Σφράγισε με τη μοναδική της φωνή δεκάδες μουσικά αριστουργήματα
Σήμερα συμπληρώνονται 24 χρόνια από το θάνατο της μεγάλης ερμηνεύτριας Σωτηρίας Μπέλλου. Της ερμηνεύτριας που σφράγισε με τη μοναδική φωνή της δεκάδες μουσικές δημιουργίες.
Η εκρηκτική προσωπικότητά της, η μοναδικότητα του ταλέντου της και ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της, δεν συνθέτουν ένα παραμύθι, αλλά τη ζωή ενός ανθρώπου που παρεξηγήθηκε, διώχθηκε, πικράθηκε, εγκαταλείφθηκε, δεν συμβιβάστηκε, μεγαλούργησε, δοξάστηκε, αλλά και πόνεσε. Είναι η ζωή ενός μύθου, που είχε την τύχη των μεγάλων, να «φύγει» χωρίς τη δικαίωση που της οφείλαμε.
«Κουράστηκα», έλεγε και ξανάλεγε με μια λαίμαργη αγωνία για το σήμερα και το αύριο, που την απέλπιζαν το ίδιο απαράδεχτα. Απαράδεχτα προς έναν άνθρωπο που ήθελε να ρουφά τη ζωή μέχρι το μεδούλι και τώρα η απελπισία ρουφούσε την ίδια μέχρι το μεδούλι.
Στα άπιστα δίχτυα, που της έριχνε ο αιώνας, στα μυστικά και φανερά, εκείνη καμάρωνε νικήτρια. Εφτανε ένα βλέμμα της για να ξεσπάσει η νίκη, σαν λησμονημένη απόπειρα της ψυχικής αρματωσιάς των 76 χρόνων της.
Δύσκολο να περιγράψεις, δυσκολότερο να συναρμολογήσεις τα γεγονότα, τις καταστάσεις, τα στοιχεία εκείνα που περπάτησαν μέσα στο χρόνο και πλέον κείτονται στο υπνωμένο μάρμαρο.
Η Σωτηρία Μπέλλου στεκόταν σαν παλικάρι απέναντι σε ό,τι δεν ταίριαζε με τα θέλω της.
Δεν χρωστούσε σε κανέναν υποταγή. Δεν υποτάχθηκε ποτέ στα «πρέπει» των άλλων. Εκείνη είχε τα δικά της. Η ζωή ήταν δική της και θα την υπερασπιζόταν, θα τη ζούσε όπως εκείνη ήθελε και μπορούσε.
Ηθελε να είναι υπεύθυνη για τα δικά της λάθη και όχι για πράγματα που κάποιοι τα έβλεπαν λάθος με τα δικά τους μικρόψυχα κριτήρια. Ηθελε να μετανιώνει γι' αυτά που έκανε και όχι για όσα δεν έκανε. Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα της, τα πάθη της για τα οποία ποτέ δεν μετάνιωσε, έδιναν συχνά λαβές για σχόλια.
Εκείνη, όμως, με όλο της το δίκιο, ήθελε να την αγαπούν γι' αυτό που ήταν. Οσοι της έδωσαν αυτήν την αγάπη και το σεβασμό των επιλογών της, την κέρδισαν για πάντα.
Αγωνιστική δράση
Εχοντας αγωνιστική δράση στα χρόνια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, δεν διστάζει να διακινήσει τον παράνομο «Ριζοσπάστη».
Το '48, η Σ. Μπέλλου βρίσκεται στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, δίπλα στον Τσιτσάνη. Μαζί τους και οι Περιστέρης, Κασιμάτης, Κερομύτης, Στέλιος, Ρούκουνας, Τουρκάκης.
Η άρνησή της να ανταποκριθεί σε μια παραγγελιά και να πει το «βασιλικό τραγούδι, όπως τότε το έλεγαν οι χίτες», «Του αϊτού ο γιος», έχει ως αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό της και την αποχώρησή της από την ταβέρνα.
Ποτέ δεν ξέχασε ότι κανείς από τους άντρες συναδέλφους της δεν σηκώθηκε να την υπερασπιστεί.
Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στον «Ριζοσπάστη» (27/2/94), θυμόταν: «Και "Ριζοσπάστη" διακινούσα... Ημουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω... Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές».
«Το μαρτύριο της Κατοχής δεν μπορώ να το ξεχάσω. Θυμάμαι τα φρικτά μπουντρούμια της οδού Μέρλιν. Οσοι ακούνε για τα υπόγεια αυτά τους πιάνει τρόμος, γιατί όλοι ξέρουν ή έχουν ακούσει τι γινόταν εκεί. Εγώ τα έζησα. Είκοσι χρονών κοριτσάκι. Πήγα να κλέψω μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο επειδή πεινούσα.
Μ' άρπαξαν, με σπάσανε στο ξύλο και με πήγαν στα μπουντρούμια. Με χτύπησαν πρώτα με τον υποκόπανο και μετά, που με πήγαν εκεί, συνεχίσθηκε το ξύλο. Με σακάτεψαν. Μετά από βασανιστήρια πολλά με πήγαν στον ανακριτή. Κατάλαβαν ότι δεν ήμουν επικίνδυνη, με είδαν μικρή κοπέλα και συνεσταλμένη και με άφησαν.
"Ελαβα μέρος σε πολλές μάχες", έλεγε καθώς ξεδίπλωνε το κουβάρι με τις μνήμες των δύσκολων καιρών.
"Ημουν με τους αριστερούς της Χαλκίδας και σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια, οδός Βούλγαρη και Πειραιώς, τραυματίστηκα στο χέρι. Αμέσως μετά την οπισθοχώρηση δεν πρόλαβα να φύγω, έμεινα λίγο πίσω και κάτι... μην πω... με κάρφωσαν στην Εθνοφυλακή και κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, εδώ στον Αγιο Παύλο, με συνέλαβαν. Μετά από το Στ' Αστυνομικό Τμήμα που μας πήγαν στην αρχή, μαζί με άλλες γυναίκες σαν τσούρμο μας μετέφεραν σε ένα παλιό καμπαρέ που είχαν επιτάξει, το "Κιτ-Κατ" που ήταν στην αρχή της οδού Βουκουρεστίου».
Κυνηγητό και ξύλο
«Μετά από λίγες μέρες», θυμόταν η Σωτηρία, «μας πήγαν σε μια παλιά πολυκατοικία στην οδό Θεμιστοκλέους, γιατί οι φυλακές Αβέρωφ είχαν καταστραφεί από τους αγωνιστές της Αντίστασης. Ενα βράδυ ήρθαν κάτι καμιόνια και καμιά σαρανταριά από μας, μας πήραν και δεν ξέραμε πού μας πάνε. Τελικά μας μετέφεραν στις φυλακές Χατζηκώνστα, στην οδό Πειραιώς, που κι αυτές από το κίνημα ήταν κατεστραμμένες. Σπασμένα τζάμια και ερείπια. Μας έβαλαν πρώτα να καθαρίσουμε τις φυλακές. Εν τω μεταξύ, είχα τραυματιστεί στο χέρι. Είχα υψηλό πυρετό κι επειδή δεν υπήρχαν μέσα περιθάλψεως είχε πρηστεί η μασχάλη μου. Ενα πρωί μας σήκωσαν με το κρύο να κάνουμε βόλτα μέσα στο προαύλιο των φυλακών. Βόλτα χειμώνας καιρός. Ηταν ένας αρχιφύλακας εκεί που το διέταξε. Ενας... τέλος πάντων.
Δεν μπορούσα εγώ να κάνω βόλτα στο προαύλιο γιατί απ' το τραύμα είχα πυρετό. Ημουν σε κατάσταση αξιοθρήνητη. Αυτός, όμως, δεν καταλάβαινε από τέτοια και μ' αρπάει από τα μαλλιά, με πλακώνει στο ξύλο και με κλείνει στα μπουντρούμια. Σε κάτι μπουντρούμια, Παναγιά μου! Ενα δωμάτιο μισό επί ένα μέτρο. Εκείνη την ώρα φαίνεται ότι με λυπήθηκε ο Θεός και οι άλλες γυναίκες επάνω επαναστάτησαν.
Αρχιζαν να φωνάζουν γιατί με χτυπούσε χωρίς λόγο. Και κείνη την ώρα για καλή μου τύχη έρχεται ο Ερυθρός Σταυρός. Ηταν και μια άλλη γυναίκα εκεί, φυλακισμένη μαζί με μας, που ήταν επιστήμων, νομίζω δικηγόρος, δε θυμάμαι το όνομά της, αν ζει καλή της ώρα κι αν έχει πεθάνει ο Θεός να τη συγχωρέσει, που τρέχει αμέσως στους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού και λέει με λεπτομέρειες ό,τι συνέβη. Με ζήτησαν αυτοί του Ερυθρού, κατέβηκαν κάτω, με είδαν στα κακά μου χάλια, είχα 40 πυρετό και αμέσως έδωσαν διαταγή να φύγω και να γυρίσω πίσω στις φυλακές, ας τις πούμε, της οδού Θεμιστοκλέους. Εκεί είχαν κάτι ψευτοφάρμακα, κάτι ασπιρίνες».
«Στη Θεμιστοκλέους, όταν γύρισα τράβηξα πάλι μαρτύρια. Μια μέρα ζήτησα να μας δώσουν λίγο ψωμί περισσότερο. Η κατάσταση ήταν τραγική. Πείνα και δυστυχία. Είχαμε μια κουβέρτα δέκα γυναίκες. Οταν, λοιπόν, ζήτησα λίγο παραπάνω ψωμί, μου είπαν "Αντάρτισσα είσαι; Κι εδώ μέσα είσαι αντάρτισσα";
Με παίρνουν αμέσως και με πολλές φασαρίες με κλείνουν στο πειθαρχείο».
«Μετά από καιρό περνάγαμε από μια επιτροπή και κάθε μέρα, δύο - τρεις κάθε φορά τις άφηναν ελεύθερες. Κάποια μέρα, λοιπόν, ήρθε και η δική μου σειρά. Με άφησαν ελεύθερη. Μόλις βγήκα είχα πάρει μια κουβέρτα και κάτι σχισμένα παπούτσια και βάδιζα προς την Ομόνοια.
Με βλέπει ένας αξιωματικός που ήταν στη Θεμιστοκλέους και μου λέει: "Σ' αφήσανε μωρή Βουλγάρα;" Του λέω δεν είμαι Βουλγάρα είμαι Ελληνίδα. Με πλακώνει στο ξύλο και με ξαναπάει φυλακή.
Διαμαρτυρήθηκα όμως στην Επιτροπή και με άφησαν να φύγω».
Η Σωτηρία Μπέλλου υπερασπίστηκε τις επιλογές της μέχρις εσχάτων, εκτός ορίων και μέτρων, γιατί απεχθανόταν τη μετριότητα. Εκτός «σχημάτων», εκτός «πρέπει» και κοινωνικών συμβιβασμών. Μέσα σε όλες τις εκρηκτικές αντιφάσεις που συνθέτουν το φαινόμενο Μπέλλου, υπάρχει εκείνο που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ και από κανέναν. Η μοναδικότητα της φωνής της, η απαράμιλλη ερμηνευτική της κατάθεση, που την κατατάσσει στον κατάλογο εκείνων που μόχθησαν, θυσίασαν, πρόσφεραν στην εξέλιξη της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού και θα εξουσιάζουν τη μνήμη του λαού και του τόπου μας.
Πηγή: Σοφία Αδαμίδου - "Ριζοσπάστης"
Δημοσίευση σχολίου