Του Μάκη Γεωργιάδη
Τα γεγονότα των τριών τελευταίων χρόνων τα οποία συνδέονται με την δομική κρίση του συστήματος, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τις μελλοντικές εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής.
Η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει, τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται και τα ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις πληθαίνουν. Αν θελήσουμε να εστιάσουμε σε ορισμένες πλευρές του προβλήματος πέρα από το οικονομικό γίγνεσθαι, θα διαπιστώσουμε ως σημαντική πτυχή την παράλληλη αλλά και συμπλεκόμενη σε πολλές διαστάσεις με το γενικότερο πρόβλημα κρίση της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Κρίση η οποία ασφαλώς δεν περιορίζεται εντός των ελληνικών συνόρων, αλλά σε μεγάλο βαθμό εκτείνεται σε όλο το δυτικό κόσμο σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής της νεωτερικότητας. Το μεγάλο ασφαλώς ζητούμενο είναι το που πηγαίνει ο κόσμος και πως θα καταλήξουν οι αστικές δημοκρατίες μετά από κάποια χρόνια και τι θα σημαίνει αυτό για τους λαούς. Οι δυτικές κοινωνίες υφίστανται εδώ και χρόνια μια γιγαντιαία απόπειρα μετασχηματισμού με ξεκάθαρη αντιδραστική κατεύθυνση όπου τον κυρίαρχο ρόλο έχουν αναλάβει οι αγορές , η «διεθνής των πολυεθνικών» και των τραπεζών και αυτό που παλιότερα θα αποκαλούσαμε στρατιωτικο – βιομηχανικό σύμπλεγμα.
Η απόλυτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού με παραλλαγές τόσο σε επίπεδο κρατών όσο και σε επίπεδο υπερεθνικών οργανισμών, αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία των πιο ληστρικών, επιθετικών και αδίστακτων τμημάτων του κεφαλαίου. Η κυριαρχία αυτή δεν θα ήταν δυνατό να εκφραστεί απλώς σε επίπεδο αγορών και εκλογικών συσχετισμών, αν δεν είχε παράλληλα τους μηχανισμούς θεσμικής επιβολής και συντριβής κάθε εσωτερικού εχθρού με τρόπο ώστε στην πραγματικότητα να καταλύεται κάθε έννοια αυτής της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Από αυτήν την άποψη η Ελλάδα αποτελεί ένα πραγματικά ενδιαφέρον πείραμα για τους μηχανισμούς εκείνους οι οποίοι πέραν του οικονομικού πεδίου αναζητούν απάντηση στα ερωτήματα των νέων κρατικών δομών που μπορούν να προκύψαν από αυτές τις διαδικασίες και τα χαρακτηριστικά που αυτές θα έχουν.
Το σχετικά γνωστό και συζητημένο μοντέλο της νέου τύπου αποικιοκρατίας δεν απέχει πολύ από την πραγματική επιδίωξη αυτών των μηχανισμών, όταν τα νέα κράτη που συγκροτούνται πλέον , έχουν απωλέσει σχεδόν ολοκληρωτικά όχι μόνο την οικονομική αλλά και την εθνική τους ανεξαρτησία ενώ ταυτόχρονα έχουν διαλύσει τις δομές κοινωνικής προστασίας και συνοχής που σε μεγάλο βαθμό εξασφάλιζε το μοντέλο του δυτικού καπιταλισμού από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ως το 1991. Σε αυτό το σημείο έληξε ο «ψυχρός πόλεμος» για να ανοίξει ένας νέος πόλεμος αναδιανομής των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αναδιανομή η οποία συνοδεύτηκε και συνοδεύεται από θερμούς πολέμους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης με οικονομικό ή ειδικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Αρχής γενομένης από την πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία έως το σχεδιαζόμενο και επικείμενο πόλεμο στο Ιράν. Όλα αυτά φυσικά στο όνομα της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας»…
Ο πραγματικός «άγνωστος χ» για όλους τους σχεδιασμούς εγχώριων και διεθνών κέντρων εξουσίας, είναι ο λαϊκός παράγοντας και η αντίδρασή του. Ποια χαρακτηριστικά και ποιο περιεχόμενο μπορεί να πάρει η αντίδραση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με αυτές του Νότου να βρίσκονται στην παρούσα φάση σε πρώτο πλάνο. Η απάντηση ασφαλώς και δεν είναι δεδομένη. Η αναγνώριση από ένα κομμάτι της Αριστεράς, και ευρύτερα της κοινωνίας, ότι η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατική σίγουρα δεν αρκεί. Αποτυπώνει με σαφήνεια την αναγκαιότητα επαναστατικού άλματος προκειμένου να ξεπεραστεί η σημερινή βαρβαρότητα, αλλά δεν παύει να είναι μόνο μια δυνατότητα που προκύπτει από τη συγκυρία.
Η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως νομοτέλεια όταν μάλιστα ο υποκειμενικός παράγοντας δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού επαναστατικός. Η δε πρωτοπορία του από την άλλη πλευρά έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές αδυναμίες σε επίπεδο πολιτικής συγκρότησης, οργάνωσης και αποτελεσματικής παρέμβασης σε όλα τα επίπεδα ξεκινώντας από το βασικό κύτταρο του εργοστασίου μέχρι το κοινοβούλιο. Εξαιτίας αυτών των αδυναμιών που υπάρχουν σε όλα τα ρεύματα της Αριστεράς, είναι φανερό ότι όσο η κατάσταση θα επιδεινώνεται και η επίθεση της αστικής τάξης θα οξύνεται τόσο τα περιθώρια για λάθος επιλογές θα μειώνονται. Όπου λάθος επιλογές είναι τόσο ο «επαναστατικός απομονωτισμός» όσο και μια χαλαρή εκδοχή μιας μεγάλης «παναριστεράς». Το μεγάλο ζητούμενο είναι οι στρατηγικές απαντήσεις που θα τροφοδοτούν με όραμα και προοπτική τους αγώνες.
Η κυριαρχία της ολιγαρχίας είναι δεδομένη σε ότι αφορά την οικονομική λειτουργία, την κρατική οργάνωση, τον έλεγχο της κοινής γνώμης και την προπαγάνδα, την καταστολή. Το βασικό πλεονέκτημα ωστόσο που απέκτησε η αστική τάξη σε αξιακό επίπεδο με την κατοχύρωση ελευθεριών και δικαιωμάτων, έπειτα από μια σειρά αγώνων ασφαλώς, σήμερα κλονίζεται ανεπανόρθωτα. Τα στοιχεία ενσωμάτωσης των μαζών στον καπιταλισμό μέσω της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκράτης σφαγιάζονται το ένα μετά το άλλο στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανταγωνιστικότητας.
Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα ως πότε η περιστολή των ελευθεριών στο όνομα της οικονομικής διάσωσης θα μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά; Τα αδιέξοδα αναπαράγουν νέα αδιέξοδα. Ακόμη και η στοιχειώδης ελευθερία που παρείχε ο καπιταλισμός ως επίπλαστο όνειρο, δηλαδή η διαρκής κατανάλωση περιστέλλεται. Με την ανεργία να καλπάζει και τη φτώχεια να διευρύνεται η ελευθερία της διαπραγμάτευσης για την πώληση της εργατικής δύναμης ακυρώνεται εκ των πραγμάτων και επικυρώνεται και θεσμικά, οδηγώντας ουσιαστικά σε νέου τύπου σχέσεις δουλοπαροικίας. Ο φαύλος κύκλος επιβάλλει ολοένα και αγριότερες περικοπές προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους για τους καπιταλιστές στους οποίους παραχωρούνται ολοένα και μεγαλύτερα προνόμια στο όνομα της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Η Βουλή δεν έχει πλέον σχεδόν κανέναν άλλον ρόλο από το να νομοθετεί υπέρ των ολιγαρχιών και των δανειστών. Η κυβέρνηση με απλές υπουργικές αποφάσεις κατεδαφίζει κατακτήσεις δεκαετιών, Η δικαιοσύνη χειραγωγείται πλήρως, η καταστολή γίνεται οξύτερη, αδιάκριτη και γενικευμένη και ο Τύπος ελέγχεται από βαρόνους της ιδιότυπης ελληνικής διαπλοκής έχοντας περάσει προ πολλού στο πεδίο της προπαγάνδας. Κανένας θεσμός δεν έχει μείνει αλώβητος με αποτέλεσμα να αποκαλύπτεται μέρα με την ημέρα ότι στην πραγματικότητα η ολιγαρχία και οι πολιτικοί της εκφραστές έχουν δημιουργήσει και στηρίζονται σε μια κοινοβουλευτικού τύπου δικτατορία.
Είναι ασφαλώς ιστορικό κεκτημένο ότι στις περιόδους οικονομικής κρίσης η έξαρση της καταστολής και η συνακόλουθη έκπτωση των αξιών της ίδιας της αστικής δημοκρατίας δεν είναι απλώς μια παράπλευρη απώλεια αλλά συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής απάντησης για την επίλυση της κρίσης με τους όρους που επιθυμεί η ολιγαρχία και τα κυρίαρχα τμήματα του κεφαλαίου. Το δημοκρατικό ζήτημα έτσι αποκτά μια διττή φύση η οποία έχει να κάνει αφενός με την υπεράσπιση ελευθεριών και δικαιωμάτων εντός του υφιστάμενου καπιταλιστικού συστήματος και αυτής της σακατεμένης και λειψής αστικής δημοκρατίας και από την άλλη έχει να κάνει με την απαραίτητη επαναστατική απάντηση για την υπέρβαση τόσο του συστήματος παραγωγής όσο και συνακόλουθα όλου του κοινωνικού εποικοδομήματος.
Με δύο λόγια αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της προώθησης της εργατικής δημοκρατίας ως συνολικό πρότυπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής από το επίπεδο των μονάδων παραγωγής, των κοινοτήτων ως το ανώτερο επίπεδο της κρατικής οργάνωσης. Σε αυτήν την περίοδο η οποία είναι πραγματικό μεταίχμιο που εμπεριέχει ποικίλες δυνατότητες και απαντήσεις για το μέλλον των κοινωνιών, οι ισορροπίες ανάμεσα στις δύο πλευρές του ζητήματος είναι λεπτές. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων, των ελευθεριών ακόμη και των ίδιων των θεσμών στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας δεν μπορούν να επισκιάζουν ετεροβαρώς την αναγκαιότητα της προβολής και της ανάπτυξης του κινήματος συνολικής επαναστατικής ανατροπής των δομών και του ίδιου του αστικού πολιτεύματος με την απαραίτητη ανάδειξη της αναγκαιότητας δημιουργίας και επικράτησης νέων θεσμών με βάση την απελευθερωτική προοπτική και μια νέα αταξική κοινωνία.
Από την άλλη η επίκληση της αναγκαιότητας της ανατροπής και της επανάστασης δεν μπορεί να αφήνει στο περιθώριο και να υποτιμά τη σπουδαιότητα της μάχης για τη διαφύλαξη κεκτημένων εντός του αστικού πλαισίου και ει δυνατόν τη διεύρυνση και καθολική ισχύ τους χωρίς αυτή η πάλη βεβαίως να γίνεται αυτοσκοπός. Κατά συνέπεια το ζητούμενο ενός ξεκάθαρου επαναστατικού προγράμματος ανατροπής και υπέρβασης του καπιταλισμού είναι κομβικής σημασίας. Αφενός γιατί πρέπει με σαφή τρόπο να σκιαγραφείται το μέλλον και να αποτυπώνονται με οραματικό τρόπο τα χαρακτηριστικά της νέας κοινωνίας. Επιπλέον είναι κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη των συμμαχιών σε πολιτικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο για με στόχο την ανάπτυξη ενός επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου το οποίο θα είναι σε θέση να επιβάλλει την ηγεμονία της εργατικής κομμουνιστικής αντίληψης.
Τα όσα συμβαίνουν στη χώρα τα τρία τελευταία χρόνια, είναι αψευδείς μάρτυρες των πολλαπλών συνταγματικών εκτροπών και καταρράκωσης και ευτελισμού των θεσμών. Όλα αυτά στο πλαίσιο της επιβολής διά πυρός και σιδήρου της πολιτικής των μνημονίων.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών με την ένταση του αυταρχισμού, βλέπε παρελάσεις, ή ακόμα και τα όσα συμβαίνουν στον Τύπο με τις περιπτώσεις Βαξεβάνη, Αρβανίτη και Κατσίμη σκιαγραφούν με τον καλύτερο τρόπο την οικοδόμηση ενός κράτους έκτακτης ανάγκης το οποίο έχει ως απαραίτητους βραχίονες την καταστολή τη στρατιωτικοποίηση, τη λογοκρισία και την προπαγάνδα σε απροκάλυπτα επίπεδα και όλα αυτά να συμπλέκονται με τη σήψη και τη διαφθορά του πολιτικού προσωπικού που επιτείνουν την απαξίωση της αστικής δημοκρατίας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που μπορεί να προκύψει μεσοπρόθεσμα είναι η εκμετάλλευση των εγγενών αδυναμιών τους συστήματος από ακραία φασιστικά μορφώματα, τα οποία δυστυχώς δεν περιορίζονται αποκλειστικά εντός της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, αλλά έχουν απολήξεις και εντός αστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Με το φασισμό να ενσαρκώνει την πλέον επιθετική μορφή του ίδιου του καπιταλισμού με ξεκάθαρο στόχο το τσάκισμα των εργατικών αντιστάσεων και την ανάσχεση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής προοπτικής, καθίσταται επιτακτική η πάλη για την απόκρουση του.
Το δημοκρατικό ζήτημα κατ΄ αυτόν τον τρόπο αποκτά διαστάσεις πέρα από μια πάλη με επίκεντρο μια αμιγή αντίληψη αντιμετώπισης των φασιστικών ομάδων, του ρατσισμού και της διεύρυνσης των πολιτικών ελευθεριών είτε αυτή έχει ως αναφορά ένα διευρυμένο μέτωπο του οποίου η οπτική εξαντλείται στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και στην οποία χωράνε ακόμη και καθεστωτικές δυνάμεις είτε από την άλλη πλευρά στην εκδοχή μιας συντεταγμένης στρατιωτικού τύπου οργάνωσης της αυτοάμυνας. Ειδικότερα δε αν οι δύο αυτές εκδοχές δεν έχουν την απαραίτητη μαζικότητα και τη διευρυμένη στήριξη του λαϊκού κινήματος και της εργατικής τάξης, είναι καταδικασμένες να εκφυλιστούν σε μια πορεία που εμπεριέχει μια λογική αντιπροσώπευσης η οποία θα επιφορτίζει με τα καθήκοντα υπεράσπισης των «καλών» έναντι των «κακών» σε μια ολιγάριθμη ομάδα πεφωτισμένων ή ατρόμητων τιμωρών.
Η πραγματική αναγκαιότητα ωστόσο είναι η διασύνδεση αυτής της πάλης εναντίον του εκφασισμού από όπου κι αν εκπορεύεται - δηλαδή το κράτος, το κεφάλαιο ή τους κομματικούς σχηματισμούς- - με τη συνολική πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Από τη στιγμή που φασισμός και καπιταλισμός είναι έννοιες αλληλένδετες δεν μπορεί να διαχωρίζεται αποσπασματικά η πάλη εναντίον του φασιστικού φαινομένου ως μια έκφανση της πολιτικής ζωής ανεξάρτητη και αποσυνδεμένη από τον κεντρικό πυρήνα του καπιταλισμού όπως αυτός εκφράζεται με τη διαιώνιση του κέρδους διά μέσου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της απόσπασης υπεραξίας από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις στην παραγωγή.
Τα αστικά κόμματα έχουν υπονομεύσει το ίδιο το σύστημα της αστικής δημοκρατίας και έχουν με ευκολία εκθρέψει το φασισμό. Ωστόσο ο κίνδυνος δεν είναι ο ίδιος για όλους καθώς η αστική τάξη με ξεκάθαρο στόχο τη διαιώνιση της κυριαρχίας της αφενός δεν θα κλάψει για τη διάλυση των βασικών πυλώνων της αστικής πολιτικής όπως τους γνωρίζαμε έως σήμερα, αφετέρου έχει τον τρόπο να ενσωματώσει τα συμφέροντα και μεγάλα τμήματα του παλιού πολιτικού κόσμου σε ένα νέο σκηνικό ολοκληρωτικού σχηματισμού με φασιστικά χαρακτηριστικά.
Το πρόβλημα το έχει το εργατικό κίνημα το οποίο δυστυχώς ξεκινάει από πολύ χειρότερες αφετηρίες από τις εποχές που υπήρχε μια ιστορική αναλογία, δηλαδή την περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά όχι μόνο αυτήν. Με τα συνδικάτα συνθλιμμένα στις μυλόπετρες της γραφειοκρατίας και χωρίς μαζικότητα, με την εργατική τάξη αδρανή κατακερματισμένη και αποπροσανατολισμένη και με τα κόμματα της Αριστεράς να μην μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας ιστορικής ανατροπής. Είτε επειδή υποκύπτουν στη γοητεία μιας αστικού τύπου διαχείρισης της κρίσης είτε βυθιζόμενα αυτάρεσκα στην επάρκεια των δικών τους αναλύσεων που αποδεικνύουν τα λάθη όλων των άλλων αλλά αδυνατούν να δώσουν όραμα και προοπτική. Αποτέλεσμα είναι να ελλοχεύει πραγματικά ο κίνδυνος ανάπτυξης ενός μαζικού φασιστικού – αντιδραστικού κινήματος που θα επιχειρήσει να δώσει λύση στο ζήτημα της εξουσίας και τα θύματα θα είναι όπως και στο παρελθόν, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά.
Αν κάποιοι είχαν πιστέψει ότι διανύουμε την εποχή της «αθωότητας» του καπιταλισμού, είτε αυτή υπήρξε είτε ήταν μια χίμαιρα, αυτή η εποχή έχει φτάσει στο τέλος της. Ο δρόμος είναι δύσκολος και ο χρόνος περιορισμένος. Το στοίχημα είναι ανοιχτό μπροστά μας και οι αναβολές οι δισταγμοί και τα πισωγυρίσματα θα κριθούν αυστηρά από την ιστορία αν το στοίχημα της κοινωνικής απελευθέρωσης τελικά χαθεί…
ΧΧΧ – Χ - 2012
Δημοσίευση σχολίου