Του Γρηγόρη Σουλτάνη
Ο Νεολαϊκισμός χρησιμοποιήθηκε ως όρος για να περιγράψει τον ιδιότυπο λαϊκισμό που άσκησαν νεοφιλελεύθεροι ηγέτες της λατινικής Αμερικής, όπως ο Menem στην Αργεντινή, ο de Mello στη Βραζιλία, ο Fox στο Μεξικό και ο Fujimori στο Περού.
Φαντάζει όντως παράδοξο το γεγονός της ύπαρξης ενός νεοφιλελεύθερου λαϊκισμού, αφού υποτίθεται ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι ασύμβατος με το Λαϊκισμό-που αποτελεί κίνδυνο για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη-, λόγω των εκτεταμένων αντιμεταρρυθμίσεων που απαιτεί, ώστε μια οικονομία να οδηγηθεί σε πλήρη αγοραιοποίηση.
Ο αντίλογος στη συμβατότητα λαϊκισμού-νεοφιλελευθερισμού, επικεντρώνεται σε δύο επιχειρήματα: ότι οι ηγέτες που καλούνται να εφαρμόσουν νεοφιλελεύθερα προγράμματα, προέρχονται από λαϊκιστικά κόμματα και άρα διακρίνονται από ένα λαϊκιστικό προφίλ και δεύτερον, ότι, ο λαϊκισμός αυτός δεν οδηγεί σε κανενός είδους κινητοποίηση και ένταξη.
Τα αντεπιχειρήματα, στον αντίλογο αυτό, είναι ότι ο νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας και ότι υπάρχει μια υπερεκτίμηση των αποτελεσμάτων που επέφερε ο παλιός λαϊκισμός.
Υποτίθεται βέβαια ότι η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση εναντιώνεται σε κάθε υποχώρηση σε λαϊκά αιτήματα, ώστε ανεμπόδιστα να ασκηθούν πολιτικές που υπακούουν στον εξορθολογισμό, τον εκσυγχρονισμό, την αναγκαιότητα και την ορθότητα· μια ορθότητα που είναι πρωτίστως οικονομική και δευτερευόντως πολιτική, και που ορίζεται κυρίως από την οικονομική ελίτ (ευρωπαϊκή στα καθ’ ημάς), με βάση τεχνοκρατικά κριτήρια, που λόγω της φύσης τους, ενέχουν μια αντικειμενικότητα νομοτελειακής φύσης.
Όμως, τόσο η κατάργηση της πολιτικής όσο και ο βιασμός της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, στα πλαίσια μιας εξόφθαλμης κυριαρχίας των ελίτ, συνιστά ουσιαστικά μια ακύρωση του κοινωνικού συμβολαίου και ενέχει τον κίνδυνο ανατροπής του φιλελεύθερου πολιτεύματος.
Έτσι, τίθεται ένα διαρκές ζήτημα νομιμοποίησης του καθεστώτος· κάτι που δηλώνει το συνεχές αίτημα για πολιτική σταθερότητα. Η νομιμοποίηση αυτή δεν είναι πια επαρκής μέσω της εκλογικής διαδικασίας, καθότι η νεοφιλελεύθερη διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι ως εάν να σφυροκοπεί αδιάκοπα το κοινωνικό συμβόλαιο.
Ως εκ τούτου, η νομιμοποίηση μπορεί να αντληθεί αποκλειστικά με λαϊκιστικές τεχνικές, στρατηγικές που σχετίζονται με την επικοινωνία (κατασκευή κοινής γνώμης, πλασματικές δημοσκοπήσεις κτλ.) και τη χειραγώγηση μέσω της ανασφάλειας.
Στην Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ταυτόχρονα με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, εμφανίζεται το φαινόμενο του αντιλαϊκισμού: η καταγγελία του λαϊκισμού ως ενός από τα δεινά της αστικής δημοκρατίας.
Έκτοτε, η καταγγελία αυτή βρίσκεται στο καθημερινό δημόσιο λόγο. Μια καταγγελία που προσάπτεται, από τις κυβερνητικές πλειοψηφίες και το δημοσιογραφικό προσωπικό, στις αντιπολιτεύσεις, εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, κινήματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, ιδεολογίες ή και απόψεις.
Έτσι, οι κατά καιρούς πρωθυπουργοί της χώρας, μετά το ’90, έχουν εκφράσει τον αντιλαϊκισμό σε ένα διλημματικό πλαίσιο: «εκσυγχρονισμός ή λαϊκισμός», «μεταρρυθμίσεις ή ανέξοδος λαϊκισμός», «λαϊκισμός ή υπευθυνότητα», «ανάπτυξη ή λαϊκισμός, η παραφθαρμένη όψη της ελευθερίας».
Όπως φανερώνει ο καταγγελτικός πρωθυπουργικός λόγος, ο λαϊκισμός συνιστά κάτι απειλητικό: είναι οτιδήποτε αντιστέκεται στους σχεδιασμούς της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας-που de facto αξιολογούνται ως θετικοί-, γι αυτό και του αποδίδονται ετερόκλητες αρνητικές ιδιότητες: εξαπάτηση, αντιμεταρρύθμιση, ανευθυνότητα και υπανάπτυξη.
Παρότι η έννοια του λαϊκισμού διαχέεται στο δημόσιο λόγο, με τις συνήθεις αρνητικές συνδηλώσεις που της αποδίδει η κυρίαρχη εξουσία, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η αντίθετη έννοια, αυτή του ελιτισμού, απουσιάζει πλήρως, ακόμη και από μελέτες που διαπραγματεύονται τον λαϊκισμό.
Είναι προφανές ότι η λεκτική απουσία του ελιτισμού, δεν τον καθιστά απόντα ως πραγματικότητα. Η εναντίωση των νεοφιλελεύθερων στον λαϊκισμό εμφορείται από το γεγονός ότι είναι φορείς του ελιτισμού.
Αν ο λαϊκιστικός λόγος επικαλείται τον λαό και διχοτομεί το κοινωνικό, σε λαό/ελίτ, αυτό δεν παύει να συνιστά μια απεικόνιση της πραγματικότητας που αντιστρατεύεται την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία ταυτίζει το φιλελεύθερο πολίτευμα με τη Δημοκρατία και την τυπική λαϊκή κυριαρχία με την ουσιαστική.
Αντίθετα, ο αντιλαϊκιστικός λόγος είναι βαθύτατα ελιτιστικός και μειονεκτεί, λόγω του γεγονότος ότι εμπεριέχει μια ενδογενή αντίφαση: καλείται να κολακεύσει τις μάζες , τις οποίες απεχθάνεται, λόγω της ολιγαρχικής φύσης του. Έτσι, αδυνατώντας να αντιστρατευθεί την πραγματικότητα του λαϊκισμού, βάλλει κατά της λεκτικής εκφοράς του με λαϊκιστικές μεθόδους.
Τα εμπόδια που συναντά ο ελιτισμός στη πράξη και η υστέρησή του σε δύναμη επιρροής, εν σχέση με τον λαϊκισμό, είναι αυτονόητα: η επίκληση της ελίτ από έναν ηγέτη, θα οδηγούσε στην καταστροφή. Συνεπώς, αν επιζητά ενδυνάμωση της πολιτικής θέσης του και υποστήριξη στο πρόγραμμά του-πάντα στα πλαίσια του φιλελεύθερου πολιτεύματος-, οφείλει, αφενός να αυτοπαρουσιασθεί ως λαϊκός ηγέτης και αφετέρου να αποτανθεί στον λαό για υποστήριξη. Αυτό όμως είναι ανέφικτο με ένα πρόγραμμα που εξυπηρετεί τις ελίτ.
Όπως αποκαλύπτει η μελέτη των νεοφιλελεύθερων ηγετών της λατινικής Αμερικής, η εγγενής αντίφαση του ελιτισμού, ξεπερνιέται με τεχνικές που βασίζονται μεν στον λαϊκιστικό λόγο-γι αυτό απαιτούνται πρόσωπα που έχουν σταδιοδρομήσει σε κάποια είδη λαϊκισμού-, αλλά με τη χρήση μιας ρητορικής που προκαλεί μετάθεση των λέξεων σε άλλες από τις συνήθεις έννοιες στις οποίες αναφέρονται.
Για παράδειγμα, ο λαϊκός ηγέτης γίνεται ο σωτήρας· Ο λαός γίνεται ο κόσμος, το έθνος ή η χώρα· Η ελίτ αντικαθίσταται από μία στοχοποιημένη κοινωνική ομάδα· Ο αντίπαλος, αντί να είναι η ελίτ γίνεται το παλιό πολιτικό ή κομματικό σύστημα· Τα δημοκρατικά αιτήματα αντικαθίστανται από την ανάπτυξη κτλ..
Αν εξετάσουμε ακροθιγώς την ελληνική περίπτωση, θα δούμε ότι οι νεοφιλελεύθεροι ηγέτες της χώρας ακολουθούν ένα παραπλήσιο νεολαϊκίστικο λόγο:
• Η κολακεία του λαού αποτελεί σταθερό μοτίβο: «Ο ελληνικός λαός είναι πονεμένος αλλά είναι και ώριμος. Ξέρει να ξεχωρίζει την υπευθυνότητα από το φθηνό λαϊκισμό». (Α. Σαμαράς).
«Όμως ο ελληνικός λαός είναι και ώριμος και σοφός…….η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού, δεν θέλει να διασαλευθεί η σταθερότητα». (Βενιζέλος).
«Κανείς δεν πίστευε ότι ο ελληνικός λαός θα έδειχνε τέτοια ωριμότητα και αυτοπεποίθηση». (Σαμαράς).
• Η υποκατάσταση του λαού από τον ηγέτη: «Ο Ελληνικός λαός δεν έχει αντίρρηση να υποστεί προσωρινά κάποιες θυσίες για να ορθοποδήσει η χώρα». (Σαμαράς).
• Ταύτιση ηγέτη με το έθνος: «Δώστε μου τη Δύναμη ενός Έθνους, για να κερδίσουμε τη μάχη της Πατρίδας μας».
• Ο ηγέτης ως λοιδορούμενος σωτήρας : « Αυτό είναι το δίλημμα…(.)..Προτιμάς, που λέει το Ευαγγέλιο, κολαφισμούς, εμπτυσμούς και ραπίσματα; Ή προτιμάς να πάνε όλα κατά διαόλου, αλλά θέλεις να σου λένε ωσαννά; Προτιμώ το πρώτο, αρκεί η χώρα μας, η πατρίδα μας, να γλιτώσει το τρισχειρότερο». (Βενιζέλος).
• Η καταγγελία του πολιτικού συστήματος: «Ο κόσμος αποστρέφεται σήμερα το φθαρμένο πολιτικό σύστημα. Γιατί δεν αντέχει τν υποκρισία του»! (Σαμαράς)
• Η καταγγελία του κομματικού συστήματος και του κρατισμού που ταυτίζεται με το κράτος πρόνοιας: «Τη θέση της ανάπτυξης πήρε ο κρατισμός. Τη θέση της αξιοκρατίας, η κυριαρχία των κομματικών ημετέρων».
• Η μετατόπιση της διχοτόμησης λαού/ελίτ στο κοινωνικό επίπεδο, μεταξύ κοινωνικών ομάδων που διακρίνονται από το αν κατέχουν μόνιμη εργασία ή όχι «Μπορείς να κάνεις μεταρρυθμίσεις χωρίς να ξεβολευτούν οι βολεμένοι;» (Σαμαράς).
• Η καταγγελία του λαϊκισμού, που γίνεται αντιληπτός ως αίτημα για εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα: «Και όλα αυτά έγιναν γιατί συγκρουστήκαμε με τον λαϊκισμό» (Σαμαράς).
Τα ελάχιστα παραδείγματα νεοφιλελεύθερου λόγου φανερώνουν την ύπαρξη ενός ιδιότυπου λαϊκισμού που καταγγέλλει μεν τον λαϊκισμό, όχι ως διαδικασία, αλλά ως πρακτική που σχετίζεται με τις κατακτήσεις των κατώτερων τάξεων.
Κατά περίπτωση, περιέχει ρητορικά σχήματα από τον λαϊκισμό της αριστεράς ή της ακροδεξιάς, χωρίς όμως να έχει τη δύναμη να προκαλέσει κινητοποίηση · Αντίθετα, είναι ένας λαϊκισμός της ακινητοποίησης, που δεν επιτρέπει κάποιου είδους πολιτική ένταξη. Οι νεοφιλελεύθεροι προσφεύγουν στον λαό για να επιβάλλουν ερμηνευτικά σχήματα, παρά για να διεγείρουν υπάρχουσες ρητές ή άρρητες συγκρούσεις.
Από αυτή την άποψη, ο όρος νεολαϊκισμός, για τον νεοφιλελεύθερο λαϊκισμό, αδυνατεί να περιγράψει το γεγονός ότι πρόκειται για ένα είδος λαϊκισμού που βρίσκεται κοντύτερα στην κλασσική έννοια της δημαγωγίας. Γιατί, εφόσον πρόκειται για τον λαϊκισμό των εξεγερμένων ελίτ, ενάντια στα λαϊκά δικαιώματα, στο μεταπολεμικό consensus και τη δημοκρατία, δεν μπορεί να συνιστά παρά χειραγώγηση.
Ο Νεολαϊκισμός χρησιμοποιήθηκε ως όρος για να περιγράψει τον ιδιότυπο λαϊκισμό που άσκησαν νεοφιλελεύθεροι ηγέτες της λατινικής Αμερικής, όπως ο Menem στην Αργεντινή, ο de Mello στη Βραζιλία, ο Fox στο Μεξικό και ο Fujimori στο Περού.
Φαντάζει όντως παράδοξο το γεγονός της ύπαρξης ενός νεοφιλελεύθερου λαϊκισμού, αφού υποτίθεται ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι ασύμβατος με το Λαϊκισμό-που αποτελεί κίνδυνο για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη-, λόγω των εκτεταμένων αντιμεταρρυθμίσεων που απαιτεί, ώστε μια οικονομία να οδηγηθεί σε πλήρη αγοραιοποίηση.
Ο αντίλογος στη συμβατότητα λαϊκισμού-νεοφιλελευθερισμού, επικεντρώνεται σε δύο επιχειρήματα: ότι οι ηγέτες που καλούνται να εφαρμόσουν νεοφιλελεύθερα προγράμματα, προέρχονται από λαϊκιστικά κόμματα και άρα διακρίνονται από ένα λαϊκιστικό προφίλ και δεύτερον, ότι, ο λαϊκισμός αυτός δεν οδηγεί σε κανενός είδους κινητοποίηση και ένταξη.
Τα αντεπιχειρήματα, στον αντίλογο αυτό, είναι ότι ο νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας και ότι υπάρχει μια υπερεκτίμηση των αποτελεσμάτων που επέφερε ο παλιός λαϊκισμός.
Υποτίθεται βέβαια ότι η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση εναντιώνεται σε κάθε υποχώρηση σε λαϊκά αιτήματα, ώστε ανεμπόδιστα να ασκηθούν πολιτικές που υπακούουν στον εξορθολογισμό, τον εκσυγχρονισμό, την αναγκαιότητα και την ορθότητα· μια ορθότητα που είναι πρωτίστως οικονομική και δευτερευόντως πολιτική, και που ορίζεται κυρίως από την οικονομική ελίτ (ευρωπαϊκή στα καθ’ ημάς), με βάση τεχνοκρατικά κριτήρια, που λόγω της φύσης τους, ενέχουν μια αντικειμενικότητα νομοτελειακής φύσης.
Όμως, τόσο η κατάργηση της πολιτικής όσο και ο βιασμός της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, στα πλαίσια μιας εξόφθαλμης κυριαρχίας των ελίτ, συνιστά ουσιαστικά μια ακύρωση του κοινωνικού συμβολαίου και ενέχει τον κίνδυνο ανατροπής του φιλελεύθερου πολιτεύματος.
Έτσι, τίθεται ένα διαρκές ζήτημα νομιμοποίησης του καθεστώτος· κάτι που δηλώνει το συνεχές αίτημα για πολιτική σταθερότητα. Η νομιμοποίηση αυτή δεν είναι πια επαρκής μέσω της εκλογικής διαδικασίας, καθότι η νεοφιλελεύθερη διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι ως εάν να σφυροκοπεί αδιάκοπα το κοινωνικό συμβόλαιο.
Ως εκ τούτου, η νομιμοποίηση μπορεί να αντληθεί αποκλειστικά με λαϊκιστικές τεχνικές, στρατηγικές που σχετίζονται με την επικοινωνία (κατασκευή κοινής γνώμης, πλασματικές δημοσκοπήσεις κτλ.) και τη χειραγώγηση μέσω της ανασφάλειας.
Ο αόρατος Ελιτισμός
Στην Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ταυτόχρονα με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, εμφανίζεται το φαινόμενο του αντιλαϊκισμού: η καταγγελία του λαϊκισμού ως ενός από τα δεινά της αστικής δημοκρατίας.
Έκτοτε, η καταγγελία αυτή βρίσκεται στο καθημερινό δημόσιο λόγο. Μια καταγγελία που προσάπτεται, από τις κυβερνητικές πλειοψηφίες και το δημοσιογραφικό προσωπικό, στις αντιπολιτεύσεις, εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, κινήματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, ιδεολογίες ή και απόψεις.
Έτσι, οι κατά καιρούς πρωθυπουργοί της χώρας, μετά το ’90, έχουν εκφράσει τον αντιλαϊκισμό σε ένα διλημματικό πλαίσιο: «εκσυγχρονισμός ή λαϊκισμός», «μεταρρυθμίσεις ή ανέξοδος λαϊκισμός», «λαϊκισμός ή υπευθυνότητα», «ανάπτυξη ή λαϊκισμός, η παραφθαρμένη όψη της ελευθερίας».
Όπως φανερώνει ο καταγγελτικός πρωθυπουργικός λόγος, ο λαϊκισμός συνιστά κάτι απειλητικό: είναι οτιδήποτε αντιστέκεται στους σχεδιασμούς της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας-που de facto αξιολογούνται ως θετικοί-, γι αυτό και του αποδίδονται ετερόκλητες αρνητικές ιδιότητες: εξαπάτηση, αντιμεταρρύθμιση, ανευθυνότητα και υπανάπτυξη.
Παρότι η έννοια του λαϊκισμού διαχέεται στο δημόσιο λόγο, με τις συνήθεις αρνητικές συνδηλώσεις που της αποδίδει η κυρίαρχη εξουσία, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η αντίθετη έννοια, αυτή του ελιτισμού, απουσιάζει πλήρως, ακόμη και από μελέτες που διαπραγματεύονται τον λαϊκισμό.
Είναι προφανές ότι η λεκτική απουσία του ελιτισμού, δεν τον καθιστά απόντα ως πραγματικότητα. Η εναντίωση των νεοφιλελεύθερων στον λαϊκισμό εμφορείται από το γεγονός ότι είναι φορείς του ελιτισμού.
Αν ο λαϊκιστικός λόγος επικαλείται τον λαό και διχοτομεί το κοινωνικό, σε λαό/ελίτ, αυτό δεν παύει να συνιστά μια απεικόνιση της πραγματικότητας που αντιστρατεύεται την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία ταυτίζει το φιλελεύθερο πολίτευμα με τη Δημοκρατία και την τυπική λαϊκή κυριαρχία με την ουσιαστική.
Αντίθετα, ο αντιλαϊκιστικός λόγος είναι βαθύτατα ελιτιστικός και μειονεκτεί, λόγω του γεγονότος ότι εμπεριέχει μια ενδογενή αντίφαση: καλείται να κολακεύσει τις μάζες , τις οποίες απεχθάνεται, λόγω της ολιγαρχικής φύσης του. Έτσι, αδυνατώντας να αντιστρατευθεί την πραγματικότητα του λαϊκισμού, βάλλει κατά της λεκτικής εκφοράς του με λαϊκιστικές μεθόδους.
Νεολαϊκισμός…. αλά ελληνικά
Τα εμπόδια που συναντά ο ελιτισμός στη πράξη και η υστέρησή του σε δύναμη επιρροής, εν σχέση με τον λαϊκισμό, είναι αυτονόητα: η επίκληση της ελίτ από έναν ηγέτη, θα οδηγούσε στην καταστροφή. Συνεπώς, αν επιζητά ενδυνάμωση της πολιτικής θέσης του και υποστήριξη στο πρόγραμμά του-πάντα στα πλαίσια του φιλελεύθερου πολιτεύματος-, οφείλει, αφενός να αυτοπαρουσιασθεί ως λαϊκός ηγέτης και αφετέρου να αποτανθεί στον λαό για υποστήριξη. Αυτό όμως είναι ανέφικτο με ένα πρόγραμμα που εξυπηρετεί τις ελίτ.
Όπως αποκαλύπτει η μελέτη των νεοφιλελεύθερων ηγετών της λατινικής Αμερικής, η εγγενής αντίφαση του ελιτισμού, ξεπερνιέται με τεχνικές που βασίζονται μεν στον λαϊκιστικό λόγο-γι αυτό απαιτούνται πρόσωπα που έχουν σταδιοδρομήσει σε κάποια είδη λαϊκισμού-, αλλά με τη χρήση μιας ρητορικής που προκαλεί μετάθεση των λέξεων σε άλλες από τις συνήθεις έννοιες στις οποίες αναφέρονται.
Για παράδειγμα, ο λαϊκός ηγέτης γίνεται ο σωτήρας· Ο λαός γίνεται ο κόσμος, το έθνος ή η χώρα· Η ελίτ αντικαθίσταται από μία στοχοποιημένη κοινωνική ομάδα· Ο αντίπαλος, αντί να είναι η ελίτ γίνεται το παλιό πολιτικό ή κομματικό σύστημα· Τα δημοκρατικά αιτήματα αντικαθίστανται από την ανάπτυξη κτλ..
Αν εξετάσουμε ακροθιγώς την ελληνική περίπτωση, θα δούμε ότι οι νεοφιλελεύθεροι ηγέτες της χώρας ακολουθούν ένα παραπλήσιο νεολαϊκίστικο λόγο:
• Η κολακεία του λαού αποτελεί σταθερό μοτίβο: «Ο ελληνικός λαός είναι πονεμένος αλλά είναι και ώριμος. Ξέρει να ξεχωρίζει την υπευθυνότητα από το φθηνό λαϊκισμό». (Α. Σαμαράς).
«Όμως ο ελληνικός λαός είναι και ώριμος και σοφός…….η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού, δεν θέλει να διασαλευθεί η σταθερότητα». (Βενιζέλος).
«Κανείς δεν πίστευε ότι ο ελληνικός λαός θα έδειχνε τέτοια ωριμότητα και αυτοπεποίθηση». (Σαμαράς).
• Η υποκατάσταση του λαού από τον ηγέτη: «Ο Ελληνικός λαός δεν έχει αντίρρηση να υποστεί προσωρινά κάποιες θυσίες για να ορθοποδήσει η χώρα». (Σαμαράς).
• Ταύτιση ηγέτη με το έθνος: «Δώστε μου τη Δύναμη ενός Έθνους, για να κερδίσουμε τη μάχη της Πατρίδας μας».
• Ο ηγέτης ως λοιδορούμενος σωτήρας : « Αυτό είναι το δίλημμα…(.)..Προτιμάς, που λέει το Ευαγγέλιο, κολαφισμούς, εμπτυσμούς και ραπίσματα; Ή προτιμάς να πάνε όλα κατά διαόλου, αλλά θέλεις να σου λένε ωσαννά; Προτιμώ το πρώτο, αρκεί η χώρα μας, η πατρίδα μας, να γλιτώσει το τρισχειρότερο». (Βενιζέλος).
• Η καταγγελία του πολιτικού συστήματος: «Ο κόσμος αποστρέφεται σήμερα το φθαρμένο πολιτικό σύστημα. Γιατί δεν αντέχει τν υποκρισία του»! (Σαμαράς)
• Η καταγγελία του κομματικού συστήματος και του κρατισμού που ταυτίζεται με το κράτος πρόνοιας: «Τη θέση της ανάπτυξης πήρε ο κρατισμός. Τη θέση της αξιοκρατίας, η κυριαρχία των κομματικών ημετέρων».
• Η μετατόπιση της διχοτόμησης λαού/ελίτ στο κοινωνικό επίπεδο, μεταξύ κοινωνικών ομάδων που διακρίνονται από το αν κατέχουν μόνιμη εργασία ή όχι «Μπορείς να κάνεις μεταρρυθμίσεις χωρίς να ξεβολευτούν οι βολεμένοι;» (Σαμαράς).
• Η καταγγελία του λαϊκισμού, που γίνεται αντιληπτός ως αίτημα για εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα: «Και όλα αυτά έγιναν γιατί συγκρουστήκαμε με τον λαϊκισμό» (Σαμαράς).
Τα ελάχιστα παραδείγματα νεοφιλελεύθερου λόγου φανερώνουν την ύπαρξη ενός ιδιότυπου λαϊκισμού που καταγγέλλει μεν τον λαϊκισμό, όχι ως διαδικασία, αλλά ως πρακτική που σχετίζεται με τις κατακτήσεις των κατώτερων τάξεων.
Κατά περίπτωση, περιέχει ρητορικά σχήματα από τον λαϊκισμό της αριστεράς ή της ακροδεξιάς, χωρίς όμως να έχει τη δύναμη να προκαλέσει κινητοποίηση · Αντίθετα, είναι ένας λαϊκισμός της ακινητοποίησης, που δεν επιτρέπει κάποιου είδους πολιτική ένταξη. Οι νεοφιλελεύθεροι προσφεύγουν στον λαό για να επιβάλλουν ερμηνευτικά σχήματα, παρά για να διεγείρουν υπάρχουσες ρητές ή άρρητες συγκρούσεις.
Από αυτή την άποψη, ο όρος νεολαϊκισμός, για τον νεοφιλελεύθερο λαϊκισμό, αδυνατεί να περιγράψει το γεγονός ότι πρόκειται για ένα είδος λαϊκισμού που βρίσκεται κοντύτερα στην κλασσική έννοια της δημαγωγίας. Γιατί, εφόσον πρόκειται για τον λαϊκισμό των εξεγερμένων ελίτ, ενάντια στα λαϊκά δικαιώματα, στο μεταπολεμικό consensus και τη δημοκρατία, δεν μπορεί να συνιστά παρά χειραγώγηση.
Δημοσίευση σχολίου