(Απόσπασμα από την «Επιθεώρηση Τέχνης», Τεύχος 97-98 του 1963)
I. Ο ποιητής και το κοινό
1. Ένα
γενικά αδιαφιλονίκητο γεγονός είναι πως η ποίηση δεν παίζει πια στις
μέρες μας κανένα ρόλο ή τουλάχιστο το ρόλο που κάποτε έπαιξε. Δεν
συνδέεται με τις καθημερινές μας συνήθειες (όπως λ.χ. ο κινηματογράφος)
δεν αποτελεί μια ανάγκη ή μιαν υψηλής μορφής ψυχαγωγία (όπως κατά την
κλασική περίοδο). Το σημερινό «κοινό» της ποίησης έχει αφυδατωθεί, έχει
γίνει πολύ στενό και πολύ ειδικό. Κι ακόμα κάτι άλλο: Οι σχέσεις ανάμεσα
στον (οποιοσδήποτε ισχύος) καλλιτεχνικό πομπό και στον (οποιοσδήποτε
δεχτικότητας) καλλιτεχνικό δέκτη έχουν αποσυντονισθεί τόσο πολύ, ώστε
προκειμένου να μιλήσουμε για όλη αυτή την κατάσταση χρησιμοποιούμε χωρίς
πολλούς δισταγμούς τη λέξη «χάσμα». Ανεξάρτητα τώρα από το κατά πόσο
αυτή η λέξη αποδίδει ή προδίδει την πραγματικότητα παραμένει γεγονός ή
αποξένωση» (ο «εκθρονισμός» κατά τη ρομαντική φρασεολογία) του ποιητή
[…]
2. ….Το πρώτο μεγάλο ρήγμα στις σχέσεις καλλιτέχνη και κοινού εμφανίζεται κατά την ελληνιστική περίοδο. Με την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας από τον Μ. Αλέξανδρο η ελληνική γλώσσα και σε συνέχεια ο ελληνικός πνευματικός πολιτισμός «κατέκτησε» τα κέντρα της Ανατολής. Αλλά συγχρόνως το περιεχόμενο αυτού του πνευματικού πολιτισμού υπέστη μια βαθιά διαφοροποίηση – σχεδόν ανατροπή – με το να βρεθεί μεταφυτευμένο μέσα σε διαφορετικές συνθήκες από κείνες που το γέννησαν. Η πολιτική βάση του κλασικού ελληνικού πνεύματος ήταν η Δημοκρατία – μέσα στην οποία η τέχνη ήταν ένα αγαθό κοινής χρήσης για τους ελεύθερους πολίτες. Η καθολική συμμετοχή στην κουλτούρα κι η πολύπλευρη ανάπτυξη όλων των μελών της Αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν όχι μόνο πραγματοποιήσιμη μέσα σε κείνους τους όρους αλλά και ως ένα σημείο αποτελούσε προϋπόθεση για την ύπαρξη αυτών των όρων. Σκοπός της δημοκρατίας ήταν να φτιάχνει πολίτες ικανούς να κυβερνούν και να πολεμούν γι” αυτή τη δημοκρατία. Η πολιτική κι η Τέχνη στην Αθήνα της Ακμής αποτελούσαν γυμναστήρια «ελευθέρας εισόδου», για το κοινωνικό σύνολο μια κι η παραγωγή των αγαθών από τους δούλους απελευθέρωνε τα μέλη του δήμου απ’ τη χειρωνακτική εργασία.
Αντίθετα, στα κέντρα της Ανατολής η «διαχείριση των κοινών» καθώς και οι τέχνες έχουν διατηρήσει μιαν αριστοκρατική μορφή. Η πολιτική, η ρύθμιση της παραγωγής, οι πραχτικές και θεωρητικές επιστήμες, οι τέχνες ήταν υποθέσεις καθαρά «αυλικές». “Όταν λοιπόν λέμε πως το ελληνικό
πνεύμα «κατέκτησε» αυτούς τους νέους χώρους χρήσιμο είναι να παίρνουμε υπόψη μας τη βάση που χάνει (τη δημοκρατία) και τη βάση που αποκτά (τη συγκεντρωτική μορφή εξουσίας). Αυτή η μετατόπιση ήταν ολέθρια για τις κλασικές αξίες που δεν μπόρεσαν να υπερβούν τις υφιστάμενες σχέσεις – σχέσεις ρυθμιζόμενες όχι από το Δήμο αλλά από την Αυλή. Κύριο και κτυπητό γνώρισμα της ελληνιστικής παρακμής (στον πνευματικό τομέα) είναι η απομάκρυνση της τέχνης από το Δήμο – μια που ο Δήμος δεν υπάρχει πια – και περιορισμός της στα θερμοκήπια διαφόρων αυλών και σχολών και δημιουργία συνεπώς μιας τέχνης που δεν προορίζεται πια για τους πολίτες αλλά για έναν κύκλο. Η πρώτη μεγάλη αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά μια εκλεπτυσμένη μέχρις εκφυλισμού διανοούμενη αφρόκρεμα κι απ’ την άλλη ένας εξαθλιωμένος όχλος – μετάβαση απ’ το κοινό του Σοφοκλή στο κοινό που ζητούσε «άρτον και θεάματα».
Οι κλασικές αξίες σπάνε στην ελληνιστική τους παρακμή.
Από τότε μέχρι σήμερα οι ποιητές και το κοινό στις διάφορες κοινωνίες πλησιάστηκαν κατά περιόδους μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή παρακμή. Το κοινό χαρακτηριστικό κάθε πνευματικής παρακμής είναι πάντα η μη συμμετοχή του κοινού στα αγαθά της πνευματικής καλλιέργειας.
3. Η «αριστοκρατική» άποψη κατά την ανάλυση του ποιητικού φαινομένου αρέσκεται σε μιαν αφαίρεση των αντικειμενικών όρων μέσα στους οποίους γεννιέται και λειτουργεί ένα έργο τέχνης. Ακούμε συχνά να γίνεται λόγος για μια «καλλιτεχνική ελευθερία» απόλυτη και αφηρημένη – ελευθερία που στο μέτρο που πραγματικά υπάρχει δεν βοηθάει αλλά εμποδίζει το δημιουργό στερώντας του κάθε προσδιορισμό που συγκεκριμενοποιεί το έργο του.
Τi είναι η καλλιτεχνική ελευθερία; Είναι η ελευθερία ενός παπουτσή να φτιάξει (χρησιμοποιώντας, και κάποτε τελειοποιώντας, τα μέσα και τα υλικά που του παρέχουν οι δυνατότητες της εποχής του και του ατόμου του) ένα ζευγάρι παπούτσια όπως αυτός νομίζει καλύτερα. Φυσικά ο παπουτσής παίρνει άμεσα παραγγελία από το συγκεκριμένο πελάτη. Η παραγγελία που δέχεται ο καλλιτέχνης είναι πολύ πιο αφηρημένη – αυτή είναι κι η πραγματική του ελευθερία. Τα γούστα της εποχής, η καλλιτεχνική παράδοση, οι αισθητικές και ηθικές αξίες που επικρατούν γύρω του είναι οπωσδήποτε οι «περιορισμοί» που υφίσταται η «καλλιτεχνική ελευθερία» προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όταν λέμε πως ο ποιητής παίρνει αναγκαστικά υπ' όψη του την ιδεολογία που επικρατεί γύρω του πρέπει να συμπεριλάβουμε και την περίπτωση κατά την οποία το ίδιο πράγμα επιβεβαιώνεται αρνητικά. Π.χ. ένας ποιητής υφίσταται την επίδραση της «περιρρέουσας ιδεολογίας κι όταν αυτή πηγαίνει – και περισσότερο όταν νομίζει πως πηγαίνει – κόντρα σ’ αυτή. Αυτή η «δέσμευση» δεν είναι διόλου δέσμευση αλλά αντίθετα αποτελεί τον προσδιορισμό της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Έκφραση αυτής της ελευθερίας είναι αυτό τούτο το έργο το πραγματοποιημένο μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Π.χ. το υλικό, η ιδεολογία πάνω στην οποία δούλεψαν οι αρχαίοι είναι η μυθολογία που εξέφραζε την «κοινή γνώμη» της τάξης των ελεύθερων πολιτών.
Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δημιουργία των αρχαίων έξω απ’ αυτά τα συγκεκριμένα πλαίσια. Η αρχαία τέχνη λιγότερο συνειδητά ελεύθερη και κυριαρχική, είχε πολύ πιο ελεύθερες σχέσεις με την εποχή της απ’ όσο η σύγχρονη με τη δική της. Η κατάσταση της αφηρημένης, αρνητικής και κατηγορηματικής ελευθερίας, πληρώθηκε με την εγκατάλειψη της συγκεκριμένης ελευθερίας. Η σύγχρονη τέχνη παραιτήθηκε από την κατάκτηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, μ’ αντάλλαγμα την υποκειμενική ελευθερία».
Ακόμα πιο «δεσμευμένοι» εμφανίζονται οι βυζαντινοί καλλιτέχνες που κινήθηκαν μέσα στο χώρο της θρησκευτικής ορθοδοξίας. Το ίδιο ισχύει ως ένα σημείο και για τους καλλιτέχνες του Ευρωπαϊκού μεσαίωνα και κατά την περίοδο της αναγέννησης η αμεσότητα της σχέσης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό του γίνεται ακόμα πιο χαρακτηριστική. Οι διάφοροι ηγεμόνες μολονότι παράγγελναν – κυριολεκτικά πια – τα έργα τους στους καλλιτέχνες πού ’χαν στη δούλεψή τους, οι τελευταίοι δεν δεσμεύονταν απ' αυτές τις παραγγελίες. Το αποτέλεσμα της εργασίας τους πήγαινε συνήθως πέρα απ' αυτές τις παραγγελίες χωρίς να προσκρούει επάνω τους. Ελάχιστο παράδειγμα τα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου που ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στην εκκλησιαστική εξουσία.
Με τις πιο παραπάνω αναφορές θέλουμε να υπογραμμίσουμε πως ο καλλιτέχνης ποτέ δεν υπήρξε «απομονωμένος» ούτε «ελεύθερος» με την έννοια που συνήθως δίνουμε σ' αυτές τις λέξεις Πάντοτε δημιουργούσε για κάποιο συγκεκριμένο κοινό, αλλιώς το έργο του δεν θα μπορούσε να περιέχει κανένα ανθρώπινο νόημα. Αυτή η σχέση, του να γνωρίζει δηλαδή ο καλλιτέχνης το κοινό στο οποίο απευθύνεται, έχει χαθεί σήμερα. Η βάση συνεννόησης έχει περιοριστεί στο ελάχιστο. Όσο περνούν τα χρόνια η τέχνη γίνεται, όπως λέμε, δυσκολότερη – «ερμητική».
4. - Τί έχει λοιπόν συντελεστεί; Ποιό καινούργιο εμπόδιο έχει παρεμβληθεί ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό; Πολλοί έχουν σταθεί πάνω σ' αυτό το γεγονός που λέγεται «απώλεια του κοινού μύθου». Αλλά πώς και γιατί χάθηκε αυτός ο «κοινός μύθος»;
Ο καλλιτέχνης με το λυκόφως των φεουδαρχικών θεσμών βγαίνοντας από τις αριστοκρατικές αυλές βρέθηκε μέσα σε καινούργιες δυνατότητες προσδιοριζόμενες από νέες ευνοϊκότερες σχέσεις ανάμεσα σ' αυτόν και τα πράγματα. Στην ιστορική της άνοδο η αστική τάξη άρπαξε τους καλλιτέχνες από την αγκαλιά των πυργοδεσποτικών απασχολήσεων με την ίδια ορμή που άρπαξε τους δουλοπάροικους από τη γη.
Ο ρασιοναλιστής διανοούμενος εκτοπίζει το σχολιαστή του Αριστοτέλη, ο Βολταίρος τον Ακινάτη, οι Εγκυκλοπαιδιστές τους καλόγερους, οι Ρουζέ ντε Λιλ τους Τροβαδούρους. Σ’ όλη αυτή τη μακρά περίοδο των ριζικών μετασχηματισμών ο «κοινός μύθος» (διάβαζε Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία) έβαλε τη σφραγίδα του στις σχέσεις καλλιτέχνη και κοινού. Ήδη όμως η λαμπρή φάση του αστικού πολιτισμού τελειώνει. Η ιδεολογία του προ πολλού φτασμένη στο κορυφαίο της σημείο κατεβαίνει και γίνεται η άρνηση του αρχικού της περιεχομένου. Οι ποιητές που θα την εκφράσουν σήμερα είναι φυσικό να γίνουν «ερμητικοί»….
Προοπτικές
2. - «Από την άποψη της απήχησης, ο ρόλος της ποίησης είναι πια πολύ περιορισμένος – οποιαδήποτε ουσιαστική αλήθεια κι αν εκφράζει, οποιοδήποτε καθολικό νόημα κι αν περιέχει». Διαπίστωση σωστή νομίζουμε. Αν δεχτούμε πως κι οι προοδευτικοί ποιητές είναι απομονωμένοι (και νομίζουμε πως παρά τις πιθανές εξαιρέσεις πρέπει να το δεχτούμε) τότε ο ερμητισμός καθώς κι η απουσία του καθολικού μηνύματος από την ποίηση δεν επαρκούν για να αιτιολογήσουν την μη απήχηση των ποιητών. Ας κοιτάξουμε λοιπόν σ’ ένα άλλο σημείο: Για όσους δεν ξέρουν ανάγνωση οι στίχοι του Δροσίνη είναι εξ ίσου ακατανόητοι κι «ερμητικοί» με τους στίχους του Μελαχρινού. Και για τον εργάτη που για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους δεν είναι σε θέση να διαβάσει την εφημερίδα του, ο Αμάντο (που κατά κάποιο τρόπο τον εκφράζει) του είναι απρόσιτος όσο κι ο Κάφκα (που δεν τον εκφράζει).
Αυτό που συνήθως αποφεύγουμε να θίγουμε σ' ένα πρόβλημα αποτελεί καμιά φορά την ουσία του: Η φύση των κοινωνικών σχέσεων δεν επιτρέπει την συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου στα αγαθά της πνευματικής καλλιέργειας. Αυτό το πράγμα έχει ολέθρια επίδραση όχι μόνο στην τεράστια μερίδα που μένει έξω απ' την κουλτούρα αλλά και στην ίδια την κουλτούρα που συνεχώς χάνεται και «παγώνει» μέσα στα μουσεία αχρησιμοποίητη. Η αχρηστία οδηγεί στην αχρηστία. Όσο πιο σκληροί είναι οι όροι της εργασίας σε μια κοινωνία, τόσο κι οι τρόποι ψυχαγωγίας που επικρατούν είναι φτηνοί και πρόστυχοι. Κυρίαρχη μορφή διασκέδασης το ποδόσφαιρο και το «ελαφρό» φιλμ. Η όπερα παραμερίζεται από την οπερέττα κι η οπερέττα από την επιθεώρηση. Η Αγκάθα Κρίστι διώχνει τον Μπαλζάκ. Κάπου εδώ είναι ο κεντρικός κόμπος του προβλήματος. Όσο κι αν μιλάμε για «εναλλαγές των μορφών», όσο κι αν δεχόμαστε μια ακμή και μια παρακμή για τις μορφές της τέχνης, όλ’ αυτά δεν συμβαίνουν αυτοτελώς. Συνδέονται (αφανώς ίσως) με ορισμένα άλλα φαινόμενα και μεταβάλλονται μαζί τους. «Πριν απ’ την ποίηση η Αλφαβήτα και πριν από την Αλφαβήτα το ψωμί» , έγραψε ο ποιητής. [... ]
«Η φύση των κοινωνικών
σχέσεων δεν επιτρέπει την συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου στα αγαθά της
πνευματικής καλλιέργειας. Αυτό το πράγμα έχει ολέθρια επίδραση όχι μόνο
στην τεράστια μερίδα που μένει έξω απ” την κουλτούρα αλλά και στην ίδια
την κουλτούρα που συνεχώς χάνεται και «παγώνει» μέσα στα μουσεία
αχρησιμοποίητη. Η αχρηστία οδηγεί στην αχρηστία. Όσο πιο σκληροί είναι
οι όροι της εργασίας σε μια κοινωνία, τόσο κι οι τρόποι ψυχαγωγίας που
επικρατούν είναι φτηνοί και πρόστυχοι».
I. Ο ποιητής και το κοινό
2. ….Το πρώτο μεγάλο ρήγμα στις σχέσεις καλλιτέχνη και κοινού εμφανίζεται κατά την ελληνιστική περίοδο. Με την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας από τον Μ. Αλέξανδρο η ελληνική γλώσσα και σε συνέχεια ο ελληνικός πνευματικός πολιτισμός «κατέκτησε» τα κέντρα της Ανατολής. Αλλά συγχρόνως το περιεχόμενο αυτού του πνευματικού πολιτισμού υπέστη μια βαθιά διαφοροποίηση – σχεδόν ανατροπή – με το να βρεθεί μεταφυτευμένο μέσα σε διαφορετικές συνθήκες από κείνες που το γέννησαν. Η πολιτική βάση του κλασικού ελληνικού πνεύματος ήταν η Δημοκρατία – μέσα στην οποία η τέχνη ήταν ένα αγαθό κοινής χρήσης για τους ελεύθερους πολίτες. Η καθολική συμμετοχή στην κουλτούρα κι η πολύπλευρη ανάπτυξη όλων των μελών της Αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν όχι μόνο πραγματοποιήσιμη μέσα σε κείνους τους όρους αλλά και ως ένα σημείο αποτελούσε προϋπόθεση για την ύπαρξη αυτών των όρων. Σκοπός της δημοκρατίας ήταν να φτιάχνει πολίτες ικανούς να κυβερνούν και να πολεμούν γι” αυτή τη δημοκρατία. Η πολιτική κι η Τέχνη στην Αθήνα της Ακμής αποτελούσαν γυμναστήρια «ελευθέρας εισόδου», για το κοινωνικό σύνολο μια κι η παραγωγή των αγαθών από τους δούλους απελευθέρωνε τα μέλη του δήμου απ’ τη χειρωνακτική εργασία.
Αντίθετα, στα κέντρα της Ανατολής η «διαχείριση των κοινών» καθώς και οι τέχνες έχουν διατηρήσει μιαν αριστοκρατική μορφή. Η πολιτική, η ρύθμιση της παραγωγής, οι πραχτικές και θεωρητικές επιστήμες, οι τέχνες ήταν υποθέσεις καθαρά «αυλικές». “Όταν λοιπόν λέμε πως το ελληνικό
πνεύμα «κατέκτησε» αυτούς τους νέους χώρους χρήσιμο είναι να παίρνουμε υπόψη μας τη βάση που χάνει (τη δημοκρατία) και τη βάση που αποκτά (τη συγκεντρωτική μορφή εξουσίας). Αυτή η μετατόπιση ήταν ολέθρια για τις κλασικές αξίες που δεν μπόρεσαν να υπερβούν τις υφιστάμενες σχέσεις – σχέσεις ρυθμιζόμενες όχι από το Δήμο αλλά από την Αυλή. Κύριο και κτυπητό γνώρισμα της ελληνιστικής παρακμής (στον πνευματικό τομέα) είναι η απομάκρυνση της τέχνης από το Δήμο – μια που ο Δήμος δεν υπάρχει πια – και περιορισμός της στα θερμοκήπια διαφόρων αυλών και σχολών και δημιουργία συνεπώς μιας τέχνης που δεν προορίζεται πια για τους πολίτες αλλά για έναν κύκλο. Η πρώτη μεγάλη αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά μια εκλεπτυσμένη μέχρις εκφυλισμού διανοούμενη αφρόκρεμα κι απ’ την άλλη ένας εξαθλιωμένος όχλος – μετάβαση απ’ το κοινό του Σοφοκλή στο κοινό που ζητούσε «άρτον και θεάματα».
Οι κλασικές αξίες σπάνε στην ελληνιστική τους παρακμή.
Από τότε μέχρι σήμερα οι ποιητές και το κοινό στις διάφορες κοινωνίες πλησιάστηκαν κατά περιόδους μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή παρακμή. Το κοινό χαρακτηριστικό κάθε πνευματικής παρακμής είναι πάντα η μη συμμετοχή του κοινού στα αγαθά της πνευματικής καλλιέργειας.
3. Η «αριστοκρατική» άποψη κατά την ανάλυση του ποιητικού φαινομένου αρέσκεται σε μιαν αφαίρεση των αντικειμενικών όρων μέσα στους οποίους γεννιέται και λειτουργεί ένα έργο τέχνης. Ακούμε συχνά να γίνεται λόγος για μια «καλλιτεχνική ελευθερία» απόλυτη και αφηρημένη – ελευθερία που στο μέτρο που πραγματικά υπάρχει δεν βοηθάει αλλά εμποδίζει το δημιουργό στερώντας του κάθε προσδιορισμό που συγκεκριμενοποιεί το έργο του.
Τi είναι η καλλιτεχνική ελευθερία; Είναι η ελευθερία ενός παπουτσή να φτιάξει (χρησιμοποιώντας, και κάποτε τελειοποιώντας, τα μέσα και τα υλικά που του παρέχουν οι δυνατότητες της εποχής του και του ατόμου του) ένα ζευγάρι παπούτσια όπως αυτός νομίζει καλύτερα. Φυσικά ο παπουτσής παίρνει άμεσα παραγγελία από το συγκεκριμένο πελάτη. Η παραγγελία που δέχεται ο καλλιτέχνης είναι πολύ πιο αφηρημένη – αυτή είναι κι η πραγματική του ελευθερία. Τα γούστα της εποχής, η καλλιτεχνική παράδοση, οι αισθητικές και ηθικές αξίες που επικρατούν γύρω του είναι οπωσδήποτε οι «περιορισμοί» που υφίσταται η «καλλιτεχνική ελευθερία» προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όταν λέμε πως ο ποιητής παίρνει αναγκαστικά υπ' όψη του την ιδεολογία που επικρατεί γύρω του πρέπει να συμπεριλάβουμε και την περίπτωση κατά την οποία το ίδιο πράγμα επιβεβαιώνεται αρνητικά. Π.χ. ένας ποιητής υφίσταται την επίδραση της «περιρρέουσας ιδεολογίας κι όταν αυτή πηγαίνει – και περισσότερο όταν νομίζει πως πηγαίνει – κόντρα σ’ αυτή. Αυτή η «δέσμευση» δεν είναι διόλου δέσμευση αλλά αντίθετα αποτελεί τον προσδιορισμό της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Έκφραση αυτής της ελευθερίας είναι αυτό τούτο το έργο το πραγματοποιημένο μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Π.χ. το υλικό, η ιδεολογία πάνω στην οποία δούλεψαν οι αρχαίοι είναι η μυθολογία που εξέφραζε την «κοινή γνώμη» της τάξης των ελεύθερων πολιτών.
Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δημιουργία των αρχαίων έξω απ’ αυτά τα συγκεκριμένα πλαίσια. Η αρχαία τέχνη λιγότερο συνειδητά ελεύθερη και κυριαρχική, είχε πολύ πιο ελεύθερες σχέσεις με την εποχή της απ’ όσο η σύγχρονη με τη δική της. Η κατάσταση της αφηρημένης, αρνητικής και κατηγορηματικής ελευθερίας, πληρώθηκε με την εγκατάλειψη της συγκεκριμένης ελευθερίας. Η σύγχρονη τέχνη παραιτήθηκε από την κατάκτηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, μ’ αντάλλαγμα την υποκειμενική ελευθερία».
Ακόμα πιο «δεσμευμένοι» εμφανίζονται οι βυζαντινοί καλλιτέχνες που κινήθηκαν μέσα στο χώρο της θρησκευτικής ορθοδοξίας. Το ίδιο ισχύει ως ένα σημείο και για τους καλλιτέχνες του Ευρωπαϊκού μεσαίωνα και κατά την περίοδο της αναγέννησης η αμεσότητα της σχέσης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό του γίνεται ακόμα πιο χαρακτηριστική. Οι διάφοροι ηγεμόνες μολονότι παράγγελναν – κυριολεκτικά πια – τα έργα τους στους καλλιτέχνες πού ’χαν στη δούλεψή τους, οι τελευταίοι δεν δεσμεύονταν απ' αυτές τις παραγγελίες. Το αποτέλεσμα της εργασίας τους πήγαινε συνήθως πέρα απ' αυτές τις παραγγελίες χωρίς να προσκρούει επάνω τους. Ελάχιστο παράδειγμα τα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου που ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στην εκκλησιαστική εξουσία.
Με τις πιο παραπάνω αναφορές θέλουμε να υπογραμμίσουμε πως ο καλλιτέχνης ποτέ δεν υπήρξε «απομονωμένος» ούτε «ελεύθερος» με την έννοια που συνήθως δίνουμε σ' αυτές τις λέξεις Πάντοτε δημιουργούσε για κάποιο συγκεκριμένο κοινό, αλλιώς το έργο του δεν θα μπορούσε να περιέχει κανένα ανθρώπινο νόημα. Αυτή η σχέση, του να γνωρίζει δηλαδή ο καλλιτέχνης το κοινό στο οποίο απευθύνεται, έχει χαθεί σήμερα. Η βάση συνεννόησης έχει περιοριστεί στο ελάχιστο. Όσο περνούν τα χρόνια η τέχνη γίνεται, όπως λέμε, δυσκολότερη – «ερμητική».
4. - Τί έχει λοιπόν συντελεστεί; Ποιό καινούργιο εμπόδιο έχει παρεμβληθεί ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό; Πολλοί έχουν σταθεί πάνω σ' αυτό το γεγονός που λέγεται «απώλεια του κοινού μύθου». Αλλά πώς και γιατί χάθηκε αυτός ο «κοινός μύθος»;
Ο καλλιτέχνης με το λυκόφως των φεουδαρχικών θεσμών βγαίνοντας από τις αριστοκρατικές αυλές βρέθηκε μέσα σε καινούργιες δυνατότητες προσδιοριζόμενες από νέες ευνοϊκότερες σχέσεις ανάμεσα σ' αυτόν και τα πράγματα. Στην ιστορική της άνοδο η αστική τάξη άρπαξε τους καλλιτέχνες από την αγκαλιά των πυργοδεσποτικών απασχολήσεων με την ίδια ορμή που άρπαξε τους δουλοπάροικους από τη γη.
Ο ρασιοναλιστής διανοούμενος εκτοπίζει το σχολιαστή του Αριστοτέλη, ο Βολταίρος τον Ακινάτη, οι Εγκυκλοπαιδιστές τους καλόγερους, οι Ρουζέ ντε Λιλ τους Τροβαδούρους. Σ’ όλη αυτή τη μακρά περίοδο των ριζικών μετασχηματισμών ο «κοινός μύθος» (διάβαζε Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία) έβαλε τη σφραγίδα του στις σχέσεις καλλιτέχνη και κοινού. Ήδη όμως η λαμπρή φάση του αστικού πολιτισμού τελειώνει. Η ιδεολογία του προ πολλού φτασμένη στο κορυφαίο της σημείο κατεβαίνει και γίνεται η άρνηση του αρχικού της περιεχομένου. Οι ποιητές που θα την εκφράσουν σήμερα είναι φυσικό να γίνουν «ερμητικοί»….
Προοπτικές
1.
Μερικοί από τους πιο αξιόλογους ερευνητές που καταπιάστηκαν να
πιθανολογήσουν το μέλλον της ποίησης κατέληξαν σε απαισιόδοξα
συμπεράσματα. Ο αισθητικός θ. Μουστοξύδης π.χ. σ' ένα του δοκίμιο
υπογραμμίζει: «Η ποίηση δεν φαίνεται ν' αντιστοιχεί στο στάδιο του
πολιτισμού μας». Η ποίηση λοιπόν είναι καταδικασμένη σ’ ένα προοδευτικό
αφανισμό γιατί «βασίζεται στην υπερτροφία του εγώ, στην προσωπική
ονειροπόληση και δεν ανταποκρίνεται στην εξέλιξη της σημερινής ζωής, που
χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά κοινωνικές τάσεις. Ότι κι αν πούμε ο
ποιητής, μένει ένας ερημίτης, ένας ψυχικά αναρχικός. Η ανθρώπινη εξέλιξη
βαδίζει προς την αγελαία ζωή, προς τις ομαδικές συγκινήσεις».
Μολονότι αυτά τα συμπεράσματα έπονται μιας πραγματικά επιστημονικής ανάλυσης για την καταγωγή και την ανάπτυξη της ποιητικής αγωγής, ωστόσο είναι δύσκολο να μας πείσουν όχι τόσο για την ορθότητά τους όσο για τον τρόπο με τον οποίο καταλήγουν να τοποθετούν το πρόβλημα. Αυτές οι απόψεις έχουν βέβαια υπέρ αυτών το αδιαφιλονίκητο ήδη γεγονός: το ότι δηλαδή ο ποιητής σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι έξω από το κέντρο της κοινωνικής ζωής, ξεκομμένος, αγνοημένος δίκαια ή όχι – από το μεγάλο κοινό. Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για την διερεύνηση του προβλήματός μας.
Πώς και γιατί οι σχέσεις ανάμεσα στον ποιητή και το κοινό πήραν άλλοτε την Α και άλλοτε τη Β μορφή;
Ποιά είναι η ιστορία αυτών των σχέσεων;
Μήπως σ' αυτήν την ιστορία προκύπτει μια αντικειμενική νομοτέλεια;
Γιατί αλλάζουν κάθε φορά οι σχέσεις προς ετούτη ή προς εκείνη την κατεύθυνση: Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα μας βοηθούσε να εικάσουμε θετικότερα τη μελλοντική τύχη της ποίησης. Παρατηρούμε δηλ. πως ο Μουστοξύδης ενώ έχει διερευνήσει τόσο μεθοδικά το ποιητικό φαινόμενο σαν αγωγή σαν ατομική λειτουργία αναλύοντάς το διεξοδικά και σχεδόν κλινικά, άφησε κατά μέρος την ιστορική πλευρά. Το αποτέλεσμα ήταν να παραλειφθούν ορισμένα δεδομένα που αν δεν έλυναν οπωσδήποτε το πρόβλημα πάντως το τοποθετούσαν σε τέτοια θέση που θα μας επέτρεπε να μελετήσουμε τα ως τώρα αθέατα μέρη του. Όταν λ.χ. λέμε πως η ποίηση «βασίζεται στην υπερτροφία του εγώ» έχουμε ίσως δίκιο από ψυχολογική άποψη. Αλλά από μιαν άλλη άποψη σφάλλουμε γιατί όσο κι αν ο ποιητής εκφράζει τους υποκειμενικούς του κυματισμούς, αυτοί οι κυματισμοί αντιστοιχούν πάντα σε μια αντικειμενική κατάσταση.
Μολονότι αυτά τα συμπεράσματα έπονται μιας πραγματικά επιστημονικής ανάλυσης για την καταγωγή και την ανάπτυξη της ποιητικής αγωγής, ωστόσο είναι δύσκολο να μας πείσουν όχι τόσο για την ορθότητά τους όσο για τον τρόπο με τον οποίο καταλήγουν να τοποθετούν το πρόβλημα. Αυτές οι απόψεις έχουν βέβαια υπέρ αυτών το αδιαφιλονίκητο ήδη γεγονός: το ότι δηλαδή ο ποιητής σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι έξω από το κέντρο της κοινωνικής ζωής, ξεκομμένος, αγνοημένος δίκαια ή όχι – από το μεγάλο κοινό. Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για την διερεύνηση του προβλήματός μας.
Πώς και γιατί οι σχέσεις ανάμεσα στον ποιητή και το κοινό πήραν άλλοτε την Α και άλλοτε τη Β μορφή;
Ποιά είναι η ιστορία αυτών των σχέσεων;
Μήπως σ' αυτήν την ιστορία προκύπτει μια αντικειμενική νομοτέλεια;
Γιατί αλλάζουν κάθε φορά οι σχέσεις προς ετούτη ή προς εκείνη την κατεύθυνση: Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα μας βοηθούσε να εικάσουμε θετικότερα τη μελλοντική τύχη της ποίησης. Παρατηρούμε δηλ. πως ο Μουστοξύδης ενώ έχει διερευνήσει τόσο μεθοδικά το ποιητικό φαινόμενο σαν αγωγή σαν ατομική λειτουργία αναλύοντάς το διεξοδικά και σχεδόν κλινικά, άφησε κατά μέρος την ιστορική πλευρά. Το αποτέλεσμα ήταν να παραλειφθούν ορισμένα δεδομένα που αν δεν έλυναν οπωσδήποτε το πρόβλημα πάντως το τοποθετούσαν σε τέτοια θέση που θα μας επέτρεπε να μελετήσουμε τα ως τώρα αθέατα μέρη του. Όταν λ.χ. λέμε πως η ποίηση «βασίζεται στην υπερτροφία του εγώ» έχουμε ίσως δίκιο από ψυχολογική άποψη. Αλλά από μιαν άλλη άποψη σφάλλουμε γιατί όσο κι αν ο ποιητής εκφράζει τους υποκειμενικούς του κυματισμούς, αυτοί οι κυματισμοί αντιστοιχούν πάντα σε μια αντικειμενική κατάσταση.
Ασφαλώς ο
ποιητής εκφράζει κατ' αρχήν τον «εαυτό του» αλλά αν είναι πραγματικά
ποιητής εκφράζοντας το υποκείμενό του εκφράζει και τους άλλους. Απ'
αυτήν άποψη η τέχνη είναι υπόθεση υποκειμενική αλλά αυτό δεν εμποδίζει
έναν ολόκληρο λαό ή μια ομάδα ανθρώπων ν’ αναγνωρίζουν τον εαυτό τους
μέσα σε μια τέτοια τέχνη. Και το γεγονός πως «η ανθρώπινη εξέλιξη
βαδίζει προς τις ομαδικές συγκινήσεις», αυτό καθ' εαυτό δεν προδικάζει
διόλου το θάνατο της ποίησης – απεναντίας. Εκτός αν δεχτούμε πως η
ποίηση «ως ατομοκεντρική εκδήλωση» δεν είναι πια σε θέση να εκφράσει
αυτές τις «ομαδικές συγκινήσεις». Αλλά η ίδια η ιστορία της λογοτεχνίας
μας έδειξε πως τότε ακριβώς η ποιητική δημιουργία ξαναβρίσκει το ρωμαλέο
της χρώμα, όταν υπάρξουν οι προϋποθέσεις μιας ομαδικής κίνησης, μιας
ενιαίας διάθεσης, μιας πλατιάς ομοψυχίας. Αυτό είναι το κλίμα μέσα στο
οποίο αναπτύσσεται η ποίηση παραμερίζοντας ολοένα περισσότερο τον
πράγματι μεταφυσικό χαρακτήρα που «εκ καταγωγής» έχει όσο μένει ατομική
λειτουργία. Στο βαθμό που υπάρχει ένας βαθύς δυνατός κυματισμός της
ομάδας η ποίηση κερδίζει νέες δυνατότητες. Δεν είναι τυχαίο το ότι κάθε
επανάσταση με λαϊκή βάση είχε τον ή τους ποιητές της – από τον
Μιτεκιέβπς και τον Πεταίφι μέχρι τον Μαγιακόφσκι. Στην εποχή μας υπάρχει
αυτή η ομοψυχία;
2. - «Από την άποψη της απήχησης, ο ρόλος της ποίησης είναι πια πολύ περιορισμένος – οποιαδήποτε ουσιαστική αλήθεια κι αν εκφράζει, οποιοδήποτε καθολικό νόημα κι αν περιέχει». Διαπίστωση σωστή νομίζουμε. Αν δεχτούμε πως κι οι προοδευτικοί ποιητές είναι απομονωμένοι (και νομίζουμε πως παρά τις πιθανές εξαιρέσεις πρέπει να το δεχτούμε) τότε ο ερμητισμός καθώς κι η απουσία του καθολικού μηνύματος από την ποίηση δεν επαρκούν για να αιτιολογήσουν την μη απήχηση των ποιητών. Ας κοιτάξουμε λοιπόν σ’ ένα άλλο σημείο: Για όσους δεν ξέρουν ανάγνωση οι στίχοι του Δροσίνη είναι εξ ίσου ακατανόητοι κι «ερμητικοί» με τους στίχους του Μελαχρινού. Και για τον εργάτη που για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους δεν είναι σε θέση να διαβάσει την εφημερίδα του, ο Αμάντο (που κατά κάποιο τρόπο τον εκφράζει) του είναι απρόσιτος όσο κι ο Κάφκα (που δεν τον εκφράζει).
Αυτό που συνήθως αποφεύγουμε να θίγουμε σ' ένα πρόβλημα αποτελεί καμιά φορά την ουσία του: Η φύση των κοινωνικών σχέσεων δεν επιτρέπει την συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου στα αγαθά της πνευματικής καλλιέργειας. Αυτό το πράγμα έχει ολέθρια επίδραση όχι μόνο στην τεράστια μερίδα που μένει έξω απ' την κουλτούρα αλλά και στην ίδια την κουλτούρα που συνεχώς χάνεται και «παγώνει» μέσα στα μουσεία αχρησιμοποίητη. Η αχρηστία οδηγεί στην αχρηστία. Όσο πιο σκληροί είναι οι όροι της εργασίας σε μια κοινωνία, τόσο κι οι τρόποι ψυχαγωγίας που επικρατούν είναι φτηνοί και πρόστυχοι. Κυρίαρχη μορφή διασκέδασης το ποδόσφαιρο και το «ελαφρό» φιλμ. Η όπερα παραμερίζεται από την οπερέττα κι η οπερέττα από την επιθεώρηση. Η Αγκάθα Κρίστι διώχνει τον Μπαλζάκ. Κάπου εδώ είναι ο κεντρικός κόμπος του προβλήματος. Όσο κι αν μιλάμε για «εναλλαγές των μορφών», όσο κι αν δεχόμαστε μια ακμή και μια παρακμή για τις μορφές της τέχνης, όλ’ αυτά δεν συμβαίνουν αυτοτελώς. Συνδέονται (αφανώς ίσως) με ορισμένα άλλα φαινόμενα και μεταβάλλονται μαζί τους. «Πριν απ’ την ποίηση η Αλφαβήτα και πριν από την Αλφαβήτα το ψωμί» , έγραψε ο ποιητής. [... ]
…Συζητάμε
σήμερα για το μέλλον της ποίησης τη στιγμή που ένα τεράστιο μέρος της
κοινωνίας, στέκει ή μάλλον το κρατούν απέξω όχι μόνο από την πολυτέλεια
που λέγεται ποίηση αλλά κι από τις πιο στοιχειώδεις κατακτήσεις του
πνεύματος. Ποιός όμως είναι σε θέση να μας βεβαιώσει πως η μελλοντική
καθολική συμμετοχή στην κουλτούρα δεν θα έχει σαν συνέπεια την ανατροπή
των σημερινών δεδομένων; Μέσα σε μια κοινωνία όπου το περιττό θα είναι
δικαίωμα του καθενός, ποιος θα ναι ο χαρακτήρας της καλλιτεχνικής
δημιουργίας; Θα εξακολουθήσει να είναι «επαγγελματικός»; Και αν ναι,
μέχρι πότε;
«Όταν οι σχέσεις της παραγωγής θ' αφήνουν τους ανθρώπους μέσα στην εργασία τους να πραγματοποιούν τον εαυτό τους». Όταν αυτό που σήμερα είναι Κράτος, αύριο θα γίνει περίπου μια λογιστική υπηρεσία, δεν μπορούμε άραγε να ελπίσουμε βάσιμα πως η καθολική συμμετοχή και στα πνευματικά αγαθά, θα σπάσει τον ιερό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Είναι πολύ πιθανό σ’ ένα μέλλον μακρινό (όταν για πρώτη φορά στην ιστορία το «καλλιεργημένο» κοινό θα είναι ολόκληρη η κοινωνία, οι σχέσεις να αλλοιωθούν τόσο ώστε να μη θυμίζουν στο τέλος τίποτα από το πνεύμα της «εκκλησίας», της «κάστας» και του «επαγγελματισμού» απ' όπου θα κατάγονται. Μέσα σ’ αυτές τις νέες σχέσεις δεν θα 'χουμε πια τον διαχωρισμό απ’ τη μια: ποιητές, ζωγράφοι κ.λπ. κι απ’ την άλλη: μηχανικοί, μαθηματικοί κ.λπ. «Όταν εξαλειφθεί και το τελευταίο ίχνος απ' την αντίθεση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας ο «συγγραφέας», ο «ποιητής» κ.λπ. θα 'ναι μια παραδοξότητα ή μια υπόμνηση των βάρβαρων σχέσεων του 20ου αιώνα. Το συνηθισμένο θα 'ναι ίσως ο μηχανικός που θα γράφει ποιήματα, ο ξυλουργός που συνθέτει μουσική, ο τυπογράφος που θα ζωγραφίζει, ο ανθρώπινος άνθρωπος.
Αυτό – όσο κι αν είναι ακόμα ένα όραμα νεφελώδες δεν αποτελεί μια ουτοπία που απλώς διατύπωσε ο Μαρξ σ’ ένα του βιβλίο- είναι πραγματοποιήσιμη προοπτική που βγαίνει μέσα απ' ολόκληρη την πολιτική του φιλοσοφία.
Αν δούμε απ' αυτή τη σκοπιά τα πράγματα, τότε ασφαλώς το μέλλον για τον «ποιητή – προφήτη» τον «ποιητή – ταγό» κ.λπ. προμηνύεται σκοτεινό.
Για την ίδια την ποίηση όμως απελευθερώνονται άπειρες δυνατότητες.
«Όταν οι σχέσεις της παραγωγής θ' αφήνουν τους ανθρώπους μέσα στην εργασία τους να πραγματοποιούν τον εαυτό τους». Όταν αυτό που σήμερα είναι Κράτος, αύριο θα γίνει περίπου μια λογιστική υπηρεσία, δεν μπορούμε άραγε να ελπίσουμε βάσιμα πως η καθολική συμμετοχή και στα πνευματικά αγαθά, θα σπάσει τον ιερό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Είναι πολύ πιθανό σ’ ένα μέλλον μακρινό (όταν για πρώτη φορά στην ιστορία το «καλλιεργημένο» κοινό θα είναι ολόκληρη η κοινωνία, οι σχέσεις να αλλοιωθούν τόσο ώστε να μη θυμίζουν στο τέλος τίποτα από το πνεύμα της «εκκλησίας», της «κάστας» και του «επαγγελματισμού» απ' όπου θα κατάγονται. Μέσα σ’ αυτές τις νέες σχέσεις δεν θα 'χουμε πια τον διαχωρισμό απ’ τη μια: ποιητές, ζωγράφοι κ.λπ. κι απ’ την άλλη: μηχανικοί, μαθηματικοί κ.λπ. «Όταν εξαλειφθεί και το τελευταίο ίχνος απ' την αντίθεση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας ο «συγγραφέας», ο «ποιητής» κ.λπ. θα 'ναι μια παραδοξότητα ή μια υπόμνηση των βάρβαρων σχέσεων του 20ου αιώνα. Το συνηθισμένο θα 'ναι ίσως ο μηχανικός που θα γράφει ποιήματα, ο ξυλουργός που συνθέτει μουσική, ο τυπογράφος που θα ζωγραφίζει, ο ανθρώπινος άνθρωπος.
Αυτό – όσο κι αν είναι ακόμα ένα όραμα νεφελώδες δεν αποτελεί μια ουτοπία που απλώς διατύπωσε ο Μαρξ σ’ ένα του βιβλίο- είναι πραγματοποιήσιμη προοπτική που βγαίνει μέσα απ' ολόκληρη την πολιτική του φιλοσοφία.
Αν δούμε απ' αυτή τη σκοπιά τα πράγματα, τότε ασφαλώς το μέλλον για τον «ποιητή – προφήτη» τον «ποιητή – ταγό» κ.λπ. προμηνύεται σκοτεινό.
Για την ίδια την ποίηση όμως απελευθερώνονται άπειρες δυνατότητες.
Αναδημοσίευση από το blog του
Χρήστου Τσαντή
Δημοσίευση σχολίου