεσίες απέναντι στα δεδομένα που ισχύουν στη Κίνα, οφείλουν να εναρμονιστούν και οι συνθήκες στις υπόλοιπες χώρες.
Τι συμβαίνει λοιπόν στη Κίνα; Η εταιρία Foxcom, υπερεργολάβος της Apple, η οποία απασχολεί 1.400.000 εργαζομένους θεωρείται η πρωτοπόρος όσον αφορά στην πιο στυγνή εκμετάλλευση. Σε ένα από τα εργοστάσια-πόλεις της εταιρίας ετούτης που δουλεύουν 250.000 εργάτες, η παραγωγή είναι συνεχής όλο το 24ωρο και οι εργαζόμενοι δουλεύουν εναλλάξ μέρα με τη νύχτα. Τη νύχτα ξεκινούν στις 8 και τελειώνουν στις 7 το πρωί και ούτω καθεξής.
Τα 220 Ευρώ που παίρνουν ως μισθό τα επιστρέφουν σχεδόν όλα στην εταιρία ως ενοίκιο για τους άθλιους κοιτώνες διαστάσεων καμπίνας πλοίου όπου διαμένουν ανά οκτώ και για το φαγητό τους στη καντίνα. Αν αυτοί δεν είναι σκλάβοι, τότε αναρωτιέμαι ποιος είναι. Σε μία άλλη μονάδα της ίδιας εταιρίας στην οποία συναρμολογήθηκε το ipad 5, που πολλοί από εμάς σήμερα ίσως έχουμε στη κατοχή μας, στέλνονται υποχρεωτικά από σχολεία και πανεπιστήμια αγόρια και κορίτσια ηλικίας από 16 ετών για να κάνουν την πρακτική τους, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική διασύνδεση των σπουδών τους με το έργο που καλούνται να προσφέρουν δωρεάν στον υπερκαπιταλιστή προστατευόμενο του κινέζικου κράτους. Όποιος αρνηθεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα αυτό, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρές επιπτώσεις, ακόμα και αποβολή από το πανεπιστήμιο.
Τελευταίο παράδειγμα και κλείνω τη παρένθεση για τη Κίνα. Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο νοσηρή μπορεί να γίνει η φαντασία των καπιταλιστών. Σε άλλο εργοστάσιο της ίδιας εταιρίας όπου κατασκευάστηκε το i phone 7, ο συγγραφέας αναφέρει ότι περνούσαν ακόμα και δύο ολόκληρες ώρες έως ότου φτάσει στον εργαζόμενο το επόμενο προς συναρμολόγηση τηλέφωνο. Κατά τη διάρκεια της αναμονής, ο εργαζόμενος απαγορευόταν να κουβεντιάσει, να μετακινηθεί, ακόμα και να πάει στην τουαλέτα. Αν κάποιος κοιμόταν, τότε η τιμωρία ήταν η αφαίρεση του καθίσματος και η υποχρέωση να περιμένει όρθιος το επόμενο τηλέφωνο…
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι είδους πείραμα έκαναν οι ιθύνοντες της εταιρίας στους εργάτες, όμως είμαι σίγουρη ότι λίαν συντόμως θα μάθουμε τα αποτελέσματα που αποκόμισαν. Όλα αυτά τα περιστατικά που ανέφερα επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του Μαρξ ότι «το κεφάλαιο αν δεν του μπει ένας φραγμός, εργάζεται δίχως δισταγμό και οίκτο για να ρίξει όλη την εργατική τάξη σ’αυτή την κατάσταση, της άκρας κατάπτωσης. Να μετατρέψει τον εργάτη σε μια απλή μηχανή που φτιάχνει ξένο πλούτο, τσακισμένος στο σώμα και αποχτηνωμένος στη ψυχή, να τον μετατρέψει σε κάτι παρακάτω από ένα φορτηγό ζώο».
Λαμβάνοντας υπ’όψιν όχι μόνο τα ελάχιστα παραδείγματα που ανέσυρα από το βιβλίο, αλλά και όλα τα δικαιώματα που κερδήθηκαν από την εργατική τάξη με αίμα στο παρελθόν και χάνονται σήμερα αμαχητί, ίσως οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τη λαϊκή ρήση που θέλει να μιλά για επιστροφή στο Μεσαίωνα. Και αυτό δεν το αναφέρω τυχαία. Τι θα σκεφτόσασταν αν μαθαίνατε ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει ακράδαντα στοιχεία που καταρρίπτουν αυτή τη ρήση; Που αποδεικνύουν ότι στο Μεσαίωνα οι εργασιακές συνθήκες δεν ήταν πολύ χειρότερες, μη σας πω κιόλας ότι λαμβάνοντας υπόψιν διάφορες παραμέτρους, υπήρξαν και καλύτερες. Γιατί ναι μεν έχουν καλυτερεύσει οι υγειονομικές συνθήκες και οι εργάτες δεν πεθαίνουν σαν τα ποντίκια στους υπονόμους, στην αντίπερα όχθη όμως το μήκος της εργάσιμης μέρας και οι αργίες ήταν ασύγκριτα ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους.
Η έρευνα του συγγραφέα μιλά για εργάσιμη μέρα επτά με οκτώ ωρών το χειμώνα και για 14 ώρες το καλοκαίρι, ωράριο που δεν αποφασιζόταν από τη βούληση του εκάστοτε εργοδότη, αλλά από το κανονισμό κάθε συντεχνίας. Σήμερα ο αποκλειστικός υπεύθυνος για το ωράριο είναι ο εργοδότης, ο οποίος με τη δαμόκλειο σπάθη της ανεργίας να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων, καθορίζει ανενόχλητος το πώς και το πότε. Όποιος διαφωνήσει, είναι ελεύθερος να περάσει τη πόρτα.
Ουδείς αναντικατάστατος για τον καπιταλισμό. Ορδές ανέργων είναι πρόθυμοι να δεχτούν ακόμα και τους πιο ειδεχθείς όρους για ένα κομμάτι ψωμί. Οι δε αργίες κατά το Μεσαίωνα ήταν ανάμεσα σε 80 και 85 μέρες το χρόνο, τη στιγμή που σήμερα στην Ελλάδα οι επίσημες αργίες δεν ξεπερνούν τις 13, μη συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών που πια νοούνται ως εργάσιμες ημέρες. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ότι η αύξηση των ωρών εργασίας θα ήταν μονίμως αυξητική αν δεν υπήρχε η οργάνωση και η αντίσταση της εργατικής τάξης. Στο παρόν, φαίνεται ότι οι συσχετισμοί δύναμης άλλαξαν και το κεφάλαιο παίρνει τη ρεβάνς για όσα έχασε στο παρελθόν.
Πριν ένα ή δύο αιώνες, μάλλον θα ήταν κοινή πεποίθηση ότι η πρόοδος της τεχνολογίας θα επαρκούσε για να μειωθεί ο μέσος όρος της εργάσιμης ημέρας. Όμως αντ’αυτής οι καπιταλιστές εφάρμοσαν στο μοντέλο της μισθωτής δουλείας νέες μεθόδους. Μιλάμε για την υπεραξία της εργασίας εννοώντας τις περισσότερες ώρες που ένας εργάτης δουλεύει σε σχέση με το χρηματικό αντίτιμο που λαμβάνει, αν και αυτό είναι σχετικό γιατί είναι πολύ πιθανό να συμβεί η αύξηση του μισθού και παράλληλα να αυξηθεί και η εκμετάλλευσή του. Προς αυτή τη σκοπιά επιβουλεύεται η συνάρτηση της επιμήκυνσης του χρόνου εργασίας σε συνδυασμό με την πλήρη εντατικοποίηση.
Εδώ γεννιέται το ερώτημα. Είναι ελεύθερος ο άνεργος; Πολύ σωστά ο συγγραφέας γνέφει αρνητικά. Μάλιστα το αναγάγει στο ύψιστο, λέγοντας ότι «ακόμα και αν καταργηθεί η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η αποξένωση δεν εξαφανίζεται». Γιατί; Διότι η δραστηριότητα του ανθρώπου υπόκειται ακόμη σε μια οικονομική αναγκαιότητα και δεν αποτελεί δραστηριότητα αυτοεπιβεβαίωσης με βάση τις ικανότητες και την ανεμπόδιστη ανάπτυξή τους.
Συνιστά η ανεργία μορφή εκμετάλλευσης; Ο απελευθερωμένος από την καταναγκαστική εργασία χρόνος είναι και πραγματικά ελεύθερος;
Ο Γιώργος Ρούσης είναι κάθετος. «Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι είναι ελεύθερος ο χρόνος, ο οποίος δεν υπόκειται στην εκμετάλλευση και την αποκομιδή κέρδους, δεν ισχύει καθώς η ανεργία είναι μία κατεξοχήν εκμεταλλευτική κατάσταση. Αυτό γίνεται γιατί από τη μια πλευρά αποτελεί το ισχυρότερο μέσο πίεσης για τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση όσων συνεχίζουν να εργάζονται, και από την άλλη, οι ίδιοι οι άνεργοι δεν είναι παρά προϊόντα ενός εκμεταλλευτικού συστήματος, το οποίο θέτει το κέρδος πάνω από τους ανθρώπους. Ο χρόνος των ανέργων, λοιπόν, καταλήγει ο συγγραφέας, δεν αποτελεί ελεύθερο χρόνο και δεν μπορεί να συνυπολογίζεται ως τέτοιος, αλλά αποτελεί ακόμη χειρότερη σκλαβιά από το χρόνο εργασίας.». Αντιλαμβάνομαι πλήρως τις σκέψεις και τα συμπεράσματα του συγγραφέα, όμως προσωπικά επιλέγω συνειδητά να βρίσκομαι στη πλευρά των ανέργων ή των εποχιακά εργαζομένων, προσπαθώντας να αξιοποιήσω τον ελεύθερο χρόνο μου στο πριόνισμα αυτού του σάπιου κοινωνικού συστήματος, αντί να δεθώ με τις μόνιμες αλυσίδες της εργασιακής σκλαβιάς.
Αντιθέτως, με βρίσκουν απολύτως σύμφωνη τα όσα αναφέρονται για τον υποτιθέμενο «ελεύθερο χρόνο» όσων είναι ενταγμένοι στη μισθοδουλία, και τούτο γιατί αν συνυπολογίσουμε ότι αυτός ο χρόνος αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής, τελικά μόνο ελεύθερος δεν είναι. Από τη μια πλευρά το πήγαινε-έλα στη δουλειά, το φαγητό, η προετοιμασία της επόμενης εργασιακής μέρας, η αναγκαία ξεκούραση, η αποφόρτιση, ο ύπνος, δεν συνιστούν ελεύθερο χρόνο και από την άλλη οι άνθρωποι που καλούνται να τον αξιοποιήσουν δεν είναι ελεύθεροι να το πράξουν, αφού κατά κανόνα είναι αποξενωμένοι και αλλοτριωμένοι από τη κυρίαρχη μαζική κουλτούρα που παράγει και υπερασπίζεται το σύστημα.
Θα κλείσω την τοποθέτησή μου περιγράφοντας μία φωτογραφία που βρίσκεται στη σελίδα με αριθμό 43. Όσοι έχετε το βιβλίο στα χέρια σας θα ήθελα να της ρίξετε μια ματιά. Προέρχεται από τα ανθρακωρυχεία του Ηνωμένου Βασιλείου του 1840. Εμφανίζονται περίπου 40 παιδιά, αν τα μέτρησα σωστά και πραγματικά, όπως αναγράφει και η λεζάντα από κάτω, όσο κι αν ψάξετε, δεν θα βρείτε ούτε ένα χαμόγελο. Μιλώντας ως καθηγήτρια, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει ένας φωτογράφος, όσο και αν προσπαθήσει, να αποθανατίσει 40 παιδικές παρουσίες και να μην υπάρξει ένα γέλιο, ένας μορφασμός, ένα χαμόγελο.
Και όμως…. ο καπιταλισμός τα κατάφερε.
Αν θέλουμε να ανθίσει ξανά το παιδικό χαμόγελο και να αποκτήσει η ζωή μας πραγματικό νόημα, απαγκιστρωμένη από τη μισθωτή σκλαβιά, τότε ο αγώνας για τη κοινωνική επανάσταση και την ανατροπή του καπιταλισμού είναι μονόδρομος. Διαφορετικά ο ελεύθερος χρόνος μας θα είναι κενού περιεχομένου και προπάντων, όπως μας αποδεικνύει με το παρόν βιβλίο ο Γιώργος Ρούσης, δεν θα είναι ελεύθερος.
Σας ευχαριστώ.
Ελπίζουμε σύντομα να σας παραθέσουμε αποσπάσματα του.
Η πρώτη αίσθησή μας, από ένα απλό ξεφύλλισματου βιβλίου, είναι ότι πρόκειται για μια καταπληκτική μελέτη και τα στοιχεία που παρουσιάζει άκρως ενδιαφέροντα.
Για το βιβλίο μίλησαν οι: Μαρία Παπαγεωργίου, Ευθύμης Φλέγκας, Αλέκος Χαλβατζής, Ζωή Χρυσή, ενώ συντονιστής ήταν ο Κάρολος Ρούσης.
Αναλυτικό ρεπορτάζ από την παρουσίαση του βιβλίου το οποίο συνοδεύεται από βίντεο και φωτογραφίες υπάρχει στην ιστοσελίδα zougla.
Από την ιστοσελίδα των εκδόσεων «Γκοβόστη» διαβάζουμε σχετικά γι’ αυτό το βιβλίο:
Βιώνουμε τον παραλογισμό, οι παραγωγικές δυνάμεις να είναι πιο αναπτυγμένες από ποτέ και η κατάσταση της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων να χειροτερεύει. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Μια από τις πιο κραυγαλέες πτυχές αυτού του παραλογισμού συνίσταται στο ότι, αντί ο χρόνος που κερδίζεται με την αυτοματοποίηση να έχει ως επακόλουθο την απαλλαγή των ανθρώπων από τον βραχνά της καταναγκαστικής δουλειάς, αυτός να παίρνει τη μορφή της ανεργίας, ενώ παράλληλα να εντείνεται η εκμετάλλευση όσων συνεχίζουν να εργάζονται.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη των κεφαλαιοκρατών, μπροστά στη νέα πραγματικότητα, όχι μόνον δεν αυτοκαταργείται οικειοθελώς, όπως σε τελευταία ανάλυση διατείνονται ορισμένοι (λόγου χάρη ο Negri), αλλά για να διατηρήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία της στα σύγχρονα μέσα παραγωγής και την εξουσία της, οξύνει ακόμη παραπέρα τις αντιθέσεις του συστήματος, με κύριο θύμα τους εργαζόμενους.
Και όλα αυτά, ενώ σήμερα με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής είναι δυνατόν, με προϋπόθεση την ανατροπή του καπιταλισμού, ο ελεύθερος χρόνος να γίνει κυρίαρχος και να είναι αυτός και όχι ο βαθμός εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο το μέτρο του πλούτου.
Προς αυτήν την κατεύθυνση υποστηρίζεται ότι στο πλαίσιο ενός επαναστατικού πολέμου θέσεων, η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας –δίχως μείωση των απολαβών και εντατικοποίηση της εργασίας–, και όχι η διατήρησή του, πρέπει να αποτελέσει άμεση αγωνιστική διεκδίκηση για το λαϊκό κίνημα και τους φορείς του, ένα οχυρό προς άμεση κατάληψη.
Παρακάτω παραθέτουμε ολόκληρη την τοποθέτηση που έκανε μιλώντας γι’ αυτό το πόνημα η συντρόφισσα Μαρία Παπαγεωργίου:
Πριν περάσω στα του βιβλίου, θα ήθελα να κάνω μία μικρή αναφορά στο συγγραφέα. Αισθάνομαι την ανάγκη να του εκφράσω τις ευχαριστίες μου για το γεγονός ότι ανάμεσα σε εκείνους που θα τοποθετηθούν για το καινούριο του έργο, συμπεριέλαβε και εμένα, παρότι δεν προερχόμαστε από κοινό πολιτικό χώρο. Αν και αυτό δεν το κρατώ σα δεδομένο, καθώς δύσκολα μπορεί κανείς εκ του ασφαλούς να κατατάξει κάπου συγκεκριμένα το Ρούση. Είναι πολύ αναρχικός για να θεωρηθεί κομμουνιστής και αντιστοίχως πέραν του δέοντως κομμουνιστής για να χαρακτηριστεί αναρχικός.
Όμως, αν συνυπολογίσουμε ότι η αναρχία ενυπάρχει στο κομμουνισμό και δη στον ελευθεριακό και όχι στον γραφειοκρατικό/εξουσιαστικό, αλλά και ότι ο κομμουνισμός μπορεί να ολοκληρώσει την ιστορική του πορεία μόνο μέσω της αναρχίας, όπου στην πράξη θα αρχίσει να αχνοφαίνεται η αταξική κοινωνία, τότε, υπό αυτή την έννοια, ο Γιώργος Ρούσης εμφανίζει συμπυκνωμένες όλες τις αρετές που έχουν να προσφέρουν οι δύο όμορες τούτες ιδεολογίες, οι οποίες έχουν κοινές αφετηρίες, γιατί γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα αναγκών αλλά και κοινό προορισμό.
Διαχωρίζουν τη θέση τους κάπου στο μεσοδιάστημα του επαναστατικού ταξιδιού, όταν ένα καινούριο είδους κράτους θεωρητικά θα κάνει την εμφάνισή του. Αυτό το κράτος θα ονομάζεται εργατικό και αποστολή του θα είναι να εκριζώσει τις καπιταλιστικές συνήθειες από τη καθημερινή ζωή των ανθρώπων και να απονεκρώσει το σάπιο υπόβαθρο της κοινωνίας εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Τελικά η ιστορία έδειξε ότι εκείνο που απονεκρώνεται δεν είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης, αλλά η επαναστατική ιδεολογία των πρώην αγωνιστών που αίφνης στρογγυλοκάθονται στην εξουσία και μετατρέπονται σε καινούριο βάσανο για τους εξαθλιωμένους.
Ως γνωστόν η εξουσία διαφθείρει ακόμα και τους εντιμότερους συντρόφους και όπως είχε πει ο Κροπότκιν στον Λένιν σε μία από τις σπάνιες συναντήσεις τους, «η εξουσία είναι δηλητήριο στα χέρια εκείνου που την ασκεί».
Σ’εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή που θα εμφανιστεί το εργατικό ή το κομμουνιστικό κράτος, όπως θέλετε πες τε το, στη χώρα μας, που μάλλον ο βιολογικός μας κύκλος δεν είναι αρκετός για να το ζήσουμε ….. υποθετικά όμως μιλώντας ότι ίσως το προλαβαίναμε, σ’εκείνη την χρονική περίοδο είμαι απολύτως σίγουρη ότι ο Ρούσης παρότι ιδεολογικά θα έπρεπε να βρισκόταν ανάμεσα στους καινούριους εξουσιαστές, εκείνος θα συνέχιζε το μοναχικό, δύσβατο και ανηφορικό μονοπάτι της κριτικής και αμφισβήτησης της εξουσίας, όπως άλλωστε έχει πράξει σε όλη του τη ζωή, δίχως να υπολογίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα ή την κομματική του ανέλιξη.
Η γνώμη του έχει χαρακτηριστεί ουκ ολίγες φορές αιρετική και οφείλει τέτοια να’ναι, όταν στο συντριπτικό ποσοστό του χώρου της επαναστατικής αριστεράς κυριαρχούν ψευδοδιλλήματα, αλληλοκαρφώματα και προπάντως υποταγή στη σύναψη ταξικής ειρήνης με τους αστούς, γιατί σώνει και καλά δεν είναι ώριμες και ευνοϊκές οι συνθήκες για το παραπάνω βήμα. Τώρα αν αυτό ισχύει για τις υποκειμενικές συνθήκες για συγκεκριμένους λόγους, στον αντίποδα οι αντικειμενικές όχι απλά ωρίμασαν, αλλά σάπισαν κιόλας.
Ο επαναστάτης δεν καρτερά αμέριμνος το καρπό ενός δέντρου για το αν και πότε εκείνος θα ωριμάσει. Το φροντίζει, το ποτίζει, το σκαλίζει, προετοιμάζει την καρποφορία και την προφυλάσσει από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Αντιστοίχως, δρα μέσα στην κοινωνία, η επανάσταση δεν γίνεται κατόπιν παραγγελίας, γεννιέται και ωριμάζει μέσα στην ίδια την κοινωνία, η δράση του επαναστάτη διαμορφώνει τις ευνοϊκές συνθήκες και όχι κάποιο άυλο χέρι. Δεν στέκεται απομονωμένος και περιχαρακωμένος σα να φυλάττει την υπέρτατη αλήθεια που οι κοινοί θνητοί αγνοούν, σχολιάζοντας εκ του μακρώθεν τις εξελίξεις και κατακρίνοντας όσους με τις μικρές τους δυνάμεις προσπαθούν να επιτύχουν μικρές και πρόσκαιρες έστω νίκες στο εδώ και στο τώρα.
Οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. κατεβαίνοντας από κάποιο βουνό της Ηπειρωτικής Ελλάδας για να ριχτούν στη μάχη, γνωρίζοντας καλά ότι ορισμένοι από αυτούς δεν θα γυρίσουν πίσω, τραγουδούσαν ένα τραγούδι προτρέποντας τους ίδιους και τον κόσμο γύρω τους να μην αναβάλουν τίποτα για αύριο. Το τραγούδι εκείνο έλεγε:
«Κόψε το ρόδο πριν μαραθεί
Ο χρόνος φεύγει πετάει
Κι ο ανθός που σήμερα χαμογελά
Αύριο θα’χει πεθάνει».
Με αυτούς τους στίχους κάνω τη μετάβαση στο βιβλίο «Ο ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου». Είναι σα να ακούω να ύπταται από τώρα το είδος της κριτικής που θα ασκηθεί στο βιβλίο.
Εδώ έχουμε χάσει ως εργατική τάξη τα αυτονόητα, δικαιώματα που κερδήθηκαν με αίμα, δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο και ο συγγραφέας τη δεδομένη χρονική στιγμή επιλέγει να αναδείξει την αξία του ελεύθερου χρόνου ως μέτρο του πλούτου;
Ίσως το χαρακτηρίσουν ανεπίκαιρο, άστοχο και δίχως αξία. Και καλά θα κάνουν. Είναι πράγματι ανεπίκαιρο για όλους όσοι έχουν δεχτεί τη μοίρα του σκλάβου και του δούλου. Είναι ανεπίκαιρο για όλους εκείνους που έχουν μάθει να εκλιπαρούν για λίγα ψίχουλα παραπάνω, για όλους εκείνους που περιορίζουν τις διεκδικήσεις τους στα στενά όρια της αστικής νομιμότητας, βλέπε 24ωρες ή 48ωρες απεργιακές κινητοποιήσεις, ανακοινώσεις και καταγγελίες με ξύλινη γλώσσα, υπερεπαναστατική ρητορική που όμως δεν συνοδεύεται με αντίστοιχη πράξη, και λοιπές ίσως χρήσιμες μεν πτυχές του αγώνα, πλήρως ανεπαρκείς όμως εν συγκρίσει του κοινωνικού κανιβαλισμού και της εξαθλίωσης που επικρατεί στη χώρα μας την τελευταία επταετία.
Θα προσπαθήσω να μην αναφερθώ επί λέξει σε σημεία του βιβλίου, πέραν από μερικές αναγκαίες παραγράφους που κρίνω ως κομβικές, και τούτο γιατί δεν θα ήθελα να σας στερήσω τη χαρά από το να τα διαβάσετε και να ανακαλύψετε το κρυμμένο θησαυρό και πλούτο γνώσης από μόνοι σας. Εργάζομαι περιστασιακά κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, πολλές φορές και δωρεάν γιατί η γνώση δεν θα πρέπει να πωλείται και το θέμα που καταπιάνεται ο συγγραφέας με απασχολεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Έχω επιλέξει αυτό το δρόμο γιατί δεν δέχομαι να συμμετάσχω στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία με τους εξευτελιστικούς όρους και τις συνθήκες γαλέρας που επικρατούν στα σύγχρονα κάτεργα.
Στη δική μου ειδικότητα ως καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας, είναι μάλλον προτιμότερο κανείς να μην εργάζεται, παρά να λαμβάνει το πλουσιοπάροχο μισθό των 2,8 Ευρώ την ώρα. Αυτό είναι το ποσό που συμφώνησαν σχεδόν όλα τα φροντιστήρια της χώρας ως αμοιβή στους καθηγητές, ελλείψει ενός ακηδεμόνευτου σωματείου εργαζομένων που θα έβαζε ενδεχομένως ένα φρένο στην ασυδοσία των αφεντικών. Προσπαθώ να ζήσω πιο λιτά, επιλέγοντας συνειδητά να επενδύσω τον ελεύθερο χρόνο μου δημιουργικά. Μέσα στον καπιταλισμό όμως γίνεται να υπάρξει ελεύθερος και εποικοδομητικός ελεύθερος χρόνος;
Ο Δημήτρης Αποστολάκης των Χαϊνηδων, έγραψε στο πρόσφατο δισκοβιβλίο του ότι τα κράτη σε καιρό πολέμου επιτίθενται στους γείτονες, ενώ σε καιρό ειρήνης επιτίθενται στους πολίτες τους. Η ειρήνη λοιπόν κατάντησε πια να είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε 2 πολέμους. Κάπως αναλόγως και ο ελεύθερος χρόνος του σύγχρονου σκλάβου στα γρανάζια της εκμετάλλευσης είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο εργάσιμες ημέρες.
Από τα τρία κεφάλαια του βιβλίου θα σταθώ περισσότερο στο πρώτο, που φέρει τίτλο «Καπιταλισμός – Το κεφάλαιο, βρυκόλακας ζωντανής εργασίας» και τούτο γιατί νομίζω ότι για τα άλλα δύο, θα έχουν περισσότερα να πουν οι υπόλοιποι συνομιλητές στο πάνελ.
Πέραν από τις ιστορικές σκέψεις θεωρητικών και τη πληθώρα παραδειγμάτων από τις εργασιακές συνθήκες στις εγκαταστάσεις ακόμα και των καπιταλιστικών μεγαθηρίων, θέτει το βασικό επίδικο του ελεύθερου χρόνου. Ο πρόεδρος της Ουρουγουάης έως το 2015 και πρώην αντάρτης Τουπαμάρος, El Pepe, είχε πει σε συνέντευξή του: «Όταν εγώ και εσείς αγοράζουμε κάτι, δεν το πληρώνουμε με χρήμα αλλά με χρόνο ζωής που χρειάστηκε να δαπανήσουμε για να κερδίσουμε αυτό το χρήμα, με τη μόνη διαφορά ότι η ζωή δεν αγοράζεται, αλλά τρέχει και είναι τραγικό να τη σπαταλάμε με το να χάνουμε την ελευθερία μας».
Θα ήθελα λίγο να αναλογιστούμε ο καθένας ξεχωριστά αυτό που μόλις ακούσαμε. Την επόμενη φορά που θα ανοίξουμε το πορτοφόλι μας, ας σκεφτούμε ότι το χρηματικό αντίτιμο που θα πληρώσουμε για να αποκτήσουμε ένα προϊόν, δεν είναι άλλο από τον ελεύθερο χρόνο και κατ’επέκτασιν κομμάτι από την ίδια μας τη ζωή και την ελευθερία μας. Πόσο θα άλλαζε ο κόσμος αν αυτός ο απλός συλλογισμός γινόταν κτήμα του κάθε εργάτη και εργαζόμενου; Πόσο φειδωλοί θα γινόμασταν απέναντι στο κυνήγι του χρήματος;
Και πόσο θα εκτιμούσαμε την αξία του χρόνου που θυσιάζουμε για να αποκτήσουμε προϊόντα που τις περισσότερες φορές δεν έχουμε καν ανάγκη; Ως γνωστόν ζούμε σε μια κοινωνία που περικυκλωνόμαστε από τεχνολογικά προϊόντα, από πειρασμούς, από επίπλαστες ανάγκες τις οποίες σπεύδουμε να ικανοποιήσουμε, ενώ στην ουσία δεν εξυπηρετούν κάποιο ιδιαίτερο σκοπό.
Σήμερα, βέβαια, είναι λίγα τα στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας που απρόσκοπτα είναι σε θέση να ζήσουν καταναλωτικά, αυτό όμως μπορεί να είναι πρόσκαιρο, καθώς το διακύβευμα δεν έχει πάρει επαναστατική τροπή για μια τρομακτική αλλαγή στις σχέσεις παραγωγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αντιθέτως, οι περισσότεροι συνάθρωποί μας αναπολούν τις εποχές της ψεύτικης ευδαιμονίας, της επίπλαστης ευμάρειας, τότε που η φούσκα του δανεισμού και του πλαστικού χρήματος ικανοποιούσε πρόσκαιρα την δημιουργημένη από το σύστημα ανάγκη για άκρατο καταναλωτισμό. Για τον καπιταλισμό το μότο είναι «καταναλώνω, άρα υπάρχω». Για να καταναλώσει όμως κάποιος, αφήνει ενέχυρο την ελευθερία του, την δια του τη ζωή, τα πιο δημιουργικά του χρόνια.
«Η εργασία απελευθερώνει» ανέγραφε η διαβόητη ταμπέλα ντροπής στην πύλη εισόδου του στρατόπεδου Άουσβιτς. Και όμως το μήνυμα αποδίδει ακριβοδίκαια την πλήρη αλήθεια. Η εργασία απελευθερώνει το κεφάλαιο και ο χρόνος είναι χρήμα. Κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο μισθωτής σκλαβιάς αποφέρει κέρδη στους καπιταλιστές, γι’αυτό η υπερεντατικοποίηση της εργασίας μεγιστοποιεί την υπεραξία προσπαθώντας παράλληλα να ανακόψει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Θα πίστευε κανείς σήμερα, εν έτει 2017, ότι υπάρχουν εργάτες που φορούν πάνες εν ώρα εργασίας γιατί δεν μπορούν στο 8ωρο, 10ωρο, ή όσες ώρες τέλος πάντων εργάζονται, να αφήσουν το πόστο τους για λίγα λεπτά και να πάνε στην τουαλέτα;
Και όμως. Αντλώ πληροφορίες από το βιβλίο. Κατά την εφημερίδα Washington Post, σε κλάδο παραγωγής πουλερικών που απασχολεί 250.000 άτομα, η κατάσταση είναι τόσο καταπιεστική, ώστε οι εργάτες ουρούν και αφοδεύουν παραμένοντας στην αλυσίδα της παραγωγής, ενώ φορούν όρθιοι πάνες μπροστά στην αλυσίδα συναρμολόγησης. Αυτό συμβαίνει για να μην καθυστερεί η διαδικασία της παραγωγής, οι ρυθμοί της οποίας συνίστανται στον χειρισμό σαράντα πουλερικών το λεπτό από τον κάθε εργάτη.
Στην Ονδούρα η επιχείρηση Kyungshin Lear (Κίουγκσιν Λίαρ) που κατασκευάζει εξαρτήματα αυτοκινήτων απαγόρευσε το διάλειμμα για τουαλέτα με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν πάνες για να μη χάσουν τη δουλειά τους. Στο Βέλγιο, η εταιρία ψηφιακού μάρκετινγκ Newfusion (Νιου Φάσιον), τοποθέτησε κάτω από το δέρμα, ανάμεσα στα δάκτυλα των υπαλλήλων, ηλεκτρονικούς μικροκοριούς, μεγέθους ενός κόκκου ρυζιού, για να ελέγχει τις κινήσεις τους.
Επειδή αυτά τα παραδείγματα ακούγονται ακραία και ίσως κάποιοι θεωρήσουν ότι ο Ρούσης έψαξε και βρήκε μερικά πολύ τραβηγμένα παραδείγματα και τώρα προσπαθεί να μας πείσει ότι αυτά αποτελούν το κανόνα, θα συνεχίσω με μερικά μεγαθήρια. Είναι εκείνα που επάνω τους στηρίχθηκε το μύθευμα του Ιαπωνικού ή του Κινέζικου θαύματος. Είναι σαν το ματωμένο πλεόνασμα της κυβέρνησης των Συριζανέλ. Στην εταιρία Tokyoites (Τόκιο Άιτς) της IBM, οι εργαζόμενοι πέρα από την εργάσιμη εβδομάδα των 100 ωρών, είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται ακόμα και 18 έως 20 ώρες την ημέρα, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών.
Έμαθα από το βιβλίο του Γιώργου Ρούση τον όρο “Karoshi” που υπάρχει στην Ιαπωνία. Είναι ένας ειδικός όρος που εφευρέθηκε για να περιγράψει το θάνατο που προέρχεται από υπερκόπωση λόγω εργασίας. Το “Karoshi” αναγνωρίστηκε στην Ιαπωνία ως επαγγελματική ασθένεια. Ας κρατήσουμε το αποκαρδιωτικό ποσοστό του 5% επί του συνόλου των θυμάτων από καρδιακά προβλήματα στις ηλικίες 25 έως 29 ετών, το οποίο οφείλεται από Karoshi.
Από το θαύμα της Ιαπωνίας, ας μεταβούμε στη Κίνα. Εκεί λαμβάνει χώρα το θαύμα του παντρέματος του υποτιθέμενου κομμουνισμού σε θεωρητική βάση με τη χειρότερη μορφή του καπιταλισμού σε πρακτική βάση. Το Κινέζικο αυτό θαύμα είναι που εμπνέει όλους τους εξουσιαστές της ευρωπαϊκής ένωσης και όπως όλα δείχνουν αν οι ίδιοι οι εκμεταλλευόμενοι δεν αλλάξουν τους συσχετισμούς δύναμης και δεν σταματήσουν τις εξελίξεις, μάλλον προς τα εκεί οδεύουμε. Σε πλήρη κινεζοποίηση της εργασίας, με το πρόσχημα ότι για να γίνουν ανταγωνιστικά τα προϊόντα και οι υπηρεσίες απέναντι στα δεδομένα που ισχύουν στη Κίνα, οφείλουν να εναρμονιστούν και οι συνθήκες στις υπόλοιπες χώρες.
Τι συμβαίνει λοιπόν στη Κίνα; Η εταιρία Foxcom, υπερεργολάβος της Apple, η οποία απασχολεί 1.400.000 εργαζομένους θεωρείται η πρωτοπόρος όσον αφορά στην πιο στυγνή εκμετάλλευση. Σε ένα από τα εργοστάσια-πόλεις της εταιρίας ετούτης που δουλεύουν 250.000 εργάτες, η παραγωγή είναι συνεχής όλο το 24ωρο και οι εργαζόμενοι δουλεύουν εναλλάξ μέρα με τη νύχτα. Τη νύχτα ξεκινούν στις 8 και τελειώνουν στις 7 το πρωί και ούτω καθεξής.
Τα 220 Ευρώ που παίρνουν ως μισθό τα επιστρέφουν σχεδόν όλα στην εταιρία ως ενοίκιο για τους άθλιους κοιτώνες διαστάσεων καμπίνας πλοίου όπου διαμένουν ανά οκτώ και για το φαγητό τους στη καντίνα. Αν αυτοί δεν είναι σκλάβοι, τότε αναρωτιέμαι ποιος είναι. Σε μία άλλη μονάδα της ίδιας εταιρίας στην οποία συναρμολογήθηκε το ipad 5, που πολλοί από εμάς σήμερα ίσως έχουμε στη κατοχή μας, στέλνονται υποχρεωτικά από σχολεία και πανεπιστήμια αγόρια και κορίτσια ηλικίας από 16 ετών για να κάνουν την πρακτική τους, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική διασύνδεση των σπουδών τους με το έργο που καλούνται να προσφέρουν δωρεάν στον υπερκαπιταλιστή προστατευόμενο του κινέζικου κράτους. Όποιος αρνηθεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα αυτό, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρές επιπτώσεις, ακόμα και αποβολή από το πανεπιστήμιο.
Τελευταίο παράδειγμα και κλείνω τη παρένθεση για τη Κίνα. Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο νοσηρή μπορεί να γίνει η φαντασία των καπιταλιστών. Σε άλλο εργοστάσιο της ίδιας εταιρίας όπου κατασκευάστηκε το i phone 7, ο συγγραφέας αναφέρει ότι περνούσαν ακόμα και δύο ολόκληρες ώρες έως ότου φτάσει στον εργαζόμενο το επόμενο προς συναρμολόγηση τηλέφωνο. Κατά τη διάρκεια της αναμονής, ο εργαζόμενος απαγορευόταν να κουβεντιάσει, να μετακινηθεί, ακόμα και να πάει στην τουαλέτα. Αν κάποιος κοιμόταν, τότε η τιμωρία ήταν η αφαίρεση του καθίσματος και η υποχρέωση να περιμένει όρθιος το επόμενο τηλέφωνο…
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι είδους πείραμα έκαναν οι ιθύνοντες της εταιρίας στους εργάτες, όμως είμαι σίγουρη ότι λίαν συντόμως θα μάθουμε τα αποτελέσματα που αποκόμισαν. Όλα αυτά τα περιστατικά που ανέφερα επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του Μαρξ ότι «το κεφάλαιο αν δεν του μπει ένας φραγμός, εργάζεται δίχως δισταγμό και οίκτο για να ρίξει όλη την εργατική τάξη σ’αυτή την κατάσταση, της άκρας κατάπτωσης. Να μετατρέψει τον εργάτη σε μια απλή μηχανή που φτιάχνει ξένο πλούτο, τσακισμένος στο σώμα και αποχτηνωμένος στη ψυχή, να τον μετατρέψει σε κάτι παρακάτω από ένα φορτηγό ζώο».
Λαμβάνοντας υπ’όψιν όχι μόνο τα ελάχιστα παραδείγματα που ανέσυρα από το βιβλίο, αλλά και όλα τα δικαιώματα που κερδήθηκαν από την εργατική τάξη με αίμα στο παρελθόν και χάνονται σήμερα αμαχητί, ίσως οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τη λαϊκή ρήση που θέλει να μιλά για επιστροφή στο Μεσαίωνα. Και αυτό δεν το αναφέρω τυχαία. Τι θα σκεφτόσασταν αν μαθαίνατε ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει ακράδαντα στοιχεία που καταρρίπτουν αυτή τη ρήση; Που αποδεικνύουν ότι στο Μεσαίωνα οι εργασιακές συνθήκες δεν ήταν πολύ χειρότερες, μη σας πω κιόλας ότι λαμβάνοντας υπόψιν διάφορες παραμέτρους, υπήρξαν και καλύτερες. Γιατί ναι μεν έχουν καλυτερεύσει οι υγειονομικές συνθήκες και οι εργάτες δεν πεθαίνουν σαν τα ποντίκια στους υπονόμους, στην αντίπερα όχθη όμως το μήκος της εργάσιμης μέρας και οι αργίες ήταν ασύγκριτα ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους.
Η έρευνα του συγγραφέα μιλά για εργάσιμη μέρα επτά με οκτώ ωρών το χειμώνα και για 14 ώρες το καλοκαίρι, ωράριο που δεν αποφασιζόταν από τη βούληση του εκάστοτε εργοδότη, αλλά από το κανονισμό κάθε συντεχνίας. Σήμερα ο αποκλειστικός υπεύθυνος για το ωράριο είναι ο εργοδότης, ο οποίος με τη δαμόκλειο σπάθη της ανεργίας να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων, καθορίζει ανενόχλητος το πώς και το πότε. Όποιος διαφωνήσει, είναι ελεύθερος να περάσει τη πόρτα.
Ουδείς αναντικατάστατος για τον καπιταλισμό. Ορδές ανέργων είναι πρόθυμοι να δεχτούν ακόμα και τους πιο ειδεχθείς όρους για ένα κομμάτι ψωμί. Οι δε αργίες κατά το Μεσαίωνα ήταν ανάμεσα σε 80 και 85 μέρες το χρόνο, τη στιγμή που σήμερα στην Ελλάδα οι επίσημες αργίες δεν ξεπερνούν τις 13, μη συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών που πια νοούνται ως εργάσιμες ημέρες. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ότι η αύξηση των ωρών εργασίας θα ήταν μονίμως αυξητική αν δεν υπήρχε η οργάνωση και η αντίσταση της εργατικής τάξης. Στο παρόν, φαίνεται ότι οι συσχετισμοί δύναμης άλλαξαν και το κεφάλαιο παίρνει τη ρεβάνς για όσα έχασε στο παρελθόν.
Πριν ένα ή δύο αιώνες, μάλλον θα ήταν κοινή πεποίθηση ότι η πρόοδος της τεχνολογίας θα επαρκούσε για να μειωθεί ο μέσος όρος της εργάσιμης ημέρας. Όμως αντ’αυτής οι καπιταλιστές εφάρμοσαν στο μοντέλο της μισθωτής δουλείας νέες μεθόδους. Μιλάμε για την υπεραξία της εργασίας εννοώντας τις περισσότερες ώρες που ένας εργάτης δουλεύει σε σχέση με το χρηματικό αντίτιμο που λαμβάνει, αν και αυτό είναι σχετικό γιατί είναι πολύ πιθανό να συμβεί η αύξηση του μισθού και παράλληλα να αυξηθεί και η εκμετάλλευσή του. Προς αυτή τη σκοπιά επιβουλεύεται η συνάρτηση της επιμήκυνσης του χρόνου εργασίας σε συνδυασμό με την πλήρη εντατικοποίηση.
Εδώ γεννιέται το ερώτημα. Είναι ελεύθερος ο άνεργος; Πολύ σωστά ο συγγραφέας γνέφει αρνητικά. Μάλιστα το αναγάγει στο ύψιστο, λέγοντας ότι «ακόμα και αν καταργηθεί η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η αποξένωση δεν εξαφανίζεται». Γιατί; Διότι η δραστηριότητα του ανθρώπου υπόκειται ακόμη σε μια οικονομική αναγκαιότητα και δεν αποτελεί δραστηριότητα αυτοεπιβεβαίωσης με βάση τις ικανότητες και την ανεμπόδιστη ανάπτυξή τους.
Συνιστά η ανεργία μορφή εκμετάλλευσης; Ο απελευθερωμένος από την καταναγκαστική εργασία χρόνος είναι και πραγματικά ελεύθερος;
Ο Γιώργος Ρούσης είναι κάθετος. «Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι είναι ελεύθερος ο χρόνος, ο οποίος δεν υπόκειται στην εκμετάλλευση και την αποκομιδή κέρδους, δεν ισχύει καθώς η ανεργία είναι μία κατεξοχήν εκμεταλλευτική κατάσταση. Αυτό γίνεται γιατί από τη μια πλευρά αποτελεί το ισχυρότερο μέσο πίεσης για τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση όσων συνεχίζουν να εργάζονται, και από την άλλη, οι ίδιοι οι άνεργοι δεν είναι παρά προϊόντα ενός εκμεταλλευτικού συστήματος, το οποίο θέτει το κέρδος πάνω από τους ανθρώπους. Ο χρόνος των ανέργων, λοιπόν, καταλήγει ο συγγραφέας, δεν αποτελεί ελεύθερο χρόνο και δεν μπορεί να συνυπολογίζεται ως τέτοιος, αλλά αποτελεί ακόμη χειρότερη σκλαβιά από το χρόνο εργασίας.». Αντιλαμβάνομαι πλήρως τις σκέψεις και τα συμπεράσματα του συγγραφέα, όμως προσωπικά επιλέγω συνειδητά να βρίσκομαι στη πλευρά των ανέργων ή των εποχιακά εργαζομένων, προσπαθώντας να αξιοποιήσω τον ελεύθερο χρόνο μου στο πριόνισμα αυτού του σάπιου κοινωνικού συστήματος, αντί να δεθώ με τις μόνιμες αλυσίδες της εργασιακής σκλαβιάς.
Αντιθέτως, με βρίσκουν απολύτως σύμφωνη τα όσα αναφέρονται για τον υποτιθέμενο «ελεύθερο χρόνο» όσων είναι ενταγμένοι στη μισθοδουλία, και τούτο γιατί αν συνυπολογίσουμε ότι αυτός ο χρόνος αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής, τελικά μόνο ελεύθερος δεν είναι. Από τη μια πλευρά το πήγαινε-έλα στη δουλειά, το φαγητό, η προετοιμασία της επόμενης εργασιακής μέρας, η αναγκαία ξεκούραση, η αποφόρτιση, ο ύπνος, δεν συνιστούν ελεύθερο χρόνο και από την άλλη οι άνθρωποι που καλούνται να τον αξιοποιήσουν δεν είναι ελεύθεροι να το πράξουν, αφού κατά κανόνα είναι αποξενωμένοι και αλλοτριωμένοι από τη κυρίαρχη μαζική κουλτούρα που παράγει και υπερασπίζεται το σύστημα.
Θα κλείσω την τοποθέτησή μου περιγράφοντας μία φωτογραφία που βρίσκεται στη σελίδα με αριθμό 43. Όσοι έχετε το βιβλίο στα χέρια σας θα ήθελα να της ρίξετε μια ματιά. Προέρχεται από τα ανθρακωρυχεία του Ηνωμένου Βασιλείου του 1840. Εμφανίζονται περίπου 40 παιδιά, αν τα μέτρησα σωστά και πραγματικά, όπως αναγράφει και η λεζάντα από κάτω, όσο κι αν ψάξετε, δεν θα βρείτε ούτε ένα χαμόγελο. Μιλώντας ως καθηγήτρια, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει ένας φωτογράφος, όσο και αν προσπαθήσει, να αποθανατίσει 40 παιδικές παρουσίες και να μην υπάρξει ένα γέλιο, ένας μορφασμός, ένα χαμόγελο.
Και όμως…. ο καπιταλισμός τα κατάφερε.
Αν θέλουμε να ανθίσει ξανά το παιδικό χαμόγελο και να αποκτήσει η ζωή μας πραγματικό νόημα, απαγκιστρωμένη από τη μισθωτή σκλαβιά, τότε ο αγώνας για τη κοινωνική επανάσταση και την ανατροπή του καπιταλισμού είναι μονόδρομος. Διαφορετικά ο ελεύθερος χρόνος μας θα είναι κενού περιεχομένου και προπάντων, όπως μας αποδεικνύει με το παρόν βιβλίο ο Γιώργος Ρούσης, δεν θα είναι ελεύθερος.
Σας ευχαριστώ.
+ σχόλια + 1 σχόλια
Οι Μπολσεβίκοι τον Οκτώβρη του 1917 στην Ρωσία ανατρέψανε τον Καπιταλισμό αφού ανέτρεψαν την ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΕΡΕΝΣΚΙ. Αντιμετώπισαν την Ιμπεριαλιστική επέμβση 14 καπιταλιστικών χωρών μαζί και η Ελλάδα. Στο πλευρό τους στάθηκαν Σοσιαλδημοκρατία και Οπορτουνισμός σε ρόλο 5ης Φάλαγγας. Αποδείχτηκε οτι η Αστική τάξη που χάνει την εξουσία συνεχίζει να υπάρχει σαν άτομα και δεν παραιτείται ποτέ απο το να επανέλθει. Η Δικτακτορία του Προλεταριάτου πρέπει να είναι εκει για να τους τσακίσει με όποια προβιά και να εμφανιστούν. Η Αντίστροφη μέτρηση για την ΕΣΣΔ ξεκίνησε στο 20ο Συνέδριο του 1956 με την επικράτηση της Οπορτουνιστικής αντεπανάστασης που εφαρμόζοντας ΣΤΑΔΙΑΚΑ νόμους του Καπιταλισμού ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ σε μια πόρεία κατέστρεψε τα πάντα. Τα συμπεράσματα πολύτιμα.
Δημοσίευση σχολίου